Δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο· μια απλώς μέτρια γκόμενα ήταν, που όμως ήξερε πώς να κουνιέται και να ντύνεται για να ερεθίζει τους άντρες. Γι’ αυτό κι εκείνος ο φαλάκρας, ο κοντοστούπης σύζυγός της την περιέφερε σαν τρόπαιο και δεν σταματούσε να τη χουφτώνει, όταν την έδειχνε στους λεφτάδες φίλους του, που ερχόντουσαν να τους επισκεφτούν στο συγκρότημα πολυτελών κατοικιών Πάρανταϊς.
Δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο, αλλά αυτός ο σιχαμένος ο χοντρός, ο Φράνκο Ανδράδε, με τις δίπλες στην κοιλιά και τα μπιμπίκια στη μούρη, είχε πάθει εμμονή μαζί της. Μόνο γι’ αυτή μιλούσε και πάντα έβρισκε τρόπο να είναι δίπλα της και να την παίρνει μάτι, όποτε η σενιόρα Μαριάν έβγαινε στην πισίνα με τα δυο κακομαθημένα βρωμόπαιδά της για να κάνει ηλιοθεραπεία.
Ο Πόλο δεν έφταιξε σε τίποτα. Ποτέ δεν το πίστεψε ότι ο Φράνκο σκόπευε στ’ αλήθεια να κάνει αυτό που έλεγε. Ο Πόλο είναι εντελώς αθώος, ο χοντρός φταίει για όλα.