Η αρχαιοπολιτική -έννοια που πατά στη βιοπολιτική όπως την περιέγραψε και μας την κληροδότησε ο Φουκό- ορίζεται ως ο δημόσιος λόγος περί του παρελθόντος- ένας λόγος που εργαλειοποιεί το διάχυτο στην κοινωνία ενδιαφέρον για τις υλικότητες του χτες, ώστε να επιβάλει νεότευκτες πολιτικές τεχνολογίες στο σήμερα. Σε νεωτερικές κοινωνίες όπως η Ελλάδα, οι οποίες διακρίνονται από ένα επίμονο αρχαιολατρικό ήθος, η αρχαιοπολιτική εμφανίζεται υποδυόμενη μια ευγενών προθέσεων αρχαιοφιλία, ως επίκληση ενός υψηλότερου τρόπου ζωής και σκέψης που, αν και ανοικτός σε όλους, είναι εφικτός μόνον για λίγους.
Μέσα από αδιάκοπες επιτελέσεις αυτής της φαινομενικά αθώας και πολιτικά ουδέτερης αρχαιοφιλίας, εκπαιδευόμαστε ως σώματα, ως κοινότητες, ως εθνικά υποκείμενα ή υπερεθνικές συσσωματώσεις, ή ακόμη ως κυβερνοπολίτες που κατοικούν ολοένα διογκούμενες ψηφιακές επικράτειες, να υποδεχόμαστε και να αποδεχόμαστε τις ταυτοτικές πολιτικές του καιρού μας. Κινητοποιώντας, ως εκ τούτου, ένα αρχαιοφιλικό καθεστώς αλήθειας, το οποίο συνεπάγεται διαρκείς ιεραρχήσεις και αποκλεισμούς, η αρχαιοπολιτική αποσκοπεί στην οργάνωση, τη διαχείριση και τον έλεγχο, εντέλει, του βίου ομάδων και πληθυσμών στο παρόν.