Βλέπετε 1–15 από 72 αποτελέσματα

Ποίηση

Σπύρος Καρυδάκης

Μια συλλογή από 419 ποιήματα 95 αρχαίων Ελλήνων ποιητών, που αναφέρονται στον έρωτα μεταξύ ανδρών με υψηλό ύφος ή απλότητα, με χιούμορ ή ερωτισμό, με τρυφερότητα ή σαρκική λαχτάρα που συγκλονίζει. Μεγάλοι δημιουργοί όπως ο Πίνδαρος ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης ο Θεόκριτος μα και ανώνυμοι κι ελάσσονες. Από τον Όμηρο και την αρχαϊκή εποχή, τον Σάλωνα, τον Αλκαίο, τον Ίβυκο, τον Θέογνι, τον Μίμνερμο, μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ.

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου περιλαμβάνει σχόλια, βασισμένα σε αρχαίους Έλληνες και Βυζαντινούς συγγραφείς, καθώς και σε συλλογές επιγραφών. Οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες απαντούν σε βασικά ερωτήματα σχετικά με τη θεσμική θέση των ανδρικών ερώτων στις αρχαιοελληνικές κοινωνίες: μυητικοί, θεσμικά καθιερωμένοι έρωτες μεταξύ ανδρών, σεξουαλικότητα σε σχέση με τις παλαίστρες και τα σχολεία, νομικό πλαίσιο για τους αρσενικούς έρωτες, σεξουαλικές πρακτικές, έρωτες με δούλους και ευνούχους ανδρική πορνεία, θηλυστολία δηλαδή τραβεστισμός, εκθήλυνση, αρχαιοελληνική αρρενοερωτική αργκό, θεσμισμένη στρατιωτική ομοφυλοφιλία σε σχέση με την πόλιν, την ελευθερία και τη δημοκρατία, ανδρικοί έρωτες στον Όμηρο και άλλα.

Ένα βιβλίο για τον αρσενικό έρωτα που, κατά τον Αριστοτέλη, ποιεί κοινωνίαν, δηλαδή “δημιουργεί επικοινωνία και κοινωνικότητα”.

25.00

Οδυσσέας Ελύτης

Την άνοιξη δεν τη βρήκα τόσο στους αγρούς ή, έστω, σ’ έναν Μποττιτσέλλι όσο σε μια μικρή Βαϊφόρο κόκκινη. Έτσι και μια μέρα, τη θάλασσα την ένιωσα κοιτάζοντας μια κεφαλή Διός.
Όταν ανακαλύψουμε τις μυστικές σχέσεις των εννοιών και τις περπατήσουμε σε βάθος θα βγούμε σ’ ένα άλλου είδους ξέφωτο που είναι η Ποίηση. Και η Ποίηση πάντοτε είναι μία, όπως ένας είναι ο ουρανός. Το ζήτημα είναι από πού βλέπει κανείς τον ουρανό.

Εγώ τον έχω δει από καταμεσής της θάλασσας.

 

14.50

Ποίηση

Ποιήματα

Σύλβια Πλαθ

ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟ

Ακόμα και τα ηλιοφώτιστα σύννεφα αυτό το πρωινό δεν καταφέρνουν
να φτιάξουν τέτοιες φούστες.
Ούτε και η γυναίκα στο ασθενοφόρο
Παρ’ όλο που η κόκκινη καρδιά της ανθίζει μέσ’ από το παλτό της
τόσο εκθαμβωτικά –

Ένα δώρο, ένα δώρο αγάπης
Απόλυτα απροσδόκητο –
Από έναν ουρανό

Που χλομά και φλογισμένα
Πυροδοτεί το μονοξείδιο του άνθρακα, από μάτια
Προσηλωμένα και βαθύσκιωτα κάτω από στρογγυλά καπέλα.

