Βλέπετε 31–45 από 80 αποτελέσματα

Άγρα

Ξένη λογοτεχνία

Τα πράσινα πατζούρια

Ζωρζ Σιμενόν

Το 1950 ο Σιμενόν βρίσκεται στην Αμερική. Είναι γεμάτος σχέδια και δουλεύει πυρετωδώς. Πιστεύει πιο πολύ παρά ποτέ ότι το επόμενο βιβλίο του είναι το καλύτερό του. Πρόκειται ακριβώς για τα “Πράσινα παντζούρια”, «το βιβλίο που οι κριτικοί περιμένουν από καιρό και ήλπιζα πάντα να γράψω μια μέρα». Μια στενή του φίλη σχολίασε ότι για καιρό ένιωθε τρομαγμένη από τη δύναμή του. Ο Σιμενόν το θεωρεί «κεντρικό έργο» στη μεγάλη παραγωγή του. Ο Γκαλλιμάρ το θαυμάζει απεριόριστα. Θέμα του: Το πορτραίτο ενός μεγάλου ηθοποιοί, του Εμίλ Μωζέν, ιερού τέρατος της θεατρικής σκηνής και του κινηματογράφου προς το τέλος της ζωής του, που την έζησε ακραία, όχι μόνο εργαζόμενος σκληρά αλλά και πίνοντας και έχοντας αναρίθμητες ερωμένες. Είναι κυνικός και φαίνεται απόμακρος. Μετά από μια απειλητική διάγνωση από τον καρδιολόγο του, ξανακοιτάζει όλη του τη ζωή και νιώθει ένα τεράστιο αίσθημα ένοχης που δεν μπορεί να το διαχειριστεί. Συνεχίζει να ζει ακραία, θέτοντας όμως θέματα στον εαυτό του και αναρωτώμενος πότε θα έρθει το τέλος.
Είναι ένα ιδιότυπο και δυναμικό μυθιστόρημα, με πολλές ενδοσκοπήσεις στους τρόπους με τους οποίους οι ηθοποιοί δημιουργούν χαρακτήρες. Υπάρχουν όμως πολλοί παραλληλισμοί και με την ψυχολογία ενός συγγραφέα, καθώς και ένα διακριτό καφκικό στοιχείο στις φανταστικές σκηνές «δίκης» και ειδικά κατά τα τελικά στάδια της ζωής του ηθοποιού.

Ο μεγάλος φόβος του Σιμενόν ήταν ότι το βιβλίο θα μπορούσε να θεωρηθεί πως αναφέρεται σε υπαρκτούς σπουδαίους ηθοποιούς της εποχής του, όπως ο Raimu, ο Michel Simon, ο W.C. Fields ή ο Charlie Chaplin. Σχολίασε σχετικά: «Είναι αδύνατον να δημιουργήσεις ένα πρόσωπο του χώρου τους, με το δικό τους βεληνεκές, και να μη δανειστείς ορισμένα χαρακτηριστικά, κάποια τικ, από τον έναν ή τον άλλον. Όλα τα υπόλοιπα είναι καθαρή μυθοπλασία». Ένας προσεκτικός όμως αναγνώστης από τη Βολιβία, που αλληλογραφούσε με τον Σιμενόν, παρατήρησε ότι ο Μωζέν ήταν μάλλον ο ίδιος ο συγγραφέας, αναγνωρίζοντας πολλά, περισσότερο ή λιγότερο κρυμμένα χαρακτηριστικά του.

13.00

Ελληνική λογοτεχνία

Διακοπές στη Μύκονο

Γιάννης Μαρής

Μέσα στην καμπίνα της Α’ θέσεως διάβασε το τηλεγράφημα για δέκατη φορά. «Ο Αυγουστίδης θα βρίσκεται στην Αθήνα στο τέλος του μηνός. Φρόντισε ως τότε να τα ‘χεις τακτοποιήσει όλα». Δίπλωσε το τηλεγράφημα και χαμογέλασε πικρά, «Φρόντισε ως τότε να τα ‘χεις τακτοποιήσει όλα». Σαν να ήταν δυνατό να τακτοποιήσει πια τίποτε, εκεί που είχαν φτάσει τα πράγματα. Με το τσιγάρο στο στόμα άνοιξε τη βαλίτσα του. Νευρικά το χέρι του έψαξε ανάμεσα στα ρούχα. Βρήκε αυτό που ήθελε. Ένα κομψό αυτόματο «Μπράουνινγκ» των εφτά. Χαμογέλασε με πίκρα. «Φρόντισε να τα ‘χεις τακτοποιήσει όλα ως τότε…» Κοίταζε το πιστόλι. Έμοιαζε σαν ένα κομψό παιχνίδι από έβενο, μέσα στο μεγάλο, δυνατό χέρι του. Το ξανάβαλε στη βαλίτσα του και το σκέπασε πάλι με τα ρούχα. Η πόρτα χτύπησε.

