– Τι σχέση έχουν οι FARC της Κολομβίας με τη Μέρκελ;
– Πόσο συνδέεται ο Σόκρατες με το κίνημα Γκεζί της Κωνσταντινούπολης;
– Τι κοινό έχουν ο Ερυθρός Αστέρας Παρισιού με το απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική ή την αντίσταση στον φασισμό της Μπεϊτάρ Ιερουσαλήμ του Ισραήλ;
– Πως το γυναικείο ποδόσφαιρο “έσωσε” το άθλημα από την εξαφάνιση την επαύριον του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και πόσο μοιάζει ο Λουκασένκο με τις “Τίγρεις” του Αρκάν στη Σερβία;
– Ποιοι τόλμησαν να σηκώνουν τη σημαία των Βάσκων επί Φράνκο στο Σαν Σεμπαστιάν και πώς οι Σοβιετικοί “επιστημονικοποίησαν” ό,τι συνέβαινε μέσα στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου;
– Πώς η Αφρική αναθάρρησε μέσα από τα “αδάμαστα λιοντάρια” του Καμερούν και γιατί ο Πούτιν ένιωθε την πίεση να φουντώνει στο Μουντιάλ της Ρωσίας;
Η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα είναι το ποδόσφαιρο. Το λαϊκότερο και δημοφιλέστερο άθλημα της ανθρωπότητας, που καταφέρνει να διατρέχει τις φλέβες των κοινωνιών, να γεννά πάθη και ελπίδες, συγκρούσεις και διεξόδους, με τρόπο συναρπαστικό όσο και αναπάντεχο. Σκοτεινές προσωπικότητες, καρτέλ ναρκωτικών, αιμοσταγείς πολέμαρχοι, δικτάτορες, απελευθερωτικά κινήματα και ένοπλες ομάδες επιχείρησαν να εκμεταλλευτούν, να χρησιμοποιήσουν ή να αξιοποιήσουν τη δύναμη και επιρροή του ποδοσφαίρου για να ενισχύσουν το δικό τους αφήγημα και να καθορίσουν τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων. Μέσα σε αυτή την αέναη πάλη του καλού με το κακό, το ίδιο το παιχνίδι, η μπάλα, η “pelota” του Μαραντόνα, συνεχίζει να συναρπάζει και να επαληθεύει τη ρήση του Μπομπ Μάρλεϊ ότι “το ποδόσφαιρο είναι ελευθερία”.
Σε αυτό το βιβλίο, κάνουμε μια βόλτα σε ιστορίες απ’ όλο τον κόσμο που σημάδεψαν το άθλημα και αποδεικνύουν ότι το ποδόσφαιρο είναι κάτι παραπάνω από ένα παιχνίδι, ότι “it is more than a game”, όπως λένε και οι φίλοι μας οι Άγγλοι.
Γιάννης Ατζακάς
Υπήρχε πάντα μέσα του η βαθιά χαρακιά που άφησε το πέρασμα από τις μετεμφυαλικές εκείνες παιδοπόλεις -ένδοξους βασιλικούς τόπους υποταγής και χειραγώγησης, σταθμούς καθαγιασμένους μόνον κατ’ όνομα: «Απόστολος Παύλος», Άγιος Χαράλαμπος», «Καλή Παναγιά», «Άγιος Δημήτριος», Αθήνα, Βέροια, Θεσσαλονίκη, 1949 – 1955. Έχοντας από καιρό διανύσει τις περισσότερες από τις αναπότρεπτες διαδρομές του, ο Γιάννης Αρχοντής φτάνει μόνος του ένα απόγευμα του Ιουνίου σε κάποια ερημική ακτή του Αιγαίου. Δεν ήταν τόσο ανάγκη ενός τελικού απολογισμού, όσο η επίμονη «αναζήτηση του χαμένου χρόνου» και των σημαδιών που άφησε μέσα του μια εποχή ερμητικά κλειστή, όπως τα περίκλειστα και περίλαμπρα ιδρύματα, όπου έζησε έξι από τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Εκεί, την ώρα που ένα φωταγωγημένο καράβι περνά ανοιχτά μέσα στη νύχτα, από τον «θολό βυθό» της μνήμης του, όπου για περισσότερο από πενήντα χρόνια το είχε απωθήσει, αναδύεται απροσδόκητα το φάσμα του παιδιού που κάποτε υπήρξε, για να πει επιτέλους ολόκληρη την παλιά ιστορία του. (. . .)
Μάριο Βάργκας Λιόσα
ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Γιατί η Oυρανία Καβράλ επιστρέφει στο νησί της, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ενώ είχε ορκιστεί να μην ξαναπατήσει το πόδι της εκεί; Γιατί αισθάνεται τρόμο για τη ζωή από τα δεκατέσσερά της χρόνια; Και γιατί δεν γνώρισε ούτε έναν έρωτα στη ζωή της; Στη Γιορτή του Τράγου, το νέο του πολυαναμενόμενο μυθιστόρημα, ο μεγάλος Περουβιανός συγγραφέας υφαίνει μια μεγάλη τοιχογραφία όπου η Ιστορία μπλέκεται με τις μικρές ανθρώπινες ιστορίες, και όπου γνωστά ιστορικά πρόσωπα –όπως ο στρατηγός Τρουχίλιο που βασάνισε 3.000.000 ανθρώπους χωρίς να υποψιάζεται τη «μακιαβελική» πτώση του– διασταυρώνουν τα πεπρωμένα τους με τους μυθιστορηματικούς ήρωες του βιβλίου. Με έναν καταιγιστικό ρυθμό και την αξεπέραστη λογοτεχνική του ικανότητα, ο Βάργκας Λιόσα επιστρέφει στο «πολιτικό» μυθιστόρημα για να συγκινήσει, να προειδοποιήσει και να καταγγείλει όλες εκείνες τις μορφές εξουσίας που επιβιώνουν ανοίγοντας δρόμο μέσα από σωρούς πτωμάτων. Η παγκόσμια κριτική χαιρέτησε τη Γιορτή του Τράγου ως το αναμφισβήτητο αριστούργημα της ώριμης συγγραφικής περιόδου του Βάργκας Λιόσα.
Βιρτζίνια Γουλφ
“Το σημάδι στον τοίχο” είναι το πρώτο δημοσιευμένο διήγημα της Βιρτζίνια Γουλφ – αν και βέβαια δεν πρόκειται ακριβώς για διήγημα: καθισμένη μπροστά στο τζάκι, η αφηγήτρια απορροφάται πρόθυμα από ένα μικρό μαύρο σημάδι πάνω στον τοίχο, που η αινιγματικότητά του γίνεται το έναυσμα για να ξεδιπλωθεί ένας βαθύς εσωτερικός μονόλογος χωρίς ορισμένη κατεύθυνση και προφανή σκοπό.
Οι παιδικές καταβολές, η ανεξαρτησία της σκέψης, η φύση και η κοινωνία γίνονται εδώ οι μοχλοί που τροφοδοτούν την περίφημη «ροή της συνείδησης», δηλαδή το μέσο που η Βιρτζίνια Γουλφ τελειοποίησε ώστε πρώτα να απελευθερωθεί η ίδια και μαζί να προσφέρει άπλετα την αναγνωστική απόλαυση.