Βλέπετε 1–15 από 26 αποτελέσματα

Εστία

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Ο ήχος της σιωπής της

Δημοσθένης Κούρτοβικ

«Χρειάζεται γερό κοσκίνισμα του εγώ για να δεις αν μένει στο κόσκινο κάτι στέρεο και συμπαγές, που σε κάνει πραγματικά (και στην περίπτωσή μου επώδυνα) διαφορετικό από τους γύρω σου. Δεν ισχυρίζομαι ότι είχα καταφέρει αυτή τη διαλογή, είναι όμως γεγονός ότι οι αντιδράσεις των άλλων στη συμπεριφορά μου έδειχναν πολύ συχνά ότι ήμουν στα μάτια τους αλλόκοτος. Ενώ ποτέ δεν θα σκέφτονταν κάτι τέτοιο για τη μητέρα μου.»

Εκείνη, ωραία και αινιγματική, δυναμική αλλά και συναισθηματικά ερμητική, έδειχνε να έχει μια ακλόνητη εσωτερική ισορροπία και ασφάλεια στις πολλές δραματικές τροπές της ζωής της. Εκείνος, δραστήριος, πολυταξιδεμένος, αλλά ανασφαλής και ευάλωτος, αισθανόταν πάντα ξένος στο περιβάλλον του. Εκείνη είναι η μητέρα, εκείνος ο γιος. Ο θάνατός της γίνεται γι’ αυτόν το έναυσμα για μια αναδρομή, με την όψιμη σοφία αλλά και τις άλυτες απορίες της μεγάλης ηλικίας, στην παράλληλη ζωή τους και τη γεμάτη εντάσεις σχέση τους, σε μια Ελλάδα και έναν κόσμο που άλλαζαν ολοένα ανάμεσα στη δεκαετία του 1950 και τις μέρες μας. Ένα μυθιστόρημα γύρω από τη στάση δύο διαμετρικά αντίθετων χαρακτήρων απέναντι στη ζωή και τον τρόπο τους να βιώνουν την ταυτότητά τους -τη δική τους και του τόπου τους.

15.00

Ελληνική λογοτεχνία

Ημερολόγιο της Αλοννήσου

Θανάσης Βαλτινός

Και πονάω, ξέρεις που, ανεπαίσθητα αλλά αρκετά ώστε να μην μπορώ να το αγνοήσω. Ένας λεπτός πόνος που με διαβρώνει. Ξεκινάει από αριστερά, επίμονος και πάει κυκλικά πίσω στα νεφρά, ανεβαίνει στον αυχένα – με χτυπάει στο αυτί και ξαναγυρίζει προς τα κάτω. Με τυλίγει ζικ-ζακ στα πλευρά μου και καταλήγει πάλι στις σάλπιγγες αλλά χωρίς ένταση. Οι σάλπιγγές μου είναι άδειες. Μπρούτζινες και γυαλισμένες αλλά άδειες και ο ήχος τους φυσάει στα κόκκαλά μου σα φωνή αδύναμη. Φυσάει σα φωνή αυτός ο ήχος αλλά δεν μπορώ να τον ακούσω δεν μπορώ να ανταποκριθώ. Τέτοιο παίδεμα. Ίσως επειδή είμαι αριστερόχειρ. Είναι μια αναποδιά αλλά δεν αισθάνομαι σημαδεμένη. Δεν αισθάνομαι να έχω τη στάμπα στο μέτωπο. Είναι απλώς αποτέλεσμα ευαισθησίας.

13.80

Ελληνική λογοτεχνία

Επείγουσα ανάγκη ελέου

Θανάσης Βαλτινός

Υπόμνηση της μοναδικής μας εξόδου στην Αρκαδία: το γεύμα στο χάνι Κοσκινά στο Δραγούνι και ύστερα το κατέβασμα στην πηγή που ανάβλυζε χαμηλότερα μέσα στα βούρλα. Εκείνη η τεράστια σιγαλιά και εγώ από θέση υπτία, με τους μηρούς έκθετους στην ψύχρα του δειλινού να βυθομετρώ τον ατέρμονα διάφανο ουρανό.
Τέλη Σεπτεμβρίου – του πρώτου μας.”

13.80

Ελληνική λογοτεχνία

Ανάπλους

Θανάσης Βαλτινός

ΤΟ 1952 ΑΥΤΟΚΤΟΝΗΣΕ. ΠΡΩΤΟΕΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ. ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΟ. ΧΩΡΙΣ εμφανή λόγο. Χωρίς να πει σε κανέναν τίποτα. Με πήρε τηλέφωνο ο Γιώργος. Με πρόσκληση. Ήμουν στο χωριό τότε. Άκουσα τη φωνή του σπασμένη. Ρώταγε μήπως ήξερα κάτι. Νομίζω δεν το έχει ξεπεράσει ακόμα. Ήταν το πρώτο ράγισμα στη βεβαιότητά μας. Στη βεβαιότητα αθανασίας μας.
-Παρόλο που ο θάνατος μπερδευόταν τόσο συχνά στα πόδια σας.
-Παρόλο.
-Τελικά τι θα έλεγες τώρα για εκείνη την εποχή;
-Τίποτα.
-Έγιναν τόσα πράγματα.
-Αποφασισμένα από άλλους. Εμείς ήμασταν εκτός παιδιάς. Θα μας σημαδέψουν – αλλά δεν μας αφορούσαν.
-Ήταν η αλκή των χρόνων σας.
-Σ’ αυτό συμφωνώ. Τη σκέψη μου την απασχολούσαν κατά προτεραιότητα τα σκέλια της Αφρικάνας.

13.74

Ελληνική λογοτεχνία

Εθισμός στη Νικοτίνη

Θανάσης Βαλτινός

Είχαμε σταθεί στην είσοδο του πάρκου και κουβεντιάζαμε περί έρωτος. Τότε ακούστηκε βουή αυτοκινήτου και από τη γωνιά του «Σεραγιού» παρουσιάστηκε ένα παλιό ανατρεπόμενο καμιόνι, σαν αυτά των εργολάβων. Καβάλησε το ρείθρο της πλατείας, έφτασε στο κέντρο της, έκανε μια ολόκληρη στροφή επιτόπου και σταμάτησε, με τη μηχανή του αναμμένη. Από μπροστά κατέβηκε ένας λοχίας με παλάσκες και τόμιγκαν. Η καρότσα άρχισε να σηκώνεται σιγά σιγά, κι όταν έφτασε στο κατάλληλο ύψος, είδαμε να πέφτουν από μέσα της πτώματα. Ήμασταν οι πρώτοι που πήγαμε κοντά. Σε λίγο φυσικά ο κύκλος μεγάλωσε. Το καμιόνι έμεινε με την καρότσα τεντωμένη εκεί πάνω και μπροστά μας είχε σχηματιστεί μια μικρή πυραμίδα από νεκρούς άντρες. Η μοναδική γυναίκα ανάμεσά τους έκλεινε μπρούμυτα την κορυφή της πυραμίδας. Η φούστα της είχε τραβηχτεί μέχρι τους γλουτούς και στο εξωτερικό μέρος του αριστερού μηρού υπήρχε ένα τρύπημα από ξιφολόγχη. Παρά την ανατριχίλα του θανάτου στο δέρμα της, που ο χειμωνιάτικος ήλιος τη δυνάμωνε, ένιωσα έναν άγριο ερεθισμό.

12.84

Ελληνική λογοτεχνία

Άνθη της αβύσσου

Θανάσης Βαλτινός

Ο γερο-Σολωμός βγαίνει έξω στο μεγάλο χαγιάτι. Είναι σαν αποχαιρετισμός. Η ματιά του σκορπάει στη φθινοπωρινή διαύγεια. Μακριά, μέσα στα λιοστάσια, ανεβαίνει καπνός. Κάπου καίνε καλαμιές. Ακούει τη φωνή της Αγγελικής, της νεαρής παλλακίδας του, που καλεί τα παιδιά. Τον μικρό Διονύσιο και τον Μίμη. Πηγαίνει και ακουμπάει στο στηθαίο του χαγιατιού. Τη βλέπει κάτω, λίγο μακρύτερα από την άμαξα, στην άκρη των δέντρων. Είναι νέα, λαϊκή αισθησιακή ομορφιά. Ύστερα βλέπει τα δυο τους αγόρια να κατηφορίζουν από το λόφο παίζοντας.

12.25

Θανάσης Βαλτινός

Οι συνεντεύξεις αποτελούν συστατικό και αναπόσπαστο τμήμα του δημιουργικού έργου του Θανάση Βαλτινού. Εδώ εκτίθεται το εργαστήρι του, και οι θέσεις του αποτελούν συχνά επεξεργασμένο δοκιμιακό λόγο που προσφέρει μια εκ του σύνεγγυς προσέγγιση του λογοτεχνικού φαινομένου αλλά και του ιστορικού πλαισίου μέσα στο οποίο γεννιέται.