Ω Θεέ μου, τι είμαι εγώ
Για να ανοίξουν κραυγάζοντας αυτά τα αργοπορημένα στόματα
Μέσα σε ένα δάσος από πάγο, σε μια αυγή από αγριολούλουδα;
[Από την έκδοση]

11.16

Σύλβια Πλαθ

Καθισμένη στα γόνατα του πατέρα της στο γραφείο, κοιτάζοντας τα κύματα στο τέλος του δρόμου να χτυπιούνται σε έναν κουρελιασμένο αφρό και να ραντίζουν τον κυματοθραύστη, η Άλις έμαθε να γελάει με την καταστροφική μεγαλοσύνη των στοιχείων της φύσης. Τα φουσκωμένα μοβ και μαύρα σύννεφα σκίζονταν με εκτυφλωτικές φωτεινές αστραπές και οι βροντές έκαναν το σπίτι να τρέμει συθέμελα. Αλλά με τα δυνατά μπράτσα του πατέρα της γύρω της και τον σταθερό καθησυχαστικό χτύπο της καρδιάς του στα αφτιά της, η Άλις πίστευε πως ήταν με κάποιον τρόπο συνδεδεμένος με το θαύμα της μανίας έξω από τα παράθυρα και πως, μέσω εκείνου, θα μπορούσε να αντικρίσει την καταστροφή του κόσμου με απόλυτη ασφάλεια. Όταν ήρθε η κατάλληλη εποχή του χρόνου, ο πατέρας της την πήγε στον κήπο και της έδειξε πώς μπορούσε να πιάνει μπούμπουρες. Αυτό ήταν κάτι που κανένας άλλος πατέρας δεν μπορούσε να κάνει. Ο πατέρας της έπιανε ένα ειδικό είδος μπούμπουρα, που το αναγνώριζε από το σχήμα του, και τον κρατούσε στην κλειστή χούφτα του, βάζοντας το χέρι του στο αφτί της. Στην Άλις άρεσε να ακούει το θυμωμένο, πνιχτό βουητό της μέλισσας, πιασμένης στη σκοτεινή παγίδα του χεριού του πατέρα της, αλλά χωρίς να τσιμπάει, χωρίς να τολμάει να τσιμπήσει. Μετά, με ένα γέλιο, ο πατέρας της άνοιγε διάπλατα τα δάχτυλά του, και η μέλισσα πετούσε, ελεύθερη, ψηλά στον αέρα και μακριά…

17.91

Σύλβια Πλαθ

Δίγλωσση έκδοση (ελληνικά-αγγλικά). Με αυθεντικά χειρόγραφα της Σύλβια Πλαθ.

Η Σύλβια Πλαθ έγινε διάσημη μετά το θάνατό της, όταν στα μέσα του 1960 εκδόθηκε η ποιητική της συλλογή “Άριελ”. Οι αναγνώστες ίσως εκπλαγούν μαθαίνοντας ότι το χειρόγραφο βιβλίο που άφησε πίσω της η Σύλβια Πλαθ όταν πέθανε το 1963 είναι διαφορετικό από τον τόμο με τα δημοσιευμένα ποιήματα που κέρδισε την παγκόσμια αναγνώριση.
Η έκδοση αυτή, η οποία αποτελεί πιστό αντίγραφο του χειρογράφου της, αποκαθιστά για πρώτη φορά την επιλογή και τη διευθέτηση των ποιημάτων όπως είχε γίνει από την ίδια την Πλαθ πριν το θάνατό της. Μαζί με το αντίγραφο του χειρογράφου αυτή η έκδοση περιλαμβάνει επίσης και τα αντίγραφα όλων των προσχεδίων του ποιήματος “Άριελ”, με σκοπό να προσφέρει μια εικόνα για τη δημιουργική διαδικασία που ακολουθούσε η Πλαθ, καθώς επίσης και τις σημειώσεις που είχε κάνει η συγγραφέας για το BBC πάνω σε κάποια από τα ποιήματα του χειρογράφου.
Στη διορατική εισαγωγή της η Φρίντα Χιουζ, κόρη της Σύλβια Πλαθ, εξηγεί τους λόγους για τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στην προηγούμενη, επιμελημένη από τον πατέρα της Τεντ Χιουζ, έκδοση του “Άριελ” και στην αυθεντική εκδοχή της μητέρας της που δημοσιεύεται εδώ. Με αυτή την έκδοση το όραμα και το κληροδότημα της ποιήτριας θα επανεκτιμηθούν υπό το φως του αυθεντικού χειρογράφου.

