«Δεν υπάρχει τρόπος να τους εξηγήσω την απλή αλήθεια της ζωής: ότι μεγάλο μέρος της το ξεχνάς. Όλα τα επώδυνα, αυτά που κάποτε ήσουν βέβαιη ότι δεν θα κατάφερνες ποτέ να τα ξεχάσεις, δεν θυμάσαι πια ούτε πότε ακριβώς συνέβησαν. Αλλά και οι πιο συναρπαστικές περιστάσεις, οι πιο συγκλονιστικές χαρές, κι αυτές διαλύονται και σκορπίζονται και γίνονται μέσα σου κάτι άλλο. Κι ύστερα οι αναμνήσεις αντικαθίστανται από άλλες χαρές και μεγαλύτερες λύπες και, όσο απίστευτο κι αν φαίνεται, κι αυτές με τη σειρά τους παραγκωνίζονται, ώσπου ένα πρωί βρίσκεσαι να μαζεύεις κεράσια με τις τρεις ενήλικες κόρες σου, ενώ ο άντρας σου περνάει από δίπλα σας με το φορτηγάκι του, κι εσύ είσαι απολύτως σίγουρη πως έχεις όλα όσα ήθελες ποτέ απ’ τη ζωή σου».
Για να περάσει η ώρα καθώς μαζεύουν κεράσια στο κτήμα, οι κόρες της Λάρα ζητούν απ’ τη μητέρα τους να τους μιλήσει για τα νεανικά της χρόνια, τότε που ήταν ηθοποιός στο θίασο Τομ Λέικ. Θέλουν να μάθουν για το καλοκαιρινό της ειδύλλιο με τον διάσημο Πήτερ Ντιουκ.
Είναι αλήθεια ότι η Λάρα μπορούσε να κάνει καριέρα στο Χόλλυγουντ; Είναι αλήθεια ότι απέρριψε προτάσεις να πρωταγωνιστήσει σε ταινίες; Μα γιατί; Πώς γίνεται να μη μετανιώνει για τις ευκαιρίες που χαράμισε, για τη ζωή που δεν έζησε; Λέει αλήθεια όταν δηλώνει ευγνωμοσύνη για τη ζωή που της δόθηκε, σ’ εκείνο το κτήμα, μ’ αυτά τα κορίτσια, με τούτο τον σύζυγο, να μαζεύει κεράσια;