Βλέπετε 1–15 από 35 αποτελέσματα

Δώμα

Fiction/Μυστηρίου

Το κάλεσμα του Κθούλου

Χ.Φ.Λάβκραφτ

Την 1η Νοεμβρίου 1907, έφτασε στην αστυνομία της Νέας Ορλεάνης μια κατεπείγουσα κλήση από την ­περιοχή του βάλτου και της λιμνοθάλασσας στα νότια της πόλης. Οι άνθρωποι που είχαν εγκατασταθεί εκεί, στην πλειονότητά τους πρωτόγονοι αλλά καλοκάγαθοι απόγονοι των ανδρών του Λαφίτ, βρίσκονταν στο έλεος του τρόμου από ένα άγνωστο πράγμα που τους είχε προσεγγίσει αθέατο μέσα στη νύχτα. Επρόκειτο, προφανώς, για βουντού, αλλά για το πιο τρομακτικό είδος βουντού που είχαν συναντήσει ποτέ τους· επιπλέον, μερικές γυναίκες και παιδιά είχαν εξαφανιστεί από τη στιγμή που τα αποτρόπαια τύμπανα ξεκίνησαν τον ατέρμονο χτύπο τους κάπου βαθιά μέσα στο στοιχειωμένο μαύρο δάσος, όπου κανέ­νας κάτοικος δεν τολμούσε ποτέ να μπει. Ακούγονταν παραληρηματικές κραυγές και απόκοσμα ουρλιαχτά, ψαλμωδίες που σου πάγωναν το αίμα, και χόρευαν φλόγες διαβολικές· ώσπου, πρόσθεσε ο τρομαγμένος αγγελιαφόρος, δεν μπορούσαν άλλο να το αντέξουν.

9.90

Ξένη λογοτεχνία

Η τελευταία μου πνοή

Λουίς Μπουνιουέλ

Μπορεί να γεννήθηκε σ’ έναν τόπο όπου ο μεσαίωνας κράτησε μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά από πολύ νωρίς ο Λουίς Μπουνιουέλ συνδέθηκε με την πνευματική και καλλιτεχνική πρωτοπορία της εποχής του· πρώτα στη Μαδρίτη, μαζί με τον Λόρκα, τον Νταλί, κι ύστερα στο Παρίσι της δεκαετίας του ’20, με την ομάδα των σουρεαλιστών.

Στο σουρεαλισμό ο Μπουνιουέλ βρήκε την αγάπη για το παράλογο, το αμφίσημο, το βαθιά κρυμμένο, το επικίνδυνο, συνδυασμένη με την αυθάδικη διάθεση για πρόκληση, σκανδαλισμό, για βεβήλωση των ιερών και γκρέμισμα των παραδεδομένων αξιών, όπως η κοινωνική ειρήνη, η εργασία, η θρησκεία, η οικογένεια.

Ο Μπουνιουέλ γράφει για τη ζωή του με παιχνιδιάρικη ειρωνεία και με μια παράδοξη νηφαλιότητα, έχοντας επίγνωση ότι αυτή υπήρξε χορταστική. Σαν ήρωας σε πικαρέσκο μυθιστόρημα, ξεστρατίζει αμέριμνος σε αλλεπάλληλες παρεκβάσεις, καθώς μιλά για τα μεγάλα πάθη και για τα όνειρά του, για τους αγαπημένους φίλους και τους πολέμιούς του, για τα έργα τα δικά του και για εκείνα που τον καθόρισαν.

22.00

Ξένη λογοτεχνία

Αυτό είναι ευτυχία

Νάιαλ Ουίλλιαμς

Τέλη της δεκαετίας του ’50 και στη Φάχα, ένα μικρό χωριό της Ιρλανδίας όπου η ζωή έχει μείνει ίδια κι απαραλλάχτη σχεδόν για χίλια χρόνια, ακόμα περιμένουν ένα θαύμα: τον ερχομό του ηλεκτρικού. Μια Μεγάλη Τετάρτη, όμως, εντελώς αναπάντεχα και σχεδόν ανεπαίσθητα, συντελείται ένα θαύμα ακόμα μεγαλύτερο ― σταματάει να βρέχει. Μα για τον δεκαεφτάχρονο Νόου, ο οποίος έχει βρει καταφύγιο στο χωριό του παππού και της γιαγιάς του, έναν τόπο όπου η κωμωδία της ζωής αναβλύζει δίπλα ακριβώς στις τραγωδίες της, τα θαύματα δεν έχουν τέλος.

«Την ώρα που τη ζεις μπορεί μερικές φορές να πιστέψεις ότι η ζωή σου δεν είναι και τίποτα σπουδαίο. Είναι τετριμμένη και συνηθισμένη και σίγουρα θα μπορούσε ή θα έπρεπε να είναι καλύτερη με τον άλφα ή με τον βήτα τρόπο. Λείπει η προοπτική που επιτρέπει στο οποιοδήποτε νόημα να αναδυθεί, γιατί την ώρα που τη ζεις υπάρχει μόνο αίσθηση και σπουδή και αμεσότητα ― όπως πρέπει δηλαδή να βιώνεται η ζωή. Όλοι αγωνιζόμαστε διαρκώς και, μολονότι αυτό συνεπάγεται μια λίγο-πολύ σταθερή ροή από αποτυχίες, μάλλον δεν πρόκειται για κάτι και τόσο τρομερό, αν σκεφτείς ότι τελικά συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε».

22.00

Ξένη λογοτεχνία

Τέσσερα ερωτικά γράμματα

Νάιαλ Ουίλλιαμς

«Ήμουν δώδεκα χρονών όταν πρωτομίλησε στον πατέρα μου ο Θεός. Δεν μίλησε πολύ. Του είπε να γίνει ζωγράφος, μα δεν μπήκε σε περισσότερες λεπτομέρειες».

Στο Δουβλίνο, ο πατέρας του Νίκολας παρατάει τα πάντα προκειμένου ν’ αφοσιωθεί στη ζωγραφική. Σ’ ένα νησί της δυτικής Ιρλαν­δίας, η νεαρή Ίζαμπελ φεύγει για τη μεγάλη πόλη, κουβαλώντας μια βουβή ενοχή. Πατώντας στα χνάρια του μαγικού ρεαλισμού, ο Νάιαλ Ουίλλιαμς γράφει για την αμφιβολία και την πίστη, για το πάθος και την παραίτηση, για τη συντριβή και το απρόσμενο θαύμα, ­καθώς διηγείται την ιστορία δυο ζωών που οδεύουν ανεπίγνωστα μα ακαταμάχητα προς το πεπρωμένο τους.

22.00

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Σφερδούκλια στο κεφάλι

Βρασίδας Καραλής

Δεν έχουμε εαυτό αν δεν μιλήσουμε για όσους μάς αγάπησαν. Οι εφήμερες μέριμνες μας ωθούν να μη θυμόμαστε ποιος μας βάφτισε στον απέραντο ωκεανό της γλώσσας, στη μουσική και το ρυθμό των λέξεων. Τα ιστορήματα που ακολουθούν συνιστούν κομμάτια μιας αφήγησης για όσα ζήσαμε μαζί με τη γιαγιά μου Διονυσία, στην Κρέστενα του νομού Ηλείας. Προσπάθησα να αποκαταστήσω τη ρευστή εκείνη εποχή -από το 1964, που κατάλαβα ότι υπάρχω, ώς το 1986 που πέθανε-, όπως την έβλεπαν τα μάτια ενός παιδιού που, απ’ όσα άκουγε γύρω του, ο Βενιζέλος ήταν ένας κακούργος που καιγόταν στην κόλαση με τον Βελζεβούλ, και ο Ξενοφώντας ένας μεγάλος μάγος που δυνάστευε παντοδύναμος τον τόπο.

