Αυτό που λέμε «Σαββόπουλος» δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά σιγά με τα χρόνια: Ο τύπος με τα στρόγγυλα γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. Είναι ο «Σάββο», όπως τον έλεγε ο συγχωρεμένος ο Τάσος Φαληρέας. Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σ’ εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός.
Τώρα όμως τον χρειάζομαι, γιατί μεγάλωσα και θα ’θελα να δω πώς ήμουν πιτσιρίκος, πώς φέρθηκα στον επαγγελματικό μου βίο, πώς ήμουν σαν σύζυγος, πατέρας και παππούς, κι ακόμα πώς ήμουν σαν πολίτης, σαν φίλος και σαν γιος. Σ’ αυτά είναι καλός ο Σάββο. Το ’χει. Σαν ρόλος, και σουξέ είχε και πείρα διαθέτει.
Τώρα ο ρόλος θα μιλήσει για τον δημιουργό του. Ένα παιχνίδι είναι. Ένα κόλπο. Ελπίζω να το βρείτε διασκεδαστικό.
Σε αυτό το βιβλίο ο Σαββόπουλος μιλάει για τον Νιόνιο. Αυτόν ντύνεται.
Καλή ακρόαση, αγαπητοί μου, καλή ανάγνωση.
Δ.Σ.
Φώντας Τρούσας
Κείμενα για ουκ ολίγες βαθιά υποτιμημένες ταινίες, κυρίως από τη δεκαετία του ’70, που απελευθέρωσαν τη ματιά του θεατή από την οικογενειακή τηλεοπτική εικόνα, απενοχοποιώντας περαιτέρω το γυμνό (γυναικείο και αντρικό), την ερωτική περίπτυξη ή και την ερωτική πράξη καθαυτή, τοποθετώντας τα όλα τούτα εντός του ελληνικού τοπίου (φυσικού ή αστικού). Σε μια εποχή συντηρητική, όπως και να το κάνουμε, είναι η λογοκρισία εκείνη που χαλαρώνει –και επί δικτατορίας και επί μεταπολίτευσης–, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει ο ελληνικός κινηματογράφος και οι άνθρωποι που στήριζαν σε αυτόν την επιβίωσή τους (τεχνικοί, αιθουσάρχες κ.λπ.) μετά το βαρύ χτύπημα που του επέφερε η τηλεόραση, δείχνοντας εν ολίγοις όσα δεν μπορούσε να δείξει η TV. Αναδείχθηκαν έτσι νέες ερωτικές περσόνες, σαν εκείνες που υποδύθηκαν η Άννα Φόνσου, η Γκιζέλα Ντάλι, η Δώρα Σιτζάνη, η Ρίτα Μπενσουσάν, η Τίνα Σπάθη, η Ajita Wilson κ.ά., μαζί βεβαίως με τους παρτενέρ τους, τον Θεόδωρο Ρουμπάνη, τον Λευτέρη Γυφτόπουλο, τον Udo Kier, τον Γιώργο Στρατηγάκη, τον Χρήστο Νομικό κ.ά.
Από το βιβλίο δεν απουσιάζουν τα κείμενα και οι πληροφορίες ακόμα και για τον underground ή πειραματικό κινηματογράφο μας, δεν απουσιάζουν οι πρωτοποριακές μουσικές ταινίες, δεν απουσιάζουν και άλλα πολλά, που θα τα ανακαλύψετε σιγά-σιγά.
Από τον πρόλογο του βιβλίου
Τζέιμς Τζόϊς
Βρόμικο! Βλάσφημο! Άσεμνο! Και τελικά αδιάβαστο έχει χαρακτηριστεί από πολλούς το μυθιστόρημα του Τζόυς Ulysses – Οδυσσέας. Κι όμως, είναι ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
«Είναι ένα βιβλίο στο οποίο όλοι μας χρωστάμε και από το οποίο κανείς μας δεν μπορεί να ξεφύγει», γράφει ο Τόμας Έλιοτ.
Όπως και να έχει, είναι ένα βιβλίο που έφερε επανάσταση στη λογοτεχνία και στον τρόπο που τη βλέπουμε σήμερα. Ένα βιβλίο στο οποίο ο ιρλανδικός λυρισμός και η ιρλανδική χυδαιότητα φθάνουν στα άκρα, συνθέτοντας ένα απολλώνιο και διονυσιακό αμάλγαμα. Στον Οδυσσέα, ο Τζόυς καταγράφει τις σκέψεις και τις πράξεις πραγματικών ανθρώπων, ακόμη και τις
πιο αισχρές και άσεμνες.