“Οι διακοπές στη Μύκονο” ανήκουν στη χρυσή χρονιά του Γιάννη Μαρή, το 1956. Αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο. Καλοκαίρι, Αύγουστος, Μύκονος. Ο πρωταγωνιστής φλερτάρει με τον τίτλο του ζιγκολό κα’ι τιμωρείται επειδή δεν τηρεί τις αρχές του μέχρι τέλους, καθώς ερωτεύεται μια εικοσάχρονη, τη Λία Καραπάνου. «Μια κοπέλα με κοντά μαλλιά και παράξενα γκριζοπράσινα μάτια διάβαζε ένα περιοδικό μόδας δίπλα του. Μια στιγμή -τυχαία ή επίτηδες- το περιοδικό γλίστρησε από τα χέρια της. Εκείνος έσκυψε, το πήρε και της το έδωσε. Του χαμογέλασε με μια σειρά θαυμάσια άσπρα δόντια σε ένα πολύ Ηλιοψημένο πρόσωπο». Φλερτάρουν και κάνουν παρέα καθημερινά στις παραλίες. «Ήταν ευτυχισμένη να βρίσκεται δίπλα σε αυτόν τον όμορφο, δυνατό άντρα, κάτω από τον χρυσό ήλιο. […] Ήταν αυτό που δεν έπρεπε να τού τύχει. Και του έτυχε. Η Λία ήταν ερωτευμένη μαζί του κι αυτός τώρα το ήξερε πως την αγαπούσε. […] Ήταν γεμάτος απόγνωση και ταυτόχρονα ευτυχία. “Μια ευτυχία με προθεσμία”, σκέφθηκε και χαμογέλασε με πίκρα».

Είναι το μοναδικό μυθιστόρημα του Μαρή στο ύφος του αμερικάνικου νουάρ, που θυμίζει το “Τέλος της διαδρομής” του W.R. Burnett (Άγρα, 1993). Οι “Διακοπές στη Μύκονο” είναι μέσα στα καλύτερα βιβλία του Μαρή και το μόνο με στοιχεία μαύρου αστυνομικού μυθιστορήματος.

13.90

Ξένη λογοτεχνία

Ποτέ πια μόνος

Καρίλ Φερέ

Eiναι οι πρώτες διακοπές του Μακ Κας με τη δεκατριάχρονη κόρη του Αλίς, για την ύπαρξη της οποίας έμαθε μόλις πρόσφατα και αναπάντεχα. Ο πρώην αστυνομικός, μονόφθαλμος και στριφνός, χωρίς ψευδαισθήσεις, απροσποίητος και συνειδητά αυτοκαταστροφικός, εκμεταλλεύεται την περίσταση για να μάθει έστω και αργά τί σημαίνει να είναι πατέρας. Και, παρά την καλή του θέληση, είναι σαφές ότι έχει μια πολύ προσωπική προσέγγιση στην ευθύνη αυτή.

Τα πράγματα γίνονται χειρότερα όταν το παλιό λαγωνικό μαθαίνει για το θάνατο του καλού του φίλου Μάρκο, δικηγόρου και έμπειρου ιστιοπλόου, που χτυπήθηκε από φορτηγό πλοίο ενώ έπλεε στη Μάγχη. Για τον Μακ Κας, είναι αδιανόητο ο φίλος του να έκανε κάποιο λάθος πλοήγησης. Πώς όμως να συνδυάσει τις οικογενειακές διακοπές με την Αλίς και την εξιχνίαση του φριχτού θανάτου του φίλου του;

Αγανακτισμένος από τη συλλογική αδράνεια στο δράμα των προσφύγων και των μεταναστών, ο Μάρκο προσπάθησε να ταράξει τα νερά με τα μέσα που διέθετε, γεγονός που θα μπορούσε να εξηγήσει την εξαφάνισή του στη θάλασσα. Και ενώ ο Μακ Κας αδιαφορεί παντελώς για τους ανθρωπιστικούς σκοπούς του φίλου του, αποκαλύπτεται ότι και η πρώην σύζυγός του έχει εξαφανιστεί, και εκείνος θα ορμήσει ενάντια σε όλους και σε όλα, έχοντας μοναδικό κανόνα το “ρίχνω τη βολή για το ‘σπάσιμο’ και κάποια άκρη θα βγει”. Όλα είναι ιδωμένα μέσα από το πρίσμα του μηδενισμού του Μακ Κας. Κι όμως: Θα βρει ένα νόημα στη ζωή του, και μάλιστα ένα είδος ευτυχίας, με τον δικό του τρόπο. Η έρευνά του θα τον οδηγήσει στην Αθήνα, τον Πειραιά και την Αστυπάλαια, όπου και θα δοθεί η λύση.

Ο Καρύλ Φερέ επιχειρεί να περιγράψει την πραγματικότητα μιας βαλτωμένης από την κρίση Ελλάδας

15.50

Τ.Ε.Λόρενς

«Στη διαδρομή αρρώστησα και πέρασα δέκα μέρες ξαπλωμένος ανάσκελα στη σκηνή μου, με μόνη απασχόληση το στοχασμό πάνω στον πόλεμο…» Με αυτόν τον τρόπο ο Λώρενς της Αραβίας φέρνει στο προσκήνιο, με μια φράση καθαρά θεατρική, τις απαρχές της δράσης του επικεφαλής της αραβικής εξέγερσης. Διαλύοντας τις αποικιοκρατικές αντιλήψεις περί πολέμου της γηραιάς Ευρώπης ο Τ.Ε. Λώρενς είναι ο πρώτος Δυτικός που ξαναστοχάζεται και εφαρμόζει τον ανταρτοπόλεμο στο πεδίο του άλλου. Η μεταμόρφωση της αδυναμίας σε ισχύ αποδεικνύει ότι πριν απ’ όλα, ο πόλεμος είναι μια εργασία του πνεύματος.

