Προβολή όλων των 3 αποτελεσμάτων

Όπερα

Ξένη λογοτεχνία

Κουτσό

Χούλιο Κορτάσαρ

«Κι αν δαγκωνόμαστε, ο πόνος είναι γλυκός, κι αν πνιγόμαστε με μια κοφτή και τρομερή και ταυτόχρονη εισρόφηση της εκπνοής, αυτός ο στιγμιαίος θάνατος είναι ωραίος.
Και υπάρχει ένα και μόνο σάλιο, μία και μόνη γεύση ώριμου φρούτου, κι εγώ σε νιώθω να ριγείς επάνω μου σαν μια σελήνη στο νερό.»

“Αντιμυθιστόρημα”, “Xρονικό μιας τρέλας”, “Ένα βίαιο τράνταγμα από το γιακά”, “Κάτι σαν ατομική βόμβα”, “Ένα κάλεσμα προς την αναγκαία αταξία”, “Ένα γιγάντιο ευφυολόγημα”, “Ένα ψέλλισμα”. Αυτά είναι λίγα από τα πάμπολλα που γράφτηκαν για το Κουτσό, το μυθιστόρημα που ο Χούλιο Κορτάσαρ άρχισε να ονειρεύεται το 1958, που εκδόθηκε το 1963 κι από τότε άλλαξε την ιστορία της λογοτεχνίας και συγκλόνισε τη ζωή χιλιάδων νέων ανά τον κόσμο. Γεμάτο λογοτεχνική φιλοδοξία, σπαρταριστό, με καινοτόμα συγγραφικά εργαλεία, κατεδαφιστικό του κατεστημένου και αναζητητικό της ρίζας της ποίησης, το Κουτσό, πάνω από μισό αιώνα τώρα, συνεχίζει να διαβάζεται με περιέργεια, με δέος, κατάπληξη, με ενδιαφέρον ή αφοσίωση.

26.50

Χούλιο Κορτάσαρ

«Οι φάμα, για να συντηρήσουν τις αναμνήσεις τους, προβαίνουν στο βαλσάμωμά τους με τον ακόλουθο τρόπο: αφού εντοπίσουν την ανάμνηση με όλες της τις λεπτομέρειες, την τυλίγουν από την κορφή ώς τα νύχια μ’ ένα μαύρο σεντόνι και την ακουμπάνε στον τοίχο του σαλονιού, μ’ ένα καρτελάκι που λέει: ‘‘Εκδρομή στο Κίλνες’’ ή: ‘‘Φρανκ Σινάτρα’’.

Οι κρονόπιο, αντίθετα, αυτά τα χλιαρά και ακατάστατα όντα, αφήνουν τις αναμνήσεις σκόρπιες στο σπίτι, ανάμεσα σε χαρού-μενες κραυγές, κι όταν βλέπουν καμιά ανάμνηση να τρέχει, τη χαϊδεύουν απαλά και της λένε: ‘‘Κοίτα μη χτυπήσεις’’, αλλά και: ‘‘Προσοχή στα σκαλοπάτια’’. Γι’ αυτό και τα σπίτια των φάμα είναι τακτοποιημένα και σιωπηλά, ενώ σ’ αυτά των κρονόπιο επικρατεί χαλασμός και πόρτες που βροντάνε. Οι γείτονες είναι όλο παρά-πονα για τους κρονόπιο, ενώ οι φάμα κουνάνε το κεφάλι όλο κατανόηση και πηγαίνουν να διαπιστώσουν αν οι ετικέτες είναι πάντα στη θέση τους.»

«Όταν έδωσα στους πιο στενούς μου φίλους να διαβάσουν αυτές τις ιστορίες, η άμεση αντίδρασή τους ήταν μάλλον αρνητική. Μου είπαν: ‘‘Μα πώς μπορείς να χάνεις τον καιρό σου γράφοντας τέτοια πράγματα; Εσύ παίζεις! Γιατί χάνεις έτσι τον καιρό σου;’’. Αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να το σκεφτώ και να πειστώ —παραμένω πεπεισμένος— πως δεν έχανα τον καιρό μου, αλλά απλώς αναζητούσα —και καμιά φορά έβρισκα— έναν άλλο τρόπο προσέγγισης και αντίληψης της πραγματικότητας. Συνέχισα να γράφω εκείνες τις ιστοριούλες που μαζεύτηκαν, μαζεύτηκαν, και τελικά έγιναν ολόκληρο βιβλίο. Το βιβλίο εκδόθηκε, και η χαρά μου ήταν απέραντη όταν διαπίστωσα ότι στη Λατινική Αμερική υπήρχαν πολλοί, πάρα πολλοί αναγνώστες που επίσης ήξεραν να παίζουν.»
Χούλιο Κορτάσαρ

 

 

15.90

Υποκόμης Ντε Λασκάνο Τέγκι

“Ομολογώ ότι συνεχίζω να γράφω για καθαρά ηδονοθηρικούς λόγους. Γράφω για μένα και για τους φίλους μου. Δεν διαθέτω ευρύ κοινό, μήτε φήμη ή κρατικό βραβείο. Γνωρίζω εις βάθος τη λογοτεχνική στρατηγική και την περιφρονώ. Με θλίβει η αφέλεια των συγχρόνων μου και τη σέβομαι. Επιπλέον, κολακεύομαι να πιστεύω ότι δεν επαναλαμβάνομαι ποτέ, ότι δε ζητάω δανεικά από ξένες δόξες, ότι είμαι πάντα παρθένος κι ότι αυτός ο ναρκισσισμός πληρώνεται πολύ ακριβά. Με την αδιαφορία των άλλων. Εγώ, όμως, όπως είπα, γράφω για καθαρά ηδονοθηρικούς λόγους”.

Ένας εκκεντρικός αφηγητής καταγράφει σ’ ένα ημερολόγιο την καθημερινή του πάλη με τα πάθη και τις διαστροφές του, ενώ οδηγείται, σχεδόν νομοτελειακά και αναπότρεπτα, στην τέλεση ενός φόνου. Βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα ιδιότυπο “ημερολόγιο ενός δολοφόνου”, αλλά και μπροστά σ’ ένα χρονικό του τέλους μιας εποχής, το οποίο είναι ταυτόχρονα και ένα αριστοτεχνικό πορτρέτο της ανθρώπινης ψυχής, με όλες τις υπερβολές και τα καπρίτσια της.

9.54