“Νομίζω ότι η μητέρα μου ήταν εκπληκτική στη δουλειά της και γενναία στην προσπάθειά της να πολεμήσει την κατάθλιψη που την καταδίωκε σε όλη της τη ζωή. Χρησιμοποίησε κάθε συναισθηματική εμπειρία σαν να ήταν ένα κομμάτι ύφασμα από το οποίο μπορούσε να φτιαχτεί ένα υπέροχο φόρεμα δεν σπατάλησε τίποτα απ’ όσα είχε αισθανθεί κι όταν πήρε τον έλεγχο αυτών των θυελλωδών συναισθημάτων, μπόρεσε να συμπυκνώσει και να κατευθύνει το απίστευτο ποιητικό της ταλέντο σε ένα υπέροχο αποτέλεσμα. Και να το “Άριελ”, το μεγαλειώδες επίτευγμά της, να ταλαντεύεται όπως εκείνη ανάμεσα στην ασταθή συναισθηματική της κατάσταση και στο χείλος του γκρεμού. Η τέχνη δεν έπρεπε να εκπέσει”. (Φρίντα Χιούζ, από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

16.00

Ζαν-Ζοζέφ Ραμπεαριβέλο

Ο Ζαν-Ζοζέφ Ραμπεαριβέλο (1901/1903-1937) είναι ο πρώτος νεωτερικός ποιητής της Αφρικής και ο εθνικός ποιητής της Μαδαγασκάρης.

Εδώ παρουσιάζεται για πρώτη φορά ολόκληρο στα ελληνικά το «Πώς μεταφράζεται η Νύχτα», το τελευταίο έργο που εξέδωσε ο ποιητής, και εκείνο που θεωρείται ως το αριστούργημά του.

 

10.00

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

“Ο τόμος με τα άπαντά μου δεν είναι, μόνο η συγκέντρωση των ποιημάτων μου αλλά κι ολόκληρης της ζωής μου, αφού δε θυμάμαι να έζησα ποτέ χωρίς ποίηση. Μικρή, μου διάβαζε ποίηση η μητέρα μου και, βέβαια, μεγάλωσα στη σκιά του νονού μου, του Νίκου Καζαντζάκη. Ήξερα πώς γράφονται τα ποιήματα, δηλαδή ότι δεν μπορείς να τα προγραμματίσεις. Εκείνα αποφασίζουν πότε θα σε κατακτήσουν. Αρκεί να ‘χεις την όσφρηση που χρειάζεται για να τα συλλάβεις. Αυτό ίσως και να σημαίνει “ταλέντο”. Βέβαια, όταν είσαι νέος, τα κύματα της ποίησης πολλαπλασιάζονται, αφού ο έρωτας κυριαρχεί. Ένα άλλο στοιχείο της ποιητικής μου ενέργειας είναι ότι πρωτοδημιούργησα στη δεκαετία του ’60, εποχή αναγέννησης της νεοελληνικής ποίησης και τέχνης γενικότερα, ή, όπως λέει ο Καβάφης, “με μουσικές εξαίσιες, με φωνές”. Είδαμε την ποίηση της Ελλάδας να αποσπά τη διεθνή προσοχή, ενώ ως τότε μόνο οι αρχαίοι Έλληνες τους ενδιέφεραν. Ωραία εμπειρία ο συγκεντρωτικός τόμος”.

25.00

Δανάη Σιώζου

«Περπατάμε μέσα σε έναν κήπο, ο κήπος οδηγεί σε μονοπάτι, το μονοπάτι οδηγεί σε δρόμο, ο δρόμος στην πόρτα του σπιτιού μας.» Όμως το σπίτι, δεν είναι ένα σταθερό σημείο ή ένα καταφύγιο, αλλά μια σειρά από τοπία, ανοιχτά στα ενδεχόμενα, ένας χειροποίητος χάρτης διαδρομών με πολύ προσωπικά σημάδια, με δέντρα, με πρόσωπα οικεία και μυθικά, με ένα τραγούδι που θέλει να φτάσει ώς το ξέφωτο, ώς την ελπίδα.

10.00

Ποίηση

Επιστολές

Δανάη Σιώζου

Αγαπητή Κλαίουσα Ιτιά,

μην πιστεύετε τον κοκκινολαίμη, είναι ακόμα θυμωμένος.
Ο θυμός φυλάσσεται σε διάφανα μπουκαλάκια,
έχει διάφορα χρώματα και πίνεται σαν κολόνια.
Οι συνεχείς μετακομίσεις είναι αδιαμφισβήτητα
δουλειά για αράχνες.
Οι θάλασσες το φθινόπωρο είναι μολυβένιες.
Το μολύβι πάντα κάποιον βαραίνει.
Αγαπητή μου Κλαίουσα,
η έλευση της ανθοφορίας είναι μια άδεια φιέστα.
Βαθιά στη γη συντελείται το πανδαιμόνιο.
Ρωτήστε τις ρίζες σας, τις βαθιές σας ρίζες.
Με τα κίτρινα ανθάκια σας, όταν πέσουν,
θα φτιάξουμε περιδέραια,
ελαφρύτερα κι από όνειρα που δεν πήγαν παραπέρα.

Δικός σας,
Κ.

11.10

Δανάη Σιώζου

Μέσα στον κόσμο των παιχνιδιών κατοικούν άνθρωποι, ζώα, φυτά και ένα βραχιόλι. Για παράδειγμα οι δύο χελώνες που πάνε ένα παιδί στη θάλασσα, μία οικογένεια τρυποκάρυδων που έχει προβλήματα επικοινωνίας, ο ωραιότερος άντρας στη γη, οι κόρες του Ρήνου, ένας στρατιώτης, τέσσερα σπίτια, μία διευθύντρια σχολείου και δύο πιερότοι. Τα τοπία εναλλάσσονται, οι λέξεις γίνονται δούρειοι ίπποι, οι πάγοι λιώνουν, φυτά ψηλώνουν, άγρια ζώα πλησιάζουν. Σταδιακά ακόμα και οι ήρωες του βιβλίου επιθυμούν να απεγκλωβιστούν από τα όρια του κόσμου που μοιράζονται και η ανάγνωση είναι ο πιο αγαπημένος τρόπος απόδρασης.

7.00

Κάρμεν Γιάνιες

«Την πρώτη φορά που είδα τον Λούτσο, δεν εντυπωσιάστηκα. Ψηλός, αδύνατος, με βλέμμα διαισθητικό που παρατηρούσε τα πάντα, είχε έρθει παρέα με τον μεγάλο μου αδελφό. Εγώ καθόμουν στο ολοκαίνουργιο γραφείο μου, δώρο γενεθλίων από τους γονείς μου, και τακτοποιούσα τα χαρτάκια μου, τους πρώτους στίχους που ξεπηδούσαν από την ανυποψίαστη εφηβεία μου. Ο αδελφός μου με χαιρέτησε με τρυφερότητα και μου σύστησε αμέσως τον Λούτσο: ‘‘Από δω ο φίλος μου, ο συγκάτοικός μου στο σπίτι της ποιήτριας Εσίλντα Γκρέβε’’. Του έριξα μια λοξή ματιά για ένα δευτερόλεπτο, του έσφιξα το χέρι σαν να ήθελα να κρατήσω τις αποστάσεις.

