Δόξα Έβρου

10.60

Συγγραφέας:
Εκδόσεις:

Επιμέλεια έκδοσης: Γιώργος Δομιανός
Σχεδιασμός έκδοσης: Ιωάννης Κ. Τσίγκας
Σελίδες: 78

Διατίθεται άμεσα και από τα γραφεία της LiFO, Boυλής 22, 6ος όροφος, Σύνταγμα.
Ώρες γραφείου (10:00-17:00). Τηλ. 210-3254290

Διατίθεται μόνο για αγορά online μέσω του lifoshop.gr

Η αγορά παλιών τευχών της LiFO αποτελεί ξεχωριστή λειτουργία του Shop.

Οι παραγγελίες για τα τεύχη της LiFO θα γίνονται ξεχωριστά και θα αποστέλλονται ξεχωριστά από άλλες αγορές από το LiFO Shop.

Tα έξοδα αποστολής υπολογίζονται για κάθε τεύχος ξεχωριστά.

Κωδικός προϊόντος: LF-BK-10401 Κατηγορίες: ,

Οι πελάτες που αγόρασαν αυτό το προϊόν αγόρασαν επίσης

Δημήτρης Χατζής

Ἡ Θητεία κυκλοφορεῖ γιὰ πρώτη φορὰ τὸ 1979 (Ἀθήνα, «Κείμενα»). Εἶναι τὸ τελευταῖο βιβλίο τοῦ συγγραφέα ποὺ ἐκδίδεται ὅσο ζοῦσε. Ἀπὸ τὸ 1975 ποὺ ἐπιστρέφει ὣς τὸ θάνατό του (1981), ὁ Δημήτρης Χατζής, πνευματικὸς ἄνθρωπος μὲ ἔντονη κοινωνικὴ δράση, παρεμβαίνει συστηματικὰ στὰ πολιτικὰ καὶ πολιτιστικὰ δρώμενα τῆς Μεταπολίτευσης. Σ’ ὅλη του τὴ ζωὴ κύρια ἔγνοια του ὑπῆρξε ὁ νεοελληνισμὸς – ἡ ζωή του συνυφαίνεται μὲ τή νεότερη ἑλληνική ἱστορία – σὲ ὅλες του τὶς πλευρὲς καὶ τὶς ὄψεις του. Σ’ αὐτὸν θήτευσε.

Ὅπως ὁ ὑπότιτλος τοῦ βιβλίου δηλώνει, ὁ Δημήτρης Χατζής στὴ Θητεία συγκεντρώνει παλαιότερα κείμενά του τὰ ὁποῖα ὅμως παρουσιάζονται γιὰ πρώτη φορὰ σὲ βιβλίο.

Ὁ «Κυρίαρχος τῆς Ψυττάλειας» δημοσιεύτηκε στὴν Ἐλεύθερη Ἑλλάδα τὸ 1947 στὴ στήλη Σημειωματάριο τῆς Ἐξορίας: «Ἡ πρώτη ἀνταπόκριση ἀπὸ τὴν Ἰκαρία τοῦ συλληφθέντος συντάκτη μας Δ. Χατζῆ.»

Τὰ ἀριστουργηματικὰ διηγήματα «Τραγούδι στὴν Ἀθήνα» καὶ «Ἡ γυναίκα ἀπὸ τὴ Φούρκα» δημοσιεύονται σὲ συλλογὲς ποὺ κυκλοφοροῦν ἀπὸ τὶς «Πολιτικὲς καὶ Λογοτεχνικὲς Ἐκδόσεις», ὅπως και ἡ «Δρακόλιμνη» (Παλιὸς ἠπειρώτικος θρύλος). Τὸ «Τραγούδι στὴν Ἀθήνα» ξανα-δημοσιεύεται στὸ περιοδικὸ Ἐπιθεώρηση Τέχνης τόμος ΙΑ΄ 1960.

Ἡ «Μουργκάνα», ποὺ καταλαμβάνει καὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς συλλογῆς, τυπώνεται το 1948 ἀπό τὴ Φωνὴ τοῦ Μποῦλκες καὶ ἀμέσως μεταφράζεται στὰ γαλλικὰ ἀπὸ τὴ Μέλπω Ἀξιώτη. Στὴν περίφημη μάχη τῆς Μουργκάνας, ἂν καὶ ἡ ματιὰ τοῦ συγγραφέα εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκείνη τοῦ ὁμώνυμου διηγήματος στοὺς Ἀνυπεράσπιστους, ὡστόσο συναντᾶται ἡ ἴδια ποιότητα καὶ γνησιότητα αἰσθήματος καθὼς καὶ ὁρισμένες σκηνὲς μάχης μοναδικῆς ἐνάργειας.

Δημήτρης Χατζής: «Κι ὅλα μέσα στὴ διήγηση εἶναι ὑποταγμένα, ὄχι μόνο γενικὰ στὴν ἀλήθεια, μὰ στὴν πιὸ αὐστηρὴ ἀπαίτηση τῆς ἀκρίβειας καὶ γιὰ τὸ πιὸ μικρὸ περιστατικὸ.»

 

15.00

Ελληνική λογοτεχνία

Το τέλος της μικρής μας πόλης

Δημήτρης Χατζής

Βιβλίο του Χατζή με τον τίτλο αυτό πρωτοεκδόθηκε στη Ρουμανία το 1953 από το «εκδοτικό Νέα Ελλάδα» και περιείχε 5 διηγήματα από τα 7 που τελικά συνθέτουν τη συλλογή· έλειπαν «Ο Τάφος» και «Ο Ντέτεκτιβ». Στα 1963 και ενώ ο Χατζής βρίσκεται στην Ουγγαρία κυκλοφορεί η πρώτη πλήρης έκδοσή του στο τυπογραφείο Α. Κουλουφάκου, για λογαριασμό της Επιθεώρησης Τέχνης. Το 1971 γίνεται η τρίτη έκδοση με επίμετρο το κείμενο του Δημήτρη Ραυτόπουλου «Το Νεοελληνικό Μάθημα του Δημήτρη Χατζή» («Διογένης»). Από τότε ως σήμερα έχουμε άλλες τρεις εκδόσεις: «Πλειάς» (1974), «Κείμενα» (1979, οριστική έκδοση διορθωμένη από τον συγγραφέα) και «Ζώδιο» (1989). Όσο για τα δύο διηγήματα της συλλογής που δεν περιλαμβάνονταν στην πρώτη έκδοση, «Ο Τάφος» πρωτοπαρουσιάστηκε στην Επιθεώρηση Τέχνης τον Οκτώβρη 1959 και «Ο Ντέτεκτιβ» στο ίδιο περιοδικό τον Φεβρουάριο του 1962.

Το βιβλίο λοιπόν που ο τίτλος του παραπέμπει στη Μικρή μας Πόλη του Αμερικανού συγγραφέα Θόρντον Ουάιλντερ περιέχει εφτά διηγήματα δουλεμένα λίγο ως πολύ από το 1950 ως το 1963 και πάλι ξανακοιταγμένα ως το 1979 που έγινε η λεγόμενη «οριστική» έκδοση. Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος το 1964 έγραφε για τη συλλογή: «Με το Τέλος της Μικρής μας Πόλης έχουμε ένα πυκνότατο και γλαφυρότατο διάγραμμα της κοινωνικής μας περιπέτειας από κει  που την άφησαν οι γενιές του Μεσοπολέμου ως εκεί που την παραλαμβάνει η γενιά της Αντίστασης. Ο Χατζής έφερε σε πέρας αυτή τη δύσκολη αποστολή που έπρεπε να καλύψει ένα μεγάλο ρήγμα στο νεοελληνικό μύθο. Δε θα μπορούσε να το κατορθώσει αν δεν διέθετε μεγάλο ταλέντο και γνώση που του επέτρεψαν να αφομοιώσει την παράδοση ολόκληρης της νεοελληνικής πεζογραφίας.»

Ο ίδιος ο Χατζής αρνείται πως είχε ταλέντο ή φαντασία: «Το έργο το δικό μου ήταν καρπός σκληρής και επίμονης πνευματικής εργασίας. Έτσι βλέποντας τον ίδιο τον εαυτό μου και έτσι κρίνοντας από μια απόσταση σήμερα το έργο μου, μπορώ να βλέπω γιατί ήταν τόσο μικρό ποσοτικά. Το πώς έζησα τόσα χρόνια μακριά από την Ελλάδα, δηλαδή μακριά από τις εθνικές και θεματικές ρίζες ενός Έλληνα συγγραφέα, ήτανε βέβαια κι αυτό μια αιτία και όχι βέβαια χωρίς σημασία. Η κυριότερη όμως αιτία βρίσκεται σε αυτήν την έμφυτη δυσκολία. Μου έλειψε πάντοτε αυτό το πηγαίο και αυθόρμητο ξεχείλισμα. Το πρώτο λοιπόν που θα πω για τον εαυτό μου και για το μικρό μου έργο είναι πως εγώ έγραψα αργά, βασανιστικά, σχεδόν σαν τιμωρημένος σε έργα καταναγκαστικά.»

Αυθόρμητα ωστόσο πηγάζουν οι λυγμοί του νέου αναγνώστη όταν διαβάζει το τέλος της Μαργαρίτας Περδικάρη, την ταπείνωση του Σιούλα του Ταμπάκου, την τραγωδία του Σαμπεθάι Καμπιλή, την προδοσία της Θειάς Αγγελικής. Μισόν αιώνα ύστερα από την πρώτη τους εμφάνιση η ραψωδία των νικημένων-ηρώων της μικρής μας πόλης διαβάζεται μόνο για να βεβαιώσει ότι το διήγημα (Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης, Χατζής) στέκει μαζί με την ποίηση (Σολωμός, Καρυωτάκης, Σικελιανός, Καβάφης) σαν το μεγαλύτερο κατόρθωμα του νεοελληνικού λόγου, άρα του νεοελληνικού πολιτισμού.

Ο παππούς και ο πατέρας του Χατζή ήταν τυπογράφοι· προς τιμήν τους το βιβλίο στοιχειοθετήθηκε στη μονοτυπία των Αφών Παληβογιάννη, σελιδοποιήθηκε και τυπώθηκε στο κλασικό τυπογραφείο «Μανούτιος» του Χρίστου Μανουσαρίδη.

 

21.20

Ποίηση

Σονέτα

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

Τα ωραία πλάσματα ποθούμε να βλασταίνουν,
Της ομορφιάς ποτέ το ρόδο να μη σβήνει,
Κι ώριμα πια, όταν σαπίζουν και πεθαίνουν,
Σ’ έναν απόγονο η μνήμη τους να μείνει.
Λατρεύεις μόνο του ματιού σου την αχτίνα,
Τη φλόγα συντηρείς, μα δαπανάς εσένα,
Εκεί που υπάρχει αφθονία φέρνεις πείνα,
Στον εαυτό σου εχθρός, δε θες οίκτο κανένα.
Του κόσμου αν είσαι δροσερό στολίδι τώρα
Κι όπως ο κήρυκας της άνοιξης γιορτάζεις,
Μες στο μπουμπούκι θάβεις του καρπού τα δώρα,
Γλυκέ φιλάργυρε, σωρεύοντας ρημάζεις.
Αυτό που οφείλεις δώσε, άσ’ την απληστία!
Εσύ κι η μαύρη γη αν το φάτε, αμαρτία.
[Από την έκδοση]

