Βλέπετε 46–60 από 132 αποτελέσματα

Ιστορία

Έφη Σαπουνά-Σακελλαράκη

Η ιστορία δύο ανθρώπων που συνέδεσαν τη ζωή τους με την επιστήμη τους και άφησαν το δικό τους αποτύπωμα στην Αρχαιολογία.

H περιγραφή της επιστημονικής διαδρομής του Γιάννη και της Έφης Σακελλαράκη, που περιλαμβάνει ανασκαφές, συγγραφικό έργο και δημοσιεύσεις, ταξίδια για διεθνή συνέδρια, επιτυχίες και απογοητεύσεις, ζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή, τα τεκταινόμενα στην πολιτιστική και κοινωνική ζωή της Ελλάδας στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Η συγγραφέας, μέσα από μια μυθιστορηματική αφήγηση, περιγράφει την κοινή τους πορεία και το πώς αισθάνθηκαν, έδρασαν και αντέδρασαν, με συγκεκριμένη λογική, αισθητική και ήθος, μέσα και έξω από τον αρχαιολογικό κόσμο.

14.85

Άνταμ Γκόλντγουιν

I first came across Rae Dalven without even knowing it, at the opening of one of my art school graduation exhibitions in Berlin, 2012, when I read Constantine Cavafy’s “Ithaka,” a poem about missing a home one could never reach. This poem was translated by Rae Dalven into English in the late 1950s and is one of the reasons why she is still known in some circles today.

A few years later, in 2018, I, like Cavafy’s Odysseus, reached an old-new discovered home when I first visited Ioannina while researching an ongoing art project about the Romaniote community of Ioannina. The city of Ioannina, or, as some write, Janina, was home to the largest Romaniote community in the world prior to the Shoah, and among its residents was my mother’s family, the Levis. Re-discovering this place, I felt a deep connection to it, and to my family who had lived there: it gave me an explanation for the many questions I had about my identity, my sense of belonging. […]

12.72

Φερνάντ Μπρωντέλ

Οι τρείς τόμοι του Μπρωντέλ για τη Μεσόγειο προσφέρουν ένα πανόραμα της ζωής και της ιστορίας του μεσογειακού χώρου στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, δηλαδή από την Αναγέννηση και τη Μεταρρύθμιση μέχρι την αυγή των νεότερων χρόνων, όταν η Μεσόγειος έπαψε να είναι το κέντρο του κόσμου.

Το πρώτο μέρος «κινείται στη σφαίρα μιας ιδιότυπης γεωγραφίας, που δίνει ιδιαίτερη έμφαση στα ανθρωπογεωγραφικά δεδομένα. Δεν παύει όμως να είναι, αν όχι μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό, και αναζήτηση μιας ιδιότυπης ιστορίας», δηλώνει ο ίδιος ο συγγραφέας. Πρόκειται για την ιστορία του ανθρώπου σε σχέση με τον περίγυρό του· μια ιστορία που κυλά και μεταβάλλεται αργά, συχνά ερήμην των ανθρώπων που τη  βιώνουν.
Το δεύτερο μέρος έχει την πρόθεση να συλλάβει μια ιστορία με πιο εξατομικευμένους ρυθμούς: μια ιστορία ομάδων, μια ιστορία συλλογικών πεπρωμένων και γενικών τάσεων. Μια ιστορία κοινωνική με αφετηρία τον άνθρωπο ή όσα κάνει ο άνθρωπος με τα πράγματα. Πραγματεύεται τις κοινωνικές δομές και την κίνησή τους και συνδυάζει το αμετάβλητο και το μεταβαλλόμενο, τη  βραδεία κίνηση και την υπερβολική ταχύτητα.

Για το τρίτο μέρος ο συγγραφέας σημειώνει: «Θεατές και ηθοποιοί, τον 16ο αιώνα, στη Μεσόγειο και αλλού, είχαν την αίσθηση ότι ήταν πιασμένοι στα δίχτυα ενός ζωντανού δράματος, που το ένιωθαν κυρίως ως δικό τους δράμα. Τα γεγονότα είναι κονιορτός: σχίζουν την ιστορία σαν σύντομες αναλαμπές· προτού καλά καλά υπάρξουν, έχουν γυρίσει πίσω στο σκοτάδι και συχνά στη λήθη. Καθένα τους, είναι αλήθεια, όσο σύντομο κι αν είναι, φωτίζει μια γωνιά του τοπίου, καμιά φορά κάποια παχιά κομμάτια ιστορικής μάζας».

25.36

Ντέιβιντ Αμπουλάφια

Για περισσότερα από 3.000 χρόνια, η Μεσόγειος υπήρξε ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα του παγκόσμιου πολιτισμού. Από την εποχή της Τροίας μέχρι και τα μέσα του 19ου αιώνα, η ανθρώπινη δράση στην περιοχή της Μεσογείου έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της παγκόσμιας ιστορίας. Η ΜΕΓΑΛΗ ΘΑΛΑΣΣΑ του Ντέιβιντ Αμπουλάφια είναι η πρώτη πλήρης ιστορική μελέτη για τη διαχρονική περιπέτεια των λαών της Μεσογείου από την εποχή της ανέγερσης του μυστηριώδους ναού στη Μάλτα γύρω στο 3.500 π.Χ. μέχρι και την πρόσφατη, εκ νέου επινόηση των μεσογειακών ακτών ως τουριστικού προορισμού.

Ο Αμπουλάφια περιγράφει εκείνες τις πόλεις οι οποίες άσκησαν ιδιαίτερη επίδραση ή ταυτίστηκαν με συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους – πόλεις όπως η Αλεξάνδρεια, η Βενετία και η Θεσσαλονίκη. Αποδίδει την ακμή τους στην ικανότητά τους να γίνονται κέντρα συνύπαρξης πολλών διαφορετικών λαών, θρησκευμάτων και εθνικών ταυτοτήτων. Επιπλέον, παρουσιάζει την ιστορία συγκεκριμένων πληθυσμών καθώς και προσωπικοτήτων, οι οποίες προσδίδουν ζωντάνια και αμεσότητα στις ευρύτερες εξελίξεις που αναφέρονται στο βιβλίο – λόγου χάρη οι Μουσουλμάνοι και οι Εβραίοι προσκυνητές που κατευθύνονταν ανατολικά, ξεκινώντας από την Ισπανία του 12ου αιώνα, βασιλείς της Σικελίας, Οθωμανοί σουλτάνοι και ναύαρχοι από τη Βρετανία, τη Γαλλία και την τσαρική Ρωσία.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΘΑΛΑΣΣΑ απλώνεται σε όλη την ιδιόμορφη έκταση της Μεσογείου, από το Γιβραλτάρ μέχρι τη Συρία, από τη Γένοβα μέχρι την Τυνησία, δίνοντας έμφαση στη σύγκρουση και την αντίθεση, εθνική, γλωσσική, θρησκευτική και πολιτική. Έτσι, χαρτογραφεί τον τρόπο με τον οποίο η Μεσόγειος έγινε «πιθανόν ο πιο κατάλληλος χώρος για αλληλεπίδραση πολιτισμών και λαών σε ολόκληρο τον πλανήτη».

25.20

Μάικλ Λουέλιν-Σμιθ

Τον Ιανουάριο του 1915, μετά την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η Βρετανία προσέφερε στην Ελλάδα σημαντικά εδαφικά αντισταθμίσματα στη Μικρά Ασία προκειμένου να μπει η Ελλάδα στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Η πρόταση αυτή υπήρξε αφετηρία μιας διαδοχής γεγονότων που κατέληξε στην τραγωδία του 1922, με την καταστροφή της ελληνικής Σμύρνης και τον ξεριζωμό του ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Το βιβλίο αυτό προγράφει την κατοχή της Σμύρνης και το μικρασιατικό πόλεμο σε σχέση με την ελληνική Μεγάλη Ιδέα και τις διαμάχες των Μεγάλων Δυνάμεων στη Μέση Ανατολή. Ιχνηλατεί τις απαρχές του «οράματος της Ιωνίας» του Ελευθέριου Βενιζέλου αλλά και της ιδέας που μοιράστηκε με τον Ντέιβιντ Λόυντ Τζωρτζ για μία αγγλοελληνική συνεννόηση στην ανατολική Μεσόγειο. Η συναρπαστική αφήγηση ζωντανεύει τα γεγονότα που διαμόρφωσαν την πολιτική και την κοινωνία της νεότερης Ελλάδας.

19.88

Το βιβλίο Οθωμανικά μνημεία στην Ελλάδα: κληρονομιές υπό διαπραγμάτευση εξετάζει τα οθωμανικά μνημεία της Ελλάδας ως την κληρονομιά μιας ιστορικής περιόδου που υπόκειται σε πολλαπλές αναγνώσεις. Το συλλογικό αυτό έργο συγκεντρώνει πρωτότυπες μελέτες που καλύπτουν μεγάλο εύρος επιστημονικών κλάδων, όπως η ιστορία της τέχνης, η αρχαιολογία, η αρχιτεκτονική και οι σπουδές του αστικού χώρου. Μέσα από πλούσιο αδημοσίευτο αρχειακό, φωτογραφικό και επιγραφικό υλικό οι συγγραφείς των μελετών εμπλουτίζουν την γνώση της ιστορίας εμβληματικών οθωμανικών μνημείων των ελληνικών πόλεων και αναδεικνύουν άγνωστες πτυχές της αρχιτεκτονικής του αγροτικού χώρου της Ελλάδας.

Στις σελίδες του βιβλίου Οθωμανικά μνημεία στην Ελλάδα: κληρονομιές υπό διαπραγμάτευση ζωντανεύουν οι ιστορίες τόπων, κτιρίων και ανθρώπων από την οθωμανική περίοδο έως τις μέρες μας και τροφοδοτούν τον διάλογο για την θέση και το ρόλο αυτής της ιδιαίτερης κληρονομίας στην σύγχρονη Ελλάδα. Οι κριτικές αναλύσεις που παρουσιάζονται στο παρόν συλλογικό έργο ανανεώνουν και διευρύνουν την έρευνα στα πεδία των οθωμανικών σπουδών και της πολιτιστικής κληρονομίας.

49.50

Διδάσκαλος Ιππότης Χασάν Μπαχρή

Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1915 στην Κωνσταντινούπολη, από τη Βιβλιοθήκη «Ιτιμάτ» (İtimat Kütüphanesi) και ο συγγραφέας του είναι ο Διδάσκαλος Ιππότης Χασάν Μπαχρή (Muallım Şövalye Hasan Bahri). Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Χασάν Μπαχρή υπήρξε πολύ παραγωγικός συγγραφέας· πέρα από πραγματείες όπως οι Χασισοπότες (Esrarkeşler), έγραψε για ένα σωρό άλλα θέματα, από το σαβουάρ-βιβρ μέχρι τους χωριάτικους γάμους στην Aνατολία και τις ερωτικές τηλεφωνικές συνομιλίες με ωραίες γυναίκες.

O συγγραφέας μας, για τον οποίο γνωρίζουμε ότι εργάστηκε ως αστυνομικός επιθεωρητής στη Χεδιβεία της Αιγύπτου, διατέλεσε δάσκαλος γαλλικών στα σχολεία Μουχεντισχανέ και Μπουρχάνη Τερακή. Όπως όλα τα άλλα έργα του, έτσι και οι Χασισοπότες είναι μια σημαντική πηγή για να φωτίσουμε την κοινωνική ιστορία της εποχής του.

Aπό την κάνναβη (Cannabis Sativa) –γνωστή στην Aνατολία με τις ονομασίες Aπτάλ Oτού (Aptal Otu), Εσράρ Oτού (Esrâr Otu), Κεντενέ (Kedene), Κεντιλίκ (Kendillik), Κεντιρίκ (Kendirik), Κεντίρ Oτού (Kendir Otu), Κινάπ Oτού (Kinnap Otu)– παρασκευάζεται το χασίς, στο οποίο δίνονται επίσης διάφορες άλλες ονομασίες. Η κάνναβη είναι γνωστή εδώ και εκατοντάδες χρόνια στις κοινωνίες της Ανατολής και χρησιμοποιείται ευρέως για ποικίλους σκοπούς. Είναι ένα μέσο απόλαυσης εξαιρετικά διαδεδομένο, ιδιαίτερα μεταξύ των ετερόδοξων θρησκευτικών ταγμάτων του Ισλάμ. Από το όνομα του Καϊγκουσούζ Aμπντάλ, ποιητή του 14ου αιώνα ο οποίος απεικονίζεται πάντα με το καμπάκι του χασίς, αυτή η ουσία πήρε ένα από τα λαϊκά της ονόματα: καϊγκουσούζ, που σημαίνει «ανέμελος».

7.63

Δημήτρης Δελλής

Είκοσι τρία χρόνια μετά το βιβλίο του «Οι Θεοί του Ολύμπου υπάρχουν» (2000) και δεκατρία χρόνια μετά «Το Μυστικό της Νήσου των Ιωαννίνων»(2010), που κυκλοφόρησαν από τις Εκδόσεις Φερενίκη,ο Δημήτρης Δελλής επανέρχεται με ένα εγκυκλοπαιδικό σύγγραμα, προιόν 35ετούς έρευνας και μελέτης.Δεν είναι τυχαίο ότι στην αφετηρία του βρίσκεται η προτροπή ενός πρύτανη του Πανεπιστημίου του Παρισίου (Paris IV), του Ζακ Μπομπαίρ. Όπως δεν είναι τυχαίο ότι τα 500 περίπου λήμματα,που παρουσιάζονται,αποκαλύπτουν το εύρος και τη σημασία της ελληνικής σκέψεως με έναν πρωτότυπο και ουσιαστικό τρόπο.

13.50

Ελευθερία Κόλλια

Στα χρόνια του Χρήστου Λαμπράκη Μαρτυρίες και αφηγήσεις για τον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη 1957-2017

61 πρόσωπα (Λένα Σαββίδη, Γιάννης Μαρίνος, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Γιάννης Πρετεντέρης, Ηλίας Νικολακόπουλος, Λιάνα Κανέλλη, Πέτρος Ευθυμίου, Παύλος Τσίμας κ.ά.) ξετυλίγουν την ιστορία του ΔΟΛ.

29.70

Νικόλας Μανιτάκης

Το 1915, το εκπαιδευτικό παράρτημα της Γαλλικής Σχολής Αθηνών που είχε ανοίξει τις πύλες του λίγα χρόνια νωρίτερα μετονομάστηκε σε “Ινστιτούτο” (Ανώτερο Ινστιτούτο Γαλλικών Σπουδών), μετεξελισσόμενο σιγά-σιγά σ’ έναν νέου τύπου εκπαιδευτικό και πολιτιστικό θεσμό, με ειδικές λειτουργίες, όπως η κατάρτιση των διδασκόντων γαλλικής γλώσσας και η διοργάνωση διαλέξεων γαλλικής λογοτεχνίας.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, το ίδρυμα της οδού Σίνα θα αναπτύξει ολοένα και πιο εξωστρεφή δράση, εξελισσόμενο στον κυριότερο δίαυλο διάχυσης του γαλλικού πολιτισμού και της γαλλικής πνευματικής παραγωγής στην Ελλάδα, σε μια περίοδο κατά την οποία η Γαλλία εξακολουθούσε να ασκεί κυρίαρχη επιρροή. Η Κατοχή όχι μόνο δεν θα ανακόψει την ανοδική πορεία του Γαλλικού Ινστιτούτου, αλλά θα του επιτρέψει να ενδυναμώσει τις σχέσεις του με τον ντόπιο πληθυσμό και ιδιαίτερα με τη σπουδάζουσα νεολαία και με κύκλους αντιστεκόμενων διανοουμένων και καλλιτεχνών. Μετά το 1945 και έως το τέλος της θητείας του πρώτου και μακροβιότερου διευθυντή του, Octave Merlier, η πορεία του ινστιτούτου θα είναι εξίσου εντυπωσιακή: νέες δραστηριότητες, έκδοση βιβλίων, βιβλιογραφική καταγραφή και ερευνητικές εργασίες, θα είναι ορισμένες μόνο από τις νέες δράσεις του ινστιτούτου, το οποίο κατάφερνε να μεσουρανεί σε μια περίοδο δυναμικής διείσδυσης της αγγλικής γλώσσας και ενός αναδυόμενου τότε πολιτιστικού εξαμερικανισμού.

Το παρόν βιβλίο μελετά αυτήν ακριβώς την περίοδο της ιστορίας του ιδρύματος καθώς και ευρύτερα ζητήματα των ελληνογαλλικών σχέσεων στον 20ό αιώνα βασίζεται κυρίως εκ αδημοσίευτα ή ανεκμετάλλευτα τεκμήρια και φωτίζει με νέους τρόπους όσα ήδη γνωρίζαμε ή έχουμε ακούσει από τους πολυάριθμους μαθητές που σπούδασαν εκεί από την ίδρυσή του έως σήμερα.

24.90

Βρασίδας Καραλής

Το βιβλίο αυτό αφηγείται την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου από τη γέννησή του, στις αρχές του 20ού αιώνα, μέχρι τις μέρες μας. Επιχειρεί να ξεκαθαρίσει το υλικό ―το οποίο είναι τεράστιο και σε εντυπωσια­κό βαθμό ανεξερεύνητο―, με σκοπό να παρουσιά­σει, πέρα από το εξειδικευμένο ή το περιστασιακό, το απόσταγμα: αυτό που ξεχωρίζει και που καθίσταται σύμβολο μιας γενικής τάσης, ψηφίδα μιας συλλογικής απάν­τησης.

Στόχος είναι να αναδειχθούν τα ίδια τα κινηματογραφικά έργα, οι προσω­πικότητες πίσω από αυτά, το ιστορικό πλαίσιο, και η συνάφεια με τις διεθνείς τάσεις. Το βιβλίο σχετικοποιεί τη διάκριση μεταξύ εμπορικού σινεμά και κινηματογράφου τέχνης, μελετώντας και είδη όπως η κωμωδία, το μελό­δραμα ή το μιούζικαλ. Παράλληλα, εξετάζει ερωτήματα σχετικά με την κοινωνική τάξη, την πολιτισμική μνήμη και το φύλο, προτείνοντας ερμηνείες στο ευρύτερο πλαίσιο της εγχώριας πνευματικής ιστορίας και της ιστορίας των ιδεών στην Ευρώπη.

Ο ελληνικός κινηματογράφος υπήρξε αναμφίβολα εξαιρετικά παραγωγικός και λαοφιλής: για ένα διάστημα παρήγε περισσότερες ταινίες ανά άτομο από το Χόλλυγουντ, ενδεχομένως και απ’ οποιαδήποτε χώρα στον κόσμο, ενώ υπήρχαν χρονιές που στην Ελλάδα κόβονταν πάνω από 100 εκατομμύρια εισι­τήρια. Την ίδια στιγμή μαστιζόταν από μια διαρκή τάση προς την εσωστρέφεια, η οποία ωστόσο δεν συνοδευόταν από μια διάθεση κριτικής αυτοεξέτασης, αλλά συχνά εκφυλιζόταν σε μια παιδιάστικη και άγονη ­αυτοϋποτίμηση.

Το βέβαιο είναι ότι το ελληνικό σινεμά έδωσε πολλές θαυμάσιες ταινίες, ορισμένες εκ των οποίων θα μπορούσαν άνετα και με σιγουριά να χαρακτηριστούν «μεγάλες ταινίες» του ευρωπαϊκού ή ακόμη και του παγκόσμιου κανόνα. Το σημαντικότερο επίτευγμα, πάντως, του ελληνικού κινηματογράφου ―επίτευγμα που κατέστη δυνατό χάρη στο επίμονο όραμα και το ηθικό σθένος ορισμένων εξαιρετικών κινηματογραφιστών― ήταν ότι κατά­φερε να διαμορφώσει και να εδραιώσει ένα εικονοπλαστικό ιδίωμα ικανό να αποτυπώσει την ελληνική εμπειρία, με όλη της την αντιφατικότητα και πολυσχιδία, σε μια συνεκτική οπτική γλώσσα.

22.49

Χριστίνα Πετροπούλου

Πε­ρι­φρο­νη­μέ­νη για χρό­νια από την ηγε­μο­νι­κή κουλ­τού­ρα, άγνω­στη ακό­μη και στον κο­ντι­νό πε­ρί­γυ­ρο, σή­με­ρα η ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα της Κα­λα­βρί­ας, γκρέ­κο/γκρε­κά­νι­κα, ανε­ξαρ­τή­τως του εάν ομι­λεί­ται και σε ποιο βαθ­μό, με ανα­κτη­μέ­νο το γλωσ­σι­κό κύ­ρος και το κοι­νω­νι­κό της γό­η­τρο, έχει επα­νέλ­θει δυ­να­μι­κά στο προ­σκή­νιο της κοι­νω­νι­κής, πο­λι­τι­κής και οικο­νο­μι­κής ζω­ής της Κα­λα­βρί­ας. Ακό­μη και οι εξαί­σιοι Πο­λε­μι­στές του Ρι­ά­τσε σε αυτήν τη γλώσ­σα μας προ­σκα­λού­σαν την προ­η­γού­με­νη χρο­νιά (2022) να γι­ορ­τά­σου­με την 50ή επέ­τειο από την ανα­κά­λυ­ψή τους.

Από γλώσ­σα των «τε­λευ­ταί­ων», των paddèki και tamari (άξε­στοι, απο­λί­τι­στοι), όπως ο αστι­κός κό­σμος του Ρη­γίου της Κα­λα­βρί­ας (Reggio di Calabria) χα­ρα­κτή­ρι­ζε τους ορε­σί­βι­ους πλη­θυ­σμούς από τα ελ­λη­νό­φω­να χω­ριά του Ασπρο­μό­ντε κά­θε φο­ρά που κα­τέ­βαι­ναν στην πό­λη, τώ­ρα έχει ανα­χθεί σε σύμ­βο­λο μι­ας ευγε­νούς πα­ρά­δο­σης κι ενός έν­δο­ξου πα­ρελ­θό­ντος με ανα­γω­γές στη Με­γά­λη Ελ­λά­δα και στο Βυ­ζά­ντιο σύμ­βο­λο, το οποίο όλοι προ­σπα­θούν να οικει­ο­ποι­η­θούν: Δή­μοι, Σύλ­λο­γοι, πο­λι­τι­κά σχή­μα­τα, εται­ρεί­ες επι­ζη­τούν τον προσ­δι­ο­ρι­σμό γκρε­κά­νι­κο/α. Οι χθε­σι­νοί paddèki τώ­ρα είναι «τα εγ­γό­νια του Ομή­ρου» και η γλώσ­σα τους σύμ­βο­λο υπε­ρη­φά­νει­ας για όλη την Επαρ­χία του Ρη­γίου –αν όχι για όλη την Κα­λα­βρία.

Η χρή­ση του πα­ρελ­θό­ντος και πώς αυτό επι­στρα­τεύ­ε­ται για να κα­λύ­πτει ανά­γκες του πα­ρό­ντος δεν είναι πρω­το­φα­νές στην αν­θρώ­πι­νη ιστο­ρία. Το ερώ­τη­μα είναι πώς φθά­σα­με ως εδώ, στη ση­με­ρι­νή «ανα­γέν­νη­ση» του γκρέ­κο και στα ποι­κί­λα τε­κται­νό­με­να γύ­ρω από αυτό. Απά­ντη­ση σε αυτό –και σε άλ­λα συ­να­φή– έρ­χε­ται να δώ­σει το βι­βλίο αυτό. Αφη­γού­με­νο τις πε­ρι­πέ­τει­ες της γλώσ­σας και του κό­σμου της –μέ­σα από μία πο­λυ­ε­τή επι­τό­πια έρευ­να– έρ­χε­ται να προ­σθέ­σει μια μι­κρή ψη­φί­δα στο εξαι­ρε­τι­κά εν­δι­α­φέ­ρον αν­θρω­πο­λο­γι­κό μω­σα­ϊ­κό του Νό­του της γει­το­νι­κής μας χώ­ρας, κα­θώς και στην Αν­θρω­πο­λο­γία της Με­σο­γείου.

