Βλέπετε 61–75 από 1041 αποτελέσματα

Λογοτεχνία

Έμμα Ντουντ βαν Τρούστβικ

Ακολουθώντας μια μακρά οικογενειακή παράδοση, ο νεαρός Νίκολας ετοιμάζεται να αναλάβει κι αυτός με τη σειρά του τα καθήκοντα του πάστορα σ’ ένα αλσατικό χωριό. Η αδελφή του που ζει στην Ολλανδία, τόπο καταγωγής της οικογένειας, επιστρέφει για λίγο στο πατρικό σπίτι για να είναι παρούσα στην τελετή και για να ξαναβρεθεί με τους δικούς της, ιδιαίτερα καλλιεργημένους ανθρώπους, χιουμορίστες, με έντονη την αίσθηση του καθήκοντος και της προσφοράς, μα που τώρα έχουν βυθιστεί σε μια σοβαρή κρίση. Τη μητέρα της που φροντίζει τους πάντες με τρυφερότητα, προσπαθώντας να βάλει τάξη στο χάος, τον παππού της, που έχει άνοια, τον πατέρα της, που πάσχει από burn-out με προβλήματα μνήμης επίσης, ενώ και ο αδελφός της βασανίζεται από διλήμματα και αμφιβολίες. Είναι ικανός γι’ αυτό το αξίωμα; Και ακόμα περισσότερο: έχει νόημα το λειτούργημα του πάστορα στη σημερινή εποχή;

«Αυτό που ήθελα ήταν να διηγηθώ την ιστορία μιας οικογένειας που χάνει τη μνήμη της. Να προσεγγίσω ένα δράμα, καταυγάζοντάς το με φως», λέει η συγγραφέας

16.00

Ξένη λογοτεχνία

Η τελευταία μου πνοή

Λουίς Μπουνιουέλ

Μπορεί να γεννήθηκε σ’ έναν τόπο όπου ο μεσαίωνας κράτησε μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά από πολύ νωρίς ο Λουίς Μπουνιουέλ συνδέθηκε με την πνευματική και καλλιτεχνική πρωτοπορία της εποχής του· πρώτα στη Μαδρίτη, μαζί με τον Λόρκα, τον Νταλί, κι ύστερα στο Παρίσι της δεκαετίας του ’20, με την ομάδα των σουρεαλιστών.

Στο σουρεαλισμό ο Μπουνιουέλ βρήκε την αγάπη για το παράλογο, το αμφίσημο, το βαθιά κρυμμένο, το επικίνδυνο, συνδυασμένη με την αυθάδικη διάθεση για πρόκληση, σκανδαλισμό, για βεβήλωση των ιερών και γκρέμισμα των παραδεδομένων αξιών, όπως η κοινωνική ειρήνη, η εργασία, η θρησκεία, η οικογένεια.

Ο Μπουνιουέλ γράφει για τη ζωή του με παιχνιδιάρικη ειρωνεία και με μια παράδοξη νηφαλιότητα, έχοντας επίγνωση ότι αυτή υπήρξε χορταστική. Σαν ήρωας σε πικαρέσκο μυθιστόρημα, ξεστρατίζει αμέριμνος σε αλλεπάλληλες παρεκβάσεις, καθώς μιλά για τα μεγάλα πάθη και για τα όνειρά του, για τους αγαπημένους φίλους και τους πολέμιούς του, για τα έργα τα δικά του και για εκείνα που τον καθόρισαν.

22.00

Αρτούρ Σνίτσλερ, Ούγκο φον Χόφμανσταλ, Τόμας Μαν

Στον κόσμο της γερμανόφωνης λογοτεχνίας, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, το απόκοσμο επηρεάζει δραστικά την αποτύπωση της πραγματικότητας. Αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό μοιράζονται τα διηγήματα που συναπαρτίζουν το βιβλίο: και στα τρία κάτι απόκοσμο εισβάλλει σε ένα κατά τα λοιπά ρεαλιστικό περιβάλλον, χωρίς να προσφέρεται ωστόσο η δυνατότητα λογικής εξήγησης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργείται μία αίσθηση αβεβαιότητας ως προς το τί θεωρείται πραγματικό και τί φανταστικό· μία αίσθηση που επιτείνεται τόσο από το ονειρικό κλίμα όσο και από μια δυσοίωνη ατμόσφαιρα, η οποία, μέσα από σύμβολα και υπαινιγμούς, προδιαγράφει την πορεία των ηρώων προς τον θάνατο. Το αλλόκοτο και το απόκοσμο, όπως παρουσιάζονται από τους τρεις εμβληματικούς συγγραφείς, αφήνουν στον αναγνώστη ένα σύγχρονο αποτύπωμα· αποδίδουν με καινοφανή τρόπο εκφάνσεις της υπαρξιακής αγωνίας των ηρώων, ενώ συνάμα φέρνουν στο προσκήνιο τις ασυνείδητες δυνάμεις που επηρεάζουν καθοριστικά την εικόνα μας για τον κόσμο και για τον εαυτό μας.

 

12.50

Ελληνική λογοτεχνία

Αλδεβαράν

Παύλος Μάτεσις

Aλδεβαράν ονόμασαν οι Άραβες τον πλέον λαμπερό αστέρα στον αστερισμό του Tαύρου.

Kάποιος πίστεψε πως ο έρωτας θα τον ανεβάσει εκεί πάνω, όμως γκρεμίστηκε επειδή κάποιος άλλος δεν ακολούθησε και μένει στη γη φυλακισμένος (δεν γνωρίζει αν τον εκλείδωσαν μέσα ή τον άφησαν απ’ έξω) σε ενοχές και τύψεις· ερήμην του ένοχος.

Όμως, μέσα από μία μαγική, πλήρη θαυμάτων ανάβαση, με χαλινούς την κατανόηση και την παραδοχή πως είναι υπαρκτό και εκείνο το είδος έρωτα που αυτός αγνοεί και όπου δεν μετέχει, θα αξιωθεί τον Aλδεβαράν, με συντρόφους του ισόβιους απλά και μεγαλειώδη πράγματα, όπως το χιούμορ, η αγάπη, η φιλία.

12.72

Ελληνική λογοτεχνία

Η μητέρα του σκύλου

Παύλος Μάτεσις

Μια ασήμαντη, άοπλη, άχαρη και αδύναμη γυναίκα προσφέρεται ως γελωτοποιός μας, επειδή δεν γνωρίζει πως είναι τραγική.

Γελώντας, περιγελάει τον εαυτό της και μας ξεγελάει για να μην την περιγελάσουμε εμείς. Με τη ζωή της υπερασπίζει μια άλλη γυναίκα, τιμωρημένη, που αρνείται να αμυνθεί: τη μητέρα της.

Στη διαδρομή της αυτή (τη ζωή της ολόκληρη), από προπολεμικά ως τις μέρες μας, γνωρίζει την Κατοχή, την προσφυγιά στην πρωτεύουσα, την επαιτεία, μεταμφιέζει τον εαυτό της και τη ζωή της. Δεν θα καταλάβει ποτέ ότι, υπερασπίζοντας τη μητέρα της, συντροφεύει τη μόνιμα ταπεινωμένη πατρίδα της, μέσα στην οποία ζει εξόριστη λέγοντας αστειάκια. Ορισμένοι ίσως και να νομίσουν πως συμβολίζει τη χώρα της (χώρα τους), επειδή αμφότερες έχουν υποστεί συγγενείς εξευτελισμούς, έχουν συγγενές μη-μέλλον και ευθυμολογούν.

Για να μη γίνει στόχος σκοποβολής, θα σμικρύνει και θα γελοιοποιήσει τον εαυτό της. Θα προετοιμαστεί για τραυματισμούς, αυτοτραυματιζόμενη προληπτικώς καθημερινά. Όμως κανείς δεν θα τη λιθοβολήσει. Επειδή κανείς δεν πήρε είδηση την ύπαρξή της.

Και επειδή δεν έχει κανέναν δικό της άνθρωπο (την εγκαταλείπει ακόμη και ο συγγραφέας του βιβλίου αυτού), η γυναίκα βρίσκει καταφύγιο στον αναγνώστη του βιβλίου για συντροφιά και παρηγόρηση. Διότι κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει ένα βιβλίο. Ούτε ο συγγραφέας του. Όλοι όμως μπορούν να το διαβάσουν.

