Προβολή όλων των 9 αποτελεσμάτων

Loggia

Φώτης Μανίκας

Ιστορίες που εκτυλίσσονται στην Αθήνα του σήμερα με μια αμεσότητα που είναι εδώ δίπλα. Ιστορίες από καφέ-μπαρ, από πάρκα και πλατείες, μέσα σε ισόγεια και ρετιρέ με βεράντα. Δεκαοκτώ διηγήματα με ανθρώπους της διπλανής πόρτας που αφηγούνται περιστατικά από τη ζωή τους, πιστεύοντας ότι διατηρούν τον έλεγχο, ενώ την ίδια στιγμή αυτοαναιρούνται. Με βασικό όπλο του την ειρωνεία, τη συγκαλυμμένη κυνικότητα, αλλά και μια υποβόσκουσα αισιοδοξία, ο Φώτης Μανίκας στην πρώτη του συλλογή διηγημάτων στήνει ιστορίες από το μυαλό του με ειλικρίνεια, χιούμορ, οξυδέρκεια και τρυφερότητα.

14.00

Ξένη λογοτεχνία

Ταμανγκούρ

Λέτα Σεμαντένι

Αφότου το παιδί ήρθε να μείνει μόνιμα με τους παππούδες του, για πολύ καιρό αρνούνταν να μιλήσει. Είναι τα πρώτα Χριστούγεννα χωρίς τον παππού. Εντελώς ξαφνικά, πριν από έναν χρόνο, “την κοπάνησε ο δειλός”, λέει η γιαγιά, για το Ταμανγκούρ, τον παράδεισο των κυνηγών. “Κάποιοι άντρες”, λέει, “έχουν κλέψει τον χρόνο μου, ο παππούς, αντιθέτως, μου τον έχει επιστρέψει διπλάσιο και τριπλάσιο”. Το παιδί φοβάται λίγο την Έλζα, που κανείς δεν γνωρίζει πότε ακριβώς έγινε ζευγάρι με τον Έλβις. “Έβγαλα το παντελόνι με την κουτάλα από το ζεματιστό νερό, είχε γίνει σκληρό σαν σανίδα μες στη χύτρα. Ένα αναμνηστικό. Ένα ενθύμιο”, λέει με ενθουσιασμό η Έλζα.

Πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος που το έκανε αυτό, κάποιος μεγάλος λεκές; Επειδή γι’ άλλη μια φορά ταξίδευε, ενώ την ίδια στιγμή κρατούσε στο χέρι ένα παγωτό σμέουρο που έσταζε; Ή είχε προηγηθεί στο πάρκο ένα ραντεβού, για το οποίο ο Έλβις δεν έπρεπε να γνωρίζει, διότι το παντελόνι ήταν δικό του δώρο; “Ευτυχώς, κάποια πράγματα μπορείς απλά να τα βράσεις μέχρι να εξαφανιστούν ή να τα διαγράψεις”, λέει η Έλζα. “Ναι”, συμφωνεί η γιαγιά, “ένα τσέλο όμως δεν χωράει σε μια χύτρα ταχύτητας”, κλείνει τα μάτια και αναστενάζει, “συνήθως, η μνήμη απέχει πολύ από την αλήθεια, χαρίζει όμως ευτυχία, αρκεί να μπορείς πού και πού να διαγράφεις κάτι. Ή να το βράζεις ώσπου να εξαφανιστεί”