19.80

Νίκος Μαραντζίδης

Το βιβλίο αυτό διερευνά την ιστορία του ΚΚΕ κατά την περίοδο 1918–1956, δείχνοντας πόσο ο εγχώριος κομμουνισμός συνδέθηκε με τις διεθνείς εξελίξεις. Η ιστορία του ΚΚΕ φανερώνει τον ρόλο που διαδραμάτισε η Μόσχα στους κόλπους των διαφόρων κομμουνιστικών κομμάτων της νοτιοανατολικής Ευρώπης, καθώς, όπως δείχνει ο Νίκος Μαραντζίδης, οι διεθνείς θεσμοί του κομμουνισμού (καθοδηγητικό κέντρο στη Μόσχα, Κομιντέρν, Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία, Κομινφόρμ, αδελφά κόμματα στα Βαλκάνια) δεν υπήρξαν απλοί εξωγενείς παράγοντες που επηρέασαν τον προσανατολισμό και τις πολιτικές επιλογές τους.

Βασισμένο στην έρευνα αδημοσίευτων και δημοσιευμένων αρχειακών υλικών που βρίσκονται στην Ελλάδα, τη Ρωσία, την Ανατολική και Δυτική Ευρώπη, καθώς και στις χώρες των Βαλκανίων, το βιβλίο ανιχνεύει τις αλληλεπιδράσεις του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος με τα αδελφά κόμματα των γειτονικών κρατών και με τους περιβόητους ανώτατους καθοδηγητές τους στη Σοβιετική Ρωσία του Στάλιν. Ο Μαραντζίδης δείχνει ότι, καθώς τα όρια μεταξύ του εθνικού και του διεθνούς στον κομμουνιστικό κόσμο δεν ήταν σαφή, οι διεθνείς θεσμοί, τα σοβιετικά γεωπολιτικά συμφέροντα και οι στρατηγικές των αδελφών κομμάτων διαμόρφωσαν με ουσιαστικό τρόπο την ηγεσία του ΚΚΕ, τον χαρακτήρα του ως κόμματος και την εκ μέρους του λήψη αποφάσεων, καθώς και τον τρόπο ζωής των υποστηρικτών του στην πορεία του χρόνου.

18.98

Άντα Διάλλα

Εισάγοντας το ελληνικό 1821 σε ένα ευρύτερο χωρικό πλαίσιο, πέραν του συνήθους δυτικοκεντρικού, το βιβλίο αυτό αναδεικνύει εκ νέου και με κριτική ματιά την ιστοριογραφικά παραμελημένη ρωσική/ευρασιατική οπτική. Μελετά τις πολυεπίπεδες διαπολιτισμικές σχέσεις των ελληνόφωνων ορθοδόξων υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη Ρωσική Αυτοκρατορία κατά τη λεγόμενη Εποχή των Επαναστάσεων και εξετάζει τα πολλαπλά νήματα που συνδέουν ένα τοπικό φαινόμενο, την επανάσταση του 1821, με περιφερειακές και παγκόσμιες διαδικασίες. Κεντρική είναι εδώ η έννοια της Αυτοκρατορίας, η οποία προϋποθέτει μεταξύ άλλων τη διεθνική οπτική και προσφέρει μια μεσαία κλίμακα μελέτης μεταξύ τοπικού και παγκόσμιου.


Έτσι η Ρωσία δεν εμφανίζεται μόνο ως μια μεγάλη δύναμη ομόδοξη προς τους εξεγερμένους, αλλά και ως μια υβριδική σύγχρονη αυτοκρατορία, με σημαίνοντα ευρωπαϊκό, ευρασιατικό και παγκόσμιο ρόλο. Ο ρόλος αυτός ως προς τους ελληνόφωνους ορθόδοξους της Υψηλής Πύλης εξετάζεται σε τρεις διαφορετικούς χρόνους: το 1770 (μεγάλη διάρκεια), που είναι η αρχή της ρωσικής παρουσίας στη Μεσόγειο και της βαρύνουσας σημασίας της στις περαιτέρω ιστορικές διεργασίες στην περιοχή· το 1815 (μέση διάρκεια), που σηματοδοτεί τις πολιτικές του Αλέξανδρου Α’  και των στενών του συνεργατών στην οικοδόμηση της μεταναπολεόντειας Ευρώπης· και, τέλος, το πρώτο έτος της Ελληνικής Επανάστασης, το 1821 (συγκυρία), όπου η ρωσική διπλωματία –με δυναμικούς ελληνόφωνους στην υπηρεσία της, όπως ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο Αλέξανδρος Στούρτζας και το δίκτυο των ελληνόφωνων ρωσικών προξένων στα επαναστατημένα μέρη– θέτει σε μεγάλο βαθμό τους όρους για την πρόσληψη του αγώνα των Ελλήνων στο διεθνές πεδίο ως ενός εθνικού πολέμου που στοχεύει στην απελευθέρωση από τον «αλλόθρησκο ζυγό».

