Βλέπετε 151–152 από 152 αποτελέσματα

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Γιάννης Ρίτσος

Μια ζωή επιστήθια φίλη του Γιάννη Ρίτσου και σύντροφος του Άρη Αλεξάνδρου από το 1959, η ποιήτρια και δημοσιογράφος Καίτη Δρόσου (1924-2016), λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό της, εμπιστεύτηκε στην πανεπιστημιακό Λίζυ Τσιριμώκου έναν μικρό θησαυρό: τα δελτάρια του Ρίτσου από τόπους εξορίας –τη Λήμνο, τη Μακρόνησο, τον Αϊ-Στράτη– προς την ίδια, καθώς και τα γράμματά του προς εκείνη και τον Αλεξάνδρου επί δικτατορίας, όσο ζούσαν αυτοεξόριστοι στο Παρίσι, τα οποία βρίσκονται από το 2008 συγκεντρωμένα στον τόμο Τροχιές σε διασταύρωση (εκδ. Άγρα).

Η Καίτη Δρόσου υπήρξε αποδέκτης της αστείρευτης θετικής ενέργειας του Ρίτσου από τα 16 της, επί Κατοχής, όταν οι ερασιτεχνικοί καλλιτεχνικοί κύκλοι λειτουργούσαν σαν συγκοινωνούντα δοχεία με τους επαγγελματικούς. Ο Αλεξάνδρου βρέθηκε στην παρέα του Ρίτσου, ανεξάρτητα από εκείνη, χάρη στον συμμαθητή του από το Βαρβάκειο Ανδρέα Φραγκιά. Η συμπάθεια ήταν αμοιβαία αλλά η δουλειά τους στον Γκοβόστη ήταν που τους έφερε κοντά – ώρες ατέλειωτες σκυμμένοι πάνω από τυπογραφικά δοκίμια, ο Αλεξάνδρου μετέφραζε από τα ρωσικά και ο Ρίτσος τα ξανακοίταζε με έναν ρωσόφωνο ακόμη, για να μην ξεφύγει λάθος πουθενά…

Ακράδαντα πειστήρια του ήθους, της πληθωρικής προσωπικότητας και των ποιητικών ανησυχιών του Ρίτσου, τα γράμματα που απλώνονται στο Τροχιές σε διασταύρωση πιστοποιούν τη φιλία που ένωσε τους τρεις ομοτέχνους σε πολύ δύσκολους καιρούς, τότε που οι διώξεις και τα βασανιστήρια των αριστερών βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη και τα συντροφικά μαχαιρώματα έρχονταν να προκαλέσουν κι άλλες, συχνά ανεπούλωτες πληγές. Κι ακόμα, φανερώνουν τις «ωδίνες τοκετού» ενός από τα σπουδαιότερα έργα της μεταπολεμικής λογοτεχνίας, του Κιβωτίου.

Ο Αλεξάνδρου, έχοντας παραδεχτεί μέσα του την ήττα του εμφυλίου, διέσχισε τα χρόνια της εξορίας του απομονωμένος από τους συντρόφους του, κι ας είχε σπεύσει ο Ρίτσος να εγγυηθεί γι’ αυτόν ότι είναι τίμιος και ότι δεν θα βλάψει το Κόμμα ποτέ. Ωστόσο, οι δρόμοι τους χώρισαν. Έπρεπε να φτάσει το ’58, οπότε επέστρεψε και ο Αλεξάνδρου από τη Γυάρο στην Αθήνα, για να μιλήσουν ξανά. Επί χούντας, πιάνουν και πάλι να αλληλογραφούν. Ο Ρίτσος, κάθε φορά που λαμβάνει αποσπάσματα του Κιβωτίου από το Παρίσι, εγκαρδιώνει τον φίλο του και τον επικροτεί. «Είναι ένα όργιο φαντασίας», θα του γράψει όταν το διαβάσει ολοκληρωμένο, «που καλύπτει την ιστορική πραγματικότητα κι αποκαλύπτει την άλλη πραγματικότητα της πιο πειστικής φαντασίας, της γεννημένης απ’ τους καθημερινούς εφιάλτες της ασυνεννοησίας, της καταπίεσης, της υποχρεωτικής συγκατάβασης».