13.00

Ντοροτέε Έλμιγκερ

Κύβοι και βουνά από ζάχαρη, φυτείες ζαχαροκάλαμου στην Καραϊβική, αποικιοκρατία, η εξέγερση των σκλάβων στην Αϊτή. Η Έλεν Ουέστ, νοσηλευόμενη με διάγνωση νευρικής ανορεξίας το 1921, ο πρώτος Ελβετός εκατομμυριούχος του λόττο το 1979 και η πορεία του από τη φτώχεια στα πλούτη και πάλι πίσω. Σημειώσεις, συζητήσεις με φίλους, αναρίθμητες διακειμενικές αναφορές, το φως πότε πέφτει εδώ, πότε εκεί, σε μια πορεία που δεν αφήνει αμέτοχη την κεντρική αφηγήτρια· η ερωτική περιπέτειά της με τον Φ. στο Μόντοκ του Λονγκ Άιλαντ, ο ανεκπλήρωτος έρωτας με τον Τ. Ένα ιδιότυπο μυθιστόρημα μέσα από θραύσματα αφήγησης που καθρεφτίζουν συγκρουόμενες επιθυμίες και φιλοδοξίες, μέσα και σχέσεις παραγωγής, συνθήκες και διαθέσεις γύρω από το σώμα, όλα περιστρέφονται γύρω από το σώμα· τα πάθη, το χρήμα, το φαγητό, η απληστία και η ερωτική πείνα. Ένα κολάζ, μια χειροτεχνία, με κεντρικό μοτίβο τη ζάχαρη, καθώς συμβολίζει την εθιστική σχέση του σώματος με τα πράγματα, τη ζωή και τον θάνατο, ένα μοτίβο, που εξελίσσεται, χάνεται και επιστρέφει πάντοτε γοητευτικά μέσα στο βιβλίο.

18.00

Ελληνική λογοτεχνία

Συγκάτοικος

Βασίλης Τσιμπούκης

Αποκλεισμένος στο αθηναϊκό του διαμέρισμα, ένας άνδρας βυθίζεται στην εμμονή του με το έργο και τη ζωή του συνθέτη Νίκου Σκαλκώτα. Συλλέκτης αρχείου και φανατικός ακροατής της μουσικής του, ο μονήρης ένοικος αντιλαμβάνεται τη φασματική παρουσία του Σκαλκώτα να μοιράζεται τον χώρο του και να τον παρασύρει σε ολοένα συχνότερες καταβυθίσεις. Από δωμάτιο σε δωμάτιο, μια βίαια ονειρική σκηνή συμπαρασύρει τον ένοικο και τον συγκάτοικο σε δρόμους και βαριετέ του Βερολίνου, την περίοδο της ανόδου του Χίτλερ και τα χρόνια της μαθητείας του Σκαλκώτα στη μουσική πρωτεύουσα της Ευρώπης. Ακολουθώντας την πορεία του συνθέτη στην κατοχική και εμφυλιακή Αθήνα, η ταύτιση του άνδρα-αφηγητή μαζί του εντείνεται με την επίκληση και εμφάνιση συγγενών και προσώπων που καθρεφτίζονται, αναθυμούνται και διεκδικούν την επιστροφή τους για μια τελευταία φορά. Μια μη γραμμική και λοξά φωτισμένη διήγηση-εξομολόγηση ενός θρυμματισμένου εγώ, ενός άλλου “Σκαλκώτα” από το σκοτάδι προς την ανέλπιστη έξοδο στο ηλιόλουστο αθηναϊκό πρωινό.

13.95

Ξένη λογοτεχνία

Αιθέριοι κόσμοι

Τατιάνα Τολστάγια

Δεκαέξι διηγήματα αυτοβιογραφικά, πνευματώδη, ενίοτε λυρικά, διεισδυτικά, με καυστικό χιούμορ, αυτοσαρκασμό. Αιθέριοι κόσμοι κατοικημένοι από πνεύματα και δυνάμεις αόρατες, όσο και πραγματικές, μάλλον. Αν το φαινομενικά ασήμαντο, επιδέξια αφηγημένο, γίνεται σημαντικό, τότε η πρόζα της Τολστάγια αναδεικνύει το «οικουμενικό αίνιγμα» για τις χαμένες κάλτσες στο πλυντήριο, αλλά και τη νοσταλγία ενός ανεκπλήρωτου έρωτα ή τη γλυκόπικρη αναπόληση του πατέρα. την «ποίηση της δωροδοκίας» στη μετασοβιετική Μόσχα ή μια σουρεαλιστική παραβολή για τη δουλεία και τη δυστυχία της αφθονίας των καταναλωτικών αγαθών.