1000 σελίδες – 1 ημέρα
Στην προσπάθειά του να δημιουργήσει έναν νεωτερικό, μοντέρνο ήρωα, ο Joyce επιστρέφει στο ομηρικό έπος της Οδύσσειας και αποδομεί τον Έλληνα ήρωα, τον πολύτροπο Οδυσσέα, σε μια παρωδία «περιπλανωμένου Ιουδαίου». Στη θέση του ομηρικού Οδυσσέα τοποθετεί τον Μπλουμ, που τον χαρακτηρίζουν ταπεινές ανθρώπινες δραστηριότητες και ιδιότητες, οι οποίες και περιγράφονται λεπτομερώς στο έργο.
Με το βλέμμα του Οδυσσέα – Μπλουμ, το Δουβλίνο στις 16 Ιουνίου του 1904, μια μέρα κοινή όπως όλες οι άλλες, ίσως όχι κοινή για τον Τζόυς (τη μέρα αυτή είχε το πρώτο ραντεβού με τη Νόρα Μπάρνακλ, με την οποία συζούσε 30 χρόνια πριν την παντρευτεί), γίνεται το σύμπαν των ανθρώπων, της ιστορίας, της θρησκείας, του πατριωτισμού, της λαγνείας, της προδοσίας.
Σχεδόν κάθε μορφή ανθρώπινης εμπειρίας, σκέψεων, συναισθημάτων, αναμνήσεων ρέει, με την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου, στο ρεύμα του υποσυνείδητου και εκβράζεται περιγράφοντας την πραγματική ζωή της πόλης και των ανθρώπων της σε μια μέρα.
Ένας καθρέφτης όσων θέλουμε να κρύψουμε
Το βιβλίο είναι ένας καθρέφτης κρατημένος μπροστά στη ζωή, καμωμένος από λέξεις που μιλάνε για όλα τα «ανθρώπινα»: Προθέσεις, επιθυμίες, κρυφές και φανερές, βίτσια, λαχτάρες, όνειρα, ματαιώσεις, ελπίδες ξεπετάγονται μέσα από χάσματα που αφήνουν οι λέξεις, απεικονίζοντας τη ζωή όπως είναι: κατακερματισμένη, παραμορφωμένη, θολή, διασπασμένη.
Στην καθηλωτική μετάφραση του Ε.Ανευλαβή και με πλούσιο σχολιασμό που βοηθά την ανάγνωση, ο Οδυσσέας του James Joyce αποτελεί μια πρόκληση για τους απανταχού βιβλιολάτρες, ένα βιβλίο που πολλοί χαρακτηρίζουν σαν το “Έβερεστ της λογοτεχνίας”.
Διονύσης Σαββόπουλος
Αυτό που λέμε «Σαββόπουλος» δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά σιγά με τα χρόνια: Ο τύπος με τα στρόγγυλα γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. Είναι ο «Σάββο», όπως τον έλεγε ο συγχωρεμένος ο Τάσος Φαληρέας. Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σ’ εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός.
Τώρα όμως τον χρειάζομαι, γιατί μεγάλωσα και θα ’θελα να δω πώς ήμουν πιτσιρίκος, πώς φέρθηκα στον επαγγελματικό μου βίο, πώς ήμουν σαν σύζυγος, πατέρας και παππούς, κι ακόμα πώς ήμουν σαν πολίτης, σαν φίλος και σαν γιος. Σ’ αυτά είναι καλός ο Σάββο. Το ’χει. Σαν ρόλος, και σουξέ είχε και πείρα διαθέτει.
Τώρα ο ρόλος θα μιλήσει για τον δημιουργό του. Ένα παιχνίδι είναι. Ένα κόλπο. Ελπίζω να το βρείτε διασκεδαστικό.
Σε αυτό το βιβλίο ο Σαββόπουλος μιλάει για τον Νιόνιο. Αυτόν ντύνεται.
Καλή ακρόαση, αγαπητοί μου, καλή ανάγνωση.
Δ.Σ.