From fairest creatures we desire increase,
That thereby beauty’s rose might never die,
But as the riper should by time decease,
His tender heir might bear his memory:
But thou, contracted to thine own bright eyes,
Feed’st thy light’s flame with self-substantial fuel,
Making a famine where abundance lies,
Thy self thy foe, to thy sweet self too cruel.
Thou that art now the world’s fresh ornament,
And only herald to the gaudy spring,
Within thine own bud buriest thy content,
And, tender churl, mak’st waste in niggarding:
Pity the world, or else this glutton be,
To eat the world’s due, by the grave and thee.
[From the publisher]

12.20

Ελληνική λογοτεχνία

Μαύρο νερό

Μιχάλης Μακρόπουλος

Ένας πατέρας κι ο ανάπηρος γιος του, με όπλο την αγάπη που τρέφουν ο ένας για τον άλλο, παλεύουν να επιβιώσουν σ’ ένα χωριό που ερημώνει, στα βουνά της Ηπείρου. Γύρω τους έχει συντελεστεί μια οικολογική καταστροφή· το νερό πλέον δεν πίνεται, τα ζώα και τα φυτά είναι δηλητηριασμένα.

Ο αγώνας τους δίνεται με λόγο λιτό και ποιητικό στο Μαύρο νερό.

Περίμενε υπομονετικά· ήξερε ότι αργά ή γρήγορα κάποιο ζώο θα κατέβαινε να ξεδιψάσει στο νερό, που ξεγελούσε με τον γάργαρο ήχο του. Πενήντα μέτρα παραπίσω ήταν η παλιά δεξαμενή, με μισοσβησμένα πάνω τα γράμματα της RIPOIL, ενώ τα πλατανόφυλλα βάθαιναν με τον ίσκιο τους το καφεκόκκινο χρώμα της σκουριάς. Τρύπες είχαν ανοίξει στο μέταλλο, ένα παχύ στρώμα από σάπια φύλλα είχε γίνει χούμος μέσα, και η παλιά δεξαμενή ήταν γεμάτη ζωή: έντομα, τρωκτικά, πουλιά που μπαινόβγαιναν. Το πλατανόδασος δίπλα στο ποτάμι είχε δεχτεί με συγκατάβαση τον μεταλλικό ξένο, τον είχε κυκλώσει σκιάζοντάς τον, και κλαριά ακουμπούσαν πάνω του και τον διαπερνούσαν.

11.50

Μιχάλης Γκανάς

“Χαμένες οικειότητες”:

Το ντέφι μονάχο, χωρίς κλαρίνο, χωρίς πλατάνι, να εκρήγνυται κάπου βαθιά, σμπαράλια να γίνονται τα μεσημέρια.

Φωτεινό πεινασμένο γεράκι, να γράφει κύκλους πάνω απ’ τον κόκορα, να του δίνει μια με το ράμφος, ν’ ανοίγει το καύκαλό του κι οι κότες πιο δίπλα να βοσκάνε στουρνάρι για να θωρακίσουν το σπέρμα του.

Ψηλά ψηλά τα χελιδόνια χαύοντας μύγες, πετσοκόβοντας τον αέρα πέρα δώθε, αλλά το γαλάζιο ανέπαφο, να σαλπίζει ουρανό ως το σούρουπο.

Περαστικά μας τώρα. Στα σπάρτα οι μνήμες, στις πολυκατοικίες τα υφαντά τους. Χερσαία όνειρα, αποτυπώματα Πελασγών – Κρητών – Τούρκων – Φράγκων – Σλάβων – Άγγλων – Αμερικανών, τί μπατανίες, Θέ μου, τί μπάντες για λογής κρεβάτια, σκοντάφτει εκεί το νυσταγμένο μάτι κι ύστερα σαν ανθρακωρύχος χάνεται στις στοές του ύπνου. Άξαφνα μύτη με πρώρα εσύ κι ένα λευκό καράβι περνάει ανάμεσα στα μάτια σου, χωρίζοντας το αίμα σου στα δυο.

Βαθιά μες στην καρίνα του τα τύμπανα των Αλτζερίνων και πιο βαθιά η άγκυρα που πρήζεται μες στην καρδιά σου

16.92