Σε αυτούς τους πέντε εκλεπτυσμένους αυτοβιογραφικούς στοχασμούς, ο Ίταλο Καλβίνο ανατρέχει στο δικό του παρελθόν, θυμάται αμήχανους περιπάτους με τον πατέρα του από την παιδική του ηλικία, την παντοτινή λατρεία του για τον κινηματογράφο και τον αγώνα του με τους παρτιζάνους της ιταλικής Αντίστασης κατά των φασιστών. Συλλογίζεται επίσης τα κοινωνικά συμβόλαια, τη γλώσσα και τον πολιτισμό, την αίσθηση που του προκαλεί το να μαζεύει τα σκουπίδια από το καλάθι της κουζίνας και να τα πετάει, καθώς και το σχήμα που πιστεύει πως θα είχε ο κόσμος. Οι προβληματισμοί του αυτοί σχετικά με τη φύση της ίδιας της μνήμης είναι συναρπαστικοί, πνευματώδεις και φωτίζονται από την αλχημική ευφυΐα αυτού του σπουδαίου συγγραφέα. Σε τούτο το βιβλίο, ένα βιβλίο εξόχως προσωπικό και ακριβώς για αυτό ακατάτακτο, αναδεικνύονται όλες οι αστραφτερές αρετές του, η αντισυμβατική και αναλυτική του ματιά, η αφηγηματική και δοκιμιακή του δεινότητα, η ανθρωπιστική και κριτική του εγρήγορση. Ο Δρόμος του Σαν Τζοβάνι λειτουργεί, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Τσέζαρε Γκάρμπολι στο επίμετρο της έκδοσης, ως μια «μεταφορά» για ολόκληρη τη λογοτεχνία του Ίταλο Καλβίνο.
Φώντας Τρούσας
Κείμενα για ουκ ολίγες βαθιά υποτιμημένες ταινίες, κυρίως από τη δεκαετία του ’70, που απελευθέρωσαν τη ματιά του θεατή από την οικογενειακή τηλεοπτική εικόνα, απενοχοποιώντας περαιτέρω το γυμνό (γυναικείο και αντρικό), την ερωτική περίπτυξη ή και την ερωτική πράξη καθαυτή, τοποθετώντας τα όλα τούτα εντός του ελληνικού τοπίου (φυσικού ή αστικού). Σε μια εποχή συντηρητική, όπως και να το κάνουμε, είναι η λογοκρισία εκείνη που χαλαρώνει –και επί δικτατορίας και επί μεταπολίτευσης–, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει ο ελληνικός κινηματογράφος και οι άνθρωποι που στήριζαν σε αυτόν την επιβίωσή τους (τεχνικοί, αιθουσάρχες κ.λπ.) μετά το βαρύ χτύπημα που του επέφερε η τηλεόραση, δείχνοντας εν ολίγοις όσα δεν μπορούσε να δείξει η TV. Αναδείχθηκαν έτσι νέες ερωτικές περσόνες, σαν εκείνες που υποδύθηκαν η Άννα Φόνσου, η Γκιζέλα Ντάλι, η Δώρα Σιτζάνη, η Ρίτα Μπενσουσάν, η Τίνα Σπάθη, η Ajita Wilson κ.ά., μαζί βεβαίως με τους παρτενέρ τους, τον Θεόδωρο Ρουμπάνη, τον Λευτέρη Γυφτόπουλο, τον Udo Kier, τον Γιώργο Στρατηγάκη, τον Χρήστο Νομικό κ.ά.
Από το βιβλίο δεν απουσιάζουν τα κείμενα και οι πληροφορίες ακόμα και για τον underground ή πειραματικό κινηματογράφο μας, δεν απουσιάζουν οι πρωτοποριακές μουσικές ταινίες, δεν απουσιάζουν και άλλα πολλά, που θα τα ανακαλύψετε σιγά-σιγά.
Από τον πρόλογο του βιβλίου
Μαριάννα Κορομηλά
«Εγώ είμαι η Μαριάννα Κορομηλά, δευτερότοκο παιδί του Αθηναίου δημοσιογράφου Λάμπρου Κορομηλά…».
«Εκείνη είναι η Μαρία Κομνηνή Παλαιολογίνα Διπλοβατάτζινα, κόρη του στρατηγού και μετέπειτα αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου…».
Η ιστορία αφορά την ιδιόμορφη συμβίωση δύο γυναικών, που δεν τις χωρίζει μόνον η συμβατική μέτρηση του χρόνου, δηλαδή μια απόσταση επτά αιώνων, αλλά και χίλιες δυο άλλες συνθήκες (συμβατικές ή ουσιαστικές), και μέσα από αυτήν ξετυλίγονται τα υλικά της τέχνης της γνωστής συγγραφέα σε μια «κουζίνα» υλικών που ονομάζεται «η κουζίνα του ιστορικού».
Ρόμπερτ Μούζιλ
Οι “Ιστορίες που δεν είναι ιστορίες”, “Ο κότσυφας” και οι “Εικόνες” αποτελούν τρεις από τις τέσσερις ενότητες των “Καταλοίπων εν ζωή συγγραφέα” που εκδόθηκαν το 1936.
Την περίοδο αυτή ο Μούζιλ έχει αρχίσει να αντιλαμβάνεται την αδυναμία του να ολοκληρώσει το μνημειώδες αριστούργημα “Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες” και στα διηγήματά του προσέρχεται με την εγκράτεια και την ιδιοφυΐα του στυλίστα συγγραφέα που, παρατηρώντας την τραγική πάλη μιας μύγας πιασμένης σε παγίδα, ένα νησί με πιθήκους, τους ψαράδες στη Βαλτική ή τους ενοίκους μιας πανσιόν, του αποκαλύπτεται ό,τι μοχθηρό και τρυφερό επί των ανθρωπίνων μέσα από τον κόσμο τον μικρό, τον μέγα.