Παράλληλα, διεισδύουν αναμνήσεις από διαφορετικές περιόδους της ζωής του, εκκινώντας από τα παιδικά του χρόνια στην Πελοπόννησο μέχρι την ώριμη ηλικία της πνευματικής και κοινωνικής του ζωής. Πολλά από αυτά τα περιστατικά συνιστούν την αυτοβιογραφική βάση ορισμένων κειμένων του και προσφέρουν την πραγματολογική σκευή για την κατανόησή τους. Φωτίζουν επίσης την προσωπικότητα του συγγραφέα, ο οποίος μπορεί να οργανώνει διάφορα επίπεδα πλοκής, μεταμορφώνοντας τη συνέντευξη σε έναν μηχανισμό επινόησης του εαυτού του.

Όλα αυτά μας βοηθούν να αποτιμήσουμε την πνευματική διαδρομή του ανθρώπου που έχουμε μπροστά μας. Όσο πιο πολύ εμβαθύνουμε στα λόγια του, τόσο περισσότερο κατανοούμε την τέχνη του.

21.84

Ελληνική λογοτεχνία

Φτερά μπεκάτσας

Θανάσης Βαλτινός

“Να σου πω”, είπε ο Γιάννης. “Να μη μου πεις”, είπε η Ράνια. “Ακούς;” είπε ο Γιάννης. “Όχι”, είπε η Ράνια. “Είπες ότι τελειώσαμε, εντάξει;”. “Ναι”, είπε η Ράνια. “Και θέλω το πουλόβερ μου να φύγω”, είπε ο Γιάννης. “Ωραία”, είπε η Ράνια. “Ψάξε στο πατάρι ή στο μπαούλο”. “Έψαξα”, είπε ο Γιάννης. “Και αυτό τι είναι;” είπε η Ράνια. “Μάλιστα”, είπε ο Γιάννης. “Αυτό τι είναι;” ξαναείπε η Ράνια. “Κοίταξε”, είπε ο Γιάννης. “Να κοιτάξω τι;”. “Είναι κομμάτια”, είπε ο Γιάννης. “Το ‘χει φάει ο σκόρος”. “Χα”, είπε η Ράνια. “Λες να καβγαδίζουν κι αυτοί;”. “Θα μπορούσες να του έχεις βάλει λίγη ναφθαλίνη”, είπε ο Γιάννης. Άφησε το πουλόβερ να πέσει, άνοιξε την πόρτα και έφυγε. “Στο διάβολο”, είπε η Ράνια. Κι άρχισε να κλαίει με λύσσα.

10.45

Θανάσης Βαλτινός

Δεν βρήκα τιποτα και το πρωί έφυγα για την Τρίπολη. Έμεινα στο ξενοδοχείο του Ματζαγριώτη και τηλεφώνησα στο χωριό. Την άλλη μέρα ήρθε ο αδελφός μου ο Αντώνης με δυο ζώα. Καβαλήσαμε να φύγουμε. Περνώντας από την Πλατεία Αγίου Βασιλείου του λέω: Περίμενε μια στιγμή. Κατεβαίνω και πάω στο πραχτορείο Μαλούχου. Ήταν ένας νέος υπάλληλος. Του λέω: Σε έξι μήνες ειδοποίησέ με όταν έχει πλοίο. Και άφησα όνομα και σύσταση.

9.91

Θανάσης Βαλτινός

ΝΑ ΜΑΖΕΨΩ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΟΥ ΝΑ ΤΑ ΘΥΜΗΘΩ ΟΛΑ. Έκανα στο πυροβολικό. Στους άλλους πολέμους με είχαν στα βαρέα. Με ρίξαν στο ορειβατικό έπειτα. Να βγάνουν τα αυτιά αίμα. Έντεκα χρόνια τα δούλεψα. Το καλοκαίρι σε σκηνές, τον χειμώνα στα αμπριά. Λάσπη και υγρασία. Με τη χλαίνη και μια κουβερτούλα μονή, μαδημένη. Έντεκα χρόνια στρατιώτης. Θα ‘θελες να ξαναπάς να τα δεις εκείνα τα μέρη; Μπορεί. Τα βλέπω στον ύπνο μου κάτι φορές. Τα βλέπεις; Ναι. Και γω είμαι όπως τότε. Είκοσι χρονών.

