Διονύσης Σαββόπουλος
Αυτό που λέμε «Σαββόπουλος» δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά σιγά με τα χρόνια: Ο τύπος με τα στρόγγυλα γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. Είναι ο «Σάββο», όπως τον έλεγε ο συγχωρεμένος ο Τάσος Φαληρέας. Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σ’ εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός.
Τώρα όμως τον χρειάζομαι, γιατί μεγάλωσα και θα ’θελα να δω πώς ήμουν πιτσιρίκος, πώς φέρθηκα στον επαγγελματικό μου βίο, πώς ήμουν σαν σύζυγος, πατέρας και παππούς, κι ακόμα πώς ήμουν σαν πολίτης, σαν φίλος και σαν γιος. Σ’ αυτά είναι καλός ο Σάββο. Το ’χει. Σαν ρόλος, και σουξέ είχε και πείρα διαθέτει.
Τώρα ο ρόλος θα μιλήσει για τον δημιουργό του. Ένα παιχνίδι είναι. Ένα κόλπο. Ελπίζω να το βρείτε διασκεδαστικό.
Σε αυτό το βιβλίο ο Σαββόπουλος μιλάει για τον Νιόνιο. Αυτόν ντύνεται.
Καλή ακρόαση, αγαπητοί μου, καλή ανάγνωση.
Δ.Σ.
Φίλιπ Ροθ
Σαν ένας άλλος Ριπ Βαν Ουίνκλ, που επιστρέφοντας στη γενέτειρά του ανακαλύπτει ότι όλα έχουν αλλάξει, ο Νέιθαν Ζούκερμαν ξαναγυρίζει στη Νέα Υόρκη, την πόλη που έχει εγκαταλείψει πριν από έντεκα χρόνια. Μόνος στο σπίτι του στο βουνό, στην ορεινή Νέα Αγγλία, ο Ζούκερμαν δεν είναι παρά συγγραφέας: ούτε γυναίκες, ούτε ειδήσεις, παρά μόνο η ενασχόληση με το έργο του και η προσπάθεια να υπομείνει το άχθος των γηρατειών.
Περιπλανώμενος, σαν νεκραναστημένος, στους δρόμους της πόλης, σύντομα θα πραγματοποιήσει τρεις συναντήσεις που θα διαρρήξουν την επιμελώς περιφρουρημένη μοναξιά του. Η πρώτη είναι με ένα νεαρό ζευγάρι, το διαμέρισμα του οποίου ο Ζούκερμαν δέχεται, σε μια στιγμιαία παρόρμηση, να ανταλλάξει με το δικό του. Εκείνοι θέλουν να εγκαταλείψουν το Μανχάταν μετά την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου αναζητώντας καταφύγιο στην εξοχή, ενώ ο ίδιος ερωτοτροπεί με την ιδέα να επιστρέψει στη ζωή της πόλης. Αλλά, από τη στιγμή που τους συναντά, οΖούκερμαν αρχίζει επίσης να επιθυμεί να ανταλλάξει τη μοναξιά του με την ερωτική πρόκληση της νεαρής γυναίκας, της Τζέιμι: τα θέλγητρά της τον τραβούν και πάλι σε όσα πίστευε ότι είχε αφήσει πίσω του – τις ερωτικές σχέσεις, το ζωηρό παιχνίδι της καρδιάς και του σώματος.
Η δεύτερη συνάντηση είναι με ένα πρόσωπο που έχει σημαδέψει τα νεανικά χρόνια του Ζούκερμαν, την Έιμι Μπελέτ, σύντροφο και μούσα του Ε.Ι. Λόνοφ, ενός συγγραφέα που τον θαυμάζει απεριόριστα ο Ζούκερμαν. Η άλλοτε ακαταμάχητη Έιμι είναι σήμερα μια ηλικιωμένη γυναίκα καταρρακωμένη από την ασθένεια, ταγμένη να διαφυλάσσει τη μνήμη εκείνου του αυστηρού Αμερικανού συγγραφέα, που έδειξε στον Νέιθαν τον μοναχικό δρόμο της συγγραφής.
Τέλος, η τρίτη συνάντηση είναι με τον επίδοξο βιογράφο του Λόνοφ, έναν αδίστακτο νεαρό λόγιο, ο οποίος είναι πρόθυμος να κάνει τα πάντα προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση στο “μεγάλο μυστικό” του Λόνοφ.
Αιφνίδια μπλεγμένος -όπως ούτε ήθελε ούτε σκόπευε να εμπλακεί- με τον έρωτα, το πένθος, την επιθυμία και την εχθρότητα, ο Ζούκερμαν πρωταγωνιστεί σε ένα εσωτερικό δράμα με συναρπαστικές δυνατότητες και οδυνηρές επιπτώσεις. Στοιχειωμένο από το προηγούμενο έργο του Ροθ “Ο συγγραφέας-φάντασμα” (πρώτο μέρος της τριλογίας Ζούκερμαν Δεσμώτης), το “Φεύγει το φάντασμα” συνιστά ένα εντυπωσιακό άλμα σε μια νέα φάση της ακόρεστης αφοσίωσης του μεγάλου συγγραφέα στη μυθοπλασία.
Φρανκ Μάικλ
Η Στέλλα Λεβή και η αναζήτηση ενός χαμένου κόσμου
Ένα συγκινητικό ταξίδι ζωής μέσα από τις αναμνήσεις της εκατοντάχρονης σχεδόν Στέλλας Λεβή. Μιας σύγχρονης Σεχραζάτ του Greenwhich Village που επέζησε της μεγαλύτερης κτηνωδίας του εικοστού αιώνα. Αναμνήσεις που μας μεταφέρουν στη ροδίτικη Τζουντερία, ένα ηλιόλουστο κομμάτι του Αιγαίου όπου για μισή χιλιετία άκμασε η εβραϊκή κοινότητα, μέχρι που οι Ναζί κατακτητές έστειλαν τους 1.650 κατοίκους της στο Άουσβιτς – ένα θαλασσινό και σιδηροδρομικό ταξίδι θανάτου με ελάχιστους επιζώντες· ο μεγαλύτερος σε διάρκεια και απόσταση εκτοπισμός Εβραίων στην ιστορία του Ολοκαυτώματος.
Το Εκατό Σάββατα είναι μια συγκλονιστική ιστορία ανθρώπινης επιβίωσης που υμνεί τη ζωή και την ελπίδα. Μια μοναδική αφήγηση, λίγο πριν το τέλος, που παράλληλα καταγράφει τη δημιουργία μιας τρυφερής και μεταμορφωτικής φιλίας μεταξύ αφηγήτριας και ακροατή.