Ο συγγραφέας (διότι ο δημιουργός των “Επτά Στύλων της Σοφίας” είναι, μεταξύ άλλων, και συγγραφέας…) είναι θεωρητικός. Αναφέρει τους Γκυμπέρ, Ζομινί, Ναπολέοντα, Ξενοφώντα, Κλαούζεβιτς, Μόλτκε, Αρντάν, Ντυ Πικ, Φοςς και ιδίως τον Μωρίς ντε Σαξ. «Ήμουν» λέει, «αρκετά διαβασμένος». Για τον σύγχρονο αναγνώστη ίσως ετούτο να μην είναι αυτονόητο: υπάρχει μία γνώση, μία σκέψη, μία παιδεία, “μια μεταφυσική πλευρά και μια φιλοσοφία” λέει ο Λώρενς, για τα πράγματα του πολέμου.

«Οι στρατοί μοιάζουν με τα φυτά, ακίνητοι ως σύνολο, ριζωμένοι βαθιά, τρέφονται έως την κορυφή χάρη στους μακριούς βλαστούς τους. Μπορούσαμε να γίνουμε ατμός που γυρίζει στον αέρα όπου θέλει». Ωραίες και πυκνές εκφράσεις που αποσβολώνουν σαν μια επίθεση αστραπή. Οδηγώντας τους άνδρες σε ένα πόλεμο εγκεφαλικό, περισσότερο νοητικό από ένα απλό όπλισμα, γνωρίζει και ελέγχει τη δύναμη των λέξεων πάνω στο πνεύμα που αποφασίζει οριστικά την έκβαση των μαχών.

Στη σκηνή του Αμπού Μαρχά, ανάμεσα σε μουγκρητά από καμήλες, συναντώνται ένας αρχιστράτηγος των Μαχόμενων Βασιλείων, ένας Αθηναίος αριστοκράτης, ένας Σάξονας κόμης, ένας εκκεντρικός της Οξφόρδης κι ένας Κινέζος επαναστάτης. Η γραφή (η γραπτή σκέψη) είναι ο τόπος που επιτρέπει αυτές τις συναθροίσεις.

8.18

Ξένη λογοτεχνία

Όλιβ Κίτριτζ

Ελίζαμπεθ Στρουτ

Όλιβ Κίτριτζ: αδάμαστη, συμπονετική και συχνά δύσκολη και απρόβλεπτη. Συνταξιούχος καθηγήτρια σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη του Μέην, η Όλιβ όσο μεγαλώνει τόσο πασχίζει να κατανοήσει τις αλλαγές στη ζωή της. Μια γυναίκα που διαβάζει τις καρδιές των γύρω της, τους θριάμβους και τις τραγωδίες τους…

Σ’ αυτή τη διεισδυτική και γεμάτη ζωή εξερεύνηση της ανθρώπινης ψυχής, η ιστορία της Όλιβ Κίττριτζ μάς επιφυλάσσει χιούμορ, συναντήσεις με οικεία συναισθήματα, πόνο, ίσως και λίγα δάκρυα.

17.82

Ξένη λογοτεχνία

Ταξίδι. Πόλεμος. Εξορία

Ετέλ Αντνάν

Προέρχομαι από μια περιοχή του κόσμου την οποία γαζώνει και ξηλώνει ο πόλεμος, απ’ τις αρχές του 20ού αιώνα. Τη μνήμη μου και τη ζωή μου στην καθημερινότητά της την έχει υφάνει ο πόλεμος. Έχω συχνά αναρωτηθεί πώς ένα τόσο ευαίσθητο σύστημα όπως το ανθρώπινο σώμα μπορεί να αντέξει τόσο συχνά επαναλαμβανόμενες συντριβές σαν αυτές που γνώρισε και εξακολουθεί να βιώνει η αραβική Εγγύς Ανατολή.

[…] Ακολούθησε μια πραγματική, με τη βιβλική έννοια, Έξοδος: στην αρχή ένα μικρό ρυάκι και σταδιακά ένα πραγματικό ποτάμι. Οι Λιβανέζοι είχαν αρχίσει να φεύγουν. Τα κτίρια εξαφανίζονταν επίσης, οι συνοικίες, οι δρόμοι. Κάθε τοίχος που κατέρρεε, κάθε ανθρώπου θάνατος έπαιρναν οριστικά μαζί τους κάτι από τη ζωή και τη συλλογική μνήμη. Ανακάλυπτα –βίωνα– το βαθύτερο νόημα της εξορίας. Τί είναι η εξορία αν όχι η βίαιη και αθέλητη απώλεια όλων των ζωντανών συμβόλων της ταυτότητας κάποιου ; Ήμουν στη Βηρυτό και έβλεπα ότι η πόλη δεν επρόκειτο ποτέ πια να αναπτυχθεί φυσιολογικά, σώζοντας τον πυρήνα της πόλης που υπήρξε. Καταλάβαινα, χωρίς υπερβολές, το νόημα της έκφρασης Χαμένος Παράδεισος.

