Φώντας Τρούσας
Κείμενα για ουκ ολίγες βαθιά υποτιμημένες ταινίες, κυρίως από τη δεκαετία του ’70, που απελευθέρωσαν τη ματιά του θεατή από την οικογενειακή τηλεοπτική εικόνα, απενοχοποιώντας περαιτέρω το γυμνό (γυναικείο και αντρικό), την ερωτική περίπτυξη ή και την ερωτική πράξη καθαυτή, τοποθετώντας τα όλα τούτα εντός του ελληνικού τοπίου (φυσικού ή αστικού). Σε μια εποχή συντηρητική, όπως και να το κάνουμε, είναι η λογοκρισία εκείνη που χαλαρώνει –και επί δικτατορίας και επί μεταπολίτευσης–, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει ο ελληνικός κινηματογράφος και οι άνθρωποι που στήριζαν σε αυτόν την επιβίωσή τους (τεχνικοί, αιθουσάρχες κ.λπ.) μετά το βαρύ χτύπημα που του επέφερε η τηλεόραση, δείχνοντας εν ολίγοις όσα δεν μπορούσε να δείξει η TV. Αναδείχθηκαν έτσι νέες ερωτικές περσόνες, σαν εκείνες που υποδύθηκαν η Άννα Φόνσου, η Γκιζέλα Ντάλι, η Δώρα Σιτζάνη, η Ρίτα Μπενσουσάν, η Τίνα Σπάθη, η Ajita Wilson κ.ά., μαζί βεβαίως με τους παρτενέρ τους, τον Θεόδωρο Ρουμπάνη, τον Λευτέρη Γυφτόπουλο, τον Udo Kier, τον Γιώργο Στρατηγάκη, τον Χρήστο Νομικό κ.ά.
Από το βιβλίο δεν απουσιάζουν τα κείμενα και οι πληροφορίες ακόμα και για τον underground ή πειραματικό κινηματογράφο μας, δεν απουσιάζουν οι πρωτοποριακές μουσικές ταινίες, δεν απουσιάζουν και άλλα πολλά, που θα τα ανακαλύψετε σιγά-σιγά.
Από τον πρόλογο του βιβλίου
Γιώργος Κτενάς
Μια ιστορία που κουβαλάει μια γειτονιά στου Ζωγράφου και συνδέεται με την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ένα παιδί 5 ετών, το χέρι της μητέρας του και η σφαίρα που έκοψε το νήμα της ζωής. Το πιο μικρό θύμα της Χούντας 50 χρόνια μετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας, μάς θυμίζει τον τρόπο για να μην ξεχάσουμε.
Ένα παραμύθι (που δεν λέει παραμύθια), που αντιστέκεται στο πλαίσιο της ευρύτερης προσπάθειας αναθεωρητισμού και αναδεικνύει το σημείο εκκίνησης του αυτόνομου κινήματος στην Ελλάδα. Οι 56 ώρες που οι φοιτητές εντός ήταν ελεύθεροι και το πλήθος απέξω δημιούργησε πολιτική. Οι νεκροί δεν είναι παραμύθι και το Πολυτεχνείο δεν λέει παραμύθια.
Αν η εξέγερση του Πολυτεχνείου αποτελεί χειρονομία θεμελίωσης της Μεταπολίτευσης, 50 (+1) χρόνια μετά μια παιδική ιστορία με έναν παππού και το εγγονάκι επανακωδικοποιεί την επταετία της Χούντας, τα χρόνια πριν από αυτή και, ίσως, τα χρόνια μετά. Μια βόλτα στην πόλη που θα μείνει αξέχαστη σε μικρούς και μεγάλους.
Ένα παραμύθι (που δεν λέει παραμύθια) για το Πολυτεχνείο του Γιώργου Κτενά με εικόνες του John Antono και χρώματα της Crispy Shift.
Φραντς Κάφκα
Τον Νοέμβριο του 1919, ο Φραντς Κάφκα παίρνει δυο εβδομάδες άδεια από τη δουλειά του και πηγαίνει σε ένα μικρό χωριό κοντά στην Πράγα, όπου νοικιάζει ένα δωμάτιο σε μια πανσιόν. Μοναδικός σκοπός του γι’ αυτή την απομάκρυνση από την καθημερινότητά του είναι να γράψει ένα γράμμα στον πατέρα του, στο οποίο να αποτυπώσει, μέσα από την περιγραφή πολλών περιστατικών από την παιδική του ηλικία ακόμη, την τεταμένη και αμφιλεγόμενη σχέση τους σε όλη την έκταση και το βάθος της.
Ο Κάφκα είναι τριάντα έξι ετών όταν γράφει αυτό το γράμμα και ο πατέρας του εξήντα επτά, εντούτοις οι λεκτικές εκφράσεις και ο συναισθηματικός τόνος όλης της επιστολής παραπέμπουν σε ένα έντονα φοβισμένο παιδί που στέκεται με αμηχανία και δέος μπροστά στη δεσποτική πατρική φιγούρα.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι το γράμμα δεν έφτασε ποτέ στον παραλήπτη του, για λόγους που μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε. Παρά ταύτα, αποτελεί ίσως ό,τι πιο κοντινό έχουμε σε μια αυτοβιογραφία του Κάφκα ρίχνοντας φως στο σκοτεινό και συνάμα υπέροχο λογοτεχνικό σύμπαν του σπουδαίου συγγραφέα. Ταυτόχρονα αποτελεί ένα βασικό κείμενο της λογοτεχνικής νεωτερικότητας και μια ισχυρή ανάλυση της αστικής ψυχογένεσης, ιδιαίτερα των ψυχολογικών ριζών της εξουσίας και της εξάρτησης. Η σπουδαιότερη όμως συνεισφορά του είναι ότι μεταφέρει ένα καίριας σημασίας μήνυμα, εξαιρετικά επίκαιρο μέχρι σήμερα, που καλό θα ήταν να λάβουν υπόψη τους και να μελετήσουν όλοι οι γονείς του κόσμου.