Βλέπετε 646–660 από 1567 αποτελέσματα

Βιβλία

Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη

Να μάθεις να χορεύεις με την απειλή.
Σκύβει το κεφάλι αυτή;
Σκύβεις κι εσύ με τη σειρά σου.
Πόδι μπροστά εκείνη, εσύ
το άλλο, βήμα μαζί και πλάι της.
Και έτσι να στροβιλίζεστε αργά,
από κοντά, με τις περούκες
και τα φιογκάκια στα παπούτσια
σ’ έναν χορό που σας κρατά
δεμένους χώρια.
Κι όταν ο φόβος
σού ψιθυρίζει στο αυτί, κάτι πηχτά
απογεύματα με γεύση χώματος,
να μάθεις να χορεύεις με την απειλή·
γιατί ο βασιλιάς γυμνός πάντοτε ήταν
κι ο θάνατος πάντοτε σε κοιτούσε·
μα εσένα τώρα θάμπωσαν με φως
πρώτη φορά τα μάτια σου και είδες.
Και σαν σωπάσει η μουσική και ο χορός,
μη γελαστείς και πεις πως επανήλθε ο κόσμος.
Τόσο στροβίλισμα άλλαξε θέση τις πυξίδες.
Τόσο σκοτάδι χάρισε στους τυφλούς το φως.

14.00

Ελληνική λογοτεχνία

Ο οβολός

Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος

Ο αναγνώστης στον Οβολό συναντά την εφαρμογή της κλασικής μεθόδου του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου: Το παλαιικό αναπαράγεται μέσα από την προσέγγιση του παρελθόντος με κάποιου είδους νοσταλγία και μέσα από τη χρήση επιλεγμένων εκφράσεων της καθαρεύουσας. Η αυστηρότατη από την άλλη πλευρά κειμενική δομή, η διαύγεια και η σαφήνεια της έκφρασης μαζί με την απόλυτη προσοχή στην λεπτομέρεια μάς παραπέμπουν στον τόσο δημοφιλή στις μέρες μας μινιμαλισμό. Μέσα σε ένα περιβάλλον βουλιμικής πλησμονής και θορύβου όπως είναι αυτό που ζούμε, ο Παπαδημητρακόπουλος μάς προσκαλεί να συγκεντρωθούμε στο ασήμαντο και στο σεμνό. Γι’ αυτό και ένα από τα αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά του είναι ότι η πεζογραφία του μικρού, του απλού και του ευκρινούς που καλλιεργεί είναι εντελώς μοντέρνα (Ελισάβετ Κοτζιά, «Διακρίνοντας», Η Καθημερινή, 6/3/2005).

 

9.90

Ξένη λογοτεχνία

Οι φόνοι της οδού Μοργκ

Έντγκαρ Άλαν Πόε

Δύο γυναίκες, μητέρα και κόρη, βρίσκονται φριχτά δολοφονημένες σε ένα κτίριο της οδού Μοργκ στο Παρίσι. Το δωμάτιό τους, στον τέταρτο όροφο, ήταν κλειδωμένο. Πώς μπόρεσε ο δολοφόνος να τις προσεγγίσει; Και γιατί τους επιτέθηκε με τόσο άγριο τρόπο;

Η υπόθεση κινεί το ενδιαφέρον ενός ερασιτέχνη ντετέκτιβ, του Ογκίστ Ντιπέν, που θα προσπαθήσει να λύσει το αίνιγμα με τη λογική…

Οι φόνοι της οδού Μοργκ είναι μια αριστουργηματική ιστορία μυστηρίου, που θεωρείται από πολλούς το αρχέτυπο του σύγχρονου αστυνομικού μυθιστορήματος. Στον τόμο αυτό παρουσιάζεται μαζί με δύο ακόμα ιστορίες στις οποίες πρωταγωνιστεί ο Ογκίστ Ντιπέν, “Το μυστήριο της Μαρί Ροζέ” και “Το κλεμμένο γράμμα”.

Μια τριλογία που γέννησε αμέτρητα έργα και λογοτεχνικούς ήρωες, μεταξύ των οποίων τον Σέρλοκ Χολμς, και, όπως έχει επισημάνει η Dorothy L. Sayers, «είναι σχεδόν ένα πλήρες εγχειρίδιο της θεωρίας και πράξης του αστυνομικού μυθιστορήματος»

11.97

Κώστας Θ. Καλφόπουλος

Τα λαϊκά νουάρ διηγήματα του Κώστα Θ. Καλφόπουλου μοιάζουν να βγαίνουν από τις κιτρινισμένες και ιλουστρασιόν σελίδες των οικογενειακών περιοδικών μιας άλλης εποχής ή από ταινίες του παλιού, ασπρόμαυρου ελληνικού κινηματογράφου. Ανάμεσα στις γραμμές τους, σαν ολογράμματα, προβάλλουν ο αστυνόμος Μπέκας και ο επιθεωρητής Μαιγκρέ την «αποφράδα μέρα» της 21ης Απριλίου 1967, ο Γιάννης Διακογιάννης φευγαλέα, τα ΒΙΠΕΡ, που κατέκλυζαν τα περίπτερα τη δεκαετία του ’70, μια κίτρινη εσάρπα τον φοβερό μήνα Αύγουστο του 1968, το Αμβούργο, γκρίζο και βροχερό όπως στον Αμερικανό φίλο του Βέντερς, τα λαϊκά κορίτσια των 70s, ένα φονικό παράξενο καλοκαίρι στην Κρήτη, μαζί και μια διαφορετική ληστεία στην Αθήνα τη μέρα του μεγάλου τελικού Άγιαξ-Παναθηναϊκού το 1971. Γραμμένα σε μια περίοδο έξαρσης του αναγεννημένου «είδους», τα διηγήματα του βιβλίου συνομιλούν με την παράδοση του αμερικανικού, κυρίως, νουάρ, εκεί όπου συνυφαίνονται οι μοίρες των ηρώων με τον έρωτα, την πόλη και τον θάνατο. Παράλληλα, συνδέουν το λαϊκό μοτίβο με το ποπ στοιχείο, όπως αυτά αναδεικνύονται σταδιακά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 στη νεοελληνική εκδοχή της καταναλωτικής κοινωνίας.

Ένα ταξίδι σε μια Ελλάδα φωτεινή και σκοτεινή συνάμα, λαϊκή αλλά και νουάρ.

10.00

Πιερ Ραφάρ

Από την εμφάνιση των σχέσεων ανταλλαγής έως την παγκοσμιοποίηση της εποχής μας, η τροφή είναι συγχρόνως αντικείμενο αλλά και δείκτης των τάσεων και του συσχετισμού δυνάμεων που συνδιαμόρφωσαν την ιστορία της ανθρωπότητας. Στις μέρες μας, η υγειονομική κρίση που προκάλεσε η πανδημία της Covid-19 από το 2019, αλλά και ο πόλεμος στην Ουκρανία από τον Φεβρουάριο του 2022, γέννησαν σοβαρές ανησυχίες για τη σταθερότητα του κυρίαρχου αγροδιατροφικού μοντέλου και την επάρκεια σε βασικά τρόφιμα διεθνώς. Συνειδητοποιούμε πλέον ότι η σχεδόν απεριόριστη πρόσβαση στα τρόφιμα δεν αποτελεί κάποια απαραβίαστη πραγματικότητα, πως τα γεωργικά προϊόντα και τα τρόφιμα διαδραματίζουν καίριο ρόλο στη διεθνή σκηνή, καθώς και στη σταθερότητα των κρατών. Όσο η τροφή απογυμνώνεται από το ψυχαγωγικό της ένδυμα στις κοινωνίες της αφθονίας, όλο και πιο ξεκάθαρα αποκαλύπτεται η γεωπολιτική της ουσία.

Το βιβλίο του Pierre Raffard αναδεικνύει τις πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές προκλήσεις που παρουσιάζονται στα χωράφια ή στους αμπελώνες, σε όλο το μήκος των αλυσίδων μεταποίησης και διανομής, στα ράφια των σούπερ μάρκετ, αλλά επίσης μέσα στο πιάτο μας και γύρω από αυτό. Η τροφή ως μέσο επιβίωσης αλλά και ως εργαλείο ήπιας ή σκληρής ισχύος, οι προκλήσεις τις οποίες θέτει στην παραγωγή τροφίμων η κλιματική αλλαγή, η παγκόσμια ηγεμονία συγκεκριμένων εταιρειών ειδών διατροφής, ο ρόλος της τεχνολογίας τροφίμων, το διαδίκτυο και οι στρατηγικές μάρκετινγκ που επιδιώκουν να προβλέψουν και να ελέγξουν τις πιο προσωπικές επιλογές μας, τα κινήματα για μια πιο βιώσιμη παραγωγή και κατανάλωση της τροφής, είναι όψεις μιας πολυσύνθετης πραγματικότητας και δείχνουν ότι το πιάτο μας αποτελεί έναν προνομιακό χώρο για να κατανοήσουμε τον κόσμο και να αναλογιστούμε την εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών στο μέλλον. (

13.50

Ξένη λογοτεχνία

Ένα ατέλειωτο ταξίδι

Κλαούντιο Μάγκρις

“Το Εγώ του ταξιδιώτη” γράφει ο Κλάουντιο Μάγκρις “είναι μόλις κάτι περισσότερο από ένα βλέμμα, ένα κοίλο κέλυφος στο οποίο αποτυπώνεται η μορφή της πραγματικότητας, ένα δοχείο που υπερχειλίζει από τα πράγματα”. Εξού και η τεράστια ποικιλία των τοπίων που ο ίδιος διασχίζει και αποκωδικοποιεί σαν να είναι πρόσωπα, από τη Μαδρίτη στην Πράγα, το Βερολίνο και τη Βαρσοβία, από τη Φινλανδία μέχρι την Αυστραλία, από τη μια θάλασσα στην άλλη, κάνοντας στάση και στην Τεργέστη φυσικά, στην πόλη όπου κατεξοχήν υφαίνεται και περιπλέκεται ένας λαβυρινθώδης ιστός διαφορετικών εποχών. “Σκοπός του ταξιδιού” διευκρινίζει ο Μάγκρις “είναι οι άνθρωποι”. Ταξιδεύω σημαίνει “έρχομαι αντιμέτωπος με την Ιστορία και τις παραλλαγές της”. Και το βιβλίο αυτό συνιστά ακριβώς μια τέτοια απολαυστική αναμέτρηση, διότι προέρχεται από έναν παρατηρητή φιλοπερίεργο και πολυμαθή, ειρωνικό και μεγαλόψυχο, ποιητή και συγχρόνως ιστορικό και φιλόσοφο. Πέρα όμως από τις ετερόκλητες αφορμές που πυροδότησαν τα συγκεκριμένα αφηγήματα, αυτό που κυρίως συναρπάζει είναι η βαθύτερη συνοχή τους χάρη στην οποία αναγνωρίζουμε τα βασικά θέματα και μοτίβα του έργου του Μάγκρις, τις αέναες και δημιουργικές ανησυχίες του.

20.00

Μίλαν Κούντερα

Ο δικός μου κόσμος δεν είναι ο κόσμος των θεωριών. Οι σκέψεις αυτές είναι σκέψεις ενός πρακτικού. Το έργο κάθε μυθιστοριογράφου περιλαμβάνει μια εγγενή αντίληψη της ιστορίας του μυθιστορήματος, μια ιδέα για το τι εστί μυθιστόρημα. Σ’ αυτήν ακριβώς την ιδέα περί μυθιστορήματος που εμπεριέχεται στα μυθιστορήματα μου έδωσα τον λόγο.»

16.00

Ξένη λογοτεχνία

Η ντροπή

Ανί Ερνό

Ο πατέρας μου προσπάθησε να σκοτώσει τη μητέρα μου μια Κυριακή του Ιούνη, νωρίς το απόγευμα»: το βιβλίο είναι η ιστορία μιας δωδεκάχρονης, αφορά όμως και την αφηγήτρια, μια ώριμη γυναίκα, την ίδια τη συγγραφέα. Η βίαιη στιγμή ζει μέσα της. Το τραύμα έρχεται σε μια εποχή που ακόμα νιώθει τόσο κοντά στους γονείς της, ώστε η επαπειλούμενη βίαιη πράξη να της είναι ακατανόητη. Τη σχίζει σαν τσεκούρι.

Με τον καιρό, η ανάμνηση παγώνει ώσπου δεν είναι παρά ένα ενσταντανέ που κουβαλά στο πορτοφόλι της, απαράλλακτη ακόμα και μετά από χρόνια, όταν η δωδεκάχρονη έχει γίνει γυναίκα και συγγραφέας. Χρόνια αργότερα η πληγή είναι ακόμα εκεί, όμως η ύπαρξή της ολόκληρη έχει θρέψει γύρω της σαν το δέντρο που, αν και χτυπήθηκε από κεραυνό, επιβίωσε.

Με τη συναισθηματικά πλούσια φωνή της σπουδαίας λογοτεχνίας και την οξεία αναλυτική ματιά ενός επιστήμονα, η Annie Ernaux προσφέρει έναν δυνατό στοχασμό για την εμπειρία και τη δύναμη μιας βίαιης ανάμνησης να αντέχει στον χρόνο και να καθορίζει την τροχιά μιας ζωής.

10.98

Ξένη λογοτεχνία

Ψέμα και μάγια

Έλσα Μοράντε

Ας σκεφτούμε ένα ευρύχωρο σπίτι με άπειρα μικροπράγματα αλλά χωρίς καθόλου ζωή. Αίφνης προβάλλει ένα θηλυκό πρόσωπο. Αυτή είναι η Ελίζα, μια ορφανή κοπέλα, περικυκλωμένη από επικές αφηγήσεις με ήρωες και δεσποσύνες. Αποφασισμένη να αποτυπώσει την ιστορία της οικογένειάς της, η Ελίζα ανυψώνει σε μυθικές διαστάσεις τη μητέρα της Άννα, τον πατέρα της Φραντσέσκο, τον ξάδελφο Εντοάρντο και τη Ροζάρια, μια ανοιχτόψυχη πόρνη. Αυτά τα πλάσματα, από αδιάφορα έως κακόμοιρα, μεταμορφώνονται σε αληθινούς ανθρώπινους χαρακτήρες που βιώνουν ένα σωρό αλλόκοτες περιπέτειες. Το αποτέλεσμα; Μια εν δυνάμει ηθογραφική κωμωδία μετουσιώνεται εν τέλει σε μεγαλοπρεπέστατη τραγωδία. Η Ελίζα, η γυναίκα με τις μακριές κοτσίδες και τη χλωμή όψη, η καταφρονεμένη κόρη, έχει κληρονομήσει ένα αίνιγμα από τους γονείς της.

Σε αυτό έρχονται να προστεθούν ο φόβος και η ματαίωση που κατασκευάζουν οι παθιασμένοι έρωτες, οι δυστυχισμένοι γάμοι, τα εξώγαμα παιδιά. Προκειμένου να κατανοήσει αυτή την τρέλα, η Ελίζα επιστρατεύει τη μνήμη και τη φαντασία της. Έπειτα γράφει και μας μεταφέρει σε μια πόλη του ιταλικού Νότου στις αρχές του 20ού αιώνα, σε έναν τόπο και μια εποχή όπου η ελευθερία των γυναικών ήταν στα χέρια των ανδρών, συζύγων ή εραστών. Το Ψέμα και μάγια (1948), αυτό το ανησυχαστικό μυθιστόρημα, ακολουθεί τα πρότυπα μιας λογοτεχνικής παράδοσης που από τον Σταντάλ και τον Τολστόι φτάνει μέχρι τον Προυστ, καθρεφτίζοντας την πραγματικότητα μιας ολόκληρης κοινωνίας. Η Έλσα Μοράντε χρησιμοποιεί μια ιδιαίτερη, σαγηνευτική γλώσσα, όπου η πρόφαση του υπαινιγμού και του παιχνιδιού δεν είναι παρά ένα είδος συστολής για να υπερασπιστεί τον μύχιο χαρακτήρα μιας μοναδικής, αλησμόνητης εξομολόγησης.

30.00

Ξένη λογοτεχνία

Τα πράσινα πατζούρια

Ζωρζ Σιμενόν

Το 1950 ο Σιμενόν βρίσκεται στην Αμερική. Είναι γεμάτος σχέδια και δουλεύει πυρετωδώς. Πιστεύει πιο πολύ παρά ποτέ ότι το επόμενο βιβλίο του είναι το καλύτερό του. Πρόκειται ακριβώς για τα “Πράσινα παντζούρια”, «το βιβλίο που οι κριτικοί περιμένουν από καιρό και ήλπιζα πάντα να γράψω μια μέρα». Μια στενή του φίλη σχολίασε ότι για καιρό ένιωθε τρομαγμένη από τη δύναμή του. Ο Σιμενόν το θεωρεί «κεντρικό έργο» στη μεγάλη παραγωγή του. Ο Γκαλλιμάρ το θαυμάζει απεριόριστα. Θέμα του: Το πορτραίτο ενός μεγάλου ηθοποιοί, του Εμίλ Μωζέν, ιερού τέρατος της θεατρικής σκηνής και του κινηματογράφου προς το τέλος της ζωής του, που την έζησε ακραία, όχι μόνο εργαζόμενος σκληρά αλλά και πίνοντας και έχοντας αναρίθμητες ερωμένες. Είναι κυνικός και φαίνεται απόμακρος. Μετά από μια απειλητική διάγνωση από τον καρδιολόγο του, ξανακοιτάζει όλη του τη ζωή και νιώθει ένα τεράστιο αίσθημα ένοχης που δεν μπορεί να το διαχειριστεί. Συνεχίζει να ζει ακραία, θέτοντας όμως θέματα στον εαυτό του και αναρωτώμενος πότε θα έρθει το τέλος.
Είναι ένα ιδιότυπο και δυναμικό μυθιστόρημα, με πολλές ενδοσκοπήσεις στους τρόπους με τους οποίους οι ηθοποιοί δημιουργούν χαρακτήρες. Υπάρχουν όμως πολλοί παραλληλισμοί και με την ψυχολογία ενός συγγραφέα, καθώς και ένα διακριτό καφκικό στοιχείο στις φανταστικές σκηνές «δίκης» και ειδικά κατά τα τελικά στάδια της ζωής του ηθοποιού.

Ο μεγάλος φόβος του Σιμενόν ήταν ότι το βιβλίο θα μπορούσε να θεωρηθεί πως αναφέρεται σε υπαρκτούς σπουδαίους ηθοποιούς της εποχής του, όπως ο Raimu, ο Michel Simon, ο W.C. Fields ή ο Charlie Chaplin. Σχολίασε σχετικά: «Είναι αδύνατον να δημιουργήσεις ένα πρόσωπο του χώρου τους, με το δικό τους βεληνεκές, και να μη δανειστείς ορισμένα χαρακτηριστικά, κάποια τικ, από τον έναν ή τον άλλον. Όλα τα υπόλοιπα είναι καθαρή μυθοπλασία». Ένας προσεκτικός όμως αναγνώστης από τη Βολιβία, που αλληλογραφούσε με τον Σιμενόν, παρατήρησε ότι ο Μωζέν ήταν μάλλον ο ίδιος ο συγγραφέας, αναγνωρίζοντας πολλά, περισσότερο ή λιγότερο κρυμμένα χαρακτηριστικά του.

13.00

Ξένη λογοτεχνία

Σπίτι με ονόματα

Κολμ Τόιμπιν

Της έκοψαν τα μαλλιά προτού την σύρουν στον τόπο της θυσίας. Της είχαν δεμένα τα χέρια σφιχτά πίσω στη ράχη, της κόρης μου, το δέρμα στους καρπούς καταγδαρμένο από τα σκοινιά, οι αστράγαλοί της δεμένοι. Το στόμα της το είχαν φιμώσει, για να μην καταριέται τον πατέρα της, τον άνανδρο, διπρόσωπο πατέρα της.

Την ημέρα του γάμου της κόρης του, ο Αγαμέμνονας ζητάει τη θυσία της. Μόνο έτσι θα έχει τους ανέμους με το μέρος του για να φτάσει ως την Τροία. Η Ιφιγένεια τελικά θυσιάζεται, ο Αγαμέμνονας οδηγεί τον στρατό του στη μάχη και επιβραβεύεται με ένδοξη νίκη.

Χρόνια αργότερα, ο Αγαμέμνονας επιστρέφει και η αιματηρή επιλογή του κατευθύνει όλη την οικογένεια σ’ ένα μονοπάτι ενδόμυχης βίας. Καθώς η σύζυγός του Κλυταιμνήστρα επιζητά διακαώς τον θάνατό του ως εκδίκηση, η κόρη τους Ηλέκτρα λειτουργεί ως σιωπηλός παρατηρητής αυτού του πρωτοφανούς οικογενειακού δράματος. Ταυτόχρονα ο γιος τους Ορέστης απάγεται και η επιβίωσή του είναι αβέβαιη.

Σ’ αυτή την απάνθρωπη συνθήκη, η Ηλέκτρα και ο Ορέστης θα προβούν με τη σειρά τους σε εξίσου απάνθρωπες ενέργειες, πασχίζοντας να διορθώσουν τα λάθη του παρελθόντος.

14.40

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες

Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού κοιτώντας την και με τις πέντε μου αισθήσεις μαγεμένες.

Ένας ηλικιωμένος δημοσιογράφος, όταν γίνεται ενενήντα χρονών, αποφασίζει να κάνει ένα ξεχωριστό δώρο στον εαυτό του: μια νύχτα με μια έφηβη παρθένα. Η πιο φημισμένη και καπάτσα πατρόνα της πόλης τού βρίσκει αυτό που ζητάει.

Αλλά, αντί για μια μικρούλα πόρνη που θα τον αναζωογονήσει, ο ήρωάς μας συναντά μια Ωραία Κοιμωμένη, που θα του πάρει τα μυαλά. Και συνειδητοποιεί ότι μπορεί κανείς να πεθάνει στ’ αλήθεια από βαθύ, βασανιστικό, παράφορο έρωτα, σαν αυτόν που νιώθει τώρα ο ίδιος για πρώτη φορά στη ζωή του…

Ένα βιβλίο για την εφήμερη σάρκα και τον παντοτινό έρωτα, με τη γοητευτική φωνή, τον αισθησιασμό και τη διεισδυτική ματιά του μεγάλου Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.

9.99

Φερνάντ Μπρωντέλ

Οι τρείς τόμοι του Μπρωντέλ για τη Μεσόγειο προσφέρουν ένα πανόραμα της ζωής και της ιστορίας του μεσογειακού χώρου στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, δηλαδή από την Αναγέννηση και τη Μεταρρύθμιση μέχρι την αυγή των νεότερων χρόνων, όταν η Μεσόγειος έπαψε να είναι το κέντρο του κόσμου.

Το πρώτο μέρος «κινείται στη σφαίρα μιας ιδιότυπης γεωγραφίας, που δίνει ιδιαίτερη έμφαση στα ανθρωπογεωγραφικά δεδομένα. Δεν παύει όμως να είναι, αν όχι μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό, και αναζήτηση μιας ιδιότυπης ιστορίας», δηλώνει ο ίδιος ο συγγραφέας. Πρόκειται για την ιστορία του ανθρώπου σε σχέση με τον περίγυρό του· μια ιστορία που κυλά και μεταβάλλεται αργά, συχνά ερήμην των ανθρώπων που τη  βιώνουν.
Το δεύτερο μέρος έχει την πρόθεση να συλλάβει μια ιστορία με πιο εξατομικευμένους ρυθμούς: μια ιστορία ομάδων, μια ιστορία συλλογικών πεπρωμένων και γενικών τάσεων. Μια ιστορία κοινωνική με αφετηρία τον άνθρωπο ή όσα κάνει ο άνθρωπος με τα πράγματα. Πραγματεύεται τις κοινωνικές δομές και την κίνησή τους και συνδυάζει το αμετάβλητο και το μεταβαλλόμενο, τη  βραδεία κίνηση και την υπερβολική ταχύτητα.

Για το τρίτο μέρος ο συγγραφέας σημειώνει: «Θεατές και ηθοποιοί, τον 16ο αιώνα, στη Μεσόγειο και αλλού, είχαν την αίσθηση ότι ήταν πιασμένοι στα δίχτυα ενός ζωντανού δράματος, που το ένιωθαν κυρίως ως δικό τους δράμα. Τα γεγονότα είναι κονιορτός: σχίζουν την ιστορία σαν σύντομες αναλαμπές· προτού καλά καλά υπάρξουν, έχουν γυρίσει πίσω στο σκοτάδι και συχνά στη λήθη. Καθένα τους, είναι αλήθεια, όσο σύντομο κι αν είναι, φωτίζει μια γωνιά του τοπίου, καμιά φορά κάποια παχιά κομμάτια ιστορικής μάζας».

25.36

Ντέιβιντ Αμπουλάφια

Για περισσότερα από 3.000 χρόνια, η Μεσόγειος υπήρξε ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα του παγκόσμιου πολιτισμού. Από την εποχή της Τροίας μέχρι και τα μέσα του 19ου αιώνα, η ανθρώπινη δράση στην περιοχή της Μεσογείου έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της παγκόσμιας ιστορίας. Η ΜΕΓΑΛΗ ΘΑΛΑΣΣΑ του Ντέιβιντ Αμπουλάφια είναι η πρώτη πλήρης ιστορική μελέτη για τη διαχρονική περιπέτεια των λαών της Μεσογείου από την εποχή της ανέγερσης του μυστηριώδους ναού στη Μάλτα γύρω στο 3.500 π.Χ. μέχρι και την πρόσφατη, εκ νέου επινόηση των μεσογειακών ακτών ως τουριστικού προορισμού.

Ο Αμπουλάφια περιγράφει εκείνες τις πόλεις οι οποίες άσκησαν ιδιαίτερη επίδραση ή ταυτίστηκαν με συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους – πόλεις όπως η Αλεξάνδρεια, η Βενετία και η Θεσσαλονίκη. Αποδίδει την ακμή τους στην ικανότητά τους να γίνονται κέντρα συνύπαρξης πολλών διαφορετικών λαών, θρησκευμάτων και εθνικών ταυτοτήτων. Επιπλέον, παρουσιάζει την ιστορία συγκεκριμένων πληθυσμών καθώς και προσωπικοτήτων, οι οποίες προσδίδουν ζωντάνια και αμεσότητα στις ευρύτερες εξελίξεις που αναφέρονται στο βιβλίο – λόγου χάρη οι Μουσουλμάνοι και οι Εβραίοι προσκυνητές που κατευθύνονταν ανατολικά, ξεκινώντας από την Ισπανία του 12ου αιώνα, βασιλείς της Σικελίας, Οθωμανοί σουλτάνοι και ναύαρχοι από τη Βρετανία, τη Γαλλία και την τσαρική Ρωσία.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΘΑΛΑΣΣΑ απλώνεται σε όλη την ιδιόμορφη έκταση της Μεσογείου, από το Γιβραλτάρ μέχρι τη Συρία, από τη Γένοβα μέχρι την Τυνησία, δίνοντας έμφαση στη σύγκρουση και την αντίθεση, εθνική, γλωσσική, θρησκευτική και πολιτική. Έτσι, χαρτογραφεί τον τρόπο με τον οποίο η Μεσόγειος έγινε «πιθανόν ο πιο κατάλληλος χώρος για αλληλεπίδραση πολιτισμών και λαών σε ολόκληρο τον πλανήτη».