[…] Η εξορία είναι αμετάκλητη αποστέρηση. Τη συνοδεύει πάντα ένα αίσθημα βαθιάς ταπείνωσης: «Ο άλλος», κάποιος η κάτι, καταλαμβάνει αυτό που εσείς εγκαταλείψατε, αυτό που αφήσατε πίσω σας. Ως εκ τούτου, αισθάνεστε παραμερισμένος, σαν αντικείμενο που του αλλάζουν θέση. Κι εγώ που βρίσκομαι τώρα εν μέσω όλων αυτών; Για ένα διάστημα, θεωρούσα ότι τις συγκρούσεις μου τις είχα επιλύσει μέσα στα γραπτά μου, με τα γραπτά μου. Θυμάμαι πως κάπου είχα πει ότι τα βιβλία μου, ποιητικά ή πεζά, ήταν, είναι τα σπίτια τα οποία κατοικώ. Κι είναι αλήθεια. Και μοιάζει απλό. Ωστόσο δεν είναι. Ακόμα και εκεί, το λιμάνι δεν είναι προστατευμένο από τις καταιγίδες. Η εξορία δεν είναι πια το θλιβερό προνόμιο κάποιων ελάχιστων προσώπων: Έχει γίνει συνώνυμο της ανθρώπινης συνθήκης, με μια ελάχιστη ωστόσο διαφορά: Ορισμένους από μας η αρρώστια της μάς κατατρώει με τρόπο εμφανή και τελεσίδικο, ενώ όλοι οι υπόλοιποι δεν έχουν συνείδηση εκείνου από το οποίο υποφέρουν ήδη. Είχα τοποθετήσει τη Βηρυτό και τον Λίβανο πολύ ψηλότερα από ποτέ, στο κέντρο ενός αποκαλυπτικού οράματος για τον αραβικό κόσμο, γεγονός που κατέληξε, λίγο αργότερα, σε ένα μακροσκελές ποίημα το οποίο ονόμασα Η αραβική Αποκάλυψη. Η διάλυση των Αράβων αποφασίστηκε από τ ις δυτικές δυνάμεις στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, με τις διάφορες συμφωνίες που ακολούθησαν μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Με την προδοσία του Φαϊζάλ από τους Άγγλους και τους Γάλλους, τις διαιρέσεις, τους αποικισμούς, τις πολιτικές δολοφονίες, είχαμε εισέλθει σε μια τραγική φάση η οποία είχε διαμορφωθεί χωρίς τη θέλησή μας. Οπότε η εξορία κατέστη η υπαρξιακή και βιοτική συνθήκη κάθε Άραβα, είτε ζούσε στη χώρα του είτε αλλού. Ήταν σαν να έπρεπε να επιστρέψουμε πολύ πίσω, στην ιστορία ή στη μυθολογία, πίσω στην Άγαρ και στον Ισμαήλ, στην πρώτη σύζυγο του Αβραάμ και στον πρώτο του γιο, τον μυθικό θεμελιωτή των αραβικών φυλών, σε έναν γιο –έναν αποκληρωμένο γιο– και σε μία γυναίκα που εξαναγκάστηκαν σε εξορία και περιπλάνηση.

9.50

Ανδρέας Αποστολίδης

Τι συμβαίνει στο εμπόριο αρχαιοτήτων μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο;

Πως σχηματίζονται οι μεγάλες σύγχρονες ιδιωτικές συλλογές και που βρίσκουν τα μεγάλα μουσεία της Δύσης καινούργια ευρήματα της αρχαίας ελληνικής τέχνης;

Το διεθνές εμπόριο διαθέτει ένα πολύπλοκο αλλά ορατό σύστημα λειτουργίας για το «ξέπλυμα» και τη νομιμοποίηση των λαθρανασκαφών στις χώρες που είναι πλούσιες σε αρχαιότητες.

Ο αρχαιολόγος Νηλ Μπρόντι, διευθυντής του Κέντρου Ερευνών Παράνομων Αρχαιοτήτων του Πανεπιστημίου του Καίημπριτζ υποστηρίζει: «Ανακαλύπτεις διαρκώς να επαναλαμβάνονται τα ίδια ονόματα σε διάφορους συνδυασμούς. Είναι λοιπόν σωστό να αντιμετωπίζει κανείς το χώρο αυτό ως κύκλωμα».

Το “Κύκλωμα” ήταν και το θέμα του ντοκτυμαντέρ του Ανδρέα Αποστολίδη, που προβλήθηκε δύο φορές από την ελληνική κρατική τηλεόραση το 2006 και συζητήθηκε διεθνώς.

Ο Ανδρέας Αποστολίδης, με τη διπλή ιδιότητα του σκηνοθέτη ντοκυμαντέρ έρευνας και του συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων, γράφει μια μελέτη για το εμπόριο αρχαιοτήτων, συνδυάζει αποκαλυπτικές προσωπικές αφηγήσεις και ιστορίες, άγνωστα ντοκουμέντα και αρχεία και αναλύει συγκεκριμένες συγκλονιστικές υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας σε ένα θέμα που για πρώτη φορά στην Ελλάδα τοποθετείται στο διεθνές του πλαίσιο με βάση τις σύγχρονες νομικές και ηθικές αντιλήψεις για τη σημασία και την αξία της επιστημονικής αρχαιολογικής έρευνας.

26.75

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος

Η παρούσα μελέτη εστιάζει στη συλλογή διηγημάτων Ο μπιντές και άλλες ιστορίες, καθώς σε αυτήν εντοπίζεται η ρηξικέλευθη συνεισφορά του Χάκκα στην ανανέωση της νεοελληνικής πεζογραφίας. Η προτεινόμενη ανάλυση αναδεικνύει την πρωτοτυπία της γραφής του Χάκκα, η οποία συνδυάζει τον ρεαλισμό με την κριτική της γλώσσας, και εξετάζει τις νεωτερικές καταβολές της σε κινήματα όπως ο ντανταϊσμός, ο υπερρεαλισμός και οι πρόδρομοί τους, καθώς και σε τάσεις που διαμορφώθηκαν στην παγκόσμια τέχνη και λογοτεχνία κατά τη δεκαετία του 1960.

Η γραφή του Χάκκα επιχειρεί τη ριζοσπαστική αντιμετώπιση της απογοήτευσης και της μελαγχολίας, κινητοποιούμενη από τη γνώση της ασθένειας και της διαφαινόμενης εγγύτητας του θανάτου και ενστερνιζόμενη μια συστηματική επιθετικότητα προς κάθε μορφή κοινωνικού ελέγχου και οργάνωσης, απ’ όπου κι αν αυτή προέρχεται. Οι κατηγοριοποιήσεις του Εμφυλίου πολέμου αντιμετωπίζονται αιρετικά και διαβάζονται όπως μια καρκινική επιγραφή: και από τα δεξιά προς τα αριστερά και από τα αριστερά προς τα δεξιά. Έτσι ο αριστερός και ο δεξιός στο ίδιο λεωφορείο μετά από είκοσι χρόνια ξαναγράφουν το παρελθόν τους συμφωνώντας ότι “όσοι μπλεχτήκαμε τότε… βράζουμε στο ίδιο καζάνι”.

Οι “ιστορίες” αναδεικνύουν το σεξουαλικό στοιχείο ως κυρίαρχο στη ζωή και αποδέχονται το σωματικό στοιχείο με τον πιο απόλυτο τρόπο, από το άγγιγμα μέχρι τα περιττώματα. Έχουν ανατρεπτικό χαρακτήρα, επειδή αφηγητής και χαρακτήρας είναι “εκτός” συστήματος, και μελαγχολικό τόνο, επειδή συνειδητοποιούν ότι πρόκειται για μια χρονικά περιορισμένη ανατροπή – για όσο χρόνο κρατά η ανάγνωση.

16.90

Ελληνική λογοτεχνία

Κάμπος

Στρατής Βογιατζής

“Τα ζώα εισχώρησαν στη φαντασία μας καταρχήν ως αγγελιαφόροι και ως υποσχέσεις”, γράφει ο John Berger στο Γιατί να κοιτάμε τα ζώα;. Στο αξιοσημείωτο βιβλίο του Κάμπος ο Στρατής Βογιατζής επιστρέφει στη φαντασία μας ένα εξαιρετικό εύρος από ζώα. Είτε όμως βλέπουμε ένα παγόνι να ανοίγει σαν βεντάλια τα φτερά του είτε μια κατσίκα να κοιτάζεται στον καθρέφτη, οι υποσχέσεις που μας δίνουν αυτά τα ζώα είναι ανεξιχνίαστες. Όπως και για τις μοναχικές μορφές που περιπλανιούνται στα μαγικά τοπία του Βογιατζή, ένα μόνο μήνυμα μπορούμε να λάβουμε: Είμαστε χαμένοι στον παράδεισο.

23.00

Ζακ Μποννέ

Μικρή ερωτική εξομολόγηση στο βιβλίο και στη λογοτεχνία.

ΖΕΙΤΕ ΜΕ ΤΟ ΦΟΒΟ μήπως πέσει η βιβλιοθήκη σας και σας πλακώσει ενόσω κοιμόσαστε; Ή υπερβολική συσσώρευση βιβλίων θέτει άραγε σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη της οικογένειάς σας; Ταξινομείτε τα βιβλία σύμφωνα με το θέμα τους, τη γλώσσα, τον συγγραφέα, την χρονολογία έκδοσης, το σχήμα τους ή μήπως με ένα εντελώς διαφορετικό κριτήριο που μόνο εσείς το γνωρίζετε; Μπορεί κανείς να τοποθετήσει πλάι πλάι σ΄ ένα ράφι δύο συγγραφείς που ήσαν θανάσιμα τσακωμένοι μεταξύ τους όσο ζούσαν; Αυτά και άλλα πολλά προβλήματα καλούνται να επιλύσουν οι βιβλιομανείς, τελευταία δείγματα ενός είδους που τείνει να εκλείψει. Αυτοί που, εκτός από το πάθος να έχουν στην κατοχή τους βιβλία, θέλουν επιπλέον και να τα διαβάζουν.

Οι βιβλιοθήκες είναι ζωντανές υπάρξεις που αντικατοπτρίζουν τη περιπλοκότητα του εσωτερικού μας κόσμου. Καταλήγουν συχνά να δημιουργούν ένα λαβύρινθο από τον οποίο, προς μεγάλη πλήν όμως επικίνδυνη απόλαυσή μας, μπορεί κάλλιστα να μη βγούμε ποτέ.
Σ’ αυτή τη μικρή πραγματεία με θέμα την τέχνη να συμβιώνει κανείς μ’ έναν εξαιρετικά μεγάλο αριθμό βιβλίων, εμφανίζονται, μεταξύ άλλων, ο Πεσσόα που επιχειρεί να γίνει βιβλιοθηκάριος, ο Ματίς που θέτει υποψηφιότητα για «επόπτης του δικαίου των φτωχών», ή ακόμη ο πλοίαρχος Άχαμπ και το μυστήριο του ποδιού που του έφαγε ο Μόμπυ Ντίκ. Στην πραγματικότητα, οι δεκάδες χιλιάδες σελίδες που καταλαμβάνουν τα ράφια μας κατοικούνται από ολοζώντανα φαντάσματα, τα οποία, έτσι και τα συναντήσουμε στο δρόμο μας, δεν μας αφήνουν πια ποτέ.

15.65

Μπερνάρ-Μαρί Κολτές

Επανακυκλοφορεί από την «Άγρα» μετά από καιρό το σπουδαίο, κλασικό πλέον, θεατρικό έργο του Μπερνάρ-Μαρί Κολτές. 

«Για μένα, το τεράστιο που υπάρχει στα κείμενα του Κολτές είναι αυτό το μίγμα Ρεμπώ και Φώκνερ. Τα θεατρικά πρόσωπα χτίζονται και αναπτύσσονται με αφετηρία αποκλειστικά και μόνο τη γλώσσα. Συγχρόνως βρίσκουμε σ’ αυτά τα κείμενα μια μολιερική δομή, μια δομή άριας. […] Ο Κολτές ήταν ο μόνος στη νέα δραματουργία που κίνησε το ενδιαφέρον μου». – HEINER MÜLLER

O ΝΤΗΛΕΡ : Αν βαδίζετε έξω, αυτήν την ώρα και σ’ αυτό το μέρος, είναι επειδή ποθείτε κάποιο πράγμα που δεν έχετε, κι αυτό το πράγμα, εγώ, μπορώ να σας το προμηθεύσω· διότι αν είμαι σ’ αυτή τη θέση πολύ περισσότερο χρόνο πριν από σας και για πολύ περισσότερο χρόνο από σας, κι αν ακόμη αυτήν την ώρα που είναι η ώρα των άγριων σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους και τα ζώα δεν με διώχνει από δω, είναι επειδή έχω αυτό που χρειάζεται για να ικανοποιώ τον πόθο που περνά μπροστά μου, κι αυτό είναι σαν ένα βάρος που πρέπει να το ξεφορτώσω πάνω σ’ οποιονδήποτε, άνθρωπο ή ζώο, που περνά από μπροστά μου. Γι’ αυτόν τον λόγο σας πλησιάζω, παρά την ώρα που είναι η ώρα όπου κανονικά ο άνθρωπος και το ζώο ρίχνονται άγρια ο ένας πάνω στον άλλο, πλησιάζω, εγώ, εσάς, με την ταπεινότητα εκείνου που προτείνει απέναντι σ’ εκείνον που αγοράζει, με την ταπεινότητα εκείνη που κατέχει απέναντι σ’ εκείνον που ποθεί. […]

Λοιπόν μη μου αρνείσθε να μου πείτε, παρακαλώ, τον λόγο, να μου τον πείτε· και αν το ζήτημα είναι να μην πληγώσετε καθόλου την αξιοπρέπειά σας, ε λοιπόν, πείτε τον όπως τον λέμε σ’ ένα δέντρο, ή μπροστά στον τοίχο μιας φυλακής, ή μέσα στη μοναξιά ενός κάμπου με βαμβάκι όπου κάνουμε τον περίπατό μας, γυμνοί, τη νύχτα· να μου τον πείτε χωρίς καν να με κοιτάξετε. Διότι η μόνη αληθινή ωμότητα αυτής της ώρας του λυκόφωτος όπου στεκόμαστε και οι δύο δεν είναι ότι ένας άνθρωπος πληγώνει τον άλλον, ή τον ακρωτηριάζει ή τον βασανίζει, ή του ξεριζώνει τα μέλη και το κεφάλι, ή έστω τον κάνει να κλάψει· η αληθινή και τρομερή ωμότητα είναι εκείνη του ανθρώπου ή του ζώου που καθιστά ημιτελείς τον άνθρωπο ή το ζώο. […]

Πάνω στη σκηνή τού Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι είναι δύο – ο Ντήλερ και ο Πελάτης : έχουμε ένα διάλογο. Είναι όμως ένας φιλοσοφικός διάλογος στο ύφος εκείνων του 18ου αιώνα, ή μήπως πιο απλά η είσοδος δύο κλόουν ; Πιθανόν και τα δύο, συναρμοσμένα με μια τεράστια ελευθερία γραφής.

