Ο Σεριντάν Λε Φανύ είχε πολλούς θαυμαστές – ανάμεσά τους και αρκετούς επιφανείς ομοτέχνους του. Ο M. R. James ισχυριζόταν ότι “κατορθώνει να εμπνέει τον μυστηριώδη τρόμο καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον συγγραφέα”, ενώ ο Henry James διατεινόταν ότι οι ιστορίες του ήταν “το ιδανικό ανάγνωσμα για μεταμεσονύχτιες ώρες σ’ ένα σπίτι στην εξοχή” – διατυπώσεις που ιχνογραφούν απλώς το περίγραμμα μιας απαράμιλλης αφηγηματικής και εικονοπλαστικής ικανότητας στην υπηρεσία μιας προσωπικής ποιητικής του τρόμου, που στηρίζεται στην υποβλητικότητα και πάλλεται από έναν γνήσιο όσο και παράδοξο λυρισμό με μεταφυσικές προεκτάσεις.
Το Άγρυπνο μάτι είναι από τις πλέον χαρακτηριστικές ιστορίες του Λε Φανύ και από τις πλέον αριστοτεχνικές όσον αφορά την κλιμάκωση της υφέρπουσας απειλής και τη συντριπτική επικράτησή της έναντι της λογικής και τελικά της ζωής του ήρωα. Ο Μπάρτον, άνδρας ορθολογιστής, με περιπέτειες και εμπειρίες, αποφασίζει στο Δουβλίνο να προσχωρήσει στο ρεύμα μιας κοινωνικά αποδεκτής κανονικότητας – να κατασταλάξει, να συνάψει γάμο με μια νεαρή κυρία, να ενσωματωθεί. Τα σχέδιά του ανατρέπονται όταν ένα βράδυ ακούει βήματα να τον ακολουθούν – βήματα που δεν τον εγκαταλείπουν έκτοτε και που φαίνεται να ανήκουν σ’ έναν (πραγματικό ή φανταστικό;) διώκτη, αποφασισμένο να τον κυνηγήσει μέχρι τέλους και να γίνει η νέμεσή του για ένα σφάλμα που διαπράχθηκε στο παρελθόν και παραμένει έως τη λύση του δράματος ανεξιχνίαστο. Όμως, ακόμα και όταν ο συγγραφέας παραχωρεί μια ενδεχόμενη ερμηνεία, λίγα πράγματα μπαίνουν στη θέση τους και ποτέ δεν καθησυχαζόμαστε στ’ αλήθεια: κάτι ελλοχεύει εκεί έξω και πιθανότατα δεν μας είναι ανοίκειο, ξένο. Βρισκόμαστε σίγουρα κάτω απ’ τον αστερισμό της αμφισημίας.