25.20

Ελληνική λογοτεχνία

Διακοπές στη Μύκονο

Γιάννης Μαρής

Μέσα στην καμπίνα της Α’ θέσεως διάβασε το τηλεγράφημα για δέκατη φορά. «Ο Αυγουστίδης θα βρίσκεται στην Αθήνα στο τέλος του μηνός. Φρόντισε ως τότε να τα ‘χεις τακτοποιήσει όλα». Δίπλωσε το τηλεγράφημα και χαμογέλασε πικρά, «Φρόντισε ως τότε να τα ‘χεις τακτοποιήσει όλα». Σαν να ήταν δυνατό να τακτοποιήσει πια τίποτε, εκεί που είχαν φτάσει τα πράγματα. Με το τσιγάρο στο στόμα άνοιξε τη βαλίτσα του. Νευρικά το χέρι του έψαξε ανάμεσα στα ρούχα. Βρήκε αυτό που ήθελε. Ένα κομψό αυτόματο «Μπράουνινγκ» των εφτά. Χαμογέλασε με πίκρα. «Φρόντισε να τα ‘χεις τακτοποιήσει όλα ως τότε…» Κοίταζε το πιστόλι. Έμοιαζε σαν ένα κομψό παιχνίδι από έβενο, μέσα στο μεγάλο, δυνατό χέρι του. Το ξανάβαλε στη βαλίτσα του και το σκέπασε πάλι με τα ρούχα. Η πόρτα χτύπησε.

“Οι διακοπές στη Μύκονο” ανήκουν στη χρυσή χρονιά του Γιάννη Μαρή, το 1956. Αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο. Καλοκαίρι, Αύγουστος, Μύκονος. Ο πρωταγωνιστής φλερτάρει με τον τίτλο του ζιγκολό κα’ι τιμωρείται επειδή δεν τηρεί τις αρχές του μέχρι τέλους, καθώς ερωτεύεται μια εικοσάχρονη, τη Λία Καραπάνου. «Μια κοπέλα με κοντά μαλλιά και παράξενα γκριζοπράσινα μάτια διάβαζε ένα περιοδικό μόδας δίπλα του. Μια στιγμή -τυχαία ή επίτηδες- το περιοδικό γλίστρησε από τα χέρια της. Εκείνος έσκυψε, το πήρε και της το έδωσε. Του χαμογέλασε με μια σειρά θαυμάσια άσπρα δόντια σε ένα πολύ Ηλιοψημένο πρόσωπο». Φλερτάρουν και κάνουν παρέα καθημερινά στις παραλίες. «Ήταν ευτυχισμένη να βρίσκεται δίπλα σε αυτόν τον όμορφο, δυνατό άντρα, κάτω από τον χρυσό ήλιο. […] Ήταν αυτό που δεν έπρεπε να τού τύχει. Και του έτυχε. Η Λία ήταν ερωτευμένη μαζί του κι αυτός τώρα το ήξερε πως την αγαπούσε. […] Ήταν γεμάτος απόγνωση και ταυτόχρονα ευτυχία. “Μια ευτυχία με προθεσμία”, σκέφθηκε και χαμογέλασε με πίκρα».

Είναι το μοναδικό μυθιστόρημα του Μαρή στο ύφος του αμερικάνικου νουάρ, που θυμίζει το “Τέλος της διαδρομής” του W.R. Burnett (Άγρα, 1993). Οι “Διακοπές στη Μύκονο” είναι μέσα στα καλύτερα βιβλία του Μαρή και το μόνο με στοιχεία μαύρου αστυνομικού μυθιστορήματος.

13.90