Το προτελευταίο μυθιστόρημα του Ντοστογέφσκι, άδικα παραγνωρισμένο, είναι η φωτισμένη εξομολόγηση ενός μοναχικού εφήβου. Ο αφηγητής και πρωταγωνιστής Αρκάντι Ντολγκορούκι είναι ένας αφελής νεαρός, φιλόδοξος και πείσμων. Νόθος γιος ενός ξεπεσμένου γαιοκτήμονα και μιας δουλοπάροικης, που τον κακομεταχειρίστηκαν στο σχολείο ο δάσκαλος και οι συμμαθητές του, κλείνεται σε μια μεγαλομανή απομόνωση και βυθίζεται σε χαώδεις στοχασμούς, όπου ανακατεύονται το φάντασμα του πλουτισμού, η εμμονή με την αριστοκρατία και το μυστικιστικό ντελίριο.
Καίγεται από τον πόθο να αποκαλύψει τα σφάλματα του πατέρα του, που ελάχιστα τον γνωρίζει, αλλά και να κερδίσει την αγάπη του. Ταξιδεύει στην Αγία Πετρούπολη για να συναντήσει τη «συμπτωματική οικογένειά » του, που έχει κατακλύσει τα όνειρά του. Με μια αόριστη επιθυμία για επικοινωνία και επαφή, οπλισμένος με ένα μυστηριώδες γράμμα που πιστεύει ότι του δίνει δύναμη πάνω στους άλλους, έρχεται σε αντιπαράθεση με όλους και με όλα, χωρίς όμως τα αποτελέσματα που ονειρευόταν. Και όλα αυτά με φόντο τις ερωτικές ίντριγκες της πετρουπολίτικης κοινωνίας.
Το μυθιστόρημα διατρέχουν αναφορές σε επαναστατικά μοτίβα, στα οδοφράγματα του Παρισιού του 1848, στη Γαλλική Κομμούνα, στο φάσμα των Ρότσιλντ και του υπέρμετρου πλουτισμού, στους στοχαστές Ρουσσώ, Φουριέ, Γκέρτσεν, Μπακούνιν και Προυντόν, στους Ρώσους συγγραφείς με τους οποίους συνδιαλέγεται ο Ντοστογέφσκι –Πούσκιν, Γκόγκολ, Τουργκένιεφ, Τολστόι– αλλά και στον Μπαλζάκ.