Οι φυλακές είναι πάρκινγκ και γυμναστήριο για τους κρατούμενους και τις κρατούμενες, διευθυντήριο και σχολείο για το έγκλημα, ένοχο μυστικό για τη δικαιοσύνη και μαύρο κουτί για την κοινωνία των πολιτών. Το βιβλίο αυτό είναι γραμμένο από τον Τάσο Θεοφίλου, έναν άνθρωπο που έζησε μέσα στις ελληνικές φυλακές και βγαίνοντας δεν σταμάτησε να τις παρακολουθεί και να γράφει γι’ αυτές. Με άλλα λόγια, έναν άνθρωπο που τις έζησε διπλά, ως φυλακισμένος και ως παρατηρητής της καθημερινότητάς τους, μετατρέποντας την προσωπική του εμπειρία σε γλώσσα ικανή να σταθεί απέναντι στα στερεότυπα που παράγουν οι ειδήσεις, οι επιτροπές και οι σκηνοθέτες. Και είναι μια σύντομη κατάδυση στο τυφλό σημείο του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και των θεσμών του, εκεί όπου τα δικαιώματα ακυρώνονται από την ίδια την εφαρμογή τους.
Γιάννης Ατζακάς
Υπήρχε πάντα μέσα του η βαθιά χαρακιά που άφησε το πέρασμα από τις μετεμφυαλικές εκείνες παιδοπόλεις -ένδοξους βασιλικούς τόπους υποταγής και χειραγώγησης, σταθμούς καθαγιασμένους μόνον κατ’ όνομα: «Απόστολος Παύλος», Άγιος Χαράλαμπος», «Καλή Παναγιά», «Άγιος Δημήτριος», Αθήνα, Βέροια, Θεσσαλονίκη, 1949 – 1955. Έχοντας από καιρό διανύσει τις περισσότερες από τις αναπότρεπτες διαδρομές του, ο Γιάννης Αρχοντής φτάνει μόνος του ένα απόγευμα του Ιουνίου σε κάποια ερημική ακτή του Αιγαίου. Δεν ήταν τόσο ανάγκη ενός τελικού απολογισμού, όσο η επίμονη «αναζήτηση του χαμένου χρόνου» και των σημαδιών που άφησε μέσα του μια εποχή ερμητικά κλειστή, όπως τα περίκλειστα και περίλαμπρα ιδρύματα, όπου έζησε έξι από τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Εκεί, την ώρα που ένα φωταγωγημένο καράβι περνά ανοιχτά μέσα στη νύχτα, από τον «θολό βυθό» της μνήμης του, όπου για περισσότερο από πενήντα χρόνια το είχε απωθήσει, αναδύεται απροσδόκητα το φάσμα του παιδιού που κάποτε υπήρξε, για να πει επιτέλους ολόκληρη την παλιά ιστορία του. (. . .)
Όμηρος
Τα περισσότερα, ιστορικά και γραμματολογικά, συμφραζόμενα της ομηρικής Ιλιάδας παραμένουν ή αδιάγνωστα ή υποθετικά. Τίποτε βέβαιο δεν ξέρουμε για τον ποιητή της (ή τους ποιητές της): ούτε πότε έζησε ακριβώς ούτε που έζησε και έδρασε ούτε καν πώς λεγόταν. Ίσως γεννήθηκε σε κάποια πόλη της παράλιας Μικράς Ασίας ή σε κάποιο παράκτιο νησί της.
Η Ιλιάδα πιθανολογείται ότι συντάχθηκε στα μέσα περίπου του όγδοου προχριστιανικού αιώνα ότι η Οδύσσεια ακολούθησε, εν γνώσει μάλλον της Ιλιάδας, στα τέλη του ίδιου αιώνα. Τα δύο έπη προϋποθέτουν πάντως μακρά προφορική παράδοση, που την καλλιέργησαν κάποιοι εμπνευσμένοι αοιδοί, οι οποίοι εξελίχτηκαν σε ραψωδούς. Σ’ αυτή την προφορική παράδοση χρωστούν τα ομηρικά έπη λίγο-πολύ: το μύθο τους και τα κύρια πρόσωπά τους σίγουρα τον εξάμετρο και τη γλώσσα τους τους επαναλαμβανόμενους λογοτύπους (άλλως πως: φόρμουλες), τις τυπικές σκηνές, τα τυπικά τους θέματα και μεγαθέματα. […]
Βιρτζίνια Γουλφ
“Το σημάδι στον τοίχο” είναι το πρώτο δημοσιευμένο διήγημα της Βιρτζίνια Γουλφ – αν και βέβαια δεν πρόκειται ακριβώς για διήγημα: καθισμένη μπροστά στο τζάκι, η αφηγήτρια απορροφάται πρόθυμα από ένα μικρό μαύρο σημάδι πάνω στον τοίχο, που η αινιγματικότητά του γίνεται το έναυσμα για να ξεδιπλωθεί ένας βαθύς εσωτερικός μονόλογος χωρίς ορισμένη κατεύθυνση και προφανή σκοπό.
Οι παιδικές καταβολές, η ανεξαρτησία της σκέψης, η φύση και η κοινωνία γίνονται εδώ οι μοχλοί που τροφοδοτούν την περίφημη «ροή της συνείδησης», δηλαδή το μέσο που η Βιρτζίνια Γουλφ τελειοποίησε ώστε πρώτα να απελευθερωθεί η ίδια και μαζί να προσφέρει άπλετα την αναγνωστική απόλαυση.