“Είμαι χιουμορίστας, γελωτοποιός, ακροβάτης, προβοκάτορας. Τα έργα μου κάνουν διπλές κωλοτούμπες για να διασκεδάσουν το κοινό μου. Εγώ είμαι τσίρκο, λυρισμός, ποίηση, τρόμος, καβγάς, παιχνίδια, τι άλλο θέλετε;”
Το κείμενο αυτό, οι συνομιλίες του Γκομπρόβιτς με τον Ντομινίκ Ντε Ρου, μας καλεί να ζήσουμε από κοντά τη μεγάλη περιπέτεια μιας νεωτερικής δημιουργίας που ξεθεμελιώνει, ανατρέπει τις μορφές του συρμού, αποδέχεται ανοιχτά τις αντιφάσεις και δυναμιτίζει κάθε θεωρία. Απέναντι στον Ντομινίκ Ντε Ρου, ο Γκομπρόβιτς απαντά με την οξύνοια, το χιούμορ, τη διαίσθηση, το ίδιο το ύφος του έργου του.
“Μετά τη συγγραφή αυτής εδώ της Διαθήκης, του απέμεναν λίγοι μόνον μήνες ζωής. Στόχος του ήταν να εξάψει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, να τον αιφνιδιάσει και να τον καταπλήξει και, ομολογουμένως, τα καταφέρνει. Η Διαθήκη δεν εκπλήσσει τόσο εξαιτίας των “αποκαλύψεών της”, οι οποίες είναι εσκεμμένα παραδοξολογικές ή συχνά προκλητικές, όσο εξαιτίας της ακλόνητης αυτοπεποίθησης την οποία ο Γκομπρόβιτς κατάφερνε να διατηρεί ακόμη και στις χειρότερες στιγμές της ζωής του (είκοσι τρία χρόνια εξορίας σε μια ήπειρο της οποίας, για να μην πούμε τίποτε άλλο, δεν μιλούσε καν τη γλώσσα) και εξαιτίας της αντίστοιχης αδιασάλευτης εμπιστοσύνης που είχε στο έργο του. Γνώριζε πως ήταν καινούριο, πρωτότυπο, άφθαρτο”.