Φώντας Τρούσας
Κείμενα για ουκ ολίγες βαθιά υποτιμημένες ταινίες, κυρίως από τη δεκαετία του ’70, που απελευθέρωσαν τη ματιά του θεατή από την οικογενειακή τηλεοπτική εικόνα, απενοχοποιώντας περαιτέρω το γυμνό (γυναικείο και αντρικό), την ερωτική περίπτυξη ή και την ερωτική πράξη καθαυτή, τοποθετώντας τα όλα τούτα εντός του ελληνικού τοπίου (φυσικού ή αστικού). Σε μια εποχή συντηρητική, όπως και να το κάνουμε, είναι η λογοκρισία εκείνη που χαλαρώνει –και επί δικτατορίας και επί μεταπολίτευσης–, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει ο ελληνικός κινηματογράφος και οι άνθρωποι που στήριζαν σε αυτόν την επιβίωσή τους (τεχνικοί, αιθουσάρχες κ.λπ.) μετά το βαρύ χτύπημα που του επέφερε η τηλεόραση, δείχνοντας εν ολίγοις όσα δεν μπορούσε να δείξει η TV. Αναδείχθηκαν έτσι νέες ερωτικές περσόνες, σαν εκείνες που υποδύθηκαν η Άννα Φόνσου, η Γκιζέλα Ντάλι, η Δώρα Σιτζάνη, η Ρίτα Μπενσουσάν, η Τίνα Σπάθη, η Ajita Wilson κ.ά., μαζί βεβαίως με τους παρτενέρ τους, τον Θεόδωρο Ρουμπάνη, τον Λευτέρη Γυφτόπουλο, τον Udo Kier, τον Γιώργο Στρατηγάκη, τον Χρήστο Νομικό κ.ά.
Από το βιβλίο δεν απουσιάζουν τα κείμενα και οι πληροφορίες ακόμα και για τον underground ή πειραματικό κινηματογράφο μας, δεν απουσιάζουν οι πρωτοποριακές μουσικές ταινίες, δεν απουσιάζουν και άλλα πολλά, που θα τα ανακαλύψετε σιγά-σιγά.
Από τον πρόλογο του βιβλίου
Λέων Τολστόι
“Παιδιά μου, θ’ ανέβω στα βουνά με τους γενναίους, να κυνηγήσω αυτό τον άθλιο σκύλο, τον Αλιμπέκ” – έναν Τούρκο ληστή, που, για καιρό, ρήμαζε τον τόπο. “Περιμένετέ με δέκα μέρες, κι αν δε γυρίσω τη δεκάτη, κάντε μου λειτουργιά· θα ‘μαι νεκρός. Αν, όμως” πρόσθεσε αυστηρότατα ο γέρος, “τύχει -Θεός φυλάξοι- κι επιστρέψω αργότερα, και για σωσμό δικό σας, να μη μ’ αφήσετε να μπω. Σας διατάζω, τότε, να με ξεχάσετε, να ξεχάσετε πως ήμουν πατέρας σας και μ’ έναν πάσσαλο να με παλουκώσετε, ό,τι κι αν λέω, ό,τι κι αν κάνω, γιατί δε θα ‘μαι παρά ένας καταραμένος, ένας βρικόλακας που ‘ρθε να σας ρουφήξει το αίμα”.
Η Οικογένεια του βρικόλακα θεωρείται το σπουδαιότερο και γνωστότερο διήγημα φαντασίας του Αλεξέι Κωνσταντίνοβιτς Τολστόι κι αποτελεί έναν από τους θεμέλιους λίθους της νεότερης περί βρικολάκων μυθολογίας, ανήκοντας -μαζί με το “ταίρι” του, τη Συνάντηση μετά από τριακόσια χρόνια- στη σημαντική παράδοση της γοτθικής λογοτεχνίας.
Γιώργος Σκαμπαρδώνης
Μήνες έψαχνα τίτλο γι’ αυτά τα διηγήματα. Είχα βρει καμιά δεκαριά, όμως κανένας δεν μου άρεσε ιδιαίτερα. Μια μέρα πήγα να βάψω το αυτοκίνητο – ο βαφέας ήταν ένας Ρωσοπόντιος που μιλούσε σπαστά ελληνικά. Μου είπε πως θα χρειαστεί μια βδομάδα να κρατήσει το όχημα για να κάνει τη βαφή. Και συμπλήρωσε γενναιόδωρα: «Θα σου δώσω αυτό το “Seicento” [ένα «FIAT» παλιατζούρα τριακονταετίας] να κυκλοφορείς, να κάνεις τη δουλειά σου μέχρι να τελειώσω».
«Και πόσο το πήρες αυτό το “Seicento”;» τον ρωτώ. «Πεντακόσια ευρώ μεταχειρισμένο», μου απαντάει, «αλλά έριξα άλλο ένα χιλιάρικο και του άλλαξα μπουζί, σασμάν, τα πάντα, μέχρι και φάλτσα κεφαλής». Μόλις άκουσα τι είπε, σκέφτομαι: «Αμάν, βρήκα τίτλο». Ο άνθρωπος ήθελε να πει «φλάντζα κεφαλής», όμως λόγω του ότι δεν ήξερε καλά ελληνικά, έκανε το λάθος (που είναι και το σωστό) λέγοντας: «Φάλτσα κεφαλής».