Βλέπετε 931–945 από 1568 αποτελέσματα

Όλα τα προϊόντα

Μισέλ Γουίνοκ

Ο διάσημος Γάλλος ιστορικός Michel Winock σκιαγραφεί το πορτρέτο του μεγάλου πολιτικού ανδρός που έστησε δύο φορές τη Γαλλία ξανά στα πόδια της. Το 1940 μετά την γαλλική πανωλεθρία, και το 1958 στη θύελλα του αδιέξοδου πολέμου της Αλγερίας. Ο Ντε Γκωλ υπήρξε ο μόνος σχεδόν που δεν έπαψε ποτέ να πιστεύει πως η ελεύθερη Γαλλία ήταν ζήτημα αποφασιστικότητας, πολιτικής και ήθους, τα οποία ενσάρκωσε όπως κανείς άλλος, ακολουθώντας τον δρόμο που είχε ανοίξει η γαλλική Αντίσταση, μιας εξουσίας ριζωμένης στην λαϊκή βούληση.

Ο Winock εξετάζει διεξοδικά τις δύο αυτές κομβικές ιστορικές στιγμές όπου η Γαλλία χρειάστηκε να επανεφεύρει τον εαυτό της, σκιαγραφώντας μέσα από τα γεγονότα το προτρέτο του μεγάλου Γάλλου πολιτικού, χωρίς ποτέ να εκπίπτει στην αγιογραφία.

14.40

Σμαρούλα Παντελή - Λευτέρης Μόρρου

Θέλω πολύ να κάνω ένα μωρό! Οι γονείς μου με πιέζουν με τις ερωτήσεις τους. Ο άντρας μου είναι σκυθρωπός γιατί προσπαθούμε πάνω από έναν χρόνο. Έχω πολύ άγχος! Μια φίλη μού είπε πως μια γνωστή της, που είχε το ίδιο πρόβλημα, πήγε σε Κέντρο Εξωσωματικής και έκανε αμέσως μωρό. Εκεί θα πάω!

Έχω κουραστεί. Ποιος να μου το ‘λεγε ότι θα ανέβαινα αυτό τον γολγοθά! Προσπαθούμε πάνω από ενάμιση χρόνο, Η γυναίκα μου έχει τόσα νεύρα, που δεν πλησιάζεται. Έτσι μου ‘ρχεται να τα βροντήξω όλα!

Είμαι πια 40, χωρίς σύντροφο. Δεν έχω περιθώρια μαι μόλις ανακάλυψα ότι με τα ωάριά μου δεν μπορώ να κάνω παιδί. Τώρα τι γίνεται;

Πάντα πίστευα ότι οι άντρες δεν έχουμε περιορισμούς στην ηλικία, αλλά ένας φίλος, λίγο πιο μεγάλος από μένα, την πάτησε. Μήπως πρέπει να καταψήξω το σπέρμα μου όσο είναι καιρός;

Το βιβλίο αυτό γράφτηκε από δύο έμπειρους ψυχολόγους, για να στηρίξει όλους τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν δυσκολίες σχετικά με τη γονιμότητά τους, αλλά και εκείνους που βρίσκονται κοντά τους και δεν ξέρουν με ποιον τρόπο να βοηθήσουν. Στις σελίδες του θα βρει κανείς όλη την υποστήριξη που χρειάζεται και όλες τις πληροφορίες που, εκτός από τον γιατρό, είναι καλό να έχει. Ας ξεφύγουμε από τις ωοθήκες, τη μήτρα, τα ωάρια και το σπέρμα, και ας φτάσουμε στην καρδιά, εκεί που πραγματικά γενννιούνται τα παιδιά!

9.80

Ξένη λογοτεχνία

Ο εχθρός

Εμανουέλ Καρέρ

Στις 9 Ιανουαρίου 1993, ο Ζαν-Κλωντ Ρομάν σκότωσε τη γυναίκα του, τα παιδιά του, τους γονείς του, και επιχείρησε, δίχως επιτυχία τελικά, να αυτοκτονήσει. Η ανάκριση αποκάλυψε ότι δεν ήταν γιατρός, όπως διατεινόταν, και, κάτι ακόμα πιο δύσκολο να πιστέψει κανείς, ότι δεν ήταν και τίποτε άλλο. Εξαπατούσε επί δεκαοχτώ χρόνια, και αυτό το ψέμα δεν κάλυπτε τίποτα. Καθώς πλησίαζε η ώρα της αποκάλυψης, προτίμησε να δολοφονήσει τους ανθρώπους των οποίων δεν θα μπορούσε να αντέξει το βλέμμα. Καταδικάστηκε σε ισόβια.

Γνωρίστηκα μαζί του, παραβρέθηκα στη δίκη του.

Προσπάθησα να διηγηθώ με ακρίβεια, μέρα τη μέρα, εκείνη τη ζωή της μοναξιάς, της απάτης και της απουσίας. Να φανταστώ τι υπήρχε στο μυαλό του τις άδειες ώρες, τις δίχως μάρτυρα ή σκοπό, που υποτίθεται πως περνούσε στη δουλειά του και που στην πραγματικότητα τις περνούσε στα πάρκινγκ της εθνικής οδού ή στα δάση του Ιούρα. Να καταλάβω, τέλος, τι ήταν αυτό που σε μια τέτοια ακραία ανθρώπινη ζωή με άγγιξε τόσο και το οποίο αγγίζει, πιστεύω, τον καθένα μας

11.66

Ξένη λογοτεχνία

Η δίκη του Ματάν

Ναντίφα Μοχάμεντ

Ο Μαχμούτ Ματάν είναι μια γνώριμη φιγούρα στο Τάιγκερ Μπέι στο Κάρντιφ, που το 1952 είναι γεμάτο ναύτες από τη Σομαλία και τις Δυτικές Ινδίες, Μαλτέζους επιχειρηματίες και Εβραίους.
Είναι πατέρας, καιροσκόπος, καμιά φορά και κλεφτρόνι. Είναι πολλά πράγματα, αλλά όχι δολοφόνος.

Έτσι, όταν η ιδιοκτήτρια ενός μαγαζιού δολοφονείται βάναυσα και όλα τα βλέμματα πέφτουν πάνω του, δεν ανησυχεί και τόσο.
Είναι αλήθεια ότι έχει πιο συχνά μπλεξίματα απ’ όταν τον παράτησε η γυναίκα του η Λόρα.
Αλλά ο Μαχμούτ είναι αθώος κι άρα είναι σίγουρος ότι δεν κινδυνεύει σε μια χώρα που υπάρχει δικαιοσύνη.

Αλλά, καθώς οδηγείται σε δίκη, ο Μαχμούτ συνειδητοποιεί την τρομακτική αλήθεια, πως παλεύει όχι μόνο για την ελευθερία του αλλά και για την ίδια του τη ζωή, ενάντια σε συνωμοσίες, προκαταλήψεις και την απανθρωπιά του κράτους.
Και, καθώς η σκιά της κρεμάλας πλανάται από πάνω του, καταλαβαίνει πως δεν αρκεί η αλήθεια για να τον σώσει…

14.94

Άρης Αλεξανδρής

Μόλις τελείωσε το σχολείο, ο Ιγνάτιος Καραθοδωρής ήξερε ότι ήθελε να ξεφύγει: από την Κομοτηνή, μία πόλη που αποτελείται «από μία πλατεία και ένα σιντριβάνι»· από τη μητέρα του, που όλη την ώρα καθάριζε ένα σπίτι με παλιά και βαριά έπιπλα· από τον πατέρα του, που το μυαλό του βρισκόταν συνέχεια σε ένα γελοίο μαγαζί με καλτσόνε· από μία βαρετή ζωή. Γι’ αυτό και όταν επιτέλους μετακόμισε στην Αθήνα, ο Ιγνάτιος αποφάσισε να γίνει ένας άλλος άνθρωπος.

Ως φοιτητής πια, είναι πρωτόγνωρα χαρούμενος. Όλα τού φαίνονται «τρελά» και τα απολαμβάνει αχόρταγα. Όμως, όσο περισσότερο εξερευνά ο Ιγνάτιος τη νέα του ζωή, τόσο δυσκολότερη μοιάζει να γίνεται. Η νέα του φίλη, η Βιργινία, είναι πλασμένη από αλλόκοτα υλικά. Γιατί, ο κύριος Μαρκέζε; Πολύ περίεργη περίπτωση εργοδότη. Για να μη μιλήσουμε για τον κύριο Γόπα: ο άνθρωπος θέλει συνέχεια κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο! Ο Ιγνάτιος δεν θέλει με τίποτα να αποτύχει η νέα του ζωή στην Αθήνα. Προσπαθώντας όμως να εξαντλήσει όλες του τις δυνατότητες, εξαντλείται ο ίδιος. Και καθώς βλέπει τον εαυτό του να αλλάζει μέσα σε έναν αχανή ψηφιακό κόσμο όπου όλα είναι πιθανά, μαθαίνει από πρώτο χέρι τι θα πει να χάνεις τα πάντα.

12.96

Ελληνική λογοτεχνία

Εξοδόχαρτο

Βαγγέλης Σιαφάκας

Οι μικρές ιστορίες που συγκέντρωσε ο Βαγγέλης Σιαφάκας στο Εξοδόχαρτο, γραμμένες με κέφι και συνδυάζοντας το πραγματικό με το φανταστικό, μπορούν να διαβαστούν και σαν απολογισμός ζωής. Ο κύκλος ανοίγει με τον συγγραφέα μικρό μαθητή στη Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία, περιλαμβάνει περιστατικά της εφηβείας, ανθολογεί επεισόδια από τις σπουδές και την πολιτική δράση στην Ιταλία, από τη δημοσιογραφική και την οικογενειακή ζωή, όχι σε χρονολογική σειρά, αλλά ενταγμένα σε θεματικές ενότητες. Κυρίαρχη θέση έχει βέβαια η επικαιρότητα, με τις πρωτοφανείς συνέπειες της πανδημίας του κορωνοϊού.
Το χιούμορ που διατρέχει τις ιστορίες του είναι αναμφισβήτητο, όπως κι ένας γλυκόπικρος σαρκασμός: θεωρεί ότι η Ιστορία έχει μετατραπεί σε φάρσα και στρέφει συχνά το βλέμμα στο παρελθόν, τότε που τη λαμπερή νεότητα καταύγαζε ο αστερισμός των ιδεών.

Στο Μοναστηράκι, με κυρίαρχο έναν αδυσώπητο ρεαλισμό, κυλάει ένα ποτάμι ταπεινών πραγμάτων, χειρονομιών, στάσεων, ματαιώσεων και πικρίας. Η ματιά του συγγραφέα στέκεται στα ευτελή και καθημερινά που καταβάλλουν τους ήρωές του χωρίς καταγγελτική και διδακτική διάθεση, μιλώντας μια γλώσσα ζωντανή και ανεπιτήδευτη. Όμως η ζωή, με τις κακοτοπιές και τις ανατάσεις της, ολοκλήρωσε τον κύκλο της. Ο χρόνος έχει πάντα το πάνω χέρι. Και ο Βαγγέλης Σιαφάκας είναι αλλού.

17.70

Ελληνική λογοτεχνία

R.I.F., ο θάνατος στο φέισμπουκ

Μαρία Γιαγιάννου

Ο θάνατος, η γραφή και το κοινωνικό δίκτυο φτιάχνουν τη θεματική πλεξίδα του R.I.F. (Rest In Facebook). Όταν ο χρήστης εγκαταλείπει τα εγκόσμια, τι συμβαίνει με την ψηφιακή του παρουσία; Τι κουστούμι φοράει ο θάνατος στο Ίντερνετ; Γιατί κοινοποιούμε το πένθος μας; Είναι η γραφή μια αποτελεσματική στρατηγική επιβίωσης; Μήπως τελικά θα ζήσουμε για πάντα;

Το R.I.F. είναι ένα πολυμορφικό πεζό, που αναμειγνύει τη μυθοπλασία με το δοκίμιο και τη σάτιρα με το επιτάφιο επίγραμμα. Μια στοχαστική περιπέτεια σπασμένη σε μικρότερες αυτοδύναμες παρατηρήσεις πάνω στην επιδραστικότητα του κυρίαρχου social medium της καθημερινότητάς μας. Κάθε τόσο ο αναγνώστης ξεκουράζεται πάνω από τους (επινοημένους) τύμβους ανθρώπων που πέρασαν από τη ζωή και τους άδραξε το ψηφιακό νεκροταφείο. Δώδεκα συν ένα επιγράμματα παρεμβάλλονται στην αφήγηση και παρουσιάζουν στον διαβάτη της ανάγνωσης τις αντίστοιχες φανταστικές προσωπικότητες που, αν και πέθαναν, συνεχίζουν να ζουν.

13.00

Ελληνική λογοτεχνία

Η εποχή του ταράνδου

Σπύρος Βγενής

Αγόρια και κορίτσια, γέροι, θεατράνθρωποι, γκραφιτάδες, ηδονοβλεψίες. Άνθρωποι που ξεχνούν και άνθρωποι που θυμούνται, άνθρωποι που δεν έχουν πού να πάνε και άνθρωποι που έχουν πού να πάνε αλλά δεν έχουν τι να κάνουν, άρρωστοι άνθρωποι, υπεράνθρωποι, άνθρωποι που προσπαθούν να φύγουν απ’ την πόλη μα καταφέρνουν μονάχα να ονειρευτούν την εξοχή. Με ρεαλισμό, οξυδέρκεια και χιούμορ, ο Σπύρος Βγενής οργανώνει θραύσματα από παράδοξα περιστατικά, ημιτελείς διαλόγους και ανολοκλήρωτες ιστορίες, αφηγήσεις σε πρώτο και τρίτο πρόσωπο, αφηγήσεις μέσα από την παρέα.

 

 

10.98

Ελληνική λογοτεχνία

Η μεταμόρφωση της

Αμάντα Μιχαλοπούλου

«Ένα πρωί που ξύπνησε από εφιάλτη, η Σάσα ανακάλυψε πως είχε μεταμορφωθεί σε άντρα». Έτσι ξεκινάει η εξωφρενική περιπέτεια της νεαρής ηρωίδας, μιας φοιτήτριας που έχει γαλουχηθεί με τα θηλυκά πρότυπα της αυτοθυσίας και της υπακοής. Πώς θα ξανασυστηθεί στους φίλους, στους γονείς, στον τρομακτικό καθηγητή της; Θα καταφέρει να ξαναβρεί τον εαυτό της μέσα στο καινούργιο άγνωστο σώμα της; Και μάλιστα σ’ έναν κόσμο όπου ο Κατακλυσμός έχει ήδη συμβεί, ξηλώνοντας τα θεμέλια της κοινωνίας; Με άλλα λόγια, μπορεί να υπάρξει έρωτας, ελπίδα και πρόοδος μετά την κατάρρευση των καθορισμένων κοινωνικών ρόλων;

 Η Αμάντα Μιχαλοπούλου έγραψε μια νουβέλα ενηλικίωσης για το τέλος των φύλων και την ερμαφρόδιτη φύση του ανθρώπου και ταυτόχρονα την ιστορία μιας μετα-Εδέμ, του τέλους του κόσμου όπως τον ξέρουμε. Η μεταμόρφωσή της είναι ένα εξαιρετικά επίκαιρο βιβλίο, που παλεύει λυσσαλέα με τα στερεότυπα των φύλων, της οικογένειας, της σεξουαλικής αγωγής, της αυθεντίας κάθε είδους και αμφισβητεί τον τρόπο με τον οποίο ο καπιταλισμός μάς έχει μάθει να αναζητάμε την ευτυχία.

