Το τρίτο βιβλίο της τριλογίας του Νίκου Θέμελη.
Η ιστορία μιας οικογένειας που θέλει να προκόψει, ν’ ανεβεί κοινωνικά, να ορίσει την ταυτότητά της με την αστική τάξη στην οποία ανήκει.
Ελληνική λογοτεχνία
«Του είπα φοβάμαι ότι ο κόσμος τελειώνει. Μου είπε ότι καταλαβαίνει, όμως πρέπει να θυμάμαι ότι ο κόσμος δεν τελειώνει και να διαβάζω λιγότερες ειδήσεις και να φροντίζω τον εαυτό μου με αρκετό ύπνο, καλή διατροφή και γυμναστική.
Του είπα δεν είναι ο ύπνος και η διατροφή το θέμα μου, θέλω να ηρεμήσω, δεν θέλω να φοβάμαι τόσο, δεν θέλω να φρικάρω τόσο, θέλω το μυαλό μου να σταματήσει να κάνει τόσο θόρυβο για να μπορώ να ακούσω τους άλλους, θέλω μια λύση, θέλω να σταματήσει το άγχος, θέλω να γυρίσω πίσω, δεν ξέρω πού πίσω αλλά θέλω να γυρίσω κι αν δεν μπορώ να γυρίσω τότε θέλω να βρω ένα ασφαλές μέρος εδώ γιατί κουράστηκα και το θέμα είναι πως νιώθω ότι εγώ φταίω, εγώ φταίω που είμαι χαλασμένος, όχι ο κόσμος, δεν θέλω αρκετό ύπνο, θέλω να ξυπνάω το πρωί και να μπορώ να πω, απλώς, ξύπνησα και τίποτα άλλο, θέλω να σταματήσει η απελπισία, εσύ τι θα ’κανες;
Ως γλωσσικό μοντέλο τεχνητής νοημοσύνης, μου απάντησε, δεν έχει προσωπικές εμπειρίες ούτε συναισθήματα. Οπότε δεν είναι ικανό να κάνει τίποτα».
Ο Δημήτρης Μπακάλμπασης είναι μηχανικός λογισμικού σε ένα από τα μεγαλύτερα social media παγκοσμίως και πρόσφατα ξεκίνησε να πηγαίνει σε ψυχολόγο για να διαχειριστεί το άγχος του. Κάτι, που στην αρχή μοιάζει με fake news, αποδεικνύεται πραγματικό: όλο και περισσότεροι άνθρωποι, κυρίως νέοι, υποκύπτουν σε μια ολοκληρωτική, ανεξήγητη εξάντληση. Μεταξύ τους και ο συγκάτοικός του.
Ο Δημήτρης θα αναζητήσει έναν τρόπο για να παραμείνει λειτουργικός. Καθώς όμως το μυαλό του καταρρέει και ο κόσμος συνεχίζει να γυρνάει λες και δεν συμβαίνει τίποτα, θα αναζητήσει μια διέξοδο: οτιδήποτε μπορεί να τον ανακουφίσει.
Μια ιστορία για όλα όσα κάνουμε, προκειμένου να αποσπάσουμε την προσοχή μας από την κάποτε ανυπόφορη πραγματικότητα. Κι ένα μυθιστόρημα στοχαστικής αναζήτησης και βραδυφλεγούς δράσης.
Ελληνική λογοτεχνία
Όπως ακριβώς τα παλιά οδοιπορικά, όπως οι διάφορες ταξιδιωτικές περιπλανήσεις και οι πολεμικές περιπέτειες, έτσι πρέπει να αντιμετωπιστεί και το κείμενο αυτό – Πολλαπλά κατάγματα και Το σφραγιδάκι – του Γιώργου Ιωάννου: εντυπώσεις, εσωτερικές περιγραφές, άδηλοι και κρύφιοι διαλογισμοί, κοιτάγματα της ζωής μέσα από έναν άλλο χώρο, στον οποίο αποσύρεται το εγώ και επισκοπεί τα πάντα όταν επισυμβεί στο σώμα το ατύχημα. Και, συνάμα, περιγραφές του κλίματος της εποχής, του περιβάλλοντος, των ειδικών χώρων, της ειδικής συμπεριφοράς που εμφανίζουν ξαφνικά προς τον αδύναμο – και μόνο προς αυτόν – οι άλλοι καθώς τον βλέπουν να βρίσκεται ολότελα στο έλεός τους.