Τα ευφάνταστα στοχαστικά σλάλομ ανάμεσα στο «Μαύρο τετράγωνο» του Μαλέβιτς και στα καταθλιπτικά επεισόδια του Λεβ Τολστόι διαδέχονται προκλητικά ανθρωπολογικά πορτρέτα σύγχρονων μοναχικών Ρώσων και Δυτικοευρωπαίων ή η σπαρταριστή υπόθεση εργασίας μιας Ιταλίας που λείπει από την υδρόγειο. Ιστορίες από την οικογενειακή ντάτσα, μια τσεχωφική πινακοθήκη προσώπων που παραθερίζουν στις εξοχές του Λένινγκραντ, ταξίδια και βιώματα από το Παρίσι, τη Ραβένα, τις ΗΠΑ και το Πρίνστον, την αγαπημένη της Κρήτη. Η Τολστάγια, δισέγγονη του Αλεξέι Νικολάγεβιτς Τολστόι, διαθέτει συγγραφικό έργο ευρέως αναγνωρισμένο και μεταφρασμένο, ενώ διακρίνεται για την παρεμβατική πολιτική της στάση σε εκπομπές στη ρωσική τηλεόραση και αλλού.

19.00

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Με τον Νίκο Καρούζο

Εύα Μπέη

«…Μια μέρα που με παρακολουθούσε σιωπηλός να δουλεύω, μου πέταξε: ‘‘Εσένα η μελαγχολία σου δεν είναι συναισθηματικής τάξεως. Εσύ έχεις εννοιολογική μελαγχολία, γι’ αυτό ταιριάζουμε’’. Και εγώ κάπως μισοκατάλαβα πως οι έννοιες των πραγμάτων μπορεί να είναι πιο τρομακτικές από τα πράγματα τα ίδια».

Εύα Μπέη, Με τον Νίκο Καρούζο – Ημερολόγιο

Η ζωγράφος Εύα Μπέη έζησε πλάι στον ποιητή Νίκο Καρούζο τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του. Στο διάστημα αυτό συνήθιζε να κρατά σκόρπιες ημερολογιακές σημειώσεις, η πλειοψηφία των οποίων αφορούσε την κοινή τους ζωή. Για χρόνια ολόκληρα αυτό το υλικό έμενε αδρανές, κλεισμένο στο συρτάρι. Χάρη στην απόφασή της να το εκδώσει σε βιβλίο, φτάνει στα χέρια μας μια σημαντική μαρτυρία για τον ποιητή από μια συνοδοιπόρο, μια γυναίκα που τον έζησε μέσα στην τριβή της καθημερινότητας και αργότερα βίωσε όλη την περιπέτεια της υγείας του, από το Royal Marsden του Λονδίνου μέχρι το τέλος, στο νοσοκομείο Υγεία.
Η Μπέη χειρίζεται το υλικό της σαν ψηφιδωτό που σκοπεύει στη μεγάλη εικόνα. Ανάμεσα σε παρατηρήσεις για την εποχή και τους ανθρώπους της, αλλά και την τέχνη, μας χαρίζει ένα διεισδυτικό, ίσως μοναδικό, πορτρέτο για την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του Νίκου Καρούζου.

14.31

Κωστής Δεμερτζής

«Ξέρεις πολύ καλά […] πως η ψυχή μου βρίσκεται σταματημένη στο μοιραίο αυτό σταυροδρόμι, αναποφάσιστη ν’ ακολουθήση το δρόμο που θα με φέρει στη δόξα ή στον Όλεθρο. Σου ’γραψα, μέχρι ανιαρότητας, τόσες φορές την απελπιστική κατάσταση της οικογένειάς μου. Να κατεβώ από τώρα στην Ελλάδα και να εξασκήσω στο νεκροταφείο αυτό επάγγελμα μουσικού, βέβαιη η επιτυχία μου. Μα χάνω την σειρά της μελέτης μου και μου ’ναι τόσο ενοχλητικό, τόσο ανυπόφορο, γελοίο σε διαβεβαιώ, να υπογράψω έτσι από τώρα με τα 21 μου χρόνια την σε θάνατο πνευματική και μουσική μου καταδίκη. Aν εξακολουθήσω τις σπουδές μου πρέπει να βγάλω μια για πάντα την ιδέα του γυρισμού μου στην Αθήνα […]. Και οι δικοί μου; Θα χάνουνται με τον καιρό σέρνοντας στο χαμό τους την ηρεμία της συνείδησής μου […]. Και βέβαια θ’ ακολουθήσω τον δεύτερο δρόμο κι ας μην έχω τίποτα εξασφαλισμένο. Είναι άλλωστε τόσο όμορφο και ιδανικό να πεθαίνει κανένας υπερασπίζοντας τον “Ισπανικό πύργο” των παιδικών του ονείρων».