Σύμφωνα με τη Δρόσου, το θέμα με τον Ρίτσο και τον Αλεξάνδρου δεν ήταν να τα βρουν στα ιδεολογικά. Το θέμα ήταν ποιος θα κάνει πρώτος την κίνηση να βγάλει το χαρτί από την τσέπη, ποιος, δηλαδή, θα προκαλέσει ξανά συζήτηση πάνω σε ένα γραπτό, όπως θα μιλούσε στον δάσκαλό του…

 

Σταυρούλα Παπασπύρου

20.85
Προσφορά!

Αλμπέρτος Ναρ, Έρικα Κούνιο-Αμαρίλιο

ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΩΝ ΕΠΙΖΩΝΤΩΝ, τις οποίες συγκέντρωσαν και εξέδωσαν στον τόμο αυτό οι Έρικα Κούνιο-Αμαρίλιο και Αλμπέρτας Ναρ, δεν αποτελούν απλώς τεκμήριο και ανεκτίμητη ιστορική πηγή, αλλά και μάθημα για τα όρια της ανθρώπινης συμπεριφοράς μέσα στο κακό, τόσο από τη μεριά εκείνων που το επιβάλλουν όσο και από εκείνους που το υφίστανται και επιβιώνουν. Μας δίνει τη δυνατότητα να ρίξουμε μια ματιά στην καρδιά του βαθύτερου σκότους, αυτού της ζωής και του θανάτου στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο παρών τόμος περιλαμβάνει επίσης ένα μικρό λεξικό όρων, ονομάτων και τόπων, καθώς και χρονολογικό πίνακα γραμμένα από τη Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου.

“Κι εμείς μυρίζαμε όλο τον καπνό. Ήτανε μυρωδιά από κρέας καμένο. Και το πιστεύαμε και δεν το πιστεύαμε. Είναι άσχημα να το πεις αυτό σ’ έναν άνθρωπο, ότι καίγονται άνθρωποι εκεί μέσα. Είναι δύσκολο να το πιστέψεις. Μπορεί να το κάνουν αυτό άνθρωποι; Κι εντούτοις, μετά, με τον καιρό… Βλέπεις η συνήθεια σου δίνει μια ανακούφιση. Συνηθίζεις το κακό. Στην αρχή υποφέρεις πολύ. Μετά το συνηθίζεις και λες, αυτή είναι η ζωή, και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Είμαστε σ’ ένα στρατόπεδο και είναι αδιέξοδο”.

“Υπήρχαν κάποιοι αποχωρισμοί που σε κανένα βιβλίο δεν γράφονται, δηλαδή μια μάνα να αφήνει το παιδί, το παιδί να αφήνει τη μάνα… και να ξέρουμε ότι δεν θα ξαναϊδωθούμε ποτέ. Ήταν μαρτύριο, κόλαση εκείνη η ώρα. Αποχωρισμός ζωντανός… Και δεν φταίγαμε σε τίποτα, έφταιγε μόνο το ότι ήμασταν Εβραίοι. Δεν κλέψαμε, δεν δολοφονήσαμε, μόνο που ήμασταν Εβραίοι”.

“Κι εγώ ήθελα να φύγω και μου λέει ο πατέρας μου: “Πάρε ένα πιστόλι, σκότωσέ μας, κι ύστερα φύγε”. Πως να φύγουμε λοιπόν; Τι να κάνουμε; Να αφήναμε τον πατέρα με πέντε παιδιά;”

“Αυτά που σας λέω, ούτε λέγονται, ούτε μπορεί να τα γράψει κανείς, ούτε να τα φανταστεί. Το τι μέρες δύσκολες, του θανάτου, έχουμε περάσει, δεν γράφονται, ούτε διηγούνται”.

“Εύχομαι άλλο κακό να μη δούμε”. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

24.39