Τα ιστορήματα είναι γεμάτα από την ευφορία της ζωής. Τα πάντα πλήρη ανθρώπου. Όταν η Διονυσία έλεγε “δαιμόνια”, εννοούσε θεούς. Και τους έβλεπε παντού, ευεργετικούς και εχθρικούς ταυτόχρονα, προσπαθώντας με τις μικρές τελετές της καθημερινότητάς της -τον αργαλειό, το μαγείρεμα, το τραγούδι- να τους κρατήσει σε απόσταση. Αυτή ήταν η δική της ανθρωποδικία. Παρά την ευφορία τους, τα ιστορήματα προϋποθέτουν τραγωδία και καταστροφή. Μολοντούτο, δεν επιμένουν στο τραύμα. Μεταστοιχειώνουν την απουσία και το πένθος σε υποθήκες ζωής, σε δύναμη, θάρρος, καρτερία.

Τα λόγια της, όπως προσπάθησα να τα ανασυγκροτήσω εδώ, δεν συνιστούν λαογραφικές ασκήσεις, δεν χαριεντίζονται σε νοσταλγικές αποδράσεις, ούτε διατυμπανίζουν προνεωτερικούς εξωτισμούς. Αν κάνουν κάτι, είναι να λυτρώνουν από τον τρόμο του αγνώστου. Μη τα βάνεις με την ομορφιά του κόσμου. Θα σε πατήσει το σκοτάδι. Όλος ο νους σου θα γίνει μαυρίλα, τάφος. Δεν ξεχνώ αυτή τη νουθεσία.

11.00

Νέιθαν Θρωλ

Ένα χειμωνιάτικο πρωινό του 2012, λίγο έξω από την Ιερουσαλήμ, ο Άμπεντ Σαλάμα, Παλαιστίνιος της Δυτικής Όχθης, μαθαίνει για ένα τροχαίο στο οποίο εμπλέκεται κι ένα πούλμαν που μεταφέρει παιδιΆ. Σπεύδει στο σημείο του δυστυχήματος, γιατί φοβάται πως στο πούλμαν επιβαίνει ο πεντάχρονος γιος του. Το ίδιο το δυστύχημα θα μπορούσε, ίσως, να είχε συμβεί οπουδήποτε. Τα όσα επακολούθησαν, όχι.

Καταγράφοντας τις προσωπικές ιστορίες των δεκάδων εμπλεκόμενων, Παλαιστίνιων και Ισραηλινών -θυμάτων, συγγενών, ανθρώπων που βοήθησαν ή που δεν βοήθησαν-, ο Νέιθαν Θρωλ, με κλινική ματιά, αναδεικνύει την πολιτική διάσταση της τραγωδίας, τις εξουσιαστικές, χωροταξικές, θεσμικές δομές που ορίζουν τις ζωές των ανθρώπων στη Δυτική Όχθη, πίσω από το υψωμένο τείχος.

20.00

Ζαν-Ζακ Ρουσσώ

«Ιδού εγώ λοιπόν, μόνος επάνω στη γη. Δεν έχω πια αδερφό, συνάνθρωπο, φίλο, συντροφιά καμιά πλην του εαυτού μου. Τον άνθρωπο τον πιο κοινωνικό, τον πλέον αγαπητικό, οι άνθρωποι τον εκδίωξαν με καταδίκη ομόφωνη. Αλλα εγώ, αποκομμένος απ’ αυτούς κι από τα πάντα, τι είμαι εγώ; Νά τι μου μένει να ερευνήσω».

Μπορώ να είμαι ευτυχισμένος μακριά απ’ τους άλλους ανθρώπους; Κι όταν βρίσκομαι ανάμεσά τους, μπορώ να μην είμαι ψεύτικος; Εδώ, στο τελευταίο του βιβλίο, ο Ρουσσώ, μόνος, κυνηγημένος, απόκληρος, αφήνει την ψυχή του να απλωθεί ελεύθερη κι ανεμπόδιστη, καθώς μάχεται να δικαιώσει ενώπιον του εαυτού του ολόκληρη την ύπαρξή του.

