Βλέπετε 61–75 από 979 αποτελέσματα

Λογοτεχνία

Ελληνική λογοτεχνία

Δικά μας παιδιά

Σοφία Νικολαΐδου

Αυτή είναι η ιστορία των Δικών Μας Παιδιών, των παιδιών που μεγάλωσαν κλεισμένα στα δωμάτιά τους. Ακούν μουσική με ακουστικά, συνθέτουν beats στον υπολογιστή και γράφουν μπάρες στα τετράδιά τους. Έχουν για οικογένεια τους φίλους τους και ζουν τη ζωή τους online.

Αυτή είναι η ιστορία της δικής μας γενιάς, που πιστέψαμε πως θα γίνουμε καλύτεροι από τους γονείς μας. Και τώρα βλέπουμε τα παιδιά μας να μεγαλώνουν, να κάνουν τα λάθη τους, να φεύγουν μπροστά.

Φωνές και ουρλιαχτά στο γήπεδο, στη θύρα με τα θηρία. Αίμα στα πεζοδρόμια. Κρυφοί λογαριασμοί στα σόσιαλ. Συμμαθητές που δαγκώνουν σαν οχιές στα προαύλια των σχολείων. Κορίτσια που κάνουν αγορίστικα πράγματα. Μανάδες που ανησυχούν. Μανάδες που τα παρατούν. Μανάδες με κότσια. Πατεράδες που γίνονται μάνες στα ζόρικα και πατεράδες που δεν είναι εντάξει. Δυο γενιές – και γκρεμός ανάμεσα. Θα έρθει η στιγμή που θα απλώσουν το χέρι;

Αυτή είναι μια ιστορία για όσα ξέρουμε, αλλά και για όσα δεν θα μάθουμε ποτέ. Γιατί κάθε γενιά νομίζει ότι προστατεύει τα παιδιά της. Μα, αν ακούσουμε την ιστορία από την άλλη πλευρά, θα δούμε ότι και τα παιδιά προστατεύουν τους γονείς από όσα δεν θα υποψιαστούν – και ευτυχώς.

Αυτή είναι μια ιστορία για ένα ραπ συγκρότημα, για τα όνειρα που παίρνουν εκδίκηση, για τα παιδιά που έσωσε η μουσική.

Ήταν οι μέρες που βρισκόταν σε ήπια πτήση, βάδιζε λίγα εκατοστά πάνω από το έδαφος, τον διαπερνούσαν σαν ρεύμα οι εικόνες στον δρόμο. Ένιωθε λες και δεν είχε δέρμα. Οι ρίμες αιωρούνταν, έμοιαζαν με κομμένα καλώδια σε στύλο της ΔΕΗ, πετούσαν σπίθες. Κι αυτός περίμενε ώσπου δεν άντεχε άλλο, ώσπου ό,τι έβραζε εντός του τίναζε επιτέλους το καπάκι. Μόνο τότε άνοιγε το μπλοκάκι του. Οι λέξεις γλιστρούσαν κι ο Κωστής σέρφαρε στον ρυθμό τους. Ο πρώτος στίχος ήταν πάντα η σανίδα του, τον οδηγούσε. Όλα του άρεσαν κι ύστερα όλα του βρομούσαν, έγραφε, έσβηνε, ξαναγυρνούσε στα σβησμένα, τη δεύτερη φορά πιο σίγουρος ότι ήταν για πέταμα. Απόσπασμα από το βιβλίο

17.70

Ελληνική λογοτεχνία

In God we trust

Μαρία Μανωλέλη

Με λες φτωχοδιάβολο, weirdo, τσουλίτσα, φουκαρά, καμένο χαρτί. Καταναλώνω τσάμπα οξυγόνο μού είπες, ενώ ήμουν ξαπλωμένος μπρούμυτα και μου περνούσες χειροπέδες. Αναρωτιέσαι κι εσύ σε τι χρησιμεύω. Θες να σου πω; Σε κάνω να νιώθεις καλύτερα για τον εαυτό σου. Έχω ρίξει τον πήχη τόσο χαμηλά που με προσπερνάς και νιώθεις σένιος. Τα έχεις καταφέρει. Δεν είσαι εγώ, δεν σε πετάνε έξω από τα μπαρ, δεν είσαι κλεφτρόνι να σε συλλαμβάνουν μέρα μεσημέρι καταμεσής του δρόμου, εσύ κλέβεις αλλιώς. Όμως, σου παρέχω θέαμα, παραδέξου το. Σε έχω δει τόσες φορές να με κοιτάς με αηδία και οργή. Σε έχω δει κι εσένα που με κοιτάς με συμπόνια λέγοντας Oh my God και αηδίες. Λες και με νοιάζει. Είκοσι ζωές στη γη της αφθονίας. Είκοσι αντιήρωες, που το αμερικανικό όνειρο άφησε έξω από τις φτερούγες του, και ξεστρατισμένοι πορεύονται με δεκανίκια και τρύπιες ασπίδες. Τους μισείς θανάσιμα ή τους αγαπάς πολύ. Λες και τους νοιάζει.

12.90

Ελληνική λογοτεχνία

Θηρία ανήμερα

Χαριτίνη Ξύδη

«Ο λόγος για τον οποίο έγινα συγγραφέας είναι τα ψηλά τακούνια που πάντοτε φορώ, και την ισορροπία πάνω τους καθώς και τη μύηση στην «ιδέα» τους μου τη δίδαξε η θεία μου η Σοφία, μία από τις μεγαλύτερες αδελφές της μητέρας μου. Το βράδυ που γλίστρησα εξαιτίας τους, πατώντας ένα γαρύφαλλο σε σκυλάδικο της Λάρισας, και γκρεμίστηκα από τα ανεμοδαρμένα τους ύψη έπαθα διάστρεμμα και έτσι αναγκάστηκα να παραμείνω ολόκληρο εικοσάλεπτο οκλαδόν στο δάπεδο της πίστας, ανάμεσα σε ζαλισμένους πότες, σπασμένα πιάτα και λιμνούλες από χυμένες σαμπάνιες. Στο διάστημα που μεσολάβησε, μέχρι να σηκωθώ, κατάλαβα πως η ζωή, από την αρχή ως το φινάλε, είναι ένας ανυποχώρητος αγώνας σε ρινγκ. Μπες βγες, από μικρή, σε αυτά που οι άλλοι λένε κωλάδικα και εγώ λιμάνια, τον διακαή μου πόθο τον έφτιαξα και τον υπηρέτησα. Πενθώ εκείνους οι οποίοι καταδέχονται να ηττηθούν από τη μετριότητα και από ολοένα μικρότερα πράγματα.»

12.72

Ελληνική λογοτεχνία

Η φωνή στα χέρια της

Ντορίνα Παπαλιού

Για κείνον, είναι ένα βιολί. Για κείνη, μια φιάλη οξυγόνου στον βυθό της θάλασσας. Για κείνον, είναι ένα παιχνίδι που μπορεί να σ’ το προσφέρει ή να το πάρει πίσω. Για κείνη, ένα απασφαλισμένο περίστροφο με μια σφαίρα στη θαλάμη. Για κείνον, είναι ένα Francesco Rugeri του 1669, από την Κρεμόνα. Για κείνη, η φωνή της».

Στον σκληρά ανταγωνