Βλέπετε 1–15 από 30 αποτελέσματα

Βιβλιοπωλείον της Εστίας

Ξένη λογοτεχνία

Θλιβερός τίγρης

Νεζ Σινό

«Θέλησα να το πιστέψω, θέλησα να ονειρευτώ ότι το βασίλειο της λογοτεχνίας θα με υποδεχόταν όπως κάθε ορφανό που βρίσκει εκεί καταφύγιο, αλλά ακόμα και μέσω της τέχνης δεν μπορείς να βγεις νικητής από την αχρειότητα. Η λογοτεχνία δεν με έσωσε. Δεν έχω σωθεί…»

Τα παιδικά χρόνια της Νεζ Σινό έχουν σφραγιστεί από τον εξακολουθητικό βιασμό που υφίστατο από τον πατριό της. Τον μηνύει το 2000, μαζί με τη μητέρα της, κι εκείνος καταδικάζεται σε εννέα χρόνια φυλάκισης. Χρόνια αργότερα, η Σινό επανέρχεται σε αυτό το ανεπούλωτο τραύμα καταθέτοντας με μια σπαραχτική αφήγηση το τι και πώς συνέβη – δίχως πάθος, δίχως μεμψιμοιρία. Επιχειρεί να αποσυναρμολογήσει προσεκτικά τη μικρή βόμβα που δυναμίτισε την παιδική της ηλικία: το θέμα δεν είναι μόνον τα κυριολεκτικά συμβάντα· είναι και το πώς λειτουργεί αυτή η κατάθεση, υποχρεώνοντας τον αναγνώστη να σκεφτεί πάνω στα ευαίσθητα θέματα της παιδοφιλίας, της αιμομιξίας, της σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων.

Η υβριδική αφήγηση, μεταξύ μαρτυρίας, αυτοβιογραφίας και μύχιας εξομολόγησης –δίχως να απεμπολεί την αναντίρρητη λογοτεχνικότητά της– τεντώνει τα όρια των γλωσσικών δυνατοτήτων της προκειμένου να μπορέσει να εξηγήσει τα γεγονότα, αλλά και να βρει τον τρόπο να τα πει. Το κείμενο γίνεται ανιχνευτής τόσο της δύναμης όσο και της αδυναμίας της λογοτεχνίας ως πανάκειας, ως θεραπείας ή παραμυθίας. Για να φέρει εις πέρας την αυθιστόρησή της, η συγγραφέας συνομιλεί και ξαναδιαβάζει συγγραφείς και κείμενα γύρω από την ενδοοικογενειακή σεξουαλική παρενόχληση.

Εξερευνώντας το τοπίο του ζοφερού κακού, η Σινό ομολογεί ότι ο επιζών μπορεί να επιβιώνει, αλλά δεν ξεχνά ποτέ. Ως ενήλικη πλέον, αναζητεί την αλήθεια, όχι την εκδίκηση· θέλει να κατανοήσει τη θέση του δήμιου, τους μηχανισμούς που τον οδηγούν στην παραβατική πράξη, αλλά και τη θέση του περίγυρου που συνήθως τον συγκαλύπτει. Η δική της μη αναστρέψιμη θέση διατυπώνεται παραστατικά: damaged for life – διά βίου κατεστραμμένη.

Λ.Τσιριμώκου

18.00

Ξένη λογοτεχνία

Θάνατος επί πιστώσει

Λουί-Φερντινάν Σελίν

«Είδα τότε απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα τη Γιαγιά ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, στη μέσα κάμαρα… Βαριανάσαινε, λαχάνιαζε, πνιγόταν, η ανάσα της σφύριζε και κοβόταν… Μόλις είχε φύγει ο γιατρός. Αφού πρώτα έσφιξε σοβαρός τα χέρια όλων… Τότε με μπάσανε στο δωμάτιο… Την είδα στο κρεβάτι, πώς πάλευε ν’ ανασάνει. Το πρόσωπό της κίτρινο και κόκκινο, λουσμένο στον ιδρώτα, σαν μάσκα που από στιγμή σε στιγμή θα έλιωνε… Με κάρφωσε με το βλέμμα της η Γιαγιά, αλλά ακόμα κι εκείνο το βλέμμα είχε αγάπη… Μ’ έσπρωξαν να τη φιλήσω… Κι εγώ έσκυψα από πάνω της. Αλλά με το χέρι της έκανε νόημα πως όχι… Μου χαμογέλασε αδύναμα… Κάτι προσπάθησε να μου πει… Αλλά η φωνή τριβόταν μέσα στο λαιμό της, δεν έβγαινε… Παρ’ όλα αυτά, στο τέλος τα κατάφερε… κι όσο πιο γλυκά μπορούσε, ψιθύρισε: «Να δουλέψεις σκληρά, μικρέ μου Φερντινάν!». Δεν τη φοβόμουνα τη Γιαγιά. Κατά βάθος καταλαβαινόμασταν… Τελικά, το σίγουρο είναι πως δούλεψα σκληρά… Μα αυτό δεν αφορά κανέναν άλλο…»

Πριν το Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας, πριν το ταξίδι στο τέρμα του κόσμου που ήταν ο Μεγάλος Πόλεμος και η Μεγάλη Σφαγή, ο στρατιώτης Φερντινάν Μπαρνταμού είναι μόνον ο Φερντινάν: ένα παιδί που μεγαλώνει στην άκρη της ζωής, στο χείλος της αβύσσου. Ένα παιδί που το ταΐζουν ο απόλυτος φόβος, η αχαλίνωτη απόγνωση και υποκρισία. Ένα παιδί που μεγαλώνει στους ρυθμούς της μαύρης κωμωδίας, της χρεοκοπημένης κοινωνίας, της επικείμενης καταστροφής. Μαθαίνει να λέει την ιστορία της ζωής του με τρόπο συγκλονιστικό: με φωνές, με παραμιλητά, με βρισιές και σιωπές, με πικρά, τραγικά, φλύαρα αποσιωπητικά… Αλλά προπάντων με γέλια. Γιατί ο Φερντινάν πλέκει τα νήματα του χάους και της υστερίας γύρω του με τις δεξιοτεχνικές σταυροβελονιές του Ραμπελαί: γελάει πικρά και πηγαία, γελάει και περιγελάει τον εαυτό του και τους άλλους. Θεούς και δαίμονες. Και βέβαια τους ανθρώπους.

Ο Φερντινάν γυρίζει τις σελίδες αυτού του επικού Bildungsroman, που είναι η εφηβεία του, με ορμή και πάθος που κόβουν την ανάσα. Προχωράει χωρίς να λυπάται ούτε την ψυχή ούτε το σώμα του· ξοδεύει αλύπητα για ν’ αντέξει, να σταθεί στα πόδια του, να περπατήσει – εντέλει να ζήσει. Ο λόγος του ανατρέπει τα πάντα, λογική, γραμματική, σύνταξη· έτσι κινείται. Πατάει γκάζι καίγοντας ομορφιές και πίστεις και λέξεις. Τρέχει δίχως φρένα. Στο τέλος του βιβλίου τον βλέπουμε να φτάνει ζωντανός, όρθιος, έτοιμος για τη νέα αρχή

28.00

Ελληνική λογοτεχνία

Η φόνισσα

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

«Η φόνισσα» (1903) κατέχει, κατά γενική ομολογία, ξεχωριστή θέση στο έργο του Παπαδιαμάντη (1851-1911). Ξεχωριστή και με τις δύο σημασίες της λέξης: ιδιαίτερη και εξέχουσα. Αν δεν υπήρχε «Η φόνισσα», το έργο αυτό θα έμενε λειψό, όσο τουλάχιστον αφορά το πρόβλημα του κακού, πρόβλημα που δεσπόζει στο παπαδιαμαντικό corpus. Το παπαδιαμαντικό κακό είναι, κατά κανόνα, το καθημερινό, το τρέχον κακό, πνιγηρά μίζερο συχνά, είναι το κακό του καθημερινού κανονικού ανθρώπου. Το κακό του Παπαδιαμάντη δεν είναι το έγκλημα, δεν είναι η ακραία παράβαση που θέτει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη της κοινότητας, δεν είναι εξαιρετικό· είναι κοινότοπο. Εξαίρεση «Η φόνισσα», και μάλιστα διόλου αμελητέα, αφού πρόκειται για κορυφαίο κείμενο όχι μόνο του συγγραφέα του αλλά και όλης της νεοελληνικής πεζογραφίας. Χωρίς τη «Φόνισσα» το παπαδιαμαντικό έργο θα ήταν εντελώς διαφορετικό. Το κακό που διαπράττει η γραία Χαδούλα δεν είναι το καθημερινό κακό, το συνηθισμένο, το κοινωνικό, αλλά το μέγα κακό, το ριζικό, το ασυγχώρητο. Ποια είναι όμως αυτή η Φραγκογιαννού, τι σόι άνθρωπος είναι αυτή η γυναίκα που διαπράττει ένα τόσο ακραίο έγκλημα; Και τι είναι άραγε αυτό που την οδηγεί να το αποτολμήσει;

10.74

Ελληνική λογοτεχνία

Στο χέρι αστέρια

Τάσος Αλεξιάδης

Ένα πεταμένο γάντι βοηθά ένα παιδί να ζήσει, έστω και για λίγο, το όνειρό του· μια άνοιξη η γη γεννά έναν πέτρινο άνθρωπο· ένα παιδί επιμένει να μη μεγαλώσει γιατί δεν θέλει να ξεχάσει τα χρώματα· το πόδι της κυρίας Ευαγγελίας τρέχει μόνο του στα δάση, ντυμένο μ’ ένα καλσόν στο χρώμα του ουίσκυ· πόσες αναμνήσεις μπορεί να κρύβει μέσα του ένα σάντουιτς με τόνο;

Είκοσι πέντε διηγήματα που μιλούν με ελάχιστες λέξεις και αφοπλιστική αμεσότητα για τη σκληρότητα της παιδικής ηλικίας και των γηρατειών, για τη μνήμη, την απώλεια, τα καλοπροαίρετα και μη παιχνίδια του μυαλού, και, εν τέλει, για το πόσοι διαφορετικοί άνθρωποι μπορεί να κρύβονται μέσα σε έναν και μόνο από εμάς.

12.00

Ξένη λογοτεχνία

Τα ονόματα

Ντον Ντελίλο

Tα ονόματα, μυθιστόρημα περίπλοκο όσο και γοητευτικό, χαιρετίστηκε από την κριτική ως ένα από τα πιο φιλόδοξα και τα πιο πρωτότυπα έργα της σύγχρονης πεζογραφίας. O λόγος του Nτελίλλο, αμφίσημος, παράξενος, κάποτε μαγικός, εμβαθύνει σ’ όλες τις περιπέτειες της σύγχρονης συνείδησης, από τον ερωτισμό ως τον τουρισμό, από την ιδέα της Aμερικής, όπως την προσλαμβάνει ο υπόλοιπος κόσμος, ως την ιδέα του κόσμου όπως την προσλαμβάνει η Aμερική, από το μυστικισμό ως το φανατισμό κι απ’ τη λογοτεχνία της πραγματικότητας ως την πραγματικότητα της λογοτεχνίας.

 

23.33

Ελληνική λογοτεχνία

Αργώ (τόμος Α΄)

Γιώργος Θεοτοκάς

Το πρώτο μέρος της Αργώς κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 1933. Το έργο ολοκληρώθηκε τρία χρόνια αργότερα σε δύο τόμους. Στην εισαγωγή του πρώτου τόμου σημείωνε ο Γιώργος Θεοτοκάς: «Σαν άρχισα αυτό το βιβλίο, η μοναδική μου πρόθεση ήτανε να ζωντανέψω μερικά ανθρώπινα πλάσματα που τριγυρνούσανε στη φαντασία μου και βασάνιζαν τις ώρες της σχόλης μου. Κατόπι, σαν προχώρησε η δουλειά, μου ήρθε η όρεξη να δώσω, μ` αυτήν την ευκαιρία, μια γενική κάπως έκθεση της ελληνικής ζωής και των προβλημάτων της εποχής μας. Έτσι η Αργώ πήρε διαστάσεις που δεν τις περίμενα».

Το βιβλίο είναι μια τοιχογραφία της Ελλάδας του Μεσοπολέμου, έτσι όπως συνταρασσόταν από ποικίλες ιδεολογίες, απ` τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής και από τα αλλεπάλληλα στρατιωτικά κινήματα. Το πλήθος των ηρώων κινείται γύρω από τον ίδιο πόλο: τις τάσεις μιας γενιάς αισιόδοξης και δημιουργικής, που οι συνεχείς εθνικές καταστροφές την οδήγησαν σε βαθιά απογοήτευση

16.92

Ελληνική λογοτεχνία

Ο χαρταετός

Αθηνά Κακούρη

Στην Αθήνα του 1871, όπου μόλις έχουν αρχίσει οι δίκες για τη σφαγή στο Δήλεσι, γιορτάζονται τα 50 χρόνια από την Επανάσταση και η πατριωτική έξαρση κορυφώνεται με την άφιξη του σκηνώματος του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄. Αλλά οι φιλοδοξίες, ο κομματισμός, η αχόρταγη δίψα της εξουσίας και του πλουτισμού στήνουν το σκηνικό για μια ιστορία διαπλοκής που, μέσα σ’ έναν ανεμοστρόβιλο μετοχών, θα υψώσει στον ουρανό τον πελώριο, φανταχτερά ασημένιο Χαρταετό του Λαυρίου. Μια εικόνα της Αθήνας όταν το άστυ είναι ιοστεφές, ο Ιλισός είναι ακόμη ποταμάκι, τα Πατήσια εξοχή, η πρασινάδα πνίγει τους Αμπελοκήπους, και ο Βράχος, ορατός από παντού, δεσπόζει. Στο κεντρικό καφενείο «Η Ωραία Ελλάς» πολιτικοί, δημοσιογράφοι, ποιητές, οι ισχυροί της εποχής και οι παράγοντες κάθε λογής συζητούν καθημερινά με πάθος την επικαιρότητα. Στους Αέρηδες κουρνιάζουν τη νύχτα τα δεκάδες αδέσποτα αγόρια που ολημερίς πουλούν εφημερίδες ή γυαλίζουν παπούτσια. Το εμπόριο της γης οργιάζει· οι αναμνήσεις της Εξώσεως επηρεάζουν τη σκέψη· η σκόνη και η λάσπη ταλαιπωρούν τους Αθηναίους· εικόνες ανεπανάληπτης ομορφιάς τούς περιβάλλουν. Σ’ αυτή την πόλη κινούνται τα πρόσωπα του μυθιστορήματος ζώντας, υποφέροντας ή εκμεταλλευόμενα μια γενικευμένη κρίση που δεν περιορίζεται στα Λαυρεωτικά.

20.00

Ξένη λογοτεχνία

Άνθρωπος σε πτώση

Ντον Ντελίλο

Ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα για το γεγονός που σημάδεψε την Αμερική και συντάραξε ολόκληρη την υφήλιο στις αρχές του 21ου αιώνα. Από τις πρώτες του σελίδες, βγαλμένες κυριολεκτικά μέσα από τον καπνό και τη στάχτη των φλεγόμενων πύργων, επιχειρεί να ιχνηλατήσει την επόμενη ημέρα μέσα από την προσωπική ζωή των ηρώων. Του Κηθ, που βγαίνει από τα συντρίμμια σε μια ζωή που ποτέ δεν διανοήθηκε ότι θα ήταν η δική του. Της Λιάν, της αποξενωμένης γυναίκας του, στοιχειωμένης από τις αναμνήσεις, που προσπαθεί να συμφιλιώσει δύο πλευρές του ίδιου δυσνόητου χαρακτήρα. Και του μικρού τους γιου Τζάστιν, που στέκει στο παράθυρο ατενίζοντας τον ουρανό κι αναζητώντας σε αυτόν και άλλα αεροπλάνα. Ζωές που ορίζονται από την απώλεια, την οδύνη και τη γιγαντιαία δύναμη της ιστορίας.

19.27

Δημήτρης Φύσσας

Μπαίνοντας σε μια μεγάλη ομάδα ημιπεριθωριακών νυχτερινών τύπων, που για άγνωστους λόγους αυτοαποκαλούνται “Σαρίπολοι”, ο άστεγος και άθυμος Στέλιος Μέσκουλας (πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, Η Νιλουφέρ στα χρόνια της κρίσης) αποκτά, πρόσκαιρα, νέο ενδιαφέρον για τη ζωή. Ως αφηγητής τούς σκιαγραφεί όλους, ανάμεσά τους και τον συγγραφέα τού ανά χείρας βιβλίου και πολλούς ήρωες από προηγούμενά του.

Στην τετράχρονης διάρκειας πλοκή ενσωματώνονται αυτοσχόλια του αφηγητή, θεατρικά μονόπρακτα, λίστες, “ένθετα” σχετικά με κομμωτήρια, γλωσσικές αντιλήψεις, σεξουαλικές πρακτικές, μουσική, κουκλάκια κλπ, μια μυστική αποστολή στη Λατινική Αμερική, όπως και το ολοένα επανερχόμενο ερώτημα: “Τι είναι πιο σημαντικό στη ζωή, η Τέχνη ή οι γυναικείοι κώλοι;”

Όμως, την ώρα που όλος ο πλανήτης ετοιμάζεται να δει τον τελικό του Μουντιάλ 2018 και η Αττική κλαίει μια εκατόμβη νεκρών από μια ξαφνική μεγάλη πυρκαγιά στο Μάτι, ο Μέσκουλας αποσύρεται στις παρατημένες παράγκες κάποιας ξεχασμένης μαγνησιακής παραλίας, με σκοπό να πεθάνει από ασιτία.

Εκεί βρίσκει την απάντηση στο ερώτημά του, όμως είναι αμφίβολο αν θα τον ωφελήσει. Μια ευφάνταστη και αντισυμβατική αφήγηση, μακριά από πολιτική ορθότητα και σοβαρότητα, στα όρια του σουρεαλισμού.

14.00

Πέτερ Χάντκε

Η πόρτα άνοιγε με κέρμα του ενός σελινιού, κι όταν την κλείδωσα πίσω μου, ένιωσα πρώτα-πρώτα μια κάποια θαλπωρή ή το συναίσθημα πως ήμουν σε καλά χέρια. Ξάπλωσα χωρίς να το πολυσκεφτώ πάνω στα πλακάκια του δαπέδου, βάζοντας το σακίδιο για προσκέφαλο. Ο καμπινές ήταν βέβαια τόσο μικρός, ώστε ούτε κατά διάνοια δεν μπορούσε κανείς να τεντωθεί, οπότε λοιπόν κι εγώ κουλουριάστηκα εν είδει ημικυκλίου γύρω από τη λεκάνη, με το κεφάλι ακουμπισμένο στον πίσω τοίχο. Το φως σ’ αυτό το μάλλον ευρύχωρο δημόσιο αφοδευτήριο, πολύ ζωηρό, κατάλευκο, έμενε αναμμένο όλη τη νύχτα κι έφτανε ελάχιστα μόνο χαμηλωμένο στον καμπινέ, που ήταν ανοιχτός από πάνω αλλά, στο φάρδος παιδικού ποδιού, και από κάτω. Σκεπασμένος με μερικά ρούχα από το σακίδιο προσπάθησα να διαβάσω, τους «Μπούντενμπροκ» του Τόμας Μαν, που μάλλον με ξένιζαν για καιρό, αλλά ξαφνικά την προηγουμένη στο Ραντεντχάιν με είχαν συνεπάρει και ενθουσιάσει, εκεί στο τέλος όταν έρχεται η έσχατη ώρα και ο ετοιμοθάνατος αρχίζει να διαλογίζεται την τελευτή με εντελώς ανάλαφρο τρόπο.

Το πιο απροσδόκητο από τα πέντε «δοκίμια» του νομπελίστα Πέτερ Χάντκε έχει ως αντικείμενο το «μέρος», και μάλιστα σε όλες τις εκδοχές του, από τον απόπατο στο αγροτόσπιτο του παππού μέχρι τα περίτεχνα αποχωρητήρια των ιαπωνικών ναών. Ποιος θα περίμενε ότι αυτός ο δεξιοτέχνης της εσωτερικότητας θα έστρεφε κάποτε την προσοχή στο πιο αποσιωπημένο και ανάδελφο αναχωρητήριο της καθημερινής ζωής; Στο αφήγημα αυτό του Αυστριακού συγγραφέα το θέμα δεν είναι βέβαια τα τεκταινόμενα στην τουαλέτα, αλλά η ανατομία της στιγμιαίας αναχώρησης από τη φορτική πολυκοσμία και λογοδιάρροια των ανθρώπων που σου κόβει μερικές φορές τη λαλιά. Υπ’ αυτό το πρίσμα το κάθε αποχωρητήριο γίνεται μια μικρή ουτοπία, προσωρινό καταφύγιο από την τύρβη. Δεν πρόκειται για άρνηση του κόσμου, αλλά για μια συνειδησιακή ανάπαυλα πριν επανέλθει κανείς με νέα ευγλωττία σ’ αυτόν ακριβώς τον αναπόφευκτο κόσμο. Ο Πέτερ Χάντκε γεννήθηκε το 1942 στην Καρινθία της Αυστρίας. Η μητέρα του ήταν σλοβενικής καταγωγής και ο πατέρας του Γερμανός στρατιώτης. Σπούδασε νομικά στο Γκρατς, αλλά διέκοψε τις σπουδές του το 1966, όταν δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Σφήκες. Την ίδια χρονιά ανέβηκε στη Φρανκφούρτη σε σκηνοθεσία Κλάους Πάιμαν το θρυλικό θεατρικό του Βρίζοντας το κοινό. Χαλκέντερος συγγραφέας, ο Χάντκε δημοσίευσε έκτοτε δεκάδες μυθιστορήματα, νουβέλες και θεατρικά έργα και θεωρείται πια ένας από τους κλασικούς μοντέρνους του 20ού αιώνα. Μετέφρασε επίσης ξένους συγγραφείς στα γερμανικά, μεταξύ άλλων τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη. Έχει τιμηθεί με πολλά διεθνή βραβεία. Το 2019 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Από την Εστία, σε μετάφραση Σπύρου Μοσκόβου, κυκλοφορούν η νουβέλα Η μεγάλη πτώση, Η ανέμελη δυστυχία, Η δεύτερη μάχαιρα και το Δοκίμιο για το αποχωρητήριο, Θα ακολουθήσουν τα: Περί κοπώσεως και Περί επιτυχημένης μέρας.

 

14.00

Ελληνική λογοτεχνία

Του Θεού το μάτι

Γιάννης Μακριδάκης

ΛΙΓΑΚΙ ΠΑΡΑΚΕΙ ΠΑΝΕ, ΑΠΑΝΩ ΣΤΑ ΞΙΝΑ ΚΑΘΟΥΝΤΑΙ ΚΑΙ ΜΑΣ ΛΟΞΟΚΟΙΤΑΖΟΥΝΕ. Εγώ που τους ξέρω, τους αντιλαμβάνομαι. Νιώθω το μάτι τους όση ώρα τρωγοπίνω και είναι καρφωμένο απάνω μου. Οι μουσαφιραίοι όμως δεν νιώθουνε τίποτα, Διομήδη. Σου λέει, εξοχή είναι, πουλιά έχει. Πού να ξέρανε πως τα πουλιά μάς παρακολουθούνε και πως λένε, άντε να ξεκουμπιστείτε, να πάμε κι εμείς στο σπίτι μας. Μόνο το Λούγαρο, που είναι σπουδαγμένος απάνω σ` αυτά, ξέρει πως τα πουλιά μάς παρακολουθούνε ανελλιπώς. Και πως μας μιλούνε κιόλας. Αυτό το πιστεύει κι ο Κότσυφας βέβαια, όπως σου `πα, αλλά αυτός δεν πιάνεται διότι μπορεί να το λέει έτσι, μέσα από την παλαβωμάρα του. Ξέρεις, αυτοί οι ιδεολόγοι έχουνε όλο κάτι τέτοιες θεωρίες, αλλά ανάθεμα κι άμα πιστεύουνε στο βάθος βάθος τίποτα. Μόνο για τη μόστρα μού φαίνεται πως τα λένε. Για να κάνουνε τους εξωτικούς και να τραβούνε το ενδιαφέρον των γυναικών. Καλή ώρα σαν τη δικιά μου. Τέλος πάντων. Αυτά όμως που σου λέω ισχύουνε, Διομήδη. Είναι πράματα που τα `χουνε μελετημένα οι επιστήμονες. Έχουνε κάμει πειράματα κι έχουνε βγάλει αποφθέγματα. Ένα πουλάκι μού το μαρτύρησε, έτσι μας έλεγε η μάνα μας σαν ήμαστε μικροί και κάναμε καμιά ζημιά. Διότι όλα τα ξέρουνε τα πουλιά. Τα πουλιά είναι του θεού το μάτι από πάνω μας, Διομήδη. Είναι η συνείδησή μας τα πουλιά.

Καθώς το κατασκευάζει, ο Πεπόνας αφηγείται στο σκιάχτρο του την πολυκύμαντη ζωή του, που τώρα πια, μετά τη σύνταξη, ολοκληρώνεται στο κτηματάκι του. Στην αφήγησή του παρελαύνουν αλλόκοτοι άνθρωποι με ονόματα ζώων ή φυτών, πουλιά και διάφορα άλλα ζωντανά με ονόματα ανθρώπινα, αλλά και ψυχωμένα άψυχα, σαν τον Διομήδη το σκιάχτρο. Η γενεαλογία της φύσης και η γενεαλογία των ανθρώπων συναντιούνται παντού, εκτός από την πολιτική και την κρίση. Οι πληγές του σύγχρονου κόσμου διατρέχουν το σύμπαν της νουβέλας. Ένα σύμπαν που παίρνει φωνή, αρθρώνεται και απευθύνεται σε πρώτο πρόσωπο στον καθρέφτη του.

12.37

Μίλαν Κούντερα

Ο δικός μου κόσμος δεν είναι ο κόσμος των θεωριών. Οι σκέψεις αυτές είναι σκέψεις ενός πρακτικού. Το έργο κάθε μυθιστοριογράφου περιλαμβάνει μια εγγενή αντίληψη της ιστορίας του μυθιστορήματος, μια ιδέα για το τι εστί μυθιστόρημα. Σ’ αυτήν ακριβώς την ιδέα περί μυθιστορήματος που εμπεριέχεται στα μυθιστορήματα μου έδωσα τον λόγο.»

16.00

Μίλαν Κούντερα

Να φωτίζεις τα σοβαρότερα προβλήματα και ταυτόχρονα να μη γράφεις ούτε μία σοβαρή φράση, να γοητεύεσαι από την πραγματικότητα του σημερινού κόσμου και ταυτόχρονα να αποφεύγεις κάθε ρεαλισμό, αυτό είναι η “Γιορτή της ασημαντότητας”. Όποιος γνωρίζει τα προηγούμενα βιβλία του Κούντερα ξέρει ότι δεν είναι διόλου απροσδόκητη η συνήθειά του να ενσωματώνει σ’ ένα μυθιστόρημα ένα “ασόβαρο” κομμάτι. Σε αρκετά κεφάλαια της “Αθανασίας” ο Γκαίτε με τον Χέμινγουέι περπατούν μαζί, φλυαρούν και διασκεδάζουν. Και στη “Βραδύτητα” η Βέρα, η γυναίκα του συγγραφέα, λέει στον άντρα της: “Συχνά μου έλεγες πως θες να γράψεις κάποτε ένα μυθιστόρημα όπου καμία λέξη δεν θα είναι σοβαρή… σε προειδοποιώ: φυλάξου: καραδοκούν οι εχθροί σου”. Όμως ο Κούντερα, αντί να φυλαχτεί, πραγματοποιεί επιτέλους στο ακέραιο το παλιό αισθητικό όραμά του, σ’ αυτό το μυθιστόρημα που μπορεί κανείς να το δει και σαν θαυμαστή σύνοψη ολόκληρου του έργου του. Παράξενη σύνοψη. Παράξενος επίλογος. Παράξενο γέλιο, που το εμπνέει η εποχή μας, που είναι κωμική επειδή έχασε κάθε αίσθηση του χιούμορ. Τι άλλο μπορεί να πει κανείς; Τίποτα. Διαβάστε!

16.03

Ελληνική λογοτεχνία

Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν

Μ.Καραγάτσης

Ένα από τα κείμενα της σύγχρονης λογοτεχνίας μας που έχουν γίνει πια κλασικά -το βιβλίο με το οποίο ο Καραγάτσης πρωτοπαρουσιάστηκε και επιβλήθηκε ως πρώτης γραμμής πεζογράφος. Η συναρπαστική ιστορία και το δράμα ενός Ρώσου εμιγκρέ, που βρίσκεται ξαφνικά, ξεριζωμένος από τον τόπο του, στον κάμπο της Θεσσαλίας και που, όσο και να το προσπαθεί, αδυνατεί να εγκλιματιστεί στα ελληνικά χώματα. Η οριστική μορφή (από την 5η έκδοση) του δυνατού αυτού αφηγήματος, όπου έχουν διορθωθεί όλες οι ατέλειες του αρχικού κειμένου, χωρίς να χαθεί ούτε στο ελάχιστο ο αυθορμητισμός της πρώτης έμπνευσης. Έτσι, ο πρώτος αυτός Καραγάτσης, χωρίς να υπολείπεται σε τίποτα από τη νεανική του χάρη, παρουσιάζεται με την πνευματική και τεχνική ωριμότητα του συγγραφέα του «Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου» και του «Κίτρινου Φακέλλου».

15.23

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Ο αγαπών σε, Μίτιας

Μ.Καραγάτσης

Η ανέκδοτη αλληλογραφία του Μ. Καραγάτση με τους συμφοιτητές του Γιώργο Ρωμανό και Νικόλαο Κάλας μας αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της προσωπικής ιστορίας του, που αφορούν –μεταξύ άλλων– και στη συγγραφή του Συνταγματάρχη Λιάπκιν (1933): «Το έργο μου μάλλον θα εκδοθεί. Είναι καθαρά κομμουνιστικό. Μου φαίνεται ότι σου ανάγγειλα την προσχώρηση μου στις ιδέες της Γ? Διεθνούς», γράφει στον Ρωμανό, ενώ παράλληλα πληροφορεί τον Κάλας για την αναστάτωση που επικρατεί στο θεσσαλικό κάμπο, προσδοκώντας την «επανάσταση».

Ο Καραγάτσης γοητεύεται από τις ιδέες της κομμουνιστικής Αριστεράς σπρωγμένος από τη νεανική ροπή του προς την αμφισβήτηση των κοινωνικών στερεοτύπων, αλλά και επειδή θεωρεί τον ρεαλισμό ως την ενδεδειγμένη μέθοδο για την καλλιέργεια του νεοελληνικού μυθιστορήματος. Οι επιστολές αλλά και οι ημερολογιακές σημειώσεις του 1931, όπως καταδεικνύει και στο Επίμετρό της η Χριστίνα Ντουνιά, δεν μας προσφέρουν μόνο ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη βιογραφία του Καραγάτση, αλλά εμπλουτίζουν τις γνώσεις μας σχετικά με τη διαμόρφωση του λογοτεχνικού πεδίου, στις αρχές μιάς κρίσιμης δεκαετίας και συνεισφέρουν στην καλύτερη κατανόηση του έργου του.

15.30