Λίγα βιβλία ψυχανεμίζονται το αληθινό νόημα της φιλίας ως μια καταφατική κίνηση που ξεπερνάει τον θάνατο και σε στιγματίζει μια ζωή όσο το Γεια σου, Ασημάκη, ένας εξομολογητικός φόρος τιμής του Κωστή Παπαγιώργη στον καλό του φίλο, που έφυγε νωρίς από τη ζωή, Χρήστο Βακαλόπουλο. Βγαλμένο από τα σπάργανα του κλεινού άστεως, στα μπαρουτοκαπνισμένα τότε στέκια της Καλλιδρομίου, σε σκυλάδικα, στο σωκρατικό τρίγωνο Εξαρχείων-Κυψέλης-Ομόνοιας, το χρονικό της φιλίας Παπαγιώργη-Βακαλόπουλου περιλαμβάνει μεν νοερά όλους τους υπόλοιπους –από τον Λάγιο έως τον Αρανίτση και από τον Τσιώλη έως τη Γιούλη Τσίρου–, αλλά ουσιαστικά εστιάζει στο δονκιχοτικό δίπολο δύο ετερόκλητων ανθρώπων, οι οποίοι διδάχτηκαν πολλά από τους άγραφους κανόνες της φιλίας τους: ο Παπαγιώργης, με ταπεινότητα και με μεγαλοψυχία, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του Σάντσο Πάντσα, παίρνει τη θέση των αγοριών που δεν υπήρξαν προνομιούχα, γαλουχήθηκαν μέσα στα απωθημένα και τα τραύματα κι έμειναν, σαν τον Κάφκα, να γράφουν νοερά γράμματα προς τον σκληρόκαρδο πατέρα. Κατεβαίνοντας, επομένως, στα άνυδρα υπόγεια των ντοστογιεφσκικών του παρορμήσεων, ο ίδιος μένει να παρατηρεί ως σχολαστικός θεατής τον ανωφερή πλην σύντομο βίο του υπερφυσικά πολυτάλαντου φίλου του: το πώς ο ευθυτενής και ευπροσήγορος Βακαλόπουλος δεν είχε ποτέ πρόβλημα με τις γυναίκες, παρέμενε ακριβής και λακωνικός ακόμα και όταν το ποτό τον παράσερνε, μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον αγάπης, οικογενειακής θαλπωρής και ενίσχυσης, ως το μοναχοπαίδι που δεν του στερήθηκε ποτέ καμία ελευθερία και δεν του χάλασαν ποτέ χατίρι.
Μαζί με τις πρώτες ανησυχίες ήρθαν και οι έρωτες –για τον κινηματογράφο και τα κορίτσια–, αλλά και τα πρώτα κείμενα του Βακαλόπουλου στον «Θούριο», στην «Αυγή», στον «Σύγχρονο Κινηματογράφο». «Συνάμα, πίσω και μπρος από τα κείμενα κινείται δραστήρια ο άνθρωπος που έχει όλα τα προσόντα να ενσαρκώσει την πρόκληση. Εξαιρετικής ομορφιάς, όπως θυμούνται ομήλικοι και κυρίως ομήλικες, ικανός στο λέγειν, κάτοχος της αγγλογαλλικής, διαβαστερός και επαγγελματίας έξυπνος, είναι στα γεμάτα το νέο πρόσωπο. Φυσικά, οι “μεγάλες προσδοκίες” βαίνουν καλώς για την οικογένεια. Ο Βακαλόπουλος έχει βρει το άστρο που φέγγει μέσα κι έξω από τον οίκο» γράφει ο Παπαγιώργης με συγκινητική ακρίβεια και με πρόδηλο θαυμασμό, παραχωρώντας τον χρυσό θρόνο της αναγνώρισης στον καλό του φίλο. Τον περικλείει με την αύρα του μυστηρίου που χρειάζεται οποιαδήποτε φιλική σχέση για να ανθήσει, αλλά και με την οικειότητα που ξεκλειδώνει κοινά μυστικά – κινήσεις, διαβάσματα, βιβλία και άπειρους αυθόρμητους αυτοσχεδιασμούς. Αμφότεροι, πάντως, ως συνωμότες της βιωμένης κουλτούρας, απαιτούσαν αντίστοιχα διαπιστευτήρια από τους υπόλοιπους για να μπορούν να γίνουν δεκτοί στην αόρατη λέσχη μιας φιλίας που μόνο εκείνοι αντιλαμβάνονταν τα ιδανικά συστατικά της: γερές δόσεις φιλοσοφίας και θεωρίας, «ατελώνιστη ψυχο-σημειολογία», μπόλικος κινηματογράφος και τόσος Λακάν όσος χρειαζόταν ώστε να μπορεί να απολαύσει κανείς με άνεση μια ταινία του Χίτσκοκ, του Αντονιόνι ή του Κόπολα. Γιατί το μυστικό στις φιλίες δεν είναι τόσο να βρει κανείς τα βασικά συστατικά όσο τις ιδανικές αναλογίες και τις θερμοκρασίες που θα την κρατήσουν όσο πρέπει ζεστή ώστε να μην είναι αδιάφορη και όσο πρέπει ψυχρή για να μην καεί από την υπερβολική συνάφεια. Και αυτό το μυστικό το μοιράζονταν αυτοί οι δύο σπάνιοι άνθρωποι όσο λίγοι, γράφοντας με χρυσά γράμματα, πολύ διάβασμα και μπόλικη αλητεία το χρονικό της σπάνιας φιλίας τους.
Τίνα Μανδηλαρά