Η γλώσσα του είναι ένα όπλο, κι αυτοί εκεί οι δύο, που δεν μοιάζουν να αγαπιούνται και πολύ, παλεύουν ο ένας εναντίον του άλλου με τις λέξεις· πρέπει ο καθένας να κάνει τον άλλο να βγάλει τα έντερά του, να τον σύρει στο δικό του πεδίο, ν’ αρνηθεί το πεδίο του άλλου, να μην παραδεχθεί ποτέ ότι βρίσκεται σε θέση αιτήματος, στερήσεως, κι ότι είναι φτωχός – κυρίως φτωχός από πόθους.

Η έκδοση συνοδεύεται από εξαιρετικά πλούσιο επίμετρο, με κείμενα των P. Chéreau, M. Casarès, H. Müller, συνεντεύξεις του B.-M. Koltès, εργοβιογραφία και 28 φωτογραφίες.

10.50

Ξένη λογοτεχνία

Ιστορίες από την Κολυμά

Βαρλάμ Σαλάμοφ

Το 1936, ο Βαρλάμ Σαλάμοφ, δημοσιογράφος και συγγραφέας, συλλαμβάνεται για αντεπαναστατική δράση και στέλνεται να εκτίσει την ποινή του στα σοβιετικά στρατόπεδα εργασίας – ένας από τα εκατοντάδες χιλιάδες θύματα των σταλινικών εκκαθαρίσεων.

Οι “Ιστορίες από την Κολυμά”, αυτό το αριστούργημα της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα, είναι μια επική σειρά από σύντομα διηγήματα στα οποία αποτυπώνονται τα συνολικά δεκαεπτά χρόνια που ο συγγραφέας πέρασε στα σοβιετικά γκουλάγκ : έξι χρόνια ως σκλάβος στα χρυσωρυχεία της Κολυμά και στη συνέχεια, σε μια λιγότερο ανυπόφορη συνθήκη, ως αμειβόμενο νοσηλευτικό προσωπικό στις φυλακές-στρατόπεδα.

Την αφήγησή του για τη ζωή στην Κολυμά άρχισε να τη γράφει μετά το θάνατο του Στάλιν το 1953. Είναι, αφενός, η βιογραφική κατάθεση ενός από τους λίγους επιζήσαντες των στρατοπέδων και, αφετέρου, μια ιστορική καταγραφή των ίδιων των γκουλάγκ· αλλά πρωτίστως είναι ένα λογοτεχνικό έργο ασύγκριτης δύναμης, διορατικότητας και πίστης.

Μέσα από τη γραφή του ο Σαλάμοφ θέτει στόχο να απαντήσει στα θεμελιώδη ηθικά ερωτήματα που τον βασάνιζαν στα χρόνια των στρατοπέδων, εκεί όπου μεταξύ άλλων γνώρισε από πρώτο χέρι και τον κόσμο του εγκλήματος όπως πραγματικά είναι, πολύ πιο κακός απ’ ό,τι στο Υπόγειο του Ντοστογέφσκι : «Πώς κάποιος παύει να είναι άνθρωπος; » «Πώς γίνονται οι εγκληματίες ; »

Το 1972, όταν έγραφε τις τελευταίες ιστορίες του, τα στρατόπεδα κατεδαφίζονταν, οι πύργοι φρούρησης και οι στρατώνες ισοπεδώνονταν. « Υπήρχαμε ; », ρωτάει ο Σαλάμοφ, και μετά, χωρίς δισταγμό: « Απαντώ: Υπήρξαμε ».

51.99

Γιόζεφ Ροτ

Είναι τόσο σπάνιο να βρίσκει κανείς ανέκδοτα έργα μεγάλων συγγραφέων που έχουν πεθάνει, όπως και κείμενα μεγάλων συγγραφέων που δεν έχουν ακόμη μεταφραστεί. Τα δύο αυτά στοιχεία συνδυάζονται στον παρόντα τόμο με το ημιτελές μυθιστόρημα Περλέφτερ του Γιόζεφ Ροτ, το οποίο ανακαλύφθηκε το 1978, σχεδόν σαράντα χρόνια μετά το θάνατό του, σε μια κούτα που γλίτωσε από την κατάσχεση των γραπτών του από τους Ναζί στον εκδοτικό οίκο Κίπενχώυερ στη Λειψία, όπου ο Ροτ τα είχε εναποθέσει για φύλαξη όταν έφυγε εσπευσμένα στο Παρίσι τη μέρα που ο Χίτλερ κατέλαβε την εξουσία το 1933. Η σημασία αυτού του ημιτελούς έργου, που εμπλουτίζει το corpus ενός από τους σημαντικότερους μυθιστοριογράφους του 20ου αιώνα, είναι προφανής.