18.98

Τόνυ Τζαντ

Σε αυτό το σύντομο και πυκνό δοκίμιο, ένας σπουδαίος ιστορικός μας αφηγείται την ιστορία των σιδηροδρόμων και αναδεικνύει τη σημασία τους στον νεότερο πολιτισμό, που δεν περιορίζεται βέβαια στη διευκόλυνση των μετακινήσεων και των μεταφορών. “Κανένας άλλος τεχνολογικός σχεδιασμός ή κοινωνικός θεσμός δεν αντιπροσωπεύει τη νεωτερικότητα όσο ο σιδηρόδρομος”, γράφει χαρακτηριστικά ο Τόνυ Τζαντ. Τα τρένα, πέρα από την προφανή συμβολή τους στην οικονομική δραστηριότητα, μεταμορφώνουν τις πόλεις, αλλάζουν την κοινωνία και τη ζωή των ανθρώπων, τη σχέση τους με τον χώρο, τον χρόνο, τον εαυτό τους και τους άλλους.

Η σύγχρονη πόλη γεννήθηκε από τη μετακίνηση με το τρένο. Τα τρένα κατακτούν τον χώρο, μεταβάλλουν το ίδιο το τοπίο, το επινοούν εκ νέου. Αυτή η κατάκτηση του χώρου οδηγεί αναπόδραστα και στην αναδιοργάνωση του χρόνου. Οι πελώριοι νέοι σιδηροδρομικοί σταθμοί, ως μνημειώδεις πύλες εισόδου στις σύγχρονες πόλεις, προκαλούν βαθιές αλλαγές στην κοινωνική οργάνωση του δημόσιου χώρου. Περικαλλή έργα σπουδαίων αρχιτεκτόνων, οι σταθμοί αυτοί φανερώνουν με μόνη την ύπαρξή τους ότι τα τρένα δεν ήταν προορισμένα μόνο για μεταφορές και αναγκαίες μετακινήσεις, αλλά συνδέονταν εξαρχής με το ταξίδι ως ψυχαγωγία, ως περιπέτεια, εντέλει ως την αρχέτυπη εμπειρία του σύγχρονου κόσμου.

Η κατακτητική εμπειρία των σιδηροδρόμων θα ανακοπεί κατά τη δεκαετία του 1950. Το τρένο έχει πια ισχυρούς ανταγωνιστές το αυτοκίνητο και το αεροπλάνο και θα πέσει θύμα του εξαστισμού, τον οποίο το ίδιο είχε διευκολύνει. Εκεί όμως που το μέλλον των τρένων προμηνυόταν ζοφερό, τα πράγματα, μετά το 1990, άρχισαν να γίνονται ξανά ελπιδοφόρα. Αυτή η απροσδόκητη αναβίωση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα σημαντικά περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα του σύγχρονου τρένου. Όπως σημειώνει στο επίμετρο του βιβλίου ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, το κείμενο του Τζαντ, εκτός από ακριβές ιστορικό μελέτημα, είναι και πολιτικό δοκίμιο: “Η υπεράσπιση των τρένων είναι ουσιαστικά υπεράσπιση του δημόσιου έναντι του ιδιωτικού, της κοινωνίας των πολιτών έναντι των αγορών, της σοσιαλδημοκρατίας έναντι του νεοφιλελευθερισμού”. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Τζαντ: “Αν χάσουμε τους σιδηροδρόμους δεν θα έχουμε χάσει απλώς ένα πολύτιμο πρακτικό εφόδιο… Θα έχουμε αποδεχθεί ότι λησμονήσαμε πώς να ζούμε συλλογικά”.

7.67