Βλέπετε 16–30 από 1646 αποτελέσματα

Όλα τα προϊόντα

Γενικά

Το κοινόβιο

Μάριος Χάκκας

“Tο Κοινόβιο”, η τελευταία συλλογή διηγημάτων του Μάριου Χάκκα, είναι η συνταρακτική κατάθεση της αλήθειας μιας παθιασμένης και λεηλατημένης ψυχής, η απόλυτα αυθεντική μαρτυρία του βίου και της πολιτείας ενός μελλοθάνατου, εξεγερμένου απέναντι στην κοινωνία που τον έθρεψε αλλά και στην ίδια του τη μοίρα, το παραληρηματικό, μακρόσυρτο παραμιλητό ενός ψυχορραγούντος συνανθρώπου μας, που η πεμπτουσία της κοινωνικοπολιτικής και υπαρξιακής του εμπειρίας μετουσιώθηκε σε ένα στιλπνό μέσα στην αφτιασίδωτη και υποβλητικής γοητείας γραφή του πεζοποίημα, έναν ύμνο στην ίδια τη ζωή, ένα πολύτιμο ντοκουμέντο που αποπνέει αίσθηση ελευθερίας, ανεξαρτησίας, αυτοπροσδιορισμού και τυραννισμένης ομορφιάς. Το Κοινόβιο του Μάριου Χάκκα λειτουργεί με την πλήρη δυναμική της αρχαιοελληνικής τραγωδίας, είναι μια πολυσήμαντη νεοελληνική μεταπολεμική τραγωδία.

12.49

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Ο δρόμος του Σαν Τζοβάνι

Ίταλο Καλβίνο

Σε αυτούς τους πέντε εκλεπτυσμένους αυτοβιογραφικούς στοχασμούς, ο Ίταλο Καλβίνο ανατρέχει στο δικό του παρελθόν, θυμάται αμήχανους περιπάτους με τον πατέρα του από την παιδική του ηλικία, την παντοτινή λατρεία του για τον κινηματογράφο και τον αγώνα του με τους παρτιζάνους της ιταλικής Αντίστασης κατά των φασιστών. Συλλογίζεται επίσης τα κοινωνικά συμβόλαια, τη γλώσσα και τον πολιτισμό, την αίσθηση που του προκαλεί το να μαζεύει τα σκουπίδια από το καλάθι της κουζίνας και να τα πετάει, καθώς και το σχήμα που πιστεύει πως θα είχε ο κόσμος. Οι προβληματισμοί του αυτοί σχετικά με τη φύση της ίδιας της μνήμης είναι συναρπαστικοί, πνευματώδεις και φωτίζονται από την αλχημική ευφυΐα αυτού του σπουδαίου συγγραφέα. Σε τούτο το βιβλίο, ένα βιβλίο εξόχως προσωπικό και ακριβώς για αυτό ακατάτακτο, αναδεικνύονται όλες οι αστραφτερές αρετές του, η αντισυμβατική και αναλυτική του ματιά, η αφηγηματική και δοκιμιακή του δεινότητα, η ανθρωπιστική και κριτική του εγρήγορση. Ο Δρόμος του Σαν Τζοβάνι λειτουργεί, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Τσέζαρε Γκάρμπολι στο επίμετρο της έκδοσης, ως μια «μεταφορά» για ολόκληρη τη λογοτεχνία του Ίταλο Καλβίνο.

14.00

Dana Grigorcea

Μετά τις σπουδές της στο Παρίσι, μια νεαρή ζωγράφος από το Βουκουρέστι επιστρέφει στο ορεινό θέρετρο της παιδικής της ηλικίας, στα σύνορα με την Τρανσυλβανία, όπου παραθέριζε με την αστή θεία της σε μια πολυτελή βίλα. Το κομμουνιστικό καθεστώς ανήκει πλέον στο παρελθόν, πολλοί νέοι έχουν φύγει μετανάστες στη Δύση, ο τόπος ρημάζει, ενώ επιτήδειοι πολιτικοί επωφελούνται από την εγκατάλειψη της υπαίθρου. Όταν ένα κακοποιημένο πτώμα ανακαλύπτεται στον τάφο του Βλαντ του Παλουκωτή, του γνωστού Δράκουλα, η ηρωίδα αποφασίζει να ερευνήσει την ιστορία του άτεγκτου πρίγκιπα, παλεύοντας με τα δικά της φαντάσματα.

Ακροβατώντας μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, με καυστικό χιούμορ και κριτική διάθεση, η Dana Grigorcea φιλοτεχνεί ένα ατμοσφαιρικό πορτρέτο της μετακομμουνιστικής Ρουμανίας, που μοιάζει παγιδευμένη σε έναν μεταιχμιακό χώρο ανάμεσα στους θρύλους για τα βαμπίρ, τα απομεινάρια του παλαιού καθεστώτος και τα σημερινά αδιέξοδα.

15.00

Μαριάννα Κορομηλά

«Εγώ είμαι η Μαριάννα Κορομηλά, δευτερότοκο παιδί του Αθηναίου δημοσιογράφου Λάμπρου Κορομηλά…».

«Εκείνη είναι η Μαρία Κομνηνή Παλαιολογίνα Διπλοβατάτζινα, κόρη του στρατηγού και μετέπειτα αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου…».

Η ιστορία αφορά την ιδιόμορφη συμβίωση δύο γυναικών, που δεν τις χωρίζει μόνον η συμβατική μέτρηση του χρόνου, δηλαδή μια απόσταση επτά αιώνων, αλλά και χίλιες δυο άλλες συνθήκες (συμβατικές ή ουσιαστικές), και μέσα από αυτήν ξετυλίγονται τα υλικά της τέχνης της γνωστής συγγραφέα σε μια «κουζίνα» υλικών που ονομάζεται «η κουζίνα του ιστορικού».

20.80

Ξένη λογοτεχνία

Θάνατος επί πιστώσει

Λουί-Φερντινάν Σελίν

«Είδα τότε απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα τη Γιαγιά ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, στη μέσα κάμαρα… Βαριανάσαινε, λαχάνιαζε, πνιγόταν, η ανάσα της σφύριζε και κοβόταν… Μόλις είχε φύγει ο γιατρός. Αφού πρώτα έσφιξε σοβαρός τα χέρια όλων… Τότε με μπάσανε στο δωμάτιο… Την είδα στο κρεβάτι, πώς πάλευε ν’ ανασάνει. Το πρόσωπό της κίτρινο και κόκκινο, λουσμένο στον ιδρώτα, σαν μάσκα που από στιγμή σε στιγμή θα έλιωνε… Με κάρφωσε με το βλέμμα της η Γιαγιά, αλλά ακόμα κι εκείνο το βλέμμα είχε αγάπη… Μ’ έσπρωξαν να τη φιλήσω… Κι εγώ έσκυψα από πάνω της. Αλλά με το χέρι της έκανε νόημα πως όχι… Μου χαμογέλασε αδύναμα… Κάτι προσπάθησε να μου πει… Αλλά η φωνή τριβόταν μέσα στο λαιμό της, δεν έβγαινε… Παρ’ όλα αυτά, στο τέλος τα κατάφερε… κι όσο πιο γλυκά μπορούσε, ψιθύρισε: «Να δουλέψεις σκληρά, μικρέ μου Φερντινάν!». Δεν τη φοβόμουνα τη Γιαγιά. Κατά βάθος καταλαβαινόμασταν… Τελικά, το σίγουρο είναι πως δούλεψα σκληρά… Μα αυτό δεν αφορά κανέναν άλλο…»

Πριν το Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας, πριν το ταξίδι στο τέρμα του κόσμου που ήταν ο Μεγάλος Πόλεμος και η Μεγάλη Σφαγή, ο στρατιώτης Φερντινάν Μπαρνταμού είναι μόνον ο Φερντινάν: ένα παιδί που μεγαλώνει στην άκρη της ζωής, στο χείλος της αβύσσου. Ένα παιδί που το ταΐζουν ο απόλυτος φόβος, η αχαλίνωτη απόγνωση και υποκρισία. Ένα παιδί που μεγαλώνει στους ρυθμούς της μαύρης κωμωδίας, της χρεοκοπημένης κοινωνίας, της επικείμενης καταστροφής. Μαθαίνει να λέει την ιστορία της ζωής του με τρόπο συγκλονιστικό: με φωνές, με παραμιλητά, με βρισιές και σιωπές, με πικρά, τραγικά, φλύαρα αποσιωπητικά… Αλλά προπάντων με γέλια. Γιατί ο Φερντινάν πλέκει τα νήματα του χάους και της υστερίας γύρω του με τις δεξιοτεχνικές σταυροβελονιές του Ραμπελαί: γελάει πικρά και πηγαία, γελάει και περιγελάει τον εαυτό του και τους άλλους. Θεούς και δαίμονες. Και βέβαια τους ανθρώπους.

Ο Φερντινάν γυρίζει τις σελίδες αυτού του επικού Bildungsroman, που είναι η εφηβεία του, με ορμή και πάθος που κόβουν την ανάσα. Προχωράει χωρίς να λυπάται ούτε την ψυχή ούτε το σώμα του· ξοδεύει αλύπητα για ν’ αντέξει, να σταθεί στα πόδια του, να περπατήσει – εντέλει να ζήσει. Ο λόγος του ανατρέπει τα πάντα, λογική, γραμματική, σύνταξη· έτσι κινείται. Πατάει γκάζι καίγοντας ομορφιές και πίστεις και λέξεις. Τρέχει δίχως φρένα. Στο τέλος του βιβλίου τον βλέπουμε να φτάνει ζωντανός, όρθιος, έτοιμος για τη νέα αρχή

28.00

Ξένη λογοτεχνία

Ο δρόμος

Κόρμακ ΜακΚάρθι

Ένας άνδρας κι ο μικρός γιος του διασχίζουν μια Αμερική που θυμίζει καμένη γη. Τίποτα δεν κινείται στο κατεστραμμένο τοπίο· μόνο στάχτη στην ατμόσφαιρα. Το κρύο κάνει ακόμα και τις πέτρες να σπάνε, και το χιόνι πέφτει γκρίζο από έναν σκοτεινό ουρανό. Έχουν ένα πιστόλι για άμυνα και σέρνουν ένα καρότσι με τρόφιμα που σύντομα αδειάζει. Προορισμός τους είναι η ακτή, αν και δεν γνωρίζουν τι τους περιμένει εκεί. Πατέρας και γιος, «ο καθένας τους ολόκληρος ο κόσμος του άλλου», προσπαθούν να επιβιώσουν αντλώντας δύναμη από την αγάπη τους.

Ο Κόρμακ Μακάρθι (1993-2023) αποτυπώνει ένα μέλλον χωρίς ελπίδα για το ανθρώπινο είδος. Βραβευμένο με Πούλιτζερ το μυθιστόρημα είναι ένας βαθύς στοχασμός για το καλύτερο και το χειρότερο που είμαστε ικανοί να κάνουμε.

17.00

Ψυχολογία

Για τη σύνδεση

Kae Tempest

Αυτό το βιβλίο αφορά τη σύνδεση. Τον τρόπο με τον οποίο η κατάδυση στη δημιουργικότητα μπορεί να μας φέρει πιο κοντά το ένα στο άλλο, αλλά και να μας βοηθήσει να καλλιεργήσουμε την αυτεπίγνωσή μας και να χτίσουμε μια βαθύτερη σχέση ανάμεσα στο εαυτό μας και στον κόσμο. Αντλώντας από δύο δεκαετίες εμπειρίας στο καλλιτεχνικό στερέωμα, το Kae Tempest υπερασπίζεται τον ρόλο της δημιουργικότητας -σε οποιαδήποτε μορφή επιλέξουμε να την ασκήσουμε- ως πράξη αγάπης, βοηθώντας μας να δημιουργήσουμε μια βαθύτερη σχέση με το εαυτό μας, με τους άλλους ανθρώπους και με τον κόσμο στον οποίο ζούμε. Ειλικρινές, ελπιδοφόρο και γραμμένο με διαπεραστική σαφήνεια, αυτό το βιβλίο είναι ένας εμπνευσμένος προσωπικός διαλογισμός που θα μεταμορφώσει τον τρόπο που βλέπετε τον κόσμο.

13.00

Ξένη λογοτεχνία

Μείνε αληθινός

Χουά Χου

Όταν ο Χουά γνωρίζει για πρώτη φορά τον Κεν στο Μπέρκλεϊ, του φαίνεται αντιπαθής. Μέλος φοιτητικής αδελφότητας, με απαίσιο γούστο στη μουσική, ο Κεν μοιάζει ολόιδιος με όλους τους άλλους. Για τον Χουά, που φτιάχνει φανζίν και συχνάζει σε δισκάδικα με ανεξάρτητη μουσική, ο Κεν ανήκει σ’ ένα είδος ανθρώπου που ο Χουά προσπαθεί πάντοτε να αποφεύγει -είναι μέινστριμ. Ίσως το μόνο κοινό που μοιράζονται είναι πως εργάζονται σκληρά για ν’ ανταποκριθούν στα κριτήρια μιας κουλτούρας που μοιάζει να μην έχει θέση για κανέναν από τους δυο. Παρά τις πρώτες εντυπώσεις, ο Χουά κι ο Κεν γίνονται φίλοι, μια φιλία που χτίζεται με συζητήσεις, εξομολογήσεις, κάπνισμα στο μπαλκόνι, με βόλτες στην καλιφορνέζικη ακτή, επιτυχίες και ταπεινώσεις στην καθημερινή φοιτητική ζωή. Κι έπειτα βίαια, παράλογα, ο Κεν χάνεται. Δεν έχουν περάσει ούτε τρία χρόνια από την αρχή της γνωριμίας τους.

Αποτυπώνοντας μια ενηλικίωση που κόβεται απότομα και το πορτρέτο μιας στενής φιλίας, το “Μείνε αληθινός” είναι οι συγκινητικές και εξομολογητικές αναμνήσεις του Hua Hsu. Τι σημαίνει να μεγαλώνεις και να βιώνεις τον κόσμο αναζητώντας νόημα και το αίσθημα ότι ανήκεις κάπου

18.71

Ξένη λογοτεχνία

Η υπόθεση Ν’Γκούστρο

Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ

Κακός, αυθάδης, αφελής, περιστασιακά σαδιστής, τυχοδιώκτης, ο νεαρός Ανρί Μπυτρόν ηχογραφεί την ιστορία της ζωής του σε μαγνητοταινία προτού τον βρει ο θάνατος: ένας θάνατος που χαρακτηρίζεται ως αυτοκτονία από τους δολοφόνους του Γάλλους μυστικούς πράκτορες, που αναγκαστικά αποσιωπούν το ρόλο τους -και το ρόλο του Μπυτρόν- στην απαγωγή, στο βασανισμό και το φόνο ενός εξέχοντα ηγέτη της αντίστασης, από μια τριτοκοσμική αφρικανική χώρα, στη δίνη ενός μεταποικιακού εμφύλιου πολέμου.

Η “Υπόθεση Ν’ Γκούστρο” είναι μια ελαφρώς συγκαλυμμένη αναδιήγηση της απαγωγής και δολοφονίας του Μεχντί Μπεν Μπαρκά, ριζοσπαστικού αντιπάλου του βασιλιά Χασάν Β΄ του Μαρόκου, που συνέβη το 1965. Εδώ όμως έχουμε απλώς το σκηνικό μιας προσωπογραφίας, γραμμένης από τον Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ σε πρώτο πρόσωπο (με κάποιους απόηχους από το μυθιστόρημα του Τζιμ Τόμσον “Ο δολοφόνος μέσα μου”), ενός ανθρώπου που στερείται την ικανότητα να δει τον εαυτό του όπως είναι πραγματικά, σαν επίδοξο μηδενιστή δηλαδή, που δεν έχει καν τη δύναμη να εξελιχθεί σε ολοκληρωμένο φασίστα.

 

13.50

Ξένη λογοτεχνία

Μια παράξενη γυναίκα

Λεϊλά Ερμπίλ

Mερικές φορές γυρίζω και κοιτάζω τον εαυτό μου κι είμαι τόσο απελπισμένη, τόσο σε σε αδιέξοδο, μου φαίνομαι τόσο αξιολύπητη, που τα μάτια μου βουρκώνουν. Όμως έχω μια δύναμη μέσα μου, πιστεύω ότι είμαι δίκαιη και σωστή, ότι οι άλλοι είναι άδικοι. Αυτή η δύναμη με κρατάει όρθια.