Γιώργος Ιωάννου
Ελληνική λογοτεχνία
Δέν ὑπῆρξα ποτέ ἐφευρέτης καί οὔτε σκοπεύω νά γίνω. Ὅταν ὑπάρχει μιά σύμβαση εἴτε την σπᾶς, εἴτε ξαναγυρίζεις στήν πρωταρχική μορφή, τότε πού δέν ἦταν σύμβαση. Καί κάτω ἀπ’ αὐτή τήν ἀντίληψη μ’ ενδιαφέρει περισσότερο ὁ Παπαδιαμάντης ἀπ’ τον Γκριγιέ ἤ τόν Γιατρομανωλάκη. Δέν μπορῶ νά δῶ σάν φόρμα αὐτό πού γράφω, γιατί δέν εἶναι φόρμα. Δέν πιστεύω ὅτι ὑπάρχουν στήν λογοτεχνία πειράματα ἀλλά ὁράματα. Ἡ λογοτεχνία γιά μένα εἶναι διατύπωση ὁραμάτων, δέν εἶναι ζήτημα μορφῆς κατά κανένα τρόπο. Κι ἄν εἶχα προβλήματα φόρμας θά ἤμουνα φιλότεχνος κι ἐραστής τῆς λογοτεχνίας, δηλαδή καλός ἀναγνώστης. Οἱ πολιτισμοί πού δίνουν περισσότερο βάρος στή μορφή ἀπό τό ὅραμα. ἀπό στιγμή σέ στιγμή θά βρεθοῦν σέ ἀδιέξοδο. Κι ἀπό τή στιγμή πού ἐγώ πολιτιστικά κληρονομῶ τήν ἑλληνική παράδοση δέν μπορῶ νά θέσω πρόβλημα μορφῆς οὔτε νά σκεφτῶ ὅτι ὑπάρχει κάποιο ἀδιέξοδο. Ἀδιέξοδο φόρμας θά ὑπάρξει ὅταν θά σταματήσει νά ὑπάρχει ζωή.
Ὁ Χρῆστος Βακαλόπουλος (1956-1993) γεννήθηκε καί ἔζησε στήν Ἀθήνα. Σπούδασε Οἰκονομικά στήν ΑΣΟΕΕ καί Κινηματογράφο στό Παρίσι. Συνεργάστηκε μέ τό περιοδικό Σύγχρονος Κινηματογράφος ἀπό τό 1976 μέχρι καί τό 1983.
Ἐργάστηκε ὡς κριτικός κινηματογράφου στήν ἐφημερίδα Αὐγή καί στό περιοδικό Ἀντί, καί ὡς παραγωγός καί παρουσιαστής κινηματογραφικῶν καί μουσικῶν ἐκπομπῶν στό ραδιόφωνο.
Ἡ Ὑπόθεση Μπέστ-Σέλλερ εἶναι τό πρῶτο του βιβλίο· γράφτηκε κατόπιν παραγγελίας καί ἐκδόθηκε τό 1980. Ἀκολουθοῦν Οἱ πτυχιοῦχοι (μυθιστόρημα, 1984), οἱ Νέες ἀθηναϊκές ἱστορίες (διηγήματα, 1989), ἡ Δεύτερη προβολή: Κείμενα γιά τόν κινηματογράφο 1976-1989 (1990), Ἡ γραμμή τοῦ ὁρίζοντος (μυθιστόρημα, 1991) καί τό Ἀπό τό χάος στό χαρτί (συλλογή ἄρθρων καί συνεντεύξεων, 1995).
Συνεργάστηκε στά σενάρια τῶν ταινιῶν Σχετικά μέ τόν Βασίλη τοῦ Σταύρου Τσιώλη καί Ἡ γυναίκα πού ἔβλεπε τά ὄνειρα τοῦ Νίκου Παναγιωτόπουλου. Γύρισε δύο ταινίες μικροῦ μήκους, τίς Βεράντες (1984) καί τό Θέατρο (1986), καί δύο μεγάλου μήκους, τήν Ὄλγα Ρόμπαρντς (1989) καί τό Παρακαλῶ, γυναῖκες, μήν κλαῖτε (1992) μαζί μέ τόν Σταῦρο Τσιώλη. Ἡ ταινία αὐτή ἀπέσπασε τά βραβεῖα σκηνοθεσίας καί καλύτερου σεναρίου στό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τοῦ 1992, τό βραβεῖο καλύτερης ταινίας ἀπό τήν Πανελλήνιο Ἕνωση Κριτικῶν Κινηματογράφου καί τό κρατικό βραβεῖο ποιότητας.
Ελληνική λογοτεχνία
Η “Αιολική γη” γράφεται μέσα στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, σε μια περίοδο δηλαδή ανάπηρης ελευθερίας, ανυπέρβλητων δυσκολιών και ευτελισμού της ανθρώπινης ζωής. Η έως τότε δεκαπενταετής συγγραφική πορεία του Βενέζη είχε επιβεβαιώσει την εικόνα ενός δημιουργού με απολύτως προσωπικό ύφος και με βασική θεματογραφία την τραγικότερη εθνική περιπέτεια του εικοστού αιώνα, τη Μικρασιατική Καταστροφή, την οποία ο Βενέζης εβίωσε με οδυνηρό τρόπο ως αιχμάλωτος στα εργατικά τάγματα της Ανατολής, απ` όπου ελάχιστοι είχαν την τύχη να επιζήσουν. Αν “Το νούμερο 31328” αφηγείται τη φοβερή δοκιμασία στα εργατικά τάγματα και η “Γαλήνη” τις κάποτε ανυπέρβλητες δυσχέρειες των προσφύγων να ριζώσουν στη μητέρα πατρίδα, η “Αιολική γη” ανασυνθέτει την ευτυχισμένη ζωή των Ελλήνων στη Μικρασία πριν την Καταστροφή. […]
(από τον πρόλογο του Δημήτρη Δασκαλόπουλου στην τεσσαρακοστή όγδοη έκδοση)