Επιστολή στη Νέλλη Ασκητοπούλου, 06/07/1925

21.15

Γιτσχάκ Κάτσνελσον

Το «Άσμα του σφαγιασμένου εβραϊκού λαού» είναι το σημαντικότερο επικό ποίημα που γράφτηκε στην περίοδο της θανάτωσης των Εβραίων της Ευρώπης. Η σύνθεσή του ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1943. Χειρόγραφες μεταγραφές του διασώθηκαν μυθιστορηματικά, σε μπουκάλια θαμμένα στο πάρκο της πόλης Βιττέλ ή στο χερούλι μιας βαλίτσας. Λίγους μήνες αργότερα, στο Άουσβιτς, ο ποιητής, μαζί με τον μεγάλο του γιο Τσβι, θα ακολουθήσουν την τραγική μοίρα του λαού τους στα χρόνια του ναζισμού. Είχε προηγηθεί ο χαμός της συζύγου του Χάνα και των δύο μικρότερων γιών του, Μπένσιον και Γιόμελε.

Η ανείπωτη τραγωδία, οικογενειακή και συλλογική ταυτόχρονα, ερημώνει εσωτερικά τον ποιητή. Έχοντας πλήρη επίγνωση, προσπαθεί να αρθρώσει λόγο για όσα βιώνει και συγχρόνως νιώθει την υποχρέωση να σιωπήσει. Ο Κατσνέλσον εξεγείρεται. Πώς μπορεί ο Θεός να συνυπάρχει με την Τρεμπλίνκα; Όμως και μια ζωή δίχως Θεό μοιάζει αβίωτη. Το ρίγος που διαπερνά τον αναγνώστη του άσματος ενεργοποιείται όχι από την αισθητική, αλλά από την άμεση επαφή του με τη φρίκη.

12.15

Ξένη λογοτεχνία

Επουλωμένες καρδιές

Μαξ Μπλέχερ

Οι Επουλωμένες καρδιές του Μαξ Μπλέχερ αποτελούν το δεύτερο μέρος της μυθιστορηματικής τριλογίας που συμπληρώνεται από τα Περιστατικά στο εγγύς εξωπραγματικό και το Φωτεινό άντρο. Ο νεαρός Εμμανουήλ, alter ego του συγγραφέα, πάσχει από φυματίωση των οστών και εγκαθίσταται στο σανατόριο της λουτρόπολης Μπερκ, στις ακτές της βόρειας Γαλλίας, για να θεραπευτεί.

Η ζωή και ο έρωτας συνεχίζουν να ρέουν κάτω από τα γύψινα ασφυκτικά καλούπια των ασθενών, οι οποίοι κυκλοφορούν καθηλωμένοι σε αυτοσχέδιες άμαξες· το σκοτεινό χιούμορ, σε συνδυασμό με το εξωπραγματικό και το στοιχείο της παρέκκλισης, ή του εφιάλτη, στη γραφή του Μπλέχερ άλλοτε διαβρώνουν κι άλλοτε πυκνώνουν τη μονολιθική ατμόσφαιρα του φόβου στο σανατόριο.

Η κριτική, όχι απόλυτα δικαιολογημένα, συνέδεσε τις Επουλωμένες καρδιές με το Μαγικό βουνό, κυρίως λόγω της παραπλήσιας θεματολογίας τους, ωστόσο οι ρίζες της αχαλίνωτης μπλεχεριανής φαντασίας εντοπίζονται περισσότερο στον υπερρεαλιστή Μπρετόν, παρά στον “κλασικίζοντα ρεαλιστή Τόμας Μαν”, όπως επισημαίνει ο μεταφραστής του έργου Βίκτωρ Ιβάνοβιτς.

13.50