Τούτο το ρηξικέλευθο πρώτο μυθιστόρημα μιας από τις πιο ριζοσπαστικές συγγραφείς της Τουρκίας, της Λεϊλά Ερμπίλ, που θα έφτανε να προταθεί για το βραβείο Νόμπελ, αφηγείται την ιστορία μιας γυναίκας από τα φοιτητικά της χρόνια μέχρι τη μέση ηλικία, σε μια Τουρκία όπου οι συντηρητικές αντιλήψεις αντιμάχονται την τάση για εκσυγχρονισμό.

Η Νερμίν δεν είναι μια κοπέλα σαν τις άλλες. Επίδοξη ποιήτρια με κομμουνιστικά ιδεώδη, ζει μια μποέμικη ζωή στην πολύβουη Κωνσταντινούπολη της δεκαετίας του ’50. Φοιτήτρια που ασφυκτιά με τις οικογενειακές επιταγές και τις πατριαρχικές παραδόσεις, παλεύει για την αναγνώρισή της στον ανδροκρατούμενο κύκλο των λογοτεχνών και των διανοουμένων, διχασμένη ανάμεσα στη δημιουργική, αναρχική νεανική κουλτούρα της τουρκικής μεγαλούπολης και τους γονείς της, μέλη της παλιάς πολιτιστικής φρουράς, που είναι επιφυλακτικοί για τη στροφή της προς την εκκοσμίκευση. Αργότερα, και στο γάμο της αλλά και στις επαφές της με τους συντρόφους στο κόμμα και με το «λαό», ταλανίζεται από αμφιβολίες και αναρωτήσεις σχετικά με τις αποφάσεις της, προσπαθώντας να πλάσει τη δική της ταυτότητα. Η χειραφέτηση είναι επιλογή και αγώνας.

Ένα πρωτοποριακό φεμινιστικό μυθιστόρημα ενηλικίωσης και αυτοσυνείδησης.

16.96

Ξένη λογοτεχνία

Ο μεγάλος Γκάτσμπυ

Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ

Πρόκειται για σπουδαίο έργο, ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα. Η αποδοχή του από την κριτική και το αναγνωστικό κοινό είναι σχεδόν ομόφωνη.
Ο Γκάτσμπυ ενσαρκώνει το Αμερικανικό Όνειρο, το ιδεώδες της προσωπικής επιτυχίας, της κοινωνικής και επαγγελματικής ανέλιξης και του πλούτου, σε συνθήκες ελευθερίας, ασχέτως καταγωγής, μόρφωσης, θρησκείας. Σε αυτό το πλαίσιο περιλαμβάνεται και η ερωτική επιτυχία. Το Αμερικανικό Όνειρο έχει ατομιστική και υλιστική βάση, μολονότι κάποιες όψεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν ιδεαλιστικές. Ο Γκάτσμπυ εκπληρώνει το Αμερικανικό Όνειρο μέσα σε τρία μόνο χρόνια (Καλοκαίρι 1919 – Καλοκαίρι 1922): γίνεται πάμπλουτος, αγοράζει μια μεγάλη έπαυλη με “γαλάζιους κήπους”, έχει μπάτλερ, υπηρέτες και μια Ρόλς-Ρόυς, διοργανώνει θρυλικά πάρτυ. Τα λεφτά τα έκανε ως λαθρέμπορος ποτών και έχει συναλλαγές με ανθρώπους του υποκόσμου, αλλά αυτό δεν αμαυρώνει καθόλου την υπόληψή του στα μάτια του αναγνώστη – αντιθέτως, προσθέτει στη γοητεία του. Ωστόσο, εκείνο που πάνω απ’ όλα τον καθίστα μεγάλο -μυθικό- ήρωα και παραδειγματικό εραστή για κάθε εποχή είναι ο έμμονος, ανυποχώρητος, απόλυτος, κατακτητικός, ρομαντικός έρωτάς του για την Νταίζυ, ένας έρωτας που είναι αμήχανα και ιδεαλιστικά εφηβικός και, ταυτόχρονα, δυναμικά και ακράδαντα ανδρικός. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Γκάτσμπυ αναδεικνύεται σε ηθικά ανώτερο χαρακτήρα από την Νταίζυ που αποδεικνύεται τελικά πως δεν είναι παρά μια “όμορφη χαζούλα” με μια ψιθυριστή ναζιάρικη φωνή, μια “φωνή γεμάτη λεφτά”. Ο Γκάτσμπυ δεν έχει αυταπάτες, γνωρίζει καλά ότι η Νταίζυ υπολείπεται των ονείρων του – ” όχι από δικό της λάθος, αλλά εξαιτίας της κολοσσιαίας δυναμικότητας της φαντασίωσής του που υπερέβαινε και την Νταίζυ, υπερέβαινε τα πάντα. Είχε ριχτεί σε αυτήν την ψευδαίσθηση με δημιουργικό πάθος, πλουτίζοντάς τη συνεχώς, στολίζοντάς τη με κάθε λαμπερό φτερό που έβρισκε στον δρόμο του. Δεν υπάρχει φωτιά ή παγωνιά που μπορεί να αντιμετρηθεί με αυτό που φωλιάζει στην άγρια καρδιά ενός άντρα”. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