17.16

Ελληνική λογοτεχνία

Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο

Θανάσης Βαλτινός

Λάθος άνθρωποι, λάθος κόσμος, λάθος λέξεις και όλα αυτά τα συνειδητοποίησα σε μια ηλικία λάθος επίσης. Δηλαδή μεγάλη. Θα προτιμούσα να ξέρω τριακόσιες λέξεις και να μου φτάνουν και να μπορώ να ζήσω με αυτές. Να μη χρειάζομαι άλλες. Γιατί τελικά η γλώσσα τι είναι; Μια σκλαβιά είναι και δεν σε λυτρώνει, ό,τι και να λένε, και τυραννιέσαι απλώς. Σαν τη θάλασσα που την έχουν κάνει και σύμβολο. Χτυπιέται που είναι κλεισμένη στις κοίτες της, και δεν μπορεί να τις ξεπεράσει, γιατί αν τις ξεπεράσει θα πλημμυρίσει τον κόσμο και θα χαθεί. Χτυπιέται και ύστερα αποκάνει και εμείς νομίζουμε ότι αυτό είναι γαλήνη, ενώ είναι η πιο βαθιά απελπισία. Γιατί μόνο μέσα στο σχήμα που της δίνουν οι κοίτες της μπορεί να υπάρχει, πράγμα που είναι επίσης σκλαβιά. Αλλά τώρα πρέπει να φύγω.

8.17

Ελληνική λογοτεχνία

Ορθοκωστά

Θανάσης Βαλτινός

Τον φέραν κυλώντας, με τις κλοτσιές, μέχρι τον Άγνωστο. Εκεί του έδωσαν μια και τον έριξαν από κάτω στης Μάρκαινας. Και τον γάζωσαν με μια ριπή. Και τον πέταξαν στο περιβόλι της Ομορφούλας. Τρεις μέρες είπαν, όποιος πάει να τον θάψει θα τον σκοτώσουν. Σηκωθήκαμε, κοιτάξαμε γύρω, δεν πήγαινε κανένας. Πήγα εγώ με τη Στέλλα, παιδευτήκαμε, τον βάλαμε σε μια σκάλα. Οι δυο μας. Και τον ανεβάσαμε στο σχολείο. Εκεί περίμεναν οι αδερφές του. Δεν θυμάμαι ποιοι άλλοι. Τον πήγαμε στο νεκροταφείο. Τους λέω, κάντε ό,τι θέλετε, εγώ δεν μπορώ να σας βοηθήσω άλλο. Ό,τι θέλετε κάνετε. Και σηκώθηκα έφυγα. Σκάψανε λάκκο και τον χώσανε μέσα. Σαν σκυλί.

16.92

Ελληνική λογοτεχνία

Ο τελευταίος βαρλάμης

Θανάσης Βαλτινός

Δύο πιστολιές, ακριβώς από πίσω του και αμέσως άλλες δύο θρυμματίζουν τη νύχτα. Ύστερα βήματα που απομακρύνονται τρέχοντας. Η Φιλίτσα ουρλιάζει δείχνοντας τον αποσβολωμένο Μισέλ: “Αυτός με ξέρει”. Τα βήματα επιστρέφουν. Τις δύο και τις άλλες δύο πιστολιές ο Μισέλ δεν τις άκουσε. Η Φιλίτσα εξακολουθούσε να ουρλιάζει υστερικά: “Αυτός με ξέρει”. Ο Μισέλ κρατώντας με τα χέρια την ανοιχτή κοιλιά του κατάφερε να συρθεί, σχεδόν πάνω από τον νεκρό Σαράντη, ως τον πλάτανο. Ακούμπησε στην τραχιά ρίζα του και λίγο πριν το κεφάλι του πέσει δίπλα ξερό, ήρθε η Βιργινία Βαρλάμη και τον φίλησε στο μέτωπο.