14.00

Ελληνική λογοτεχνία

Ο λαβύρινθος

Πάνος Καρνέζης

Σεπτέµβριος 1922. Ενώ ο ελληνικός στρατός εγκαταλείπει τη Μικρασία, µια αποδεκατισµένη µεραρχία περιπλανιέται ακόµα στην έρηµο της Ανατολίας. Οι ελπίδες για σωτηρία λιγοστεύουν και η απελπισία των στρατιωτών αυξάνεται, ενώ ο ηλικιωµένος διοικητής τους πενθεί ακόµα τον θάνατο της συζύγου του και βρίσκει καταφύγιο στην αγάπη για τη µυθολογία και τον εθισµό στη µορφίνη. Η τύχη των περιπλανώµενων φαίνεται να αλλάζει όταν φτάνουν σε µια µικρή πόλη που δεν έχει αγγίξει ο πόλεµος. Αλλά η µεραρχία δεν έχει ξεφύγει από τις Ερινύες της…

14.94

Ελληνική λογοτεχνία

Λάδι σε καμβά

Αλέξης Πανσέληνος

Καλοκαίρι 1966.

Ο Σπύρος, µαθητής στη Σχολή Καλών Τεχνών, περνά τις διακοπές του φιλοξενούµενος από την οικογένεια ενός ζωγράφου στο νησί. Είναι ένα σηµαδιακό καλοκαίρι, όχι µόνο για τον ίδιο αλλά και για την οικογένεια που τον φιλοξενεί. Λίγο αργότερα, ο Απρίλιος του ’67 αλλάζει τα πάντα στη ζωή του.
Η ιστορία του Σπύρου είναι η ιστορία και πολλών άλλων της γενιάς του. Είναι η ιστορία ενός νεαρού ζωγράφου που αρνήθηκε να προδώσει την παρέα του αλλά πρόδωσε το όνειρό του.

Τότε, µέσα της δεκαετίας του ’60, ο κόσµος όλος ήταν όπως εµείς – είκοσι χρονών. Μαζί µε εµάς είχε ξαναγεννηθεί η ζωή, όλα είχαν αλλάξει, ακούγαµε τα νέα τραγούδια που έπαιζαν στις µπουάτ της Πλάκας, τον Τιπούκειτο, την Απανεµιά, το Συµπόσιο, τη Ρουλότα και ένα σωρό άλλες. Αντί για τις ντιζέζ µε τα µικρόφωνα, νέοι τραγουδιστές, κορίτσια και αγόρια που θα µπορούσαν να είναι συµµαθητές µας στη Σχολή, παιδιά κι εκείνα σαν εµάς, µε φωνές απλές, χωρίς στόµφο, έλεγαν τα καινούργια τους τραγούδια πάνω σε στίχους που είχαν καθαρή ποίηση. Το φως µιας επανάστασης αχνόφεγγε, ο παλιός κόσµος βούλιαζε και εµείς, αποµακρυσµένοι από το όλο και πιο απρόσωπο κέντρο της πόλης, κρυµµένοι στις παραµεληµένες γειτονιές της, φέρναµε τον καινούργιο.

11.97

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

Το μάνταλο αδράχνει ευθύς το ένοχό του χέρι

Και με το γόνατό του διάπλατα την πόρτα ανοίγει.

Ο γκιόνης το κοιμώμενο θ ’αρπάξει περιστέρι:

Πριν τον προδότη αντιληφθούν, αυτός κιόλας προδίδει˙

Καθένας θα ‘φευγε μακριά, αν έβλεπε το φίδι.

Μα εκείνη άφοβη στα βάθη του ύπνου του γλυκού,

Κείται στο έλεος του θανατηφόρου του κεντριού.