 

Το Περλέφτερ, η ιστορία ενός αστού είναι το εκθαμβωτικό πορτραίτο ενός κομφορμιστή. Άνθρωπος χλιαρός, υποκριτής, τυχοδιώκτης, μικροπρεπής, ανίκανος να αγαπήσει ή να μισήσει, εγωιστής, τσιγκούνης και γεμάτος φόβους, αυτός ο Βιεννέζος επιχειρηματίας είναι έτοιμος να κάνει οποιονδήποτε συμβιβασμό αρκεί να εξυπηρετεί τα συμφέροντά του. Ξέρει πώς να προσαρμόζεται σε όλα τα καθεστώτα, είτε πρόκειται για μοναρχία είτε για δημοκρατία, αλλά φοβάται την επανάσταση και κάθε μορφή αναρχίας που μπορεί να υπονομεύσει την επιτυχία του. Ο Περλέφτερ είναι το πρότυπο εκείνων των καιροσκόπων που, όταν ήρθε η ώρα, υποστήριξαν τον Χίτλερ και το καθεστώς του χωρίς ενδοιασμούς.

 

Ανολοκλήρωτο πολιτικό και κοινωνικό μυθιστόρημα, το Περλέφτερη ιστορία ενός αστού είναι μια συναρπαστική μελέτη χαρακτήρων. Βρίσκουμε και εδώ ένα από τα γνωρίσματα του Γιόζεφ Ροτ : τη νοσταλγία ενός χαμένου κόσμου, με τη συνεχή ένταση μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Και μολονότι ο συγγραφέας του Εμβατηρίου του Ραντέτσκυ αρνείται να εκθειάσει την πρόοδο και τη νεωτερικότητα, δεν εξιδανικεύει ετούτο το σύμπαν που εξαφανίζεται και με μεγάλη κριτική διαύγεια εντοπίζει μέσα του τα σπέρματα της βίας και της κτηνωδίας που προαναγγέλλουν το χειρότερο.
13.41

Ελληνική λογοτεχνία

Το χάδι

Αλέξανδρος Στεφανίδης

“Θυμήθηκε την τελευταία φορά που ένιωσε τη ζεστασιά της στο σώμα του. Ήταν έξι χρονών και βρίσκονταν σε μια συγγενική επίσκεψη. Τον είχε όρθιο στην αγκαλιά της, ανάμεσα στα πόδια της, με την πλάτη γυρισμένη, και του δάγκωσε χαδιάρικα το αυτί. Ένιωσε την υγρασία των χειλιών της να τον πλημμυρίζει. Χρόνια κρατούσε ζωντανή τη μνήμη από το υγρό χάδι της.”

Το χάδι, ως διαρκής έλλειψη και αναζήτηση, διατρέχει το βιβλίο, το οποίο συντίθεται από δώδεκα διηγήματα, σπαράγματα ζωής της παιδικής και εφηβικής ηλικίας του αφηγητή, σε κάποιο ορφανοτροφείο της Αθήνας.
Ο αφηγητής, ώριμος και νηφάλιος πια, αποτολμά το συγκερασμό του παρόντος και του παρελθόντος χρόνου, αναπτύσσοντας μια ιδιότυπη αποστασιοποιημένη μνημοτεχνική, που του επιτρέπει, μέσω της κινηματογραφικής εικονοποιίας και της ελλειπτικής καταγραφής, να ψαύσει -ως παιδί και ως ενήλικος- το αληθινό πρόσωπό του.

8.50

Ελληνική λογοτεχνία

Μπέμπης

Θωμάς Κοροβίνης

O Δημήτρης Στεργίου, γνωστός ως Μπέμπης (Πειραιάς 16.4.1927-24.12.1972), υπήρξε μια ιδιότυπη πρωταγωνιστική φυσιογνωμία της ελληνικής λαϊκής μουσικής που, λόγω της ιδιοφυΐας, της μόρφωσης, της απαράμιλλης δεξιοτεχνίας του στο μπουζούκι και στην κιθάρα, της καθηλωτικής γοητείας του και της αυτοκαταστροφικής αγωνίας του, απέκτησε, τόσο εν ζωή όσο και μετά θάνατον, διαστάσεις θρύλου.

Ο Θωμάς Κοροβίνης, έχοντας μελετήσει τα υπάρχοντα στοιχεία της εργοβιογραφίας και της καλλιτεχνικής διαδρομής του και «συνομιλώντας» για χρόνια με την προσωπικότητά του, παρουσιάζει ένα εκτενές λογοτεχνικό πορτραίτο του, μια αυτοαναφορική εξομολόγησή του, με αποδέκτη έναν φανταστικό επιστήθιο φίλο του μα και όλους μας. Μέσα από την αφήγηση αναδεικνύονται σημαίνοντα πρόσωπα της λαϊκής μας μουσικής, εμβληματικά τραγούδια, ανάλυση χαρακτήρων συνθετών, στιχουργών, ερμηνευτών και θαυμαστών του τραγουδιού, η ανθρωπογεωγραφική σύνθεση του Πειραιά της εποχής του καλλιτέχνη, η ζωή των μουσικών μας στην Κατοχή και στη μεταπολεμική Ελλάδα, και στα αμερικανικά κέντρα διασκέδασης, με ιδιαίτερη έμφαση στο «αγγελικό και μαύρο φως» που σφραγίζει την ψυχική ιδιοσυστασία αυτού του μοναδικού και ανεπανάληπτου «αριστοκράτη μάγκα».

16.50