Τέλη της δεκαετίας του ’50 και στη Φάχα, ένα μικρό χωριό της Ιρλανδίας όπου η ζωή έχει μείνει ίδια κι απαραλλάχτη σχεδόν για χίλια χρόνια, ακόμα περιμένουν ένα θαύμα: τον ερχομό του ηλεκτρικού. Μια Μεγάλη Τετάρτη, όμως, εντελώς αναπάντεχα και σχεδόν ανεπαίσθητα, συντελείται ένα θαύμα ακόμα μεγαλύτερο ― σταματάει να βρέχει. Μα για τον δεκαεφτάχρονο Νόου, ο οποίος έχει βρει καταφύγιο στο χωριό του παππού και της γιαγιάς του, έναν τόπο όπου η κωμωδία της ζωής αναβλύζει δίπλα ακριβώς στις τραγωδίες της, τα θαύματα δεν έχουν τέλος.
«Την ώρα που τη ζεις μπορεί μερικές φορές να πιστέψεις ότι η ζωή σου δεν είναι και τίποτα σπουδαίο. Είναι τετριμμένη και συνηθισμένη και σίγουρα θα μπορούσε ή θα έπρεπε να είναι καλύτερη με τον άλφα ή με τον βήτα τρόπο. Λείπει η προοπτική που επιτρέπει στο οποιοδήποτε νόημα να αναδυθεί, γιατί την ώρα που τη ζεις υπάρχει μόνο αίσθηση και σπουδή και αμεσότητα ― όπως πρέπει δηλαδή να βιώνεται η ζωή. Όλοι αγωνιζόμαστε διαρκώς και, μολονότι αυτό συνεπάγεται μια λίγο-πολύ σταθερή ροή από αποτυχίες, μάλλον δεν πρόκειται για κάτι και τόσο τρομερό, αν σκεφτείς ότι τελικά συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε».