Βλέπετε 1081–1095 από 1124 αποτελέσματα

Λογοτεχνία

Λέσχη Ανάγνωσης

Ο Δον Κιχώτης – Τόμος Α’

Μιχαήλ Θερβάντες

Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα, έχοντας περάσει μια ακραία περιπετειώδη ζωή με αδιανόητες ταπεινώσεις και εξευτελισμούς, έμελλε, στην ώριμη ηλικία των 58, να εκδώσει το κορυφαίο του συγγραφικό επίτευγμα, τον Δον Κιχώτη, το βιβλίο που σηματοδοτεί ουσιαστικά τη γέννηση του σύγχρονου μυθιστορήματος. Γεννημένος το 1547, από αριστοκρατική γενιά, χωρίς σημαντικούς οικονομικούς πόρους όμως, ως παιδί αγαπούσε την ποίηση, ενώ είχε την τύχη να μαθητεύσει δίπλα στον λόγιο ουμανιστή κληρικό Χουάν Λόπεθ ντε Όγιος.

Μεγαλώνοντας, η καλοσύνη του και οι ευγενικοί του τρόποι κέρδιζαν τον σεβασμό όλων. Το 1570 κατατάχθηκε στον ισπανικό στρατό της Ιταλίας, γεγονός που οδήγησε στη συμμετοχή του στο «πιο δοξασμένο γεγονός που είδανε ποτέ ή θα δούνε οι αιώνες», όπως έλεγε, την καθοριστικής σημασίας για τις χριστιανικές δυνάμεις νίκη επί του τουρκικού στόλου, τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου. Σε αυτήν λαβώθηκε άσχημα και κατέληξε με αχρηστευμένο το αριστερό του χέρι. Κατά την επιστροφή του στην Ισπανία πέντε χρόνια αργότερα, πιάστηκε όμηρος από κουρσάρους και κατέληξε σκλάβος στην κόλαση του Αλγερίου. Αποπειράθηκε να αποδράσει πέντε φορές και μόνο το 1580 επέστρεψε στην πατρίδα του χάρη σε καταβολή λύτρων.

Το 1585 έγραψε το ποιμενικό μυθιστόρημα Γαλάτεια και ακολούθησαν τριάντα θεατρικά έργα, χωρίς αξιοσημείωτη επιτυχία, μέχρι που το 1605 η έκδοση του πρώτου μέρους του δίτομου Η ζωή και το έργο του μεγαλόπνευστου ιδαλγού Δον Κιχώτη από τη Μάντσα απέσπασε ενθουσιώδη υποδοχή. Ως πιστός καθολικός ήθελε να σατιρίσει τα ιπποτικά βιβλία, μια μάστιγα της εποχής του που οι εκκλησιαστικοί κύκλοι προσπαθούσαν να αναχαιτίσουν. Αυτό όντως επετεύχθη χάρη στο Δον Κιχώτη. Ακολούθησαν άλλες πέντε εκδόσεις και το 1615 εξέδωσε το δεύτερο μέρος, επισφραγίζοντας τον θρίαμβο ενός βιβλίου που σήμερα θεωρείται από τα σημαντικότερα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ισάξιο εκείνων του Δάντη, του Γκαίτε και του Σαίξπηρ.

Πρόκειται για την ιστορία ενός αλλοπαρμένου αγρότη με ευγενική ψυχή, ο οποίος, έχοντας χάσει το μυαλό του από την παθιασμένη ανάγνωση ιπποτικών βιβλίων, πιστεύει ότι είναι ένας ιππότης, ο Δον Κιχώτης. Ξεκινάει ένα ταξίδι με το ψωραλέο του άλογο, τον Ροσινάντε, φορώντας μια ξεχαρβαλωμένη πανοπλία και συνοδευόμενος από τον απλοϊκό χωρικό Σάντσο Πάντσα και το γαϊδουράκι του, και μπλέκει συχνά σε κωμικοτραγικές περιπέτειες. Εκείνος, ψηλός και λιπόσαρκος, ο άλλος, κοντός και χοντρούλης, κωμική φιγούρα με λαϊκή σοφία επιβίωσης, γίνεται προστάτης άγγελός του, πιστός συνοδοιπόρος και ανιδιοτελής φίλος, που τον σώζει από κακοτοπιές και ατυχίες, στέκοντας γενναία στο ύψος των περιστάσεων όταν τον χλευάζουν και τον εξαπατούν. Γίνεται το συμπλήρωμά του, το αντίθετό του, αυτό που ήταν ο Σγαναρέλος για τον Δον Ζουάν, η ρεαλιστική εκδοχή του ποιητικού μεγαλείου του ιππότη που μάχεται και υπερασπίζεται υψηλά ιδανικά και ηθικές αξίες αλλοτινών καιρών. Έτσι, ο μεν παρωδεί τους στοχασμούς του δε, μπλέκοντας αριστοτεχνικά το ποταπό με το ιδεώδες.

Χρήστος Παρίδης

19.77

Λέσχη Ανάγνωσης

Πάτι και Ρόμπερτ

Πάτι Σμιθ

Μπορείς να ερωτευτείς τους φίλους σου; Σίγουρα μπορείς. Και μάλιστα ανεξάρτητα από το τι τους αρέσει να ερωτεύονται αυτοί, αγόρια ή κορίτσια ή οτιδήποτε. Και υπάρχει ο αρχετυπικός έρωτας γι’ αυτό: της Πάτι Σμιθ, ποιήτριας, και του Ρόμπερτ Μέιπλθορπ, φωτογράφου. Γνωρίζονται στα είκοσι κάτι τους στη Νέα Υόρκη. Δεν έχουν να φάνε. Δεν έχουν σταθερές δουλειές και ούτε σκοπεύουν να πιάσουν. Είναι αποφασισμένοι να τα καταφέρουν: θα κάνουν τέχνη. Ζωγραφίζουν και φτιάχνουν κοσμήματα. Μοιράζονται στη μέση ελάχιστο φαγητό. Έχουν στυλ, απόψεις, και ένα δωματιάκι στο Chelsea Hotel, όπου η δημιουργική ατμόσφαιρα μεταξύ φτώχειας, ταλέντου και ναρκωτικών είναι εκρηκτική.

Η Πάτι και ο Ρόμπερτ χτίζουν μεθοδικά τη φιλία τους. Η αφήγηση ξεκινά από τις σκληρές δουλειές του ποδαριού που κάνουν – τα μαρτύρια των εργατών θα απασχολούν δημιουργικά τη Σμιθ για όλη της τη ζωή. Η Σμιθ θέλει να κάνει τέχνη που θα αλλάξει τον κόσμο. Ζωγραφίζει, μελετά, γράφει ποιήματα. Ανάμεσα σε χαοτικά ξενοδοχεία με ενέσεις και σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, στους παγωμένους δρόμους της Νέας Υόρκης και στη στέρηση του φαγητού, περιτριγυρισμένα από ποιητές, συγγραφείς και μουσικούς, τα δυο παιδάκια, η Πάτι και ο Ρόμπερτ, γίνονται η Πάτι Σμιθ και ο Ρόμπερτ Μέιπλθορπ. Ο Ρόμπερτ Μέιπλθορπ γίνεται ένας αναγνωρισμένος φωτογράφος που φωτογραφίζει με ερωτικό τρόπο λουλούδια και χέρια και δερμάτινα και σαδομαζοχιστικά τελετουργικά μεταξύ ανδρών. Η Πάτι Σμιθ γίνεται ένα alien αδιάφορο για τη γνώμη των άλλων, ένα φυτό που μελετά γαλλική ποίηση και πάει χωρίς λεφτά στο Παρίσι για να προσκυνήσει τάφους. Κάνει performance. Πολλοί την περνούν για γκέι γυναίκα τζάνκι, ενώ η ίδια ξοδεύει τις νύχτες της χορεύοντας νηστική και μαστουρωμένη σε στενά δωμάτια, όπου κρατάει απρόσεχτα φυλαγμένα τα ποιήματα και τις ζωγραφιές της. Βάζει την ποίησή της σε τραγούδια και γίνεται διάσημη. Μαθαίνει λίγο κιθάρα. Πλέκει μουσικές και λέξεις. Αναγνωρίζεται διεθνώς. Η Σμιθ γράφει ότι δεν θα τα κατάφερνε χωρίς τον Μέιπλθορπ, ότι της έσωσε τη ζωή –προφανώς είναι ακόμα ερωτευμένη με τον Ρόμπερτ της.

Πεθαίνοντας νέος ο Μέιπλθορπ, αναγνωρισμένος και περιτριγυρισμένος από τις υλικές απολαύσεις που τόσο αναζήτησε, λέει στην Πάτι να γράψει την ιστορία τους. Κι αυτή το κάνει. Ζωή όπου τέχνη και καθημερινότητα μπερδεύονται αξεδιάλυτα, η ζωή του Ρόμπερτ και της Πάτι, μεταξύ ξενοδοχείων, γκαλερί, φθηνών βιβλιοπωλείων, τρένων, μουσικών σκηνών, πάρτι, μπαρ και μουσείων, διαβάζεται ως ειλικρινής ύμνος στη νεότητα, στα ρευστά όρια φιλίας και έρωτα, στην καλλιτεχνική δημιουργία, στη Νέα Υόρκη που δεν υπάρχει πια και στις αλάνθαστα θεραπευτικές ιδιότητες της ποίησης.

 

Βίβιαν Στεργίου

13.10

Τζόναθαν Κόου

Το μεθυστικό καλοκαίρι του 1977 μια αφελής κοπέλα, η Καλλιστώ, αναχωρεί από την Αθήνα για να γνωρίσει τον κόσμο. Μετά το ταξίδι της στην Αμερική, βρίσκεται αναπάντεχα σε ένα ελληνικό νησί που έχει μετατραπεί σε κινηματογραφικό σκηνικό. O Μπίλι Γουάιλντερ, διάσημος σκηνοθέτης του Χόλυγουντ, γυρίζει εκεί την ταινία του Fedora, και η Καλλιστώ προσλαμβάνεται ως βοηθός. Παρατηρεί συνεπαρμένη τον λαμπερό, πρωτόγνωρο για εκείνη τρόπο ζωής, βιώνοντας μια εμπειρία που θα τη σημαδέψει για πάντα.

Ενώ η Καλλιστώ είναι ενθουσιασμένη με τη νέα της περιπέτεια, ο ίδιος ο Γουάιλντερ αντιλαμβάνεται ότι το άστρο του έχει μάλλον αρχίσει να σβήνει. Το Χόλυγουντ τον απορρίπτει, και μόλις που κατόρθωσε να εξασφαλίσει χρηματοδότηση για την ταινία του, από τη Γερμανία. Η Καλλιστώ τον ακολουθεί στο Μόναχο για τα γυρίσματα των επόμενων σκηνών και τον συντροφεύει σε ένα ταξίδι αναμνήσεων που οδηγεί στον σκοτεινό πυρήνα της οικογενειακής του ιστορίας.

Σε αυτό το μυθιστόρημα, που αποτελεί ταυτόχρονα τρυφερή ιστορία ενηλικίωσης και ευαίσθητο πορτρέτο μίας από τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες του αμερικανικού κινηματογράφου, ο Jonathan Coe στρέφει το βλέμμα του στην έννοια του χρόνου και στη σημασία της φήμης, στην οικογένεια και στην απατηλή σαγήνη της νοσταλγίας. Όταν ο κόσμος βαδίζει προς την αλλαγή, γαντζώνεσαι στην παλιά, αγαπημένη σου ζωή, ή αποφασίζεις ότι είναι ώρα να την αφήσεις πίσω;

 

20.00

Ξένη λογοτεχνία

Ο φύλακας στη σίκαλη

Τζ. Ντ. Σάλιντζερ

Το εμβληματικό μυθιστόρημα του Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ, έργο αναφοράς και αναγνωρισμένο αριστούργημα, εκδόθηκε το 1951, μεταφράστηκε σε όλο τον κόσμο, λατρεύτηκε από την κριτική και το αναγνωστικό κοινό.

Από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα ενηλικίωσης, με ήρωα τον Χόλντεν Κόλφιλντ, παγκόσμιο σύμβολο πια της εφηβικής επανάστασης, ο Φύλακας στη σίκαλη κυκλοφορεί σε καινούρια μετάφραση από την Αθηνά Δημητριάδου.

Αξεπέραστη ελεγεία της εκρηκτικής εφηβείας, ο Φύλακας στη σίκαλη συλλαμβάνει μοναδικά τη βαθιά ανάγκη του ανθρώπου να συνδεθεί με τους άλλους και το χαοτικό αίσθημα απώλειας της παιδικής ηλικίας.

Ο J. D. Salinger (1919-2010) γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη. Κέρδισε τη συγγραφική του φήμη με την έκδοση ενός και μόνο μυθιστορήματος, του The Catcher in the Rye (Ο φύλακας στη σίκαλη, 1951), του οποίου ο κεντρικός ήρωας, Holden Caulfield, συνόψιζε τη βίαιη έκφραση του άγχους της νέας γενιάς της εποχής. Η αίσθηση που προκάλεσε το βιβλίο και η ταύτισή του με τη γενιά των μπήτνικ, ανάγκασε τον Σάλιντζερ να εγκαταλείψει τη Ν. Υόρκη για ένα σπίτι στους μακρινούς λόφους του Cornish, New Hampshire. Προηγουμένως, είχε προλάβει να δημοσιεύσει και ορισμένα διηγήματά του, σε ένα από τα οποία -στο A Perfect Day for Bananafish (Τέλεια μέρα για μπανανόψαρα, περιοδικό New Yorker, 1949)-, εμφανίζεται για πρώτη φορά ο Seymour Glass, χαρακτήρας τον οποίο ξαναβρίσκουμε στα βιβλία Franny and Zooey (Φράνυ και Ζούι, 1961) και Raise High the Roof Beam, Carpenters/Seymour: An Introduction (Ψηλά σηκώστε τη στέγη, ξυλουργοί/Σίμορ: συστατικά στοιχεία, 1963), τα μόνα άλλα βιβλία που εξέδωσε ο Σάλιντζερ. Από 35, περίπου, διηγήματά του που δημοσιεύτηκαν σε διάφορα περιοδικά, επέτρεψε να εκδοθούν όσα, κατά τη γνώμη του, μπορούσαν να αντέξουν στο χρόνο, στον τόμο Nine Stories (Εννέα ιστορίες, 1953). Πέθανε τον Ιανουάριο του 2010 στο σπίτι του, στο Νιού Χαμπσάιρ, από φυσικά αίτια.

14.94

Στέφαν Τσβάιχ

Έχοντας «αφετηρία» τον θαλασσοπόρο Αμέριγκο Βεσπούκι, τον πρώτο που απέδειξε ότι τα νεοανακαλυφθέντα εδάφη πέραν του Ατλαντικού αποτελούν ξεχωριστή ήπειρο και τιμήθηκε γι’ αυτό ονοματίζοντάς τα, ο σπουδαίος και πολυταξιδεμένος Αυστριακός συγγραφέας «βυθίζεται σε μια από τις πιο μεγάλες αυτές περιπέτειες που οδήγησαν τον κόσμο στη σύγχρονη εποχή, αυτή της ανακάλυψης – από τους Ευρωπαίους – και της βάπτισης του Νέου Κόσμου»: ένα καταλυτικό γεγονός για την εξέλιξη της ανθρωπότητας συνολικά. Ήταν το τελευταίο έργο του Τσβάιχ – την επομένη της έκδοσής του, στις 22/2/1942 αυτοκτονούσε με βαρβιτουρικά στη Βραζιλία όπου βρισκόταν μαζί με τη δεύτερη γυναίκα και πρώην γραμματέα του Ελίζαμπετ Σαρλότε. Το ζευγάρι δεν άντεχε άλλο να βλέπει την Ευρώπη, τον πολιτισμό και τις αξίες της να συνθλίβονται στη δίνη του Β’ Παγκοσμίου.

6.80

Ελληνική λογοτεχνία

Λωξάντρα

Μαρία Ιορδανίδου

Το βιβλίο που αγάπησαν πολλοί είναι ένας ύμνος στην κουζίνας της Μικράς Ασίας. Η δυναμική Λωξάνδρα, μια σπουδαία μαγείρισσα και μια ασύγκριτη οικοδέσποινα, μας μαθαίνει μέχρι σήμερα πώς γίνονταν οι ντολμάδες, πότε είναι η εποχή για κάθε ψάρι, κάθε φαγητό, τι έτρωγαν μετά τα λουτρά και πώς στόλιζαν τα σπίτια τους οι νοικοκυρές της Πόλης για τις γιορτές. Αξίζει να διαβαστεί ξανά απ’ όσους αγαπούν την κουζίνα της Ανατολής.

7.71

Ξένη λογοτεχνία

Χίλια φεγγάρια

Σεμπάστιαν Μπάρι

«Ήταν ευλογία να είσαι παιδί ανάμεσα στους ανθρώπους της φυλής μου. Οι γυναίκες κρατούσαν το χωριό, οι άντρες κυνηγούσαν και πολεμούσαν, κι η δική μας δουλειά, η δουλειά των παιδιών, ήταν μόνο να τριγυρνάμε και να παίζουμε και να ’μαστε ευτυχισμένα. Αυτό το θυμόμουν πολύ καθαρά».

 

«Με λένε Γουινόνα». Έτσι αρχίζει την ιστορία της η νεαρή Ινδιάνα στα Χίλια φεγγάρια. «Παλιά μ’ έλεγαν Οτζιντζίντκα, που θα πει τριαντάφυλλο. Ο Τόμας ΜακΝάλτι έκανε μεγάλες προσπάθειες να το προφέρει αυτό το όνομα, μα δεν τα κατάφερνε, κι έτσι μου ’δωσε το όνομα της πεθαμένης ξαδέρφης μου, επειδή του ερχόταν πιο εύκολα στο στόμα. Γουινόνα θα πει πρωτότοκη. Εγώ δεν ήμουνα πρωτότοκη».

 

Η Γουινόνα γλιτώνει από τη σφαγή της φυλής της, και υιοθετημένη από τον Τζον Κόουλ και τον Τόμας ΜακΝάλτι μεγαλώνει στο χάος της μετεμφυλιακής Αμερικής. Το φτωχό αγρόκτημα έξω από το Πάρις του Τενεσί μοιάζει με ουτοπικό καταφύγιο σ’ έναν κόσμο που ακόμα σφαδάζει πιασμένος στις δίνες του πολέμου.

 

Σ’ αυτόν τον κόσμο, όπου νικητές και νικημένοι συνεχίζουν να χτυπιούνται λυσσασμένα, όπου η σκληρότητα και η δυστυχία εξακολουθούν στην πραγματικότητα να σκοτώνουν με χίλιους τρόπους και η στοιχειώδης ασφάλεια είναι άγνωστη λέξη, η νεαρή Γουινόνα αναζητά την ταυτότητά της και το δίκιο της. Γιατί η ιστορία που έχει ν’ αφηγηθεί, η ιστορία της νεαρής ζωής της, είναι η ιστορία όχι ενός αλλά πολλών εγκλημάτων. Δεν είναι μόνο τα ιδιωτικά εγκλήματα: ένας βιασμός, ένας λυσσασμένος ξυλοδαρμός, ένας φόνος. Είναι και τα δημόσια εγκλήματα: η τρομερή γενοκτονία, η συγκάλυψη της βίας, η παρανομία του νόμου.

 

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

O Sebastian Barry (Σεμπάστιαν Μπάρι) γεννήθηκε στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας το 1955. Το μεστό λογοτεχνικό του ύφος, για το οποίο είναι ιδιαίτερα δημοφιλής, τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιο αξιόλογους συγγραφείς παγκοσμίως. Έχει βρεθεί δύο φορές στις βραχείες λίστες του βραβείου Man Booker για τα μυθιστορήματα Μακριά, πολύ μακριά (Πόλις, 2007) και Η μυστική γραφή (Καστανιώτης, 2009), με το τελευταίο να έχει κερδίσει το 2008 τα βραβεία Costa Book of the Year και James Tait Black Memorial. Το 2011, το βιβλίο του Εις γην Χαναάν (Καστανιώτης, 2011) ήταν στη μακρά λίστα του βραβείου Man Booker. Το μυθιστόρημά του Μέρες δίχως τέλος (Ίκαρος, 2018) τιμήθηκε με τα Costa Book Award for Novel 2016, Costa Book of the Year 2016 και Walter Scott Prize 2017. Επιπλέον, βρέθηκε στη μακρά λίστα των The Man Booker Prize 2017, HWA Endeavour Ink Gold Crown 2017 και Andrew Carnegie Medals for Excellence in Fiction 2018. Το Φεβρουάριο του 2018 ο Sebastian Barry τιμήθηκε με την ανώτατη διάκριση των Ιρλανδικών Γραμμάτων (Laureate for Irish Fiction).

13.95

Ελληνική λογοτεχνία

Μέρες – Τόμος Α’

Γιώργος Σεφέρης

Ερχομός στην Ελλάδα. Η εποχή της «Στροφής» και του μυθιστορήματος «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη». Επίσκεψη στη Σκιάθο.

“…Ο άνθρωπος είναι πάντα διπλός: εκείνος που πράττει, κι εκείνος που βλέπει τον εαυτό του να πράττει· εκείνος που υποφέρει, κι εκείνος που βλέπει τον εαυτό του να υποφέρει· εκείνος που αισθάνεται, κι εκείνος που παρατηρεί τον εαυτό του να αισθάνεται. Όταν λέω «εγώ», τι εννοώ, το εγώ μου Α ή Β; Κι αυτό δείχνει πως είναι σχεδόν αδύνατο να είναι κανείς ειλικρινής.”

10.78

Ελληνική λογοτεχνία

Μέρες – Τόμος Β’

Γιώργος Σεφέρης

Λονδίνο. Η εποχή της «Στέρνας». Κυοφορία του «Μυθιστορήματος». Επινόηση του Στράτη Θαλασσινού. Ο Σεφέρης ακούει πολλή μουσική.

“…τώρα που κοιτάζω πίσω, βρίσκω ένα μυστικό: δεν υπάρχουν μικρά πράγματα στη ζωή. Αν κοιτάξεις με πολλή δύναμη και πολλή αγάπη μια φλόγα. μπορεί να σου μάθει περισσότερα παρά αν διαβάσεις πολλά βιβλία (και ξοδέψεις πολλή φαιά ουσία) για την εξέλιξη της ανθρωπότητας.”

12.93

Ελληνική λογοτεχνία

Μέρες – Τόμος Γ’

Γιώργος Σεφέρης

Κορυτσά – Αθήνα (υπουργείο Τύπου). Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Εποχή του «Μυθιστορήματος», των «Ημερολογίων Καταστρώματος Α’» και των Δοκιμών για την ποίηση.

“…Δεν πιστεύω σ’ αυτούς τους ανθρώπους που φλυαρούν, ή στους άλλους που δεν ξέρουν τι κάνουν· δεν εννοώ να βουλιάξω μέσα στην απερίγραπτη μιζέρια των χαρακτήρων – πιστεύω σε δυο-τρεις ιδέες που προχωρούν, και τώρα ακόμη, ύστερ’ από χιλιάδες χρόνια, σ’ αυτή τη γλώσσα. Γι’ αυτές τις δυο-τρεις ιδέες που πρέπει να ζήσουν εδώ, και μονάχα εδώ θα μπορούσαν να ζήσουν καθώς τις σκέπτομαι, υπομένω αυτή την αθλιότητα.”

10.78

Ελληνική λογοτεχνία

Μέρες – Τόμος Ζ’

Γιώργος Σεφέρης

Επιστροφή στην Αθήνα. Πρεσβευτής στο Λονδίνο. Η εποχή του κυπριακού αγώνα.

“Απόγευμα ―αργά― βραδιάζει νωρίτερα. Ουρανός με λίγα σύννεφα― από τους σπάνιους εφέτο. Απέναντί μου σοφίτες  μισές πράσινες ―στη μέση άσπρες― έπειτα πάλι πράσινες―ψυχρό χρώμα του γραφίτη στις στέγες ―μελί χρώμα των τούβλων και των κεραμιδιών. Αριστερά μια γωνία από το χτίριο της Αμερικανικής Πρεσβείας που υψώνεται, δεν ξέρω ως που. Ήχος ενός σκεπαρνιού διαλείπων και πίσω το γύρισμα μιας μηχανής, ένα βουητό, τίποτε άλλο.―Ένα παράδειγμα γραφής που θα μου χρειαζότανε για κάμποσο καιρό―απλώς ονοματίσματα― για να ηρεμήσω.

Μήπως το να έχει κανείς κάθε τέσσερα χρόνια τα γενέθλιά του τον επηρεάζει. Διαφορετικό ειδικό βάρος του χρόνου· θα ‘λεγα πιο βαρύς; ―δεν ξέρω. Πιο πλατύς, βέβαια, άλλη προοπτική, άλλη γεύση, ή συνήθεια επεμβαίνει λιγότερο. Θα προτιμούσα αλλιώς; Δεν είναι άσκημα έτσι. Έκλεισα χθες τα 60. Συλλογιζόμουνα χτες πως ίσως είναι τώρα καλύτερα, μια καινούργια άποψη, αν θέλει ο Θεός―πιθανότητες να βγω από την καθημερινή υπηρεσία· αυτή τη σπατάλη ―τόση σπατάλη― να δουλέψω, αλλιώς, να προσηλωθώ· αυτό που μου έλειψε τόσο να προσευχηθώ. Πάει ένας χρόνος και λίγες μέρες, το ενδιαφέρον μου για το υπηρετείν έχει αμβλυνθεί πολύ. Δεν είμαστε για μεγάλα πράγματα.”

12.93

Ελληνική λογοτεχνία

Μέρες – Τόμος ΣΤ’

Γιώργος Σεφέρης

Λονδίνο – Μέση Ανατολή – Κύπρος. Η εποχή του «Ημερολογίου Καταστρώματος Γ’».

“Ο μύλος της δημόσιας ζωής δεν πρόκειται να σταματήσει ―ούτε η κούραση ούτε η αηδία που μας ποτίζει το μεροκάματό μας. Υπάρχει ένα καλό σ’ αυτό το βάσανο: δε μ’ έχει χωνέψει· δεν είμαι σαν τις τροφές που έχει συνηθίσει. Ως άνθρωπος των γραμμάτων ανήκω σ’ έναν κόσμο που αποκλείει· ως άνθρωπος χωρίς περιουσία το ίδιο· το ίδιο και ως άνθρωπος με αντιδράσεις τιμιότητας, και με τη συνείδηση του υπηρετείν. Όλα αυτά δεν πρόκειται ν’ αλλάξουν· τουλάχιστο να μη βλάψουν το Θεό.”

12.93

Ελληνική λογοτεχνία

Μέρες – Τόμος Η’

Γιώργος Σεφέρης

Λονδίνο – Οριστικά στην Αθήνα, στο σπίτι της Άγρας. Βραβείο Νόμπελ.

Οι «Μέρες Η΄» εκτείνονται από τον Ιανουάριο του 1961 ως και τον Δεκέμβριο του 1963. Καλύπτουν τους τελευταίους μήνες της θητείας του Γιώργου Σεφέρη ως Πρέσβη στη Μεγάλη Βρετανία και φτάνουν ως τον επαναπατρισμό του και την αναγγελία του Βραβείου Νόμπελ. Πρόκειται για μια σπάνια καταγραφή των εσωτερικών αναζητήσεων του νομπελίστα ποιητή, αλλά και μια ιδιαίτερη τοιχογραφία μιας ολόκληρης εποχής, που φωτίζεται μέσα από τις σελίδες του.

