Πέντε από τους ήρωες του «Μια άλλη χώρα» είναι καλλιτέχνες: ο Ρούφους, ένας μαύρος ντράμερ της τζαζ, η αδελφή του, η Αΐντα, τραγουδίστρια των μπλουζ, ο Βιβάλντο, συγγραφέας με ταλέντο αλλά χωρίς έμπνευση, ο Ρίτσαρντ, συγγραφέας χωρίς ταλέντο που όμως κερδίζει την επιτυχία, και ο Έρικ, ηθοποιός κι ομοφυλόφιλος. Ωστόσο, δεν πρόκειται για ένα βιβλίο που καταπιάνεται με τη ζωή των καλλιτεχνών, αλλά με τις διαφυλετικές σχέσεις μεταξύ μαύρων και λευκών, που οδηγούν τον Ρούφους στην αυτοκτονία, καθώς και με τις ανθρώπινες σχέσεις γενικότερα: τη φιλία, τον έρωτα, το μίσος, τη ζήλια, τη μοναξιά… Η δράση εκτυλίσσεται στη Νέα Υόρκη στα τέλη της δεκαετίας του ΄50, αλλά και στη Γαλλία, όπου ο Έρικ ζει για αρκετά χρόνια αυτοεξόριστος, όπως είχε ζήσει και ο ίδιος ο Τζέιμς Μπόλντουιν. Είναι φανερό ότι το «Μια άλλη χώρα» πηγάζει κυρίως από τις εμπειρίες του ίδιου του συγγραφέα, παρά από τη φαντασία του: ήταν ένα από τα πρώτα μυθιστορήματα που εξέφραζαν την οργή των μαύρων Αμερικανών της εποχής εκείνης, αλλά και τις ιδιαιτερότητες της αφροαμερικανικής κουλτούρας. «Σε κρατάνε εδώ επειδή είσαι μαύρος, ενώ διατυμπανίζουν ανοησίες για τη χώρα της ελευθερίας και την πατρίδα των γενναίων… Μερικές φορές θα ΄θελα να μπορούσα να γίνω μια μεγάλη γροθιά και να κάνω αυτή την ελεεινή χώρα σκόνη. Μερικές φορές πιστεύω ότι δε δικαιούται να υπάρχει».
Φώντας Τρούσας
Κείμενα για ουκ ολίγες βαθιά υποτιμημένες ταινίες, κυρίως από τη δεκαετία του ’70, που απελευθέρωσαν τη ματιά του θεατή από την οικογενειακή τηλεοπτική εικόνα, απενοχοποιώντας περαιτέρω το γυμνό (γυναικείο και αντρικό), την ερωτική περίπτυξη ή και την ερωτική πράξη καθαυτή, τοποθετώντας τα όλα τούτα εντός του ελληνικού τοπίου (φυσικού ή αστικού). Σε μια εποχή συντηρητική, όπως και να το κάνουμε, είναι η λογοκρισία εκείνη που χαλαρώνει –και επί δικτατορίας και επί μεταπολίτευσης–, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει ο ελληνικός κινηματογράφος και οι άνθρωποι που στήριζαν σε αυτόν την επιβίωσή τους (τεχνικοί, αιθουσάρχες κ.λπ.) μετά το βαρύ χτύπημα που του επέφερε η τηλεόραση, δείχνοντας εν ολίγοις όσα δεν μπορούσε να δείξει η TV. Αναδείχθηκαν έτσι νέες ερωτικές περσόνες, σαν εκείνες που υποδύθηκαν η Άννα Φόνσου, η Γκιζέλα Ντάλι, η Δώρα Σιτζάνη, η Ρίτα Μπενσουσάν, η Τίνα Σπάθη, η Ajita Wilson κ.ά., μαζί βεβαίως με τους παρτενέρ τους, τον Θεόδωρο Ρουμπάνη, τον Λευτέρη Γυφτόπουλο, τον Udo Kier, τον Γιώργο Στρατηγάκη, τον Χρήστο Νομικό κ.ά.
