Σε κάποια άλλη ζωή μπορεί να ήμασταν φίλες.
Μα βρισκόμασταν στο Μπέρτσγουντ…
Μου άρεσε να ράβω όμορφα μεταξωτά φορέματα με δαντέλες. Όταν η γιαγιά μου άνοιγε το καπάκι της ραπτομηχανής και έβλεπα στη σειρά τα μασούρια με τις πράσινες, κίτρινες, κόκκινες, γκρίζες, λευκές και ροζ κλωστές ονειρευόμουν πως μεγαλώνοντας θα είχα το δικό μου εργαστήριο. Τότε πιστεύαμε πως ο πόλεμος ήταν κάτι που συνέβαινε κάπου αλλού· ήρθε όμως στην πόλη μας και μας άρπαξε. Στοίβαξε χιλιάδες ανθρώπους σε τούτο το μέρος και, μαζί με μένα, τη Ρόουζ, τη Μάρτα και την Κάρλα.
Πάνω από τους φράχτες με το αγκαθωτό συρματόπλεγμα, ο ήλιος δεν ξεχώριζε στο γκρίζο. Στοιχιζόμασταν σε σειρές των πέντε, όλες με ριγέ στολή, και μετά τρέχαμε στο ατελιέ ραπτικής του στρατοπέδου. Εκεί, ανάμεσα στα πανάκριβα υφάσματα και στις απαιτητικές κυρίες των αξιωματικών, μέρα με τη μέρα ψαλιδίζονταν οι ελπίδες μας.
Εκείνο το πρωινό είχα δέσει κρυφά την κόκκινη μεταξωτή κορδέλα γύρω από τον λαιμό μου. Και για πρώτη φορά από τότε που βρέθηκα στο Μπέρτσγουντ ένιωσα πραγματικός άνθρωπος.
Έλλα, 1944