Η μητέρα του σκύλου εκδόθηκε πρώτη φορά το 1990 και έκτοτε συγκινεί όχι μόνο το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, αλλά και τους λάτρεις της καλής λογοτεχνίας στο εξωτερικό. Το πολυμεταφρασμένο αριστούργημα του Παύλου Μάτεσι υμνήθηκε από την εγχώρια και παγκόσμια κριτική και συγκαταλέχτηκε από τον λονδρέζικο εκδοτικό οίκο Quintet Publishing στα 1001 βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας που πρέπει να έχει διαβάσει κάποιος μέχρι το τέλος της ζωής του (στον τόμο 1001 Books You Must Read Before You Die).

16.00

Μαρίνα Καραγάτση

Κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις Εκδόσεις Άγρα το τελευταίο ολοκληρωμένο σύντομο πεζογράφημα που έγραψε η Μαρίνα Καραγάτση το 2016. Η έκδοση συνοδεύεται από τον αποχαιρετιστήριο λόγο του Λεωνίδα Εμπειρίκου για τη Μαρίνα Καραγάτση.

Και για να σας μιλήσω πιο καθαρά, πιστεύω πως πρέπει να κηδέψω αύριο τον Υπάτιο στον ενοριακό μου ναό, στον Άγιο Νικόλαο, γι’ αυτό και ζητώ τη βοήθειά σας. Θες που ο θάνατός του συνέπεσε με το θάνατο και την Ανάσταση του Θεανθρώπου, θες που αυτά τα παράξενα συμβάντα όλους μας ανησύχησαν, έτσι που στο τέλος αναγκάστηκα να ξαναφωνάξω τον γιατρό, ποιός το ξέρει. Μπορεί όμως και να συμβαίνει κάτι πολύ πιο απλό : να θέλω μόνο να τιμήσω έναν αθώο, απονήρευτο, άκακο άνθρωπο και τίποτα περισσότερο.

[…]

Επειδή έτυχε εκείνη τη χρονιά να μην πέφτει τη Δευτέρα η γιορτή του αγίου Γεωργίου, και οι χορωδοί ήταν ελεύθεροι, κατέπλευσαν και οι τέσσερις μαζί. Ε ! Τί να πω τώρα ! Άλλο πράγμα είναι να σε ταλαιπωρεί ένας άθλιος φάλτσος ψάλτης κι άλλο μεγαλείο έχει μια τετράφωνη χορωδία. Γιατί λοιπόν να μην το ομολογήσω πως αυτή ήταν η πιο κατανυκτική νεκρώσιμος ακολουθία στην οποία έχω χοροστατήσει ; Όπως όμως ήταν αναμενόμενο, υπήρξαν και οι αντίθετες απόψεις : Θυμούμαι πως βγαίνοντας λίγο αργότερα από την εκκλησία άκουσα δίπλα μου μια συχωριανή μου να σιγοψιθυρίζει στην αδελφή της: « Για πες μου, στον θεό σου », της έλεγε, « μήπως κι ο παπάς μας αποτρελάθηκε ; Τόσους και τόσους νοικοκυραίους έχει κηδέψει, γιατί μόνο αυτός ο κουτρούλης άξιζε τόσες τιμές και τόσες χορωδίες ; Δεν τα καταλαβαίνω εγώ αυτά τα πράγματα. Πάει, χάλασε πια ο κόσμος, Μαρία μου ». Και μετά οδεύσαμε πάλι προς τη Βουργάρα για την ταφή. Ήταν ένα θαμπό απριλιάτικο απομεσήμερο. Δεν ξεχνώ το χαρμόσυνο «Αναστάσεως Ημέρα » των ψαλτάδων μαζί με τη ζαλιστική ευωδιά των λεμονανθών που ξεχυνόταν από τους κήπους.

 

9.00

Ξένη λογοτεχνία

Αυτό είναι ευτυχία

Νάιαλ Ουίλλιαμς

Τέλη της δεκαετίας του ’50 και στη Φάχα, ένα μικρό χωριό της Ιρλανδίας όπου η ζωή έχει μείνει ίδια κι απαραλλάχτη σχεδόν για χίλια χρόνια, ακόμα περιμένουν ένα θαύμα: τον ερχομό του ηλεκτρικού. Μια Μεγάλη Τετάρτη, όμως, εντελώς αναπάντεχα και σχεδόν ανεπαίσθητα, συντελείται ένα θαύμα ακόμα μεγαλύτερο ― σταματάει να βρέχει. Μα για τον δεκαεφτάχρονο Νόου, ο οποίος έχει βρει καταφύγιο στο χωριό του παππού και της γιαγιάς του, έναν τόπο όπου η κωμωδία της ζωής αναβλύζει δίπλα ακριβώς στις τραγωδίες της, τα θαύματα δεν έχουν τέλος.

«Την ώρα που τη ζεις μπορεί μερικές φορές να πιστέψεις ότι η ζωή σου δεν είναι και τίποτα σπουδαίο. Είναι τετριμμένη και συνηθισμένη και σίγουρα θα μπορούσε ή θα έπρεπε να είναι καλύτερη με τον άλφα ή με τον βήτα τρόπο. Λείπει η προοπτική που επιτρέπει στο οποιοδήποτε νόημα να αναδυθεί, γιατί την ώρα που τη ζεις υπάρχει μόνο αίσθηση και σπουδή και αμεσότητα ― όπως πρέπει δηλαδή να βιώνεται η ζωή. Όλοι αγωνιζόμαστε διαρκώς και, μολονότι αυτό συνεπάγεται μια λίγο-πολύ σταθερή ροή από αποτυχίες, μάλλον δεν πρόκειται για κάτι και τόσο τρομερό, αν σκεφτείς ότι τελικά συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε».

22.00

Ξένη λογοτεχνία

Τέσσερα ερωτικά γράμματα

Νάιαλ Ουίλλιαμς

«Ήμουν δώδεκα χρονών όταν πρωτομίλησε στον πατέρα μου ο Θεός. Δεν μίλησε πολύ. Του είπε να γίνει ζωγράφος, μα δεν μπήκε σε περισσότερες λεπτομέρειες».

Στο Δουβλίνο, ο πατέρας του Νίκολας παρατάει τα πάντα προκειμένου ν’ αφοσιωθεί στη ζωγραφική. Σ’ ένα νησί της δυτικής Ιρλαν­δίας, η νεαρή Ίζαμπελ φεύγει για τη μεγάλη πόλη, κουβαλώντας μια βουβή ενοχή. Πατώντας στα χνάρια του μαγικού ρεαλισμού, ο Νάιαλ Ουίλλιαμς γράφει για την αμφιβολία και την πίστη, για το πάθος και την παραίτηση, για τη συντριβή και το απρόσμενο θαύμα, ­καθώς διηγείται την ιστορία δυο ζωών που οδεύουν ανεπίγνωστα μα ακαταμάχητα προς το πεπρωμένο τους.

22.00

Βιρτζίνια Γουλφ

Η γοητεία του σύγχρονου Λονδίνου έγκειται στο ότι δεν χτίστηκε για να διαρκέσει· χτίστηκε για ν’ αφανίζεται. Οι γυάλινες προσόψεις του, η διαφάνειά του, τα φουσκωμένα κύματα των χρωματιστών σοβάδων, δίνουν μια ευχαρίστηση άλλου τύπου και πετυχαίνουν έναν διαφορετικό στόχο απ’ αυτόν που επιδίωκαν και προσπαθούσαν να πετύχουν οι παλιοί οικοδόμοι και τ’ αφεντικά τους, οι ευγενείς της Αγγλίας. Η περηφάνια τους απαιτούσε την ψευδαίσθηση της μονιμότητας. Η δική μας, αντίθετα, φαίνεται να χαίρεται ν’ αποδεικνύει ότι μπορούμε να κάνουμε πέτρες και τούβλα τόσο εφήμερα, όσο οι επιθυμίες μας.

14.00

«Την πρώτη φορά που είδα τον Λούτσο, δεν εντυπωσιάστηκα. Ψηλός, αδύνατος, με βλέμμα διαισθητικό που παρατηρούσε τα πάντα, είχε έρθει παρέα με τον μεγάλο μου αδελφό. Εγώ καθόμουν στο ολοκαίνουργιο γραφείο μου, δώρο γενεθλίων από τους γονείς μου, και τακτοποιούσα τα χαρτάκια μου, τους πρώτους στίχους που ξεπηδούσαν από την ανυποψίαστη εφηβεία μου. Ο αδελφός μου με χαιρέτησε με τρυφερότητα και μου σύστησε αμέσως τον Λούτσο: ‘‘Από δω ο φίλος μου, ο συγκάτοικός μου στο σπίτι της ποιήτριας Εσίλντα Γκρέβε’’. Του έριξα μια λοξή ματιά για ένα δευτερόλεπτο, του έσφιξα το χέρι σαν να ήθελα να κρατήσω τις αποστάσεις.

