«Να βλέπεις, να θυµάσαι, να κατανοείς. Όλα εξαρτώνται από το πού βρίσκεσαι. Την πρώτη φορά που ήρθα στο Χάµαρς ήµουν µόλις ενός έτους και δεν ήξερα τίποτα για την τεράστια και παθιασµένη αγάπη που µε είχε φέρει εκεί. Στην πραγµατικότητα, υπήρχαν τρεις αγάπες».
Εκείνος είναι ένας καταξιωµένος Σουηδός σκηνοθέτης. Εκείνη είναι η κόρη του, η µικρότερη από εννέα παιδιά. Τον επισκέπτεται κάθε καλοκαίρι, από κοριτσάκι, στο αγαπηµένο του πέτρινο σπίτι στη Βαλτική. Ο πατέρας της, ο Ίνγκµαρ Μπέργκµαν, τώρα που κοντεύει τα ενενήντα οραµατίζεται ένα βιβλίο για τα γεράµατα. Ανησυχεί πως χάνει τη γλώσσα του, τη µνήµη του, το µυαλό του. Είναι σκληρή δουλειά τα γεράµατα, λέει. Και η κόρη του, η συγγραφέας του βιβλίου, αναλαµβάνει να το γράψει µαζί του. Εκείνη θα ρωτά, εκείνος θα απαντά. Όταν εκείνη θα φτάσει όµως στο νησί, τα γεράµατα τον έχουν προφτάσει µε τρόπους που κανείς από τους δυο δεν θα µπορούσε να έχει προβλέψει.
Εφτά χρόνια αργότερα, εκείνη βρίσκει τις µαγνητοφωνηµένες συνοµιλίες. Βυθισµένη στις αναµνήσεις, αναπλάθει την ιστορία ενός πατέρα, µιας µητέρας, ενός κοριτσιού – ενός παιδιού που ανυποµονεί να µεγαλώσει και δυο γονιών που θα προτιµούσαν να είναι παιδιά.
Μια σπαρακτική και σκοτεινά αστεία απεικόνιση για την οικογενειακή ζωή και την πολυπλοκότητα των σχέσεων, την παιδική ηλικία και τα γηρατειά, την απώλεια και τη µνήµη.