16.00

Χρήστος Βακαλόπουλος

…η ζωή είναι ένα συλλογικό όνειρο σκηνοθετημένο από πολιτιστικές μνήμες.

Με το τέλος της δικτατορίας, οι εικόνες και οι ήχοι βρίσκονται εκτοπισμένοι σ’ ένα άδηλο ακόμη πεδίο επικοινωνίας, στο περιθώριο του επίσημου πολιτικού λόγου. Μαζί με λίγους πρωτοπόρους κριτικούς και κόντρα σε πολλούς άλλους, ο Βακαλόπουλος θα βαλθεί να το κατακτήσει, δοκιμάζοντας τα τελευταία ρεύματα της μοντέρνας σκέψης –μαρξισμό, σημειολογία, ψυχανάλυση– σε σημαδιακά έργα της εποχής και σ’ όλο το φάσμα της νεαρής ελληνικής τηλεόρασης: από τον Γκοντάρ, τον Βέντερς και τον Ντύλαν μέχρι τις εκπομπές του Φρέντυ Γερμανού ή τα σίριαλ της Αλίκης Βουγιουκλάκη κι από τη Γιουροβίζιον, τους Ολυμπιακούς του Μόντρεαλ ή το παρισινό Μπωμπούρ μέχρι το Τραμ το τελευταίο και τη Ρεζέρβα. Όμως ο ιδεολογικός πόλεμος δεν θ’ αργήσει να κοπάσει στη δεκαετία του ’80, παραχωρώντας τη θέση του στον πολιτισμό της εικόνας, που προωθεί η αυτοκρατορία των μέσων. Αρχίζει τότε μια μοναχική περιπλάνηση σ’ αυτό τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο, σε αναζήτηση παραδόσεων και προσώπων ικανών να αναμετρηθούν εκφραστικά μαζί του, αλλά και στα ίχνη μιας αόρατης Ελλάδας, όπου συγκλίνουν ξεχωριστοί κινηματογραφιστές, ηθοποιοί και μουσικοί: Δαμιανός, Τορνές, Ρομέρ και Τζάρμους· Σαπφώ Νοταρά και Βέγγος· Λένον και Σαββόπουλος· Βαν Μόρισον, Πορτοκάλογλου, Παπάζογλου, Ξυδάκης· The Clash και Χειμερινοί Κολυμβητές…

Στα διακόσια και πλέον κείμενα που συγκεντρώνονται και αναδημοσιεύονται για πρώτη φορά εδώ, η κριτική του Βακαλόπουλου ξετυλίγει μια ολοκληρωμένη θεώρηση της σύγχρονης επικοινωνίας και μαζί μια μοναδική περιπέτεια της σκέψης και των αισθήσεων: από τη θύελλα των ιδεών στο όνειρο μιας ζωής που ξαναβρίσκει τον χαμένο χρόνο και την τρομερή ηρεμία των πραγμάτων.

33.98

Ελληνική λογοτεχνία

Συμβάν 74

Κυριάκος Μαργαρίτης

Στις 20 Ιουλίου 1974 το Γενικό Επιτελείο Στρατού της Τουρκίας εξέδωσε ένα διάγγελμα για την εισβολή στην Κύπρο, η κατακλείδα του οποίου σαν να προλογίζει την εργασία μου: “Διά της σημερινής επιχειρήσεώς μας ηνοίξαμεν μίαν αλησμόνητον σελίδαν εις την ηρωικήν ιστορίαν μας και εις εκείνην της Ανθρωπότητος”. Επειδή αγαπώ τις ηρωικές ιστορίες, σκέφτηκα να μεταφράσω αυτή τη σελίδα στα ελληνικά, και στις υπόλοιπες γλώσσες που μιλούν οι νεκροί, και να τη μοιραστώ με την ανθρωπότητα. Για να το κάνω σωστά, βασίστηκα σε ένα μυθιστόρημα του κοσμοπολίτη συγγραφέα Γιόζεφ Ροτ, που έτσι το σχολιάζει ο ίδιος σε επιστολή του: “Είναι η πρώτη και τελευταία φορά που γράφω κάτι ιστορικό. Ο διάβολος να το πάρει. Ο Αντίχριστος ο ίδιος με έσπρωξε να το κάνω αυτό. Είναι ντροπή, ντροπή να θέλει κανείς να δώσει ξανά σχήμα και μορφή σε γεγονότα που έχουν ήδη συμβεί – ντροπή και ασέβεια”. Η επιστολή είναι χωρίς ημερομηνία, και ίσως θυμίζει τον τίτλο Συμβάν 74, χωρίς την απόστροφο της χρονολογίας μπροστά από τον αριθμό. Κάτι θα σημαίνει αυτό. Ο Ροτ κλείνει με τη φράση: “Υπάρχει κάτι ανόσιο εδώ – δεν ξέρω τι ακριβώς”. Άραγε να είναι το βιβλίο μου βλάσφημο; Ένας τρόπος υπάρχει για να το μάθουμε, θα έλεγα και ένας πολύ συγκεκριμένος χρόνος, ώρα, καιρός, ο ακόλουθος: όταν όλα γίνουν καπνός (διδάσκει ο Ηράκλειτος), θα τα αναγνωρίσουν τα ρουθούνια μας. Στις 20 Ιουλίου τιμάται ασφαλώς ο προφήτης Ηλίας – ο Προφήτης, δηλαδή, της Φωτιάς.

20.00

Ελληνική λογοτεχνία

Πού ζει ο λύκος;

Ρέα Γαλανάκη

14.00

Ελληνική λογοτεχνία

Φάλτσα κεφαλής

Γιώργος Σκαμπαρδώνης

Μήνες έψαχνα τίτλο γι’ αυτά τα διηγήματα. Είχα βρει καμιά δεκαριά, όμως κανένας δεν μου άρεσε ιδιαίτερα. Μια μέρα πήγα να βάψω το αυτοκίνητο – ο βαφέας ήταν ένας Ρωσοπόντιος που μιλούσε σπαστά ελληνικά. Μου είπε πως θα χρειαστεί μια βδομάδα να κρατήσει το όχημα για να κάνει τη βαφή. Και συμπλήρωσε γενναιόδωρα: «Θα σου δώσω αυτό το “Seicento” [ένα «FIAT» παλιατζούρα τριακονταετίας] να κυκλοφορείς, να κάνεις τη δουλειά σου μέχρι να τελειώσω».

«Και πόσο το πήρες αυτό το “Seicento”;» τον ρωτώ. «Πεντακόσια ευρώ μεταχειρισμένο», μου απαντάει, «αλλά έριξα άλλο ένα χιλιάρικο και του άλλαξα μπουζί, σασμάν, τα πάντα, μέχρι και φάλτσα κεφαλής». Μόλις άκουσα τι είπε, σκέφτομαι: «Αμάν, βρήκα τίτλο». Ο άνθρωπος ήθελε να πει «φλάντζα κεφαλής», όμως λόγω του ότι δεν ήξερε καλά ελληνικά, έκανε το λάθος (που είναι και το σωστό) λέγοντας: «Φάλτσα κεφαλής».

 

11.70