‘‘Γράφεις;’’
‘‘Ναι, γράφω.’’
‘‘Τι γράφεις;’’
‘‘Ποίηση γράφω’’, του απάντησα με έπαρση.

Ο αδελφός μου επενέβη βιαστικά για να με πληροφορήσει ότι βρισκόμουν μπροστά σ’ έναν αληθινό ποιητή. Τον κοίταξα για πρώτη φορά και χαμήλωσα τα μάτια με ταπεινοφροσύνη. Τότε, εκείνος πήρε μολύβι και χαρτί, έγραψε ένα ποίημα και μου το αφιέ-ρωσε. Πρώτο ανάμεσα στα χιλιάδες που θα μου αφιέρωνε αργό-τερα, προμηνύοντας για μένα μια μοίρα ποιήτριας.»

14.84

Ποίηση

Σονέτα

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

Τα ωραία πλάσματα ποθούμε να βλασταίνουν,
Της ομορφιάς ποτέ το ρόδο να μη σβήνει,
Κι ώριμα πια, όταν σαπίζουν και πεθαίνουν,
Σ’ έναν απόγονο η μνήμη τους να μείνει.
Λατρεύεις μόνο του ματιού σου την αχτίνα,
Τη φλόγα συντηρείς, μα δαπανάς εσένα,
Εκεί που υπάρχει αφθονία φέρνεις πείνα,
Στον εαυτό σου εχθρός, δε θες οίκτο κανένα.
Του κόσμου αν είσαι δροσερό στολίδι τώρα
Κι όπως ο κήρυκας της άνοιξης γιορτάζεις,
Μες στο μπουμπούκι θάβεις του καρπού τα δώρα,
Γλυκέ φιλάργυρε, σωρεύοντας ρημάζεις.
Αυτό που οφείλεις δώσε, άσ’ την απληστία!
Εσύ κι η μαύρη γη αν το φάτε, αμαρτία.
[Από την έκδοση]

From fairest creatures we desire increase,
That thereby beauty’s rose might never die,
But as the riper should by time decease,
His tender heir might bear his memory:
But thou, contracted to thine own bright eyes,
Feed’st thy light’s flame with self-substantial fuel,
Making a famine where abundance lies,
Thy self thy foe, to thy sweet self too cruel.
Thou that art now the world’s fresh ornament,
And only herald to the gaudy spring,
Within thine own bud buriest thy content,
And, tender churl, mak’st waste in niggarding:
Pity the world, or else this glutton be,
To eat the world’s due, by the grave and thee.
[From the publisher]

12.20

Μιχάλης Γκανάς

“Χαμένες οικειότητες”:

Το ντέφι μονάχο, χωρίς κλαρίνο, χωρίς πλατάνι, να εκρήγνυται κάπου βαθιά, σμπαράλια να γίνονται τα μεσημέρια.

Φωτεινό πεινασμένο γεράκι, να γράφει κύκλους πάνω απ’ τον κόκορα, να του δίνει μια με το ράμφος, ν’ ανοίγει το καύκαλό του κι οι κότες πιο δίπλα να βοσκάνε στουρνάρι για να θωρακίσουν το σπέρμα του.

Ψηλά ψηλά τα χελιδόνια χαύοντας μύγες, πετσοκόβοντας τον αέρα πέρα δώθε, αλλά το γαλάζιο ανέπαφο, να σαλπίζει ουρανό ως το σούρουπο.

Περαστικά μας τώρα. Στα σπάρτα οι μνήμες, στις πολυκατοικίες τα υφαντά τους. Χερσαία όνειρα, αποτυπώματα Πελασγών – Κρητών – Τούρκων – Φράγκων – Σλάβων – Άγγλων – Αμερικανών, τί μπατανίες, Θέ μου, τί μπάντες για λογής κρεβάτια, σκοντάφτει εκεί το νυσταγμένο μάτι κι ύστερα σαν ανθρακωρύχος χάνεται στις στοές του ύπνου. Άξαφνα μύτη με πρώρα εσύ κι ένα λευκό καράβι περνάει ανάμεσα στα μάτια σου, χωρίζοντας το αίμα σου στα δυο.