‘‘Γράφεις;’’
‘‘Ναι, γράφω.’’
‘‘Τι γράφεις;’’
‘‘Ποίηση γράφω’’, του απάντησα με έπαρση.

Ο αδελφός μου επενέβη βιαστικά για να με πληροφορήσει ότι βρισκόμουν μπροστά σ’ έναν αληθινό ποιητή. Τον κοίταξα για πρώτη φορά και χαμήλωσα τα μάτια με ταπεινοφροσύνη. Τότε, εκείνος πήρε μολύβι και χαρτί, έγραψε ένα ποίημα και μου το αφιέ-ρωσε. Πρώτο ανάμεσα στα χιλιάδες που θα μου αφιέρωνε αργό-τερα, προμηνύοντας για μένα μια μοίρα ποιήτριας.»

14.84

Ξένη λογοτεχνία

Η Μονίκ δραπετεύει

Εντουάρ Λουί

Αυτό το βιβλίο που διαβάζετε είναι, κατά κάποιον τρόπο, το αποτέλεσμα μιας παραγγελίας από τη μητέρα μου.
Δεν το αποφάσισα, δεν το προγραμμάτισα.
Δεν ήταν δική μου ιδέα εξαρχής.
Τίποτα στη λογοτεχνία δεν μου είχε δώσει ποτέ τόση χαρά.

13.30

Ξένη λογοτεχνία

Το χρονικό του κυρίου Χαν

Χουάνγκ ΣόκΓιονγκ

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ο πόλεμος είναι έτοιμος να ξεσπάσει στη διχοτομημένη Κορεατική Χερσόνησο. Διαχωριστική γραμμή των δύο αντίπαλων πλευρών ο 38ος παράλληλος, ένα άκρως νευραλγικό σύνορο. Η ένοπλη σύρραξη συνεχίζεται και εντείνεται. Στον Βορρά, o γιατρός και καθηγητής Χαν ΓιόνγκΝτοκ, ειδικευμένος στη μαιευτική και στη γυναικολογία, εξαιρείται από τη γενική επιστράτευση, λόγω αμφιβολιών για την αφοσίωσή του στο καθεστώς, και στέλνεται στο Λαϊκό Νοσοκομείο της Πιονγκγιάνγκ. Μένοντας στα μετόπισθεν, ο ευσυνείδητος επιστήμονας δίνει προτεραιότητα στα επείγοντα περιστατικά των απλών πολιτών, μία στάση που τον οδηγεί σε δυσμένεια. Αργότερα, ολομόναχος και διακινδυνεύοντας τη ζωή του, περνάει στον Νότο. Ο ίδιος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως απλό πρόσφυγα. Εκεί, ωστόσο, τον υποψιάζονται και τον κατηγορούν για κατασκοπεία. Στην ταραγμένη και βασανισμένη πορεία αυτού του ανθρώπου δεν αντικατοπτρίζεται μόνο το εύρος μιας συλλογικής τραγωδίας, αλλά και το αγωνιστικό πείσμα της ατομικής αξιοπρέπειας. Το μυθιστόρημα “Το χρονικό του κυρίου Χαν” (1972) θεωρείται ένα από τα εμβληματικότερα και πιο αντιπροσωπευτικά έργα της σύγχρονης κορεατικής λογοτεχνίας.

16.00

Ξένη λογοτεχνία

Wonderfuck

Καταρίνα Φόλκμερ

«Σας ευχαριστώ για την αναμονή. Ονομάζομαι Τζίμι. Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;»

Σ’ ένα τηλεφωνικό κέντρο του Λονδίνου, ο Τζίμι και οι συνάδελφοί του απαντούν στα παράπονα τουριστών απ’ όλο τον κόσμο – προβλήματα κρατήσεων, ακατάλληλα δωμάτια ξενοδοχείων, κρίσεις άγχους. Ωστόσο, αυτός ο ιδιόρρυθμος, σικελικής καταγωγής, νεαρός άντρας δεν είναι ακριβώς πρότυπο υπαλλήλου, με αποτέλεσμα ο προϊστάμενός του να τον επιπλήττει συνεχώς. Ο Τζίμι δεν αρκείται να απαντά στους δυσαρεστημένους πελάτες, αλλά εμπλέκεται ενεργά στις φαντασιώσεις και στις αγωνίες τους – για να μην αναφερθούμε στην παράξενη συμπεριφορά του απέναντι στους συναδέλφους του. Από την ψυχολογία των Ιταλίδων μητέρων έως το τέλειο χρώμα του κραγιόν για τα χείλη, από τον ρόλο των ηθοποιών στις κηδείες έως την τέχνη της ζωγραφικής γεννητικών οργάνων σ’ ένα σημειωματάριο, ποιος μπορεί να φανταστεί ότι είναι δυνατόν ο χώρος της δουλειάς να μας μάθει τόσα πράγματα;

