Τις ημέρες που βρέχει, σε κάποια παλαιοβιβλιοπωλεία της οδού Άστιγγος, στο Μοναστηράκι, όταν το νερό μπαίνει στο μαγαζί με τις ομπρέλες των πελατών, στρώνουν το δάπεδο με θεατρικά έργα για να το απορροφήσουν. Είναι πια τόσο αζήτητα, που η αξία τους έχει πέσει πιο κάτω και από του πριονιδιού. Κι όμως, κάποτε ο κόσμος αγόραζε θεατρικά έργα και τα διάβαζε, χωρίς να είναι ηθοποιός ή σκηνοθέτης, απλώς επειδή απολάμβανε την ανάγνωσή τους, όπως εκείνη ενός μυθιστορήματος. Και μόνο όταν τα διαβάζει κάποιος ‒και όχι όταν τα βλέπει στη σκηνή‒ ανακαλύπτει τον πλούτο και τις διαστάσεις των επιμέρους ιστοριών τους, όπως και τον ρυθμιστικό για την κύρια υπόθεση ρόλο τους. Διαφορετικά, όλα αυτά τα στοιχεία γίνονται φευγαλέα στραφταλίσματα που παρασύρει η ροή μιας παράστασης, χωρίς ο θεατής να προλαβαίνει να συλλαμβάνει το πλήρες βάθος τους.
Από τον Έμπορο της Βενετίας, που κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα αν είναι τραγωδία, κομεντί, κωμωδία ή παρωδία, όλοι συγκρατούν την τρομερή φιγούρα του Εβραίου τοκογλύφου Σάιλοκ ως υπόδειγμα του χειρίστου είδους εκδικητικού απάνθρωπου. Άλλοι, πάλι, θεωρούν το έργο μια ποιητική διατριβή φιλοσοφίας του δικαίου με κύριο αντικείμενο την παράδοξη και μεγαλειώδη συνύφανση της έννοιας του δικαίου με εκείνην του ελέους, όπως την περιγράφει άψογα στον συγκινητικό μονόλογό της η μεταμφιεσμένη σε δικαστή αξιέραστη Πόρσια.
Κι όμως, τίποτε από αυτά δεν θα συνέβαινε αν ο έμπορος της Βενετίας, δηλαδή ο Αντόνιο, δεν είχε έναν φίλο με το όνομα Μπασάνιο. Αυτή η φιλία συνιστά το «ρινγκ» που φιλοξενεί όλες τις συγκλονιστικές συγκρούσεις που παρέχει το έργο. Ο Αντόνιο, ως αληθινός φίλος που είναι, εγγυάται το δάνειο που ο Μπασάνιο παίρνει από τον Σάιλοκ, προκειμένου να αγοράσει όμορφα ρούχα και να καλύψει περαιτέρω έξοδα παραστάσεως στην προσπάθειά του να γοητεύσει την Πόρσια. Ο Μπασάνιο ‒που είναι καλό παιδί‒ κερδίζει την Πόρσια. Όμως ο Αντόνιο δεν καταφέρνει να εξοφλήσει τον Σάιλοκ. Και ο τελευταίος σέρνει τον έμπορο της Βενετίας στο δικαστήριο, απαιτώντας να του αποδοθεί το προβλεπόμενο από την ποινική ρήτρα του συμβολαίου τους, δηλαδή ένα κομμάτι κρέας από το σώμα του Αντόνιο, βάρους ίσου με εκείνο των χρυσών νομισμάτων που ο Σάιλοκ δάνεισε στον Μπασάνιο.
Δεν υπάρχει καλύτερη απόδειξη φιλίας από το να αποδέχεσαι να δικαστείς για λογαριασμό φίλου σου. Αλλά και αυτό δεν αρκεί για να ορίσει τι εστί φιλία. Η λέξη δεν προσφέρει «πρόγνωση» του τι σημαίνει. Όλοι την καταλαβαίνουν εμπειρικά, χωρίς απαραίτητα να συμφωνούν σε έναν ορισμό της. Η ουσία της τελικά μπερδεύεται και χάνεται στην αοριστία που προκαλούν οι πολυάριθμοι και ετερόκλητοι προσδιορισμοί της. Ωστόσο, είναι η κορωνίδα των εξευγενισμένων ανθρώπινων δεσμών. Είναι μια αγάπη που διαπερνά τα οχυρωματικά τείχη κάθε «εγώ», χωρίς να χρειάζεται την ερωτική έλξη ως εμπροσθοφυλακή που θα τα γκρεμίσει για να διευκολύνει την επέλασή της. Αυτή της η δύναμη, η αυτάρκειά της, καθιστά τη φιλία ένα αίνιγμα.
Σήμερα, περισσότερο από οποτεδήποτε στο παρελθόν, όλοι θέλουν να είναι άτομα ελεύθερα, γνήσια, ανεξάρτητα και αυθεντικά. Και το πετυχαίνουν εις βάρος της δύναμης των δεσμών τους με τους άλλους. Έτσι, αντί να νιώθουμε έρωτα ή φιλία, καταλήγουμε σε κάτι χλιαρότερο, όπως είναι οι «σεξουαλικές σχέσεις» και οι «φιλικές σχέσεις». Χάθηκαν η περιπλοκότητα, οι θρίαμβοι και οι ήττες του κοινωνικού δεσμού – τα τρία στοιχεία που πάντα θεωρούνταν η αλήθεια και η ουσία του.
Στη σχέση των Αντόνιο και Μπασάνιο αντικρίζει κάποιος ένα σπάνιο και μάλλον ξεχασμένο πρότυπο φιλίας, που είναι το πιο θαυμαστό, το πιο ικανοποιητικό και ταυτόχρονα το πιο ενοχλητικό. Συχνά η φιλία τους οδηγεί στην καχυποψία ότι συντρέχει και μια ασυνείδητη, εντελώς λανθάνουσα έλξη ομοερωτικού χαρακτήρα. Η μετάφραση του Μίνου Βολανάκη χαίρεται να «παίζει» με αυτή την εκδοχή. Αλλά είναι και πιστή στον Σαίξπηρ, ο οποίος ίσως να χαιρόταν κι εκείνος με το ίδιο παιχνίδι, αλλά είχε επίσης φροντίσει να τοποθετήσει ως «ενθέματα» στα λόγια των δύο χαρακτήρων μερικά ακλόνητα πειστήρια του ότι η μεταξύ τους φιλία δεν φέρει τα σημάδια της παραφοράς που θα ταίριαζαν σε έναν κρυφό έρωτα.
Αυτό που συμβαίνει στον Αντόνιο και στον Μπασάνιο είναι το περίφημο αριστοτελικό «ο έτερος γαρ αυτός» ‒ ο ένας βλέπει στον άλλο ένα είδωλο του εαυτού του. Είναι μια αίσθηση αγαλλίασης τόσο δυνατή, που επιτρέπει εύκολα να πάρει ο ένας τη θέση του άλλου και στις πιο δύσκολες περιστάσεις.
Γιάννης Κωνσταντινίδης