«Αν είχες την τιμή σου εντός μου, άνδρα μου, αποθέσει,

Την άρπαξαν με μια πανίσχυρη έφοδο από μένα.

Σαν τον κηφήνα απέμεινα, το μέλι έχω απολέσει˙

Δεν έχω πλέον απόσταγμα του θέρους μου κανένα˙

Από την άγρια κλοπή όλα λεηλατημένα.

Τρύπωσε σφήκα αλήτισσα στην άμοιρη κυψέλη

Και της αγνής σου μέλισσας το ρούφηξε το μέλι».

13.50

Πασκάλ Μπρυκνέρ

Πώς κατέληξε ο «λευκός» άντρας ο αποδιοποµπαίος τράγος των ηµερών µας; Ποιοι µετασχηµατισµοί στις δυτικές κοινωνίες δηµιούργησαν τους µηχανισµούς που του φορτώνουν την ευθύνη για όλες τις συµφορές της ανθρωπότητας διαχρονικά; Με ορόσηµο την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ο διάσηµος Γάλλος συγγραφέας εξετάζει, µε λόγο αντισυµβατικό και άρτια δοµηµένη επιχειρηµατολογία, τη διολίσθηση στη Γαλλία αλλά και σε όλη την Ευρώπη από τον προοδευτισµό του τριπτύχου «φεµινισµός – αποαποικιοποίηση – αντιρατσισµός» της παραδοσιακής αριστεράς στον σκοταδισµό που εκπροσωπεί η κακοχωνεµένη made in USA εκδοχή του.

Αναλύοντας την τρέχουσα επικαιρότητα και αντλώντας στοιχεία από τη νεότερη και σύγχρονη παγκόσµια ιστορία, ο Πασκάλ Μπρυκνέρ διατυπώνει το εξής ερώτηµα: Μήπως η αδιαµαρτύρητη αποδοχή του στίγµατος του σύγχρονου αποδιοποµπαίου τράγου για τον λευκό άντρα οδηγεί εν τέλει στην υποκατάσταση ενός ρατσισµού από έναν άλλον και σε ένα είδος πολέµου όλων εναντίον όλων;

17.73

Ξένη λογοτεχνία

Ο επιβάτης

Κόρμακ ΜακΚάρθι

O Κόρμακ ΜακΚάρθι κέρδισε το Πούλιτζερ για τον πολυβραβευμένο και πολυδιαβασμένο Δρόμο και απέκτησε πρωτοφανή φήμη για σύγχρονο συγγραφέα, χάρη και στις εξαιρετικές μεταφορές των βιβλίων του στον κινηματογράφο, με αποκορύφωμα το Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους από τους αδερφούς Κοέν. Έτσι το 2007 φαινόταν ότι η ζηλευτή καριέρα του όδευε προς την ολοκλήρωσή της.  Ήταν αδιαμφισβήτητο γεγονός: ο συγγραφέας του Ματοβαμμένου μεσημβρινού  μπορούσε να συγκριθεί μονάχα με θρυλικούς ομότεχνούς του, όπως ο Μέλβιλ και ο Φόκνερ, κι αυτή ήταν μια δήλωση που δεν προερχόταν από κάποιον τυχαίο αλλά από τον ίδιο τον Χάρολντ Μπλουμ, πάπα της λογοτεχνικής κριτικής. Ο ΜακΚάρθι ήταν τότε 74 ετών και είναι γνωστό ότι είναι λίγοι οι συγγραφείς που παραδίδουν σημαντικά έργα κατά την όγδοη και ένατη δεκαετία της ζωής τους. Οι περισσότεροι απλώς σταματούν να γράφουν.

Παρ’ όλα αυτά, οι φήμες οργίαζαν ότι ετοίμαζε ένα νέο μυθιστόρημα. Ο ΜακΚάρθι δούλευε για χρόνια «κάτι μεγάλο», που θα αποτελούσε το επιστέγασμα της καριέρας του. Στα χρόνια που ακολούθησαν ειπώθηκε ότι ο ΜακΚάρθι είχε ξεκινήσει να το γράφει τη δεκαετία του ’80, ότι ήταν ένα μυθιστόρημα που τον απασχολούσε πολύ, και έφτασε μάλιστα στο σημείο να καλέσει τον ίδιο τον Χάρολντ Μπλουμ για να συζητήσουν από κοντά. Στο μεταξύ, ο εκδότης του άφηνε να διαρρεύσει πότε πότε η πληροφορία ότι το κείμενο ήταν έτοιμο προς έκδοση. Υπήρχαν μάλιστα και σχετικές καταχωρήσεις σε ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία, όμως σύντομα οι όποιες πληροφορίες εξαφανίζονταν από το διαδίκτυο. Το μυστήριο μεγάλωνε, οι ορκισμένοι και πολυάριθμοι οπαδοί του διατύπωναν στο διαδίκτυο πλήθος θεωρίες. Κάποιοι ισχυρίζονταν ότι απλώς δεν θα εκδιδόταν ποτέ άλλο κείμενό του ή ότι O Επιβάτης, όπως είχε διαρρεύσει ότι θα λέγεται το βιβλίο, δεν θα ολοκληρωνόταν ποτέ ή θα εκδιδόταν μετά θάνατον.

 

 

 

 

21.60

Ελληνική λογοτεχνία

Ψιλά Γράμματα

Ιωάννα Καρυστιάνη

Το βρόμικο κόλπο, να ξεχάσεις μόνον τα άσχημα αλλά να θυμάσαι τα ωραία, δεν πετυχαίνει, η μνήμη διεκδικεί τα νόμιμα, δηλαδή όλα ή τίποτε, δηλαδή ας μείνει κάποιος να θυμάται, να θυμάται και τα ψιλά γράμματα. Υπάρχουν κάμποσα που αλίμονο αν τα θάψει κι αυτά ο νους, δεν πρόκειται για φανταχτερά ενσταντανέ και σκατοπασαλειμμένες αναμνήσεις, πρόκειται για άυλα τιμαλφή. Ευτυχώς ο εγκέφαλος του Μιχάλη Τσιούλη τα είχε κλειδώσει και ασφαλίσει.

Δεν είμαι υποχρεωμένος να μην ονειροπολώ, είπε, ούτε ντε και καλά να αισιοδοξώ και να ευτυχώ, αφού όλα πιο ρηχά, ούτε μύχια της ύπαρξης, ούτε γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, ούτε πού έδυ σου το κάλλος.

Δοκίμασα, συνέχισε, να αρκεστώ στο μικρομεσαίο μου μερτικό καθημερινότητας, να μοιάσω με την πλειοψηφία των πιο νορμάλ, να γίνω και λίγο ζαμανφουτίστας, όμως δεν μου είπε πολλά η πραγματικότητα, δεν ήξερα πώς να κινηθώ άνετα σ’ αυτήν.

Η νύχτα στο θρόνο της, με το αεράκι να περιοδεύει σε όλο το λεκανοπέδιο, σε όλο τον κόλπο του Σαρωνικού και τα άστρα ψηλά να σπιθίζουν ακατάστατα, να κάνουν του κεφαλιού τους.

Τύχη αγαθή, ο Τσιούλης είχε ιδεί το φεγγάρι σε πενήντα, μπορεί και παραπάνω, παραλλαγές. Ολόχρυσο. Ασημένιο. Άσπρο, πελώριο και οριζοντιωμένο σαν αιώρα. Χορτάτο μωρό να αποκοιμιέται στην αγκαλιά ενός κοκκινωπού σύννεφου. Αγέρωχο και ανοξείδωτο να κοντρολάρει την έξαρση της νύχτας. Απόψε δε, μπλαβογκριζοκίτρινο σαν τα μάτια σου, χαζομηχανικέ, κατά τη Σαλονικιά νοσηλεύτρια, κάποτε.

18.00