Βαθιά μες στην καρίνα του τα τύμπανα των Αλτζερίνων και πιο βαθιά η άγκυρα που πρήζεται μες στην καρδιά σου

16.92

Νίκος Καρούζος

έος αυτός τόμος ποίησης του Νίκου Καρούζου περιλαμβάνει: α) τα ποιήματα των πρώτων του ποιητικών συλλογών (1953-1956), β) ποιήματα δημοσιευμένα από τον ίδιο σε περιοδικά και εφημερίδες από το 1949 και εντεύθεν, τα οποία δεν είχε εντάξει στις ποιητικές του συλλογές, και γ) αδημοσίευτα ποιήματα από το αρχείο του, αλλά και από αρχεία ανθρώπων που βρέθηκαν κοντά του.

Συμπεριλαμβάνονται ποιήματα αφιερωμένα ή χαρισμένα, τα οποία είτε δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατο του ποιητή από τους κατόχους τους είτε βλέπουν για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας σ’ αυτόν τον τόμο.

Ο τόμος αυτός, που διαμορφώθηκε με τα έως σήμερα —μια και η έρευνα συνεχίζεται— ευρεθέντα ποιήματα, διατρέχει, όλη την περίοδο της ποιητικής παραγωγής του Καρούζου και μπορεί να αναγνωστεί σε σχέση με τη συγκεντρωτική έκδοση (των δύο τόμων των ποιημάτων που ήδη κυκλοφορούν από τον Ίκαρο) συγχρονικά και διαχρονικά.

Η πρώτη ενότητα με τον τίτλο «Πρώτες ποιητικές συλλογές» αποτελεί ανατύπωση των ποιητικών συλλογών Η επιστροφή του Χριστού (1953), Νέες δοκιμές (1954), Σημείο (1955), Είκοσι ποιήματα (1955), Διάλογοι (1956). Ο ποιητής είχε απορρίψει μεγάλο μέρος των ποιημάτων που περιλαμβάνονταν σε αυτές. Η ένταξή τους, όμως, στον νέο τόμο κρίθηκε αναγκαία αφενός επειδή είναι εξαντλημένες εδώ και πολλά χρόνια και δυσεύρετες, αφετέρου δε επειδή στις πρώτες αυτές ποιητικές συλλογές αναδεικνύονται ποιητικά στοιχεία-σταθμοί, που στην εξέλιξη και την ποιητική ωρίμανσή τους αποκαλύπτουν το ποιητικό αξιακό σύμπαν του Καρούζου.

Τα ποιήματα της δεύτερης ενότητας, δημοσιευμένα απ’ τον ίδιο τον ποιητή σε λογοτεχνικά περιοδικά, παρατίθενται με χρονολογική σειρά, σύμφωνα με την ημερομηνία δημοσίευσης, και μας δίνουν παράλληλα μια εικόνα των εκδοτικών συνεργασιών του μέσα στο χρόνο. Στην ενότητα αυτή, παρακολουθούμε, επίσης, ποιήματα γραμμένα για τους Schönberg, Giacometti, Maiakovski, Σικελιανό, Vivaldi, αλλά και ποιήματα όπου εντάσσονται στίχοι άλλων ποιητών (Καρυωτάκης) ή χρησιμοποιούνται ως μότο (Σολωμός), όπως και ένα ποίημα ως παραλλαγή του υπερρεαλιστικού παιχνιδιού «cadavre exquis».

Στην τρίτη ενότητα παρουσιάζονται τα ποιήματα εκείνα που δημοσιεύτηκαν, μετά το θάνατο του Καρούζου, από τρίτους και παρατίθενται επίσης σε χρονολογική σειρά σύμφωνα με την ημερομηνία δημοσίευσης. Τα προερχόμενα από το αρχείο του ποιητή, ομαδοποιούνται και παρουσιάζονται στην αρχή αυτής της ενότητας.

Η τέταρτη ενότητα περιλαμβάνει τα ευρεθέντα μη δημοσιευμένα ποιήματα. Όλες οι αφιερώσεις των ποιημάτων είναι χειρόγραφες. Αξίζει να επισημανθεί, σχετικά με το θέμα της αφιέρωσης, ότι ο ίδιος ο ποιητής έχει εντάξει στις ποιητικές του συλλογές ποιήματα ήδη αφιερωμένα, είτε δημοσιοποιώντας την αφιέρωση είτε όχι.

Στο Παράρτημα αυτού του τόμου δίνονται τα απαραίτητα πληροφοριακά στοιχεία των ποιημάτων, όπως ο τόπος και ο χρόνος της πρώτης δημοσίευσής τους ή, αν πρόκειται για επιμελημένη από τον ίδιο τον ποιητή αναδημοσίευσή τους, τα ανάλογα στοιχεία, όπως, επίσης, και η διαφορετική εκδοχή τους με επισήμανση των διαφοροποιήσεων. Δίνονται επίσης, όπου κρίνεται απαραίτητο, στοιχεία συγκριτικής μελέτης των ποιητικών κειμένων, τα οποία αναδεικνύουν την καρουζική ποίηση ως διαδικασία όπου το εκάστοτε παρόν της ποιητικής γραφής εγκλείει το παρελθόν της.

Ο τίτλος της παρούσας έκδοσης επελέγη από τον Ευγένιο Αρανίτση, με βάση το ομότιτλο ποίημα.

20.00

Νικόλας Κουτσοδόντης

ΔΙΧΩΣ ΝΑ ΤΟ ΞΕΡΕΙ – ΒΟΛΤΑ ΣΤΟΝ ΘΕΡΜΑΙΚΟ

Στις τρεις τη νύχτα ο Θερμαϊκός
είναι μια λίμνη με δεκάδες τηλεοράσεις αναμμένες

Να βγεις κρυφά να δεις
τη μοναξιά της σκόνης στα κλειστά περίπτερα
μα και τ’ αμάξια που στην Βασιλίσσης Όλγας
μοιάζουν αυτόβουλα
σαν την Κριστίν του Κάρπεντερ.

Αυτό δεν φτάνει να πειστείς πως όλα
περπατούν στο σύμπαν
και πως κι αυτή την ώρα ακόμα υπάρχει
η αρχιτεκτονική των αραχνών
επάνω στα μικρά πευκάκια.

Μα όλα σε διαρκή ταραχή κι ας μην ακούγεται
το ελάχιστο κύμα
της μεταμεσονύχτιας τέκνο απ’ το μάρκετ
με τον φοιτητή υπάλληλο
παρά μονάχα οι ήχοι από το πέρασμα
μιας ποδηλάτισσας
όπως μαζεύει απ’ τα σκουπίδια γυαλικά
και τα ηλεκτρικά πατίνια των νυχτερινών περαστικών
με μαύρα μαρτιάτικα πλεκτά σκουφιά
ηλεκτρισμένα απ’ τα μαλλιά τους.

Όλα βαδίζουνε και ταξιδεύουνε λοιπόν
από στενό σε στενό στα κλεφτά
όπως κι εγώ που δίχως να το ξέρει
με βήματα γοργά κάτω απ’ το μπλε
φως χειρουργείου της εισόδου
τον άφησα μόνο του στης γκαρσονιέρας το σκοτάδι
κι έφυγα με την πλάτη μου μήλο
καλά δαγκωμένο απ’ τα δόντια του
για λίγο στην πόλη.

10.60