Με το Wonderfuck η Καταρίνα Φόλκμερ μάς μεταφέρει στα ενδότερα ενός εργασιακού μικρόκοσμου για να μιλήσει για τις πολλαπλές ταυτότητες, για τις καταστροφικές συνέπειες του μαζικού τουρισμού στο περιβάλλον, για τη μοναξιά της σύγχρονης μητρόπολης και τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες των απομονωμένων, απογοητευμένων κατοίκων της. Ένα μυθιστόρημα διασκεδαστικό και ταυτόχρονα μελαγχολικό, έντονο όπως μια αισθησιακή φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής…

«Η Καταρίνα Φόλκμερ είναι ένα αληθινά τολμηρό μυαλό της σύγχρονης λογοτεχνίας»

Ian McEwan

16.50

Ελληνική λογοτεχνία

Φωτιά

Δημήτρης Χατζής

Το μυθιστόρημα Φωτιά διαδραματίζεται στο περιβάλλον της Ελληνικής Αντίστασης, στα χωριά της Ρούμελης και στα βουνά του Πίνδου, από την άνοιξη του 1943 (όταν οι Γερμανοί παραλαμβάνουν την ελληνική επαρχία από τους Ιταλούς) μέχρι το φθινόπωρο του 1944 και ύστερα, στα Δεκεμβριανά, στην Αθήνα. Πρωταγωνίστρια είναι η Αυγερινή, μια απλή χωριατοπούλα, και στο βιβλίο περιγράφεται πώς ενηλικιώνεται και φθάνει στην ψυχική της ανεξαρτησία, τόσο μέσα από τη συμμετοχή της στο αντάρτικο όσο και μέσα από το δεσμό της με τον Γρηγόρη, στέλεχος του ΕΑΜ. Όταν, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, ἡ Αυγερινή είναι στο δρόμο για να επιστρέψει στο χωριό της και ενώ, κατά τα Δεκεμβριανά, ο Γρηγόρης έχει σκοτωθεί, το βιβλίο τελειώνει με τη φράση της: «Έμαθα πια να σκέφτομαι μοναχή μου.»

Ἡ Φωτιά χωρίζεται σε τρία μέρη: «Ἡ φωτιά», «Ὁ πόλεμος» καὶ «Ὁ δρόμος» – στο τρίτο μέρος υπήρχε ὁ υπότιτλος «Μικρός πρόλογος για μιαν άλλη ιστορία» ὁ οποίος παραλείπεται στην πιο πρόσφατη έκδοση των «Κειμένων». Σ’ αυτήν την πλατιά σύνθεση, το επικό στοιχείο (Αντίσταση) συναλλάσσεται δημιουργικά με τις ανάγκες του σύγχρονου μυθιστο-ρήματος (εσωτερική εστίαση). Επιπλέον, σκιαγραφούνται μορφές της αντίστασης με μοναδική αδρότητα, όπως του γερου-Μάνταλου, της Ασημίνας, του Διαμάντη, του Ζιώγα και των ανώνυμων γυναικών της υπαίθρου, ενώ ὁ ξεσηκωμός συντελείται κάτω από την αρχετυπική μορφή του Γιακουμή.

Η Φωτιά είναι το πρώτο μυθιστόρημα που υψώνεται πάνω από τα νωπά ακόμη γεγονότα της Αντίστασης ενάντια στη γερμανική Κατοχή, για να τα αποδώσει λογοτεχνικά. Κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1946 από τις εκδόσεις «Γκοβόστη». Το 1961 συμπεριλαμβάνεται στο δεύτερο τόμο της σειράς Αρματωμένη Ελλάδα, Βιβλιοθήκη Νεοελληνικής Εποποιΐας, εκδόσεις «Αναγέννηση», με τίτλο Ἡ Φωτιά. Κατόπιν παρουσιάζεται από τις «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις» (Ἡ Φωτιά, 1962), από τις εκδόσεις «Πλειάς» (Ἡ Φωτιά, 1974) και η οριστική εκδοχή του από τις εκδόσεις «Κείμενα» με τίτλο Φωτιά (1979).

