Βλέπετε 16–23 από 23 αποτελέσματα

Νέοι Έλληνες συγγραφείς

Ελληνική λογοτεχνία

Δενδρίτες

Κάλλια Παπαδάκη

Κάμντεν, Νιου Τζέρσεϊ, 1980. Ερημωμένα σπίτια, κλειστές βιομηχανίες, φτωχές συνοικίες. Ένας έφηβος, ο Πητ, εξαφανίζεται, και η μάνα του η Λουίσα πεθαίνει το επόμενο πρωί από στεναχώρια. Η αδερφή του, η δωδεκάχρονη Μίνι, ορφανή από γονείς, εισβάλλει άθελά της στη ζωή της συμμαθήτριάς της Λητώς και ανατρέπει τις βεβαιότητες της οικογένειάς της. Ανοίγει ρωγμές που δύσκολα θα κλείσουν έχουν τις ρίζες τους στο παρελθόν, στο αμερικανικό όνειρο, σε δεύτερες και τρίτες γενιές μεταναστών, στην παρακμή και τη φθορά της πόλης, σε χαμένες ευκαιρίες και σε επιλογές που λάθεψαν. Κι όσο ο θετός πατέρας της Λητώς, ο Μπέιζελ Καμπάνης, ψάχνει να βρει τι στράβωσε στη διαδρομή, τόσο αναμετριέται με τα φαντάσματα και τους φόβους της παιδικής του ηλικίας κι όσο η γυναίκα του η Σούζαν απομακρύνεται από κοντά του κι από την κοινή κι ανέμπνευστη ζωή τους, τόσο η Μίνι και η Λητώ μοιάζουν να ενηλικιώνονται σε έναν κόσμο σκληρά κι άδικα καμωμένο. Ο χρόνος, σαν τις νιφάδες του χιονιού, τους ξεγελά, ξεγλιστρά και χάνεται. Μαζί του κι αυτοί.

16.00

Ελληνική λογοτεχνία

Χορεύουν οι ελέφαντες

Σοφία Νικολαΐδου

1948-1949: Ένας αμερικανός δημοσιογράφος δολοφονείται στη Θεσσαλονίκη. Η κυβέρνηση αναστατώνεται, ξένοι διπλωμάτες επεμβαίνουν. Ένας αθώος μπαίνει φυλακή. Η υπόθεση κλείνει.

Σχολικό έτος 2010-2011: Ένας μαθητής αρνείται να δώσει Πανελλαδικές. Ο αγαπημένος του καθηγητής του αναθέτει να ερευνήσει την παλιά υπόθεση. Ο πρώην άριστος μαθητής αρχίζει να ψάχνει.

Πόσο έτοιμοι είναι οι ενήλικες να ακούσουν τι έχει να πει;

Το Χορεύουν οι ελέφαντες συνδυάζει ιστορία και επινόηση. Αναφέρεται στη δίκη και την καταδίκη του Στακτόπουλου, στον οποίο αποδόθηκε ο φόνος του αμερικανού δημοσιογράφου Πολκ, έγκλημα που συντάραξε τη χώρα την περίοδο του Εμφυλίου. Παράλληλα, το βιβλίο χαρτογραφεί τη σύγχρονη καθημερινότητα στην Ελλάδα του 2011. Ιδίως στο σχολείο. Αποτυπώνει την ελληνική περιπέτεια, σε μια πόλη με πολλά και αιματηρά ιστορικά στρώματα, όπως η Θεσσαλονίκη.

13.88

Ελληνική λογοτεχνία

Κάτι θα γίνει, θα δεις

Χρήστος Οικονόμου

Δεκάξι ιστορίες από τα Καμίνια, τη Νίκαια, τη Δραπετσώνα. Από τον ντόκο των Κρητικών, από το ουζερί “Υπάρχω”, από το φουγάρο της ΔΕΗ στο Κερατσίνι. Ιστορίες για τράπεζες που παίρνουν σπίτια, για σπίτια που παίρνουν φωτιά, για όνειρα που γίνονται στάχτη. Για το σκοτάδι που ζει στη διπλανή πόρτα. Κάτι θα γίνει όμως, θα δεις. Γιατί εκεί όπου μεγαλώνει ο φόβος μεγαλώνει κι εκείνο που σώζει από τον φόβο.

15.15

Ελληνική λογοτεχνία

Patriot

Μαλανδράκης Μιχάλης

Ο εικοσιτριάχρονος Αγκίμ, μετανάστης από την Αλβανία στην Ελλάδα για περισσότερο από δέκα χρόνια, παίζει συχνά το κλαρίνο του στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας.

Το όνειρό του είναι να γίνει επαγγελματίας κλαρινίστας. Όταν, λοιπόν, ένας άγνωστος συμπατριώτης του τον προσεγγίζει εντυπωσιασμένος από το ταλέντο του και του προτείνει να δουλέψει σε γνωστό νυχτερινό κέντρο στην Αθήνα, ο Αγκίμ αποδέχεται την πρόταση, χωρίς δεύτερη σκέψη.

Ο Μιχάλης Μαλανδράκης σε αυτό το πρώτο του πεζογράφημα αποτυπώνει, με ρεαλισμό και διεισδυτικότητα, μια όψη της σύγχρονης ζωής που έχουμε την τάση να την παραβλέπουμε: του μετανάστη που, ζώντας για πολλά χρόνια ανάμεσα σε δύο πατρίδες, δεν ανήκει πια σε καμία· του ανθρώπου που αισθάνεται μετέωρος και ξένος όπου κι αν βρεθεί, αλλά επιμένει να διεκδικεί μια καλύτερη θέση στη ζωή και κυνηγάει το όνειρό του μέχρι τέλους. Κι ας γνωρίζει ότι η πραγματικότητα συντρίβει, συνήθως, όποιον δεν κατορθώνει να βρει μια θέση μέσα σε αυτήν.

12.00

Ελληνική λογοτεχνία

Πολεμική μηχανή

Χάρης Καλαϊτζίδης

“Ο πόλεμος μεταμορφώνεται χωρίς ποτέ ν’ αλλάζει. Μπαίνει ολοένα και πιο βαθιά, τρυπώνει στην καμινάδα ως αντίστροφος καπνός και γεμίζει τα σπίτια μας μ’ αδιάκοπες συγκρούσεις. Το κόκκινό του σύννεφο μάς τυλίγει. Δεν κλαίμε στην κουζίνα· λιμοκτονούμε ξύνοντας τις άπειρες πληγές μας – ψίθυροι μάς τρώνε τα πλευρά, πιάτα σπάνε μόνα τους, ραδιοφωνικές εκπομπές προβλέπουνε την ώρα του θανάτου. Είναι ένας πόλεμος παντού, σε κάθε λέξη που λέγεται ή δεν λέγεται, σε κάθε χειρονομία που γίνεται ή δεν γίνεται, όλη μας η ζωή μια ατέρμονη πράξη πολέμου.

Οι μέρες αυτοκτονούν κι η σύρραξη εσωτερικεύεται, εγγράφεται στο σώμα μας και μαίνεται βουβή. Πια βλέπουμε φυλές να σφάζονται πάνω στον θώρακά μας, καθημερινά χαράσσουνε τη γυμνή μας σάρκα κατακτώντας γόνατα και μπούτια κι ευνουχίζοντάς μας στ’ όνομα νεκρών θεών. Ο πόλεμος μπαίνει ακόμα πιο μέσα, τόσο που το μέσα και το έξω δεν έχουν πια καμία ουσιαστική διαφορά, κι έτσι εκείνος ξεχύνεται πάνω στη θωριά της φύσης, ανάγεται σ’ οντολογική συνθήκη, ορίζει τον αέρα που αναπνέουμε και τις σχέσεις ανάμεσα στ’ αβάπτιστα στοιχεία: Υπάρχει μια σκληρότητα στα κλαδιά των δέντρων μεγαλύτερη από οποιαδήποτε ανθρώπινη κτηνωδία· το νερό ουρλιάζει σαν εξατμίζεται, τα φύλλα που πέφτουν είναι εγκλήματα, ο κόσμος μας ψυχορραγεί κι εμφύλια λαμπαδιάζει”.

Ένα βιβλίο για τον φασισμό, τον έρωτα, τη σεξουαλικότητα και τη δυνατότητα απελευθέρωσης.

12.42

Ελληνική λογοτεχνία

R.I.F., ο θάνατος στο φέισμπουκ

Μαρία Γιαγιάννου

Ο θάνατος, η γραφή και το κοινωνικό δίκτυο φτιάχνουν τη θεματική πλεξίδα του R.I.F. (Rest In Facebook). Όταν ο χρήστης εγκαταλείπει τα εγκόσμια, τι συμβαίνει με την ψηφιακή του παρουσία; Τι κουστούμι φοράει ο θάνατος στο Ίντερνετ; Γιατί κοινοποιούμε το πένθος μας; Είναι η γραφή μια αποτελεσματική στρατηγική επιβίωσης; Μήπως τελικά θα ζήσουμε για πάντα;

Το R.I.F. είναι ένα πολυμορφικό πεζό, που αναμειγνύει τη μυθοπλασία με το δοκίμιο και τη σάτιρα με το επιτάφιο επίγραμμα. Μια στοχαστική περιπέτεια σπασμένη σε μικρότερες αυτοδύναμες παρατηρήσεις πάνω στην επιδραστικότητα του κυρίαρχου social medium της καθημερινότητάς μας. Κάθε τόσο ο αναγνώστης ξεκουράζεται πάνω από τους (επινοημένους) τύμβους ανθρώπων που πέρασαν από τη ζωή και τους άδραξε το ψηφιακό νεκροταφείο. Δώδεκα συν ένα επιγράμματα παρεμβάλλονται στην αφήγηση και παρουσιάζουν στον διαβάτη της ανάγνωσης τις αντίστοιχες φανταστικές προσωπικότητες που, αν και πέθαναν, συνεχίζουν να ζουν.

13.00

Μιχάλης Αλμπάτης

Αρχές της δεκαετίας του 1950, σ’ ένα χωριό της Κρητικής ενδοχώρας, ένα νεαρό αγόρι ανακαλύπτει, στην κηδεία κάποιου συγγενή του, πως έχει την ικανότητα να ακούει τις σκέψεις των νεκρών. Κανείς δεν τον πιστεύει αρχικά, όταν όμως αποδεικνύει δημόσια το αληθές των ισχυρισμών του, ένας θείος του, συνειδητοποιώντας τις δυνατότητες οικονομικής εκμετάλλευσης που ανοίγονται μπροστά τους, τον πείθει να φύγουν απ’ το χωριό και ν’ αρχίσουν να περιοδεύουν στα χωριά του κάμπου προσφέροντας τις υπηρεσίες τους σαν “διερμηνείς των πεθαμένων”.

Από χωριό σε χωριό κι από κηδεία σε κηδεία, κάθε νεκρός διηγείται την δική του ιστορία, φανερώνει τα δικά του μυστικά και δίνει τις δικές του απαντήσεις στον γρίφο της ύπαρξης· μόνο που οι νεκροί λένε πάντα την αλήθεια, και οι ζωντανοί δεν θέλουνε αλήθειες να ακούσουν…

“Η επομένη ήταν Κυριακή και, όπως έκαναν πάντα, είχαν κινήσει πρωί πρωί με τη μητέρα του και την αδερφή του για την εκκλησιά. Φυσικά, τα χθεσινά γεγονότα στην κηδεία της γρια-Ξώφαινας είχαν διαδοθεί από στόμα σε στόμα και αποτελούσαν το κύριο θέμα συζήτησης σ’ ολόκληρο το χωριό. Στον δρόμο για τον Αϊ-Γιώργη, αλλά και μέσα στην εκκλησιά, όταν άναψε το κερί κι έπειτα που στάθηκε μπροστά απ’ το ιερό μαζί με τους άλλους άντρες, τα βλέμματα όλων στρέφονταν επάνω του δίχως ίχνος κοροϊδίας πια, αλλά φορτισμένα με ανησυχία, δέος ή φόβο, ενώ τα χείλη τους ψιθύριζαν την ώρα που από μπροστά τους περνούσε: “Μιλάει με τους νεκρούς!”, “Ακούει τους πεθαμένους!”.

18.00

Ελληνική λογοτεχνία

Μόνο το αρνί

Πέτσα Βασιλική

Όπως της τα είπαν και όπως τα φαντάστηκε: διαπλέκοντας τοπικές ιστορίες, μαρτυρίες και οικογενειακές αφηγήσεις, αντλώντας από την ντοπιολαλιά και το εκφραστικό της ύφος, η συγγραφέας αναπλάθει τον κόσμο της θεσσαλικής επαρχίας σε χρόνο παρελθοντικό και ανασυστήνει πρόσωπα και εποχές. Ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1940 και καταλήγοντας στις απαρχές της Μεταπολίτευσης, τα τέσσερα διηγήματα της συλλογής επικεντρώνονται σε περιθωριακούς χαρακτήρες και ψηλαφούν διαχρονικά ρήξεις και συνέχειες, “αφουγκραζόμενα” τον απόηχό τους στην καθημερινή ζωή της ελληνικής περιφέρειας.

Ανθρώπινα δράματα και ιστορικά γεγονότα, διαπροσωπικές προστριβές και συλλογικές συγκρούσεις, που αλληλεπιδρούν και διαταράσσουν τις ισορροπίες στο εσωτερικό της κοινότητας, της οικογένειας, του ατομικού ψυχισμού. Τέσσερα διηγήματα που εστιάζουν στη μικροκλίμακα, αναδεικνύουν τις λεπτομέρειες, φωτίζουν το αφανές και ανασύρουν το λησμονημένο, σαν ισάριθμες φωτογραφίες, ασπρόμαυρες, τσακισμένες στις γωνίες, που εντοπίζει κανείς σε παλιά οικογενειακά άλμπουμ. Θωρακίζοντας με το φίλτρο της ειλικρίνειας και της τρυφερότητας τον λογοτεχνικό της φακό, αποκαθαίροντάς τον από τη νοσταλγία και τον φολκλορισμό, η συγγραφέας απαθανατίζει έναν κόσμο που έχει πια χαθεί, κι ας μην υπήρξε ποτέ πραγματικός.

14.00