Η Αθήνα είναι μια πόλη μεταναστών και μεταναστριών. Όχι μόνο σήμερα αλλά από την πρώτη μέρα που εγγράφηκε στον παγκόσμιο χάρτη ως πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Η ανάπτυξη και η μεταμόρφωσή της, η κοινωνική και η οικονομική της ιστορία, οι πολλαπλές ταυτότητες και η χαοτική της δομή συνδέονται άρρηκτα με ιστορίες ανθρώπινης κινητικότητας. Τα ίχνη τους συχνά χάνονται στην πάροδο του χρόνου. Και άλλες φορές διαποτίζουν την πόλη σε τέτοιο βαθμό που μετατρέπονται σε οικεία τοπόσημα της καθημερινότητάς μας. Τα Αναφιώτικα, οι προσφυγικές πολυκατοικίες, οι εθνοτοπικοί σύλλογοι, το συνοικιακό σουβλατζίδικο «Τα Άγραφα», ο στίχος εκείνος για τον «επαρχιώτη στην Ομόνοια» μάς θυμίζουν, ακόμα και όταν δεν τους δίνουμε καμία σημασία, ότι η πόλη αυτή φτιάχτηκε από ανθρώπους και από την εργασία ανθρώπων που αποφάσισαν να εγκατασταθούν σε αυτήν. Η ιστορία της πόλης είναι η ιστορία των μετακινήσεών της.
Στο τεύχος αυτό επιλέξαμε να εστιάσουμε στη σύγχρονη μεταναστευτική εμπειρία της πόλης όχι ως μια παρένθεση στον ιστορικό χρόνο που ξεκινά και τελειώνει κάποια στιγμή αλλά, αντίθετα, ως μια δυναμική διαδικασία που μεταβάλλει την αθηναϊκή μας ζωή και συμβάλλει στην ανάδυση νέων υβριδικών ταυτοτήτων. Τα τελευταία τριάντα χρόνια η πόλη υποδέχθηκε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους από διαφορετικά σημεία του ορίζοντα. «Ξένους». Ξένοι που ήταν την ίδια στιγμή ορατοί ως απειλή και αόρατοι ως άνθρωποι. Ο μετανάστης και η μετανάστρια δεν είχαν όνομα. Το όνομά τους ήταν η καταγωγή τους. Ο μετανάστης και η μετανάστρια δεν είχαν νομιμοποιητικά έγγραφα. Η νομιμοποίησή τους ήταν η σκληρή και φτηνή εργασία τους. Ο μετανάστης και η μετανάστρια δεν ήταν κάτοικοι αυτής της πόλης. Όφειλαν να είναι αόρατοι και διακριτικοί, να μην ενοχλούν, να μην ακούμε τη φωνή τους και τη γλώσσα τους, να μην κάθονται στα παγκάκια και στις πλατείες μας. Γιατί τότε γίνονταν ορατοί. Ως απειλή.
Κάθε δημόσια συζήτηση γύρω από τη μετανάστευση οφείλει να αναμετρηθεί με το πολλαπλό καθεστώς των διακρίσεων: από τον θεσμικό ρατσισμό και την εργασιακή εκμετάλλευση μέχρι το καθημερινό βλέμμα της περιφρόνησης που στόχο έχει να βάλει στη θέση του τον «ξένο». Δεν μπορεί όμως να εξαντλείται σε αυτό. Γιατί η μονοσήμαντη καταγγελία των διακρίσεων –ακόμα και όταν εκκινεί από τις καλύτερες προθέσεις– συχνά καταλήγει σε μια ιδιόμορφη απλούστευση από την οποία απουσιάζουν οι φωνές, οι επιθυμίες και κυρίως οι επιλογές των μεταναστών και των μεταναστριών. Των υποκειμένων δηλαδή που είναι οι πρωταγωνιστές και οι πρωταγωνίστριες της Ιστορίας. Οι μετανάστες και οι μετανάστριες που μιλούν στο τεύχος αυτό έχουν τη δική τους ιστορία, που σε καμία περίπτωση δεν είναι από μόνη της αντιπροσωπευτική και γενικευτική. Είναι όμως όλες ιστορίες ανθρώπων που συγκλίνουν σε ένα σημείο: δεν υπάρχουν ξένοι. Υπάρχουν Αθηναίοι και Αθηναίες.
Αυτό είναι το νήμα που διατρέχει το τεύχος. Να σκεφτούμε την Αθήνα ως μια μεταναστευτική πόλη που αναδιαμορφώνεται μέσα από την αδιάκοπη κίνηση και εγκατάσταση των ανθρώπων. Η μετανάστευση δεν σταματά εκείνη τη στιγμή στον ιστορικό χρόνο που κάποιος διαβαίνει ένα εσωτερικό ή εξωτερικό σύνορο. Είναι μια διαρκής διαδικασία ώσμωσης και μετασχηματισμών. Σήμερα η Αθήνα είναι μια πολυφωνική και πολυεθνοτική μητρόπολη, όχι με όρους φολκλόρ αλλά με αυτούς μιας δυναμικής κοινωνικής εμπειρίας που συνδέεται με την ανάδυση νέων, απρόβλεπτων και αχαρτογράφητων, υβριδικών ταυτοτήτων. Στις γειτονιές, στα σχολεία, στα κοινωνικά κινήματα, στα μικρά και μεγάλα καταστήματα, στους χώρους εργασίας, στα γήπεδα, στις συναυλίες –όχι όμως ακόμα στην επίσημη πολιτική και θεσμική ζωή– η μεταναστευτική εμπειρία έχει αναδιατάξει την πάλαι ποτέ αρραγή ελληνική ταυτότητα. Αυτή η μεταβολή παράγει νέες εντάσεις γύρω από τα ερωτήματα της συμπερίληψης και του αποκλεισμού. Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις. Υπάρχει όμως ένα δεδομένο: το ρολόι του χρόνου δεν γυρίζει πίσω. Και αυτό μας υπενθυμίζει ότι εν τέλει είναι η κίνηση των ανθρώπων μέσα στον χώρο και στον χρόνο αυτή που αναστατώνει τις παγιωμένες ισορροπίες και δημιουργεί τις συναρπαστικές δυνατότητες του μέλλοντος.
ΚΩΣΤΗΣ ΚΑΡΠΟΖΗΛΟΣ