15.00

Δημήτρης Χατζής

Ἡ Θητεία κυκλοφορεῖ γιὰ πρώτη φορὰ τὸ 1979 (Ἀθήνα, «Κείμενα»). Εἶναι τὸ τελευταῖο βιβλίο τοῦ συγγραφέα ποὺ ἐκδίδεται ὅσο ζοῦσε. Ἀπὸ τὸ 1975 ποὺ ἐπιστρέφει ὣς τὸ θάνατό του (1981), ὁ Δημήτρης Χατζής, πνευματικὸς ἄνθρωπος μὲ ἔντονη κοινωνικὴ δράση, παρεμβαίνει συστηματικὰ στὰ πολιτικὰ καὶ πολιτιστικὰ δρώμενα τῆς Μεταπολίτευσης. Σ’ ὅλη του τὴ ζωὴ κύρια ἔγνοια του ὑπῆρξε ὁ νεοελληνισμὸς – ἡ ζωή του συνυφαίνεται μὲ τή νεότερη ἑλληνική ἱστορία – σὲ ὅλες του τὶς πλευρὲς καὶ τὶς ὄψεις του. Σ’ αὐτὸν θήτευσε.

Ὅπως ὁ ὑπότιτλος τοῦ βιβλίου δηλώνει, ὁ Δημήτρης Χατζής στὴ Θητεία συγκεντρώνει παλαιότερα κείμενά του τὰ ὁποῖα ὅμως παρουσιάζονται γιὰ πρώτη φορὰ σὲ βιβλίο.

Ὁ «Κυρίαρχος τῆς Ψυττάλειας» δημοσιεύτηκε στὴν Ἐλεύθερη Ἑλλάδα τὸ 1947 στὴ στήλη Σημειωματάριο τῆς Ἐξορίας: «Ἡ πρώτη ἀνταπόκριση ἀπὸ τὴν Ἰκαρία τοῦ συλληφθέντος συντάκτη μας Δ. Χατζῆ.»

Τὰ ἀριστουργηματικὰ διηγήματα «Τραγούδι στὴν Ἀθήνα» καὶ «Ἡ γυναίκα ἀπὸ τὴ Φούρκα» δημοσιεύονται σὲ συλλογὲς ποὺ κυκλοφοροῦν ἀπὸ τὶς «Πολιτικὲς καὶ Λογοτεχνικὲς Ἐκδόσεις», ὅπως και ἡ «Δρακόλιμνη» (Παλιὸς ἠπειρώτικος θρύλος). Τὸ «Τραγούδι στὴν Ἀθήνα» ξανα-δημοσιεύεται στὸ περιοδικὸ Ἐπιθεώρηση Τέχνης τόμος ΙΑ΄ 1960.

Ἡ «Μουργκάνα», ποὺ καταλαμβάνει καὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς συλλογῆς, τυπώνεται το 1948 ἀπό τὴ Φωνὴ τοῦ Μποῦλκες καὶ ἀμέσως μεταφράζεται στὰ γαλλικὰ ἀπὸ τὴ Μέλπω Ἀξιώτη. Στὴν περίφημη μάχη τῆς Μουργκάνας, ἂν καὶ ἡ ματιὰ τοῦ συγγραφέα εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκείνη τοῦ ὁμώνυμου διηγήματος στοὺς Ἀνυπεράσπιστους, ὡστόσο συναντᾶται ἡ ἴδια ποιότητα καὶ γνησιότητα αἰσθήματος καθὼς καὶ ὁρισμένες σκηνὲς μάχης μοναδικῆς ἐνάργειας.

Δημήτρης Χατζής: «Κι ὅλα μέσα στὴ διήγηση εἶναι ὑποταγμένα, ὄχι μόνο γενικὰ στὴν ἀλήθεια, μὰ στὴν πιὸ αὐστηρὴ ἀπαίτηση τῆς ἀκρίβειας καὶ γιὰ τὸ πιὸ μικρὸ περιστατικὸ.»

 

15.00