18.00

Ξένη λογοτεχνία

Ας πούμε πως είμαι εγώ

Βερόνικα Ράιμο

Η Βερόνικα μεγαλώνει στη Ρώμη, στα τέλη του 20ού αιώνα και στις αρχές του 21ου. Ή μάλλον, προσπαθεί να μεγαλώσει, διότι δεν έχει ιδέα πώς γίνεται αυτή η δουλειά. Η οικογένειά της είναι μια συνηθισμένη ιταλική οικογένεια, δηλαδή ένα κουβάρι από νευρώσεις, μονομανίες και άγχη. Οι σχέσεις της με τους άντρες είναι άστατες και χαοτικές – κάπως σαν τη σχέση της με την ίδια την πραγματικότητα.

Σήμερα, μεγάλη πια, η συγγραφέας Βερόνικα Ράιμο αναλογίζεται πώς έφτασε ώς εδώ, και το κάνει με τον μόνο τρόπο που είναι στ’ αλήθεια εφικτός: με μια διαβρωτική και ξεκαρδιστική, σαρκαστική αλλά και τρυφερή παλινδρόμηση ανάμεσα στις αμφίβολες αλήθειες και τα μισά ψέματα με τα οποία κατασκευάζουμε τον εαυτό μας.

Το βιβλίο κέρδισε το βραβείο Strega Νέων Συγγραφέων και ήταν υποψήφιο για το Διεθνές Βραβείο Booker 2024.

18.00

Γκρέγκορ φον Ρετσόρι

Στην αυτοβιογραφία του έχει δεύτερο ρόλο. Πρωταγωνιστούν τα πρόσωπα που τον έπλασαν: η παρα­μάνα του η Κασσάνδρα, με το πιθηκίσιο μούτρο, την αλαμπουρνέζικη γλώσσα και τη χωριάτικη σοφία· η κατά φαντασίαν χρο­νίως ασθενούσα μητέρα του, εκθρονισμένη πριγκίπισσα· ο πατέρας του, μανιώδης κυνηγός, ­ήρωας χωρίς αιτία· η αιθέρια αδελφή του, νύμφη και τύραννος μαζί· η μετρημένη Στράουσσι, που ξέρει να συμβιβάζει τα ασυμβίβαστα· και πάνω απ’ όλα η θρυλική Μπουκοβίνα, χωνευτήρι λαών, γλωσσών, θρησκειών, τόπος μυθικός, τόπος χαμένος.

 

20.00

Ξένη λογοτεχνία

Εδώ δεν είναι Μαϊάμι

Φερνάντα Μελτσόρ

Να ζεις σε μια πόλη σημαίνει να ζεις ανάμεσα σε ιστορίες. Αλλά η πόλη είναι από μόνη της βουβή: αδυνατεί να αφηγηθεί το οτιδήποτε. Τις ιστορίες τις αφηγείται η γλώσσα των ανθρώπων, και η μνήμη.

Αυτό αναλαμβάνει εδώ η Φερνάντα Μελτσόρ, ν’ αφηγηθεί τις ιστορίες της πόλης της, της Βερακρούς: για τη βασίλισσα του καρναβαλιού που σκότωσε τα παιδιά της, για εκείνους που ­συνάντησαν τον διάβολο στο στοιχειωμένο σπίτι, για το λιντσάρισμα του φονιά, για τους αστούς και τους προλετάριους, για τους φιλήσυχους περαστικούς και τους έμπορους ναρκωτικών, για όλους εκείνους που προσπαθούν να ζήσουν μες στα φώτα, τις φωτιές και τις σκιές του μεγάλου λιμανιού.

Αλλά πρωταγωνιστής είναι πάντα η ίδια η πόλη: η πόλη που αλλάζει, άλλοτε βίαια κι άλλοτε ύπουλα, η πόλη που καταρρέει, η πόλη που, καμιά φορά, αντιστέκεται.

16.00

Ξένη λογοτεχνία

Γουέιτζερ

Ντέιβιντ Γκραν

Στις 28 Ιανουαρίου 1742 ένα μισοδιαλυμένο πλοιάριο, με τα πανιά κουρελιασμένα και το κατάρτι κομμάτια, ξεβράστηκε στις ακτές της Βραζιλίας. Επιβάτες του ήταν τριάντα άντρες, σχεδόν ολότελα αποστεω­μένοι. Τα όσα αφηγήθηκαν έμοιαζαν απίστευτα.

Οι άντρες ανήκαν στο πλήρωμα του Πλοίου της Αυτού Μεγαλειότητος Γουέιτζερ. Το Γουέιτζερ, που είχε αποπλεύσει δύο χρόνια νωρίτερα από την Αγγλία για να εκτελέσει μια μυστική αποστολή, τσακίστηκε σ’ ένα ερημονήσι στ’ ανοιχτά της Παταγονίας. Μετά από μήνες στο αφιλό­ξενο νησί οι άντρες εκείνοι κατάφεραν να κατασκευάσουν ένα θλιβερό πλεούμενο και να διασχίσουν μ’ αυτό πάνω από 3.000 μίλια άγριας θάλασσας. Τους υποδέχτηκαν σαν ήρωες.

Έξι μήνες αργότερα ένα άλλο, ακόμα πιο άθλιο πλοιάριο ξεβράστηκε στις ακτές της Χιλής. Σ’ αυτό επέβαιναν μονάχα τρεις άντρες, οι οποίοι αφηγήθηκαν μια πολύ διαφορετική ιστορία: οι τριάντα ναυτικοί που είχαν φτάσει στη Βραζιλία δεν ήταν ήρωες ― ήταν στασιαστές.

Η διαμάχη που ακολούθησε, με εκατέρωθεν κατηγορίες για ανταρσία, προδοσία και φόνο, υποχρέωσε το Ναυαρ­χείο να διατάξει δίκη ώστε να κριθεί ποιος έλεγε αλήθεια. Τον ένοχο τον περίμενε η κρεμάλα.

Έργο πολυετούς έρευνας σε αδημοσίευτα αρχεία και πηγές αλλά και επιτόπιας εξακρίβωσης, το Γουέιτζερ μιλά για το τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος σε συνθήκες αληθινά ακραίες: το μεγαλειώδες και μαζί το ελεεινό.

22.00

Φιλοσοφία

Ο Εκκλησιαστής

Άγνωστος

Όλα για το τίποτα, είπε ο Εκκλησιαστής. Όλα είν’ ανώφελα, όλα για το τίποτα.

Μία είναι η μοίρα των ανθρώπων, δίκαιων και άδικων, φτωχών και πλούσιων, δούλων και ελεύθερων: ο θάνατος. Τα καλά θα χαθούν. Οι προσπάθειες θ’ αποτύχουν. Τα όνειρα θ’ αποδειχτούνε χίμαιρες. Μα οι έγνοιες δε θα κοπάσουν.

Ο Εκκλησιαστής παραμένει ένα αίνιγμα. Την ίδια στιγμή που χαρακτηρίζεται ως το σκοτεινότερο κείμενο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο Εκκλησιαστής περιγράφεται και σαν ένας φιλοσοφικός ύμνος στη χαρά. Ίσως γιατί τόλμησε να βυθιστεί πέρα ώς πέρα στο σκοτάδι της ματαιότητας, για να βρει ένα πράγμα αληθινά φωτεινό. Η χαρά του κόπου. Αυτό είναι το μερτικό του ανθρώπου, το μόνο πράγμα που αξίζει στις μετρημένες μέρες της ζωής του. Μα οι έγνοιες δε θα κοπάσουν.

Ανώφελο κι αυτό,  ανεμοκυνηγητό.

Ο Εκκλησιαστής γράφτηκε κατά πάσα πιθανότητα τον 3ο αιώνα π.Χ. Περιλαμβάνεται στην εβραϊκή Βίβλο και τη χριστιανική Παλαιά Διαθήκη.

14.00

Φιλοσοφία

Η παρρησία

Μισέλ Φουκώ

Αν η φιλοσοφία θέτει το ερώτημα «ποια είναι η αλήθεια;», υπάρχει κάτι πριν από τη φιλοσοφία, που αποτελεί προϋπόθεσή της: η ικανότητα να αμφισβητείς αυτό που παρουσιάζεται ως αλήθεια, να το αρνείσαι, να του εναντιώνεσαι· η ετοιμότητα να στέκεσαι απέναντι στην αυθεντία, δηλαδή την πνευματική και πολιτική εξουσία, και να τολμάς να της ασκήσεις κριτική ― το «κριτικό ήθος» ή η κριτική στάση.

Ο Φουκώ αφιέρωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στη μελέτη της ιστο­ρίας του κριτικού ήθους στον δυτικό πολιτισμό και, πιο συγκεκριμένα, σε μια μάλλον παραμελημένη έννοια της αρχαιοελληνικής σκέψης: την έννοια της παρρησίας. Στις διαλέξεις που μεταφράζονται εδώ, τις οποίες έδωσε στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ το φθινόπωρο του 1983, ο Φουκώ εξετάζει τη γένεση, τις μορφές και την εξέλιξη της παρρησίας από τον 5ο αιώνα π.Χ. ­μέχρι την ύστερη αρχαιότητα.

Στον Ίωνα του Ευριπίδη παρατηρούμε αρχικά την αμφισβήτηση των θεών ως πηγής της αλήθειας· έδρα της αλήθειας παύει να είναι το μαντείο και γίνεται  η ίδια η πόλη. Στον Ορέστη, πάλι του Ευριπίδη, βλέπουμε την παρρησία ως δικαίωμα εντός της δημοκρατικής πόλεως, και τα προβλήματα που αυτή δημιουργεί στο πλαίσιο του δημόσιου ανταγωνισμού για την αλήθεια. Με τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα το πρόβλημα της αλήθειας μεταφέρεται από τον δημόσιο χώρο στην ψυχή: Πώς συμβιβάζεται η ζωή που ζεις με την αλήθεια που λες ότι πρεσβεύεις; Στους Κυνικούς η παρρησία παίρνει τη μορφή της δημόσιας αμφισβήτησης των κοινών αξιών, ενώ στους Στωικούς η κριτική στρέφεται στον ίδιο τον εαυτό, και εκδηλώνεται ως μια διαρκής αυτοεξέταση του ατόμου στον αγώνα του για εσωτερική, δηλαδή πραγματική, ελευθερία.

«Η ανάλυση της παρρησίας αποτελεί μέρος αυτού που θα μπορούσα να ονομάσω ιστορική οντολογία του εαυτού μας, δεδομένου ότι έχουμε, ως ανθρώπινα όντα, την ικανότητα να λέμε την αλήθεια και, λέγοντας την αλήθεια, να μεταμορφώνουμε τον εαυτό μας, τις συνήθειές μας, το ἦθος μας, την κοινωνία μας».

19.80

Ξένη λογοτεχνία

Τομ Λέϊκ

Αν Πάτσετ

«Δεν υπάρχει τρόπος να τους εξηγήσω την απλή αλήθεια της ζωής: ότι μεγάλο μέρος της το ξεχνάς. Όλα τα επώδυνα, αυτά που κάποτε ήσουν βέβαιη ότι δεν θα κατάφερνες ποτέ να τα ξεχάσεις, δεν θυμάσαι πια ούτε πότε ακριβώς συνέβησαν. Αλλά και οι πιο συναρπαστικές περιστάσεις, οι πιο συγκλονιστικές χαρές, κι αυτές διαλύονται και σκορπίζονται και γίνονται μέσα σου κάτι άλλο. Κι ύστερα οι αναμνήσεις αντικαθίστανται από άλλες χαρές και μεγαλύτερες λύπες και, όσο απίστευτο κι αν φαίνεται, κι αυτές με τη σειρά τους παραγκωνίζονται, ώσπου ένα πρωί βρίσκεσαι να μαζεύεις κεράσια με τις τρεις ενήλικες κόρες σου, ενώ ο άντρας σου περνάει από δίπλα σας με το φορτηγάκι του, κι εσύ είσαι απολύτως σίγουρη πως έχεις όλα όσα ήθελες ποτέ απ’ τη ζωή σου».

Για να περάσει η ώρα καθώς μαζεύουν κεράσια στο κτήμα, οι κόρες της Λάρα ζητούν απ’ τη μητέρα τους να τους μιλήσει για τα νεανικά της χρόνια, τότε που ήταν ηθοποιός στο θίασο Τομ Λέικ. Θέλουν να μάθουν για το καλοκαιρινό της ειδύλλιο με τον διάσημο Πήτερ Ντιουκ.

Είναι αλήθεια ότι η Λάρα μπορούσε να κάνει καριέρα στο Χόλλυγουντ; Είναι αλήθεια ότι απέρριψε προτάσεις να πρωταγωνιστήσει σε ταινίες; Μα γιατί; Πώς γίνεται να μη μετανιώνει για τις ευκαιρίες που χαράμισε, για τη ζωή που δεν έζησε; Λέει αλήθεια όταν δηλώνει ευγνωμοσύνη για τη ζωή που της δόθηκε, σ’ εκείνο το κτήμα, μ’ αυτά τα κορίτσια, με τούτο τον σύζυγο, να μαζεύει κεράσια;

20.00

Ξένη λογοτεχνία

Η καρδιά του σκότους

Τζόζεφ Κόνραντ

Τι κωμικό πράγμα που είναι η ζωή — αυτή η μυστηριώδης επιστράτευση άπονης λογικής για έναν μάταιο σκοπό. Το πολύ-­πολύ που μπορείς να ελπίζεις να αποκομίσεις είναι μια κάποια γνώση του εαυτού σου — η οποία έρχεται πολύ αργά. Μια σοδειά ανεξίτηλης πίκρας. Έχω παλέψει με το θάνατο. Είναι ο πιο πεζός αγώνας που μπορεί κανείς να φανταστεί. Διε­ξάγεται μέσα σ’ ένα ασχημάτιστο γκρίζο, όπου δεν υπάρχει τίποτα κάτω απ’ τα πόδια σου, ούτε γύρω σου, ούτε θεατές, ούτε οχλαγωγία, ούτε δόξα, ούτε η μεγάλη επιθυμία για νίκη, ούτε ο μεγάλος φόβος της ήττας, μόνο μια αρρωστιάρικη ατμόσφαιρα χλιαρού σκεπτικισμού, χωρίς καν πολλή πίστη στο δίκαιο του αγώνα σου, κι ακόμα λιγότερο σ’ εκείνο του αντιπάλου σου. Αν η ύστατη σοφία παίρνει αυτή τη μορφή, τότε η ζωή είναι ακόμα μεγαλύτερο αίνιγμα απ’ όσο νομίζουμε. Βρέθηκα μια ανάσα από την τελευταία ευκαιρία ν’ αποφανθώ γι’ αυτό το αίνιγμα, και ανακάλυψα ταπεινωμένος πως, μάλλον, δεν είχα τίποτε να πω. Γι’ αυτό υποστηρίζω ότι ήταν τόσο αξιο­πρόσεχτος άνθρωπος ο Κουρτς. Γιατί εκείνος είχε κάτι να πει. Και το είπε.

11.69