“Συλλογίζομαι το γυρισμό στην Ελλάδα αυτές τις ώρες, πάρα πολύ. Εικόνες του τόπου που μου δημιούργησε η ξενιτιά. Και άγνωστές μου συνθήκες που με περιμένουν. Ρωτιέμαι, πολύ το ρωτιέμαι, τι θα βγάλω πέρα, ακόμη.

Συλλογίζομαι πως η ανάγκη μου στο Λονδίνο ήταν να δημιουργήσω μέσα μου το άδειο, το κενό· αυτό το κενό που πρέπει τώρα να εμπιστευτώ.”

12.66

Ελληνική λογοτεχνία

Μέρες – Τόμος Θ’

Γιώργος Σεφέρης

Συνταξιοδότηση. Πρίνστον (ΗΠΑ). Τρία κρυφά ποιήματα. 28/3/69: Η δήλωση κατά της δικτατορίας. Η τελευταία εγγραφή, Τρίτη 4 Μάη 1971 (η έγνοια του για την Κύπρο).

Στον τόμο αυτό εμπεριέχονται αμιγώς ημερολογιακές εγγραφές, σημειώσεις για τα βιβλία που μελετούσε ο Γιώργος Σεφέρης, αποκόμματα εφημερίδων, σχέδια επιστολών, ακόμη και διευθύνσεις. Πρόκειται για ένα «εργαλείο δουλειάς» του νομπελίστα ποιητή, που διαμορφώνει μέσα από τις σελίδες του μια ιδιαίτερη τοιχογραφία της εποχής και αποτελεί αδιαμφισβήτητο σημείο αναφοράς για τις σεφερικές σπουδές.

“British Council. Ήρθαμε εδώ, στα σαράντα του Θωμά Έλιοτ, για να συγκεντρωθούμε στη μνήμη του, ο καθένας όπως μπορεί. Δεν έχω τη δύναμη ν’ αφεθώ, αυτές τις μέρες, σε κριτικές σκέψεις. Ένα μόνο θέλω να σημειώσω. Ο θάνατος έδειξε πόσο ανεξίτηλα σφράγισε την εποχή του αυτός ο ποιητής και πόσο μεγάλο κενό μάς άφησε φεύγοντας: «χάσμα σεισμού που βγάνει ανθούς» θα ‘λεγε ο Σολωμός.”

13.28
Προσφορά!

Ελληνική λογοτεχνία

Το Παρτάλι

Θεόδωρος Γρηγοριάδης

Στη Θεσσαλονίκη της Μεταπολίτευσης ένα αινιγματικό γοητευτικό πλάσμα περιφέρεται στα στενά του Βαρδάρη, ντυμένο με παλιομοδίτικα γυναικεία ρούχα. Το φωνάζουν «Παρτάλι» (η λέξη που χρησιμοποιούν οι Βορειοελλαδίτες για το πολυφορεμένο ρούχο αλλά και τον ξεπεσμένο, τον περιθωριακό) και κανείς δεν γνωρίζει τίποτα γι’ αυτόν. Ο μύθος γύρω από τη ζωή του αλλά και η εμφάνισή του ελκύει δύο φοιτητές της Φιλοσοφικής Σχολής, που σαγηνευμένοι εισβάλλουν ριψοκίνδυνα στη ζωή του ‒ στην πραγματικότητα, όμως, το Παρτάλι είναι εκείνο που εισβάλλει στη ζωή τους και την κατακτάει. Με υπαινικτικές αναφορές σε υπαρκτά πρόσωπα και μυστικά της διανοούμενης Θεσσαλονίκης, το Παρτάλι είναι ένα βιβλίο συγκινητικό και ανθρώπινο, μυστηριώδες και τολμηρό, με την παρενδυσία από ανάγκη ή από επιλογή ως βασικό μοτίβο.

Original price was: €17.70.Η τρέχουσα τιμή είναι: €13.80.