13.86

Θανάσης Τριαρίδης

“Κάθε φορά που αρχίζω να μιλάω για το Άουσβιτς (σωστότερα: για το Ολοκαύτωμα που συντομογραφούμε με τη λέξη Άουσβιτς) ξεκινάω με την ίδια μαρτυρία που έρχεται από τον Πρίμο Λέβι. Το φθινόπωρο του 1943 μοιράστηκαν από τις ναζιστικές αρχές κατοχής στον γερμανόφωνο πληθυσμό γύρω από το Άουσβιτς σαράντα χιλιάδες ζευγάρια παιδικά παπούτσια. (Τα παιδικά παπούτσια ήταν έτσι κι αλλιώς δυσεύρετο είδος στον Μεσοπόλεμο, πόσο μάλλον σε περίοδο πολέμου – και γι’ αυτό ήταν πάγια πρακτική τα χρησιμοποιημένα παπούτσια ενός παιδιού που μεγάλωνε να φοριούνται από ένα άλλο.) Προσήλθαν σαράντα χιλιάδες γονείς, γράφτηκαν στη λίστα διάθεσης, πήραν τα παπούτσια για τα παιδιά τους. Κανένας δεν ρώτησε: “Μα από πού ήρθαν τόσα παιδικά παπούτσια;”

Το περιστατικό αυτό δεν είναι μια παράπλευρη ιστορία γύρω από την τραγωδία του Άουσβιτς. Το γεγονός αυτό είναι το Άουσβιτς. Το Άουσβιτς είναι η απουσία της ερώτησης για τα σώματα (τα ζωντανά σώματα, τα παλλόμενα σώματα, τα τρεμάμενα σώματα) που κάποτε φόρεσαν τα παπούτσια. Το Άουσβιτς είναι η απουσία της ερώτησης.

Το βιβλίο αυτό (που συγκεντρώνει κείμενα μιας εικοσαετίας) καταγράφει, μέσα από μια ακολουθία επιχειρημάτων και συνδέσεων, τη βασική ερμηνευτική θέση του Θανάση Τριαρίδη για το Ολοκαύτωμα, αυτήν που δηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου. Πως το Άουσβιτς το κάναμε εμείς (η ανέκφραστη πλειοψηφία των κοινωνιών της Δύσης, η σιωπηλή πλειοψηφία) – και θα το ξανακάνουμε εμείς. Πως τα τρένα που ξεκίνησαν για το Άουσβιτς τα φορτώσαμε εμείς – και θα τα ξαναφορτώσουμε εμείς. Πως το παράγγελμα Wstawac το προφέραμε εμείς – και θα το ξαναπροφέρουμε εμείς. Πως την επόμενη φορά, όταν τα θύματα θα είναι χοντροί / αδύνατοι / ξανθοί / μελαχρινοί / μετανάστες / φτωχοί / άρρωστοι / όποιοι άλλοι (πάντοτε “απειλητικά επικίνδυνοι”), εμείς (η κοινωνική πλειοψηφία, η πλειονότητα) θα είμαστε και πάλι οι θύτες.

 

15.00

Θεοδόσιος Π. Τάσιος

Η χρήση του αγαθού της γλώσσας είναι τόσο γενική και τόσο “αυτόματη”, όσο ίσως είναι κι η ανάσα. Κι όπως δεν σκεπτόμαστε πόσο πολύτιμη είναι η περίπλοκη φυσιολογία της Αναπνοής, άλλο τόσο δεν μας απασχολεί το πόσο θεμελιώδης για την ύπαρξή-μας είναι η Γλώσσα.

Όμως, χάρις στους ακάματους Γλωσσολόγους μας, διατίθενται τόσο πολλές και βαθειές γνώσεις γι’ αυτήν, ώστε μπορούμε κι εμείς να απολαύσομε ένα μέρος απ’ αυτή τη γνώση.

Εμείς οι απλοί Χρήστες της γλώσσας έχομε κι ένα πρόσθετο πρακτικό ενδιαφέρον: αφενός είμαστε καλλιεργητές της γλώσσας (στον καθημερινό, τον επιστημονικό και τον καλλιτεχνικό λόγο), αφετέρου πολύ συχνά έχομε ειδικές εκφραστικές ανάγκες, τις οποίες θέλομε και να τις περιγράφομε.

Σκέφθηκα λοιπόν να συμμερισθώ μαζί-σας τις δικές-μου γλωσσικές αντιλήψεις, όπως τις διδάχθηκα απ’ τους ειδικούς, αλλά κι όπως τις απόχτησα από πείρα πολύχρονη.
Επομένως, το βιβλίο αυτό έχει κυριότατα πρακτικούς σκοπούς – λέει όμως και τον πόνο μου: για παράδειγμα, δεν αντέχω άλλο να με βάζουνε να γράφω “κατά νουν”, ενώ εγώ σωστά διαβάζω “κατα νούν”…

20.70