Από το βιβλίο δεν απουσιάζουν τα κείμενα και οι πληροφορίες ακόμα και για τον underground ή πειραματικό κινηματογράφο μας, δεν απουσιάζουν οι πρωτοποριακές μουσικές ταινίες, δεν απουσιάζουν και άλλα πολλά, που θα τα ανακαλύψετε σιγά-σιγά.
Από τον πρόλογο του βιβλίου
Ηλίας Δ. Κούβελας
Ένα από τα πλέον σημαντικά επιστημονικά ερωτήματα σήμερα είναι: Ποια η σχέση του ανθρώπινου νου με το υπόλοιπο σύμπαν; Με άλλα λόγια, πώς μπορεί ο —ουσιαστικά χωρίς νόημα— κόσμος να περιέχει νοήματα;
Η προσέγγιση στο ερώτημα αυτό από την πλευρά της νευροεπιστήμης είναι ότι οι νοητικές λειτουργίες είναι μέρος του φυσικού κόσμου, ότι το ερμηνευτικό εργαλείο κατανόησής τους είναι ο ορθολογισμός και ότι η «μηχανή του νου» είναι ο εγκέφαλος. Ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι η πιο πολύπλοκη δομή που υπάρχει στο σύμπαν που γνωρίζουμε, και είναι αποτέλεσμα διαδικασιών που πραγματοποιήθηκαν μέσα στα εκατομμύρια χρόνια της εξέλιξης. Και ο εγκέφαλος του καθενός από εμάς είναι αποτέλεσμα της συνδυασμένης δράσης των γονιδίων του και των εμπειριών του, ιδίως εκείνων κατά τα πρώτα στάδια της ζωής του. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να κατανοήσουμε τη δομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου διότι, σε πλήρη αντίθεση με τα προϊόντα της τεχνητής νοημοσύνης, ο εγκέφαλος δεν δημιουργήθηκε προκειμένου να επιτευχθεί ένας συγκεκριμένος στόχος με βάση τις αρχές ενός συγκεκριμένου σχεδιασμού. Η φυσική επιλογή, η μηχανή της εξέλιξης δηλαδή, είναι η μόνη υπεύθυνη για τη δημιουργία του.
«Την πρώτη φορά που είδα τον Λούτσο, δεν εντυπωσιάστηκα. Ψηλός, αδύνατος, με βλέμμα διαισθητικό που παρατηρούσε τα πάντα, είχε έρθει παρέα με τον μεγάλο μου αδελφό. Εγώ καθόμουν στο ολοκαίνουργιο γραφείο μου, δώρο γενεθλίων από τους γονείς μου, και τακτοποιούσα τα χαρτάκια μου, τους πρώτους στίχους που ξεπηδούσαν από την ανυποψίαστη εφηβεία μου. Ο αδελφός μου με χαιρέτησε με τρυφερότητα και μου σύστησε αμέσως τον Λούτσο: ‘‘Από δω ο φίλος μου, ο συγκάτοικός μου στο σπίτι της ποιήτριας Εσίλντα Γκρέβε’’. Του έριξα μια λοξή ματιά για ένα δευτερόλεπτο, του έσφιξα το χέρι σαν να ήθελα να κρατήσω τις αποστάσεις.
‘‘Γράφεις;’’
‘‘Ναι, γράφω.’’
‘‘Τι γράφεις;’’
‘‘Ποίηση γράφω’’, του απάντησα με έπαρση.
Ο αδελφός μου επενέβη βιαστικά για να με πληροφορήσει ότι βρισκόμουν μπροστά σ’ έναν αληθινό ποιητή. Τον κοίταξα για πρώτη φορά και χαμήλωσα τα μάτια με ταπεινοφροσύνη. Τότε, εκείνος πήρε μολύβι και χαρτί, έγραψε ένα ποίημα και μου το αφιέ-ρωσε. Πρώτο ανάμεσα στα χιλιάδες που θα μου αφιέρωνε αργό-τερα, προμηνύοντας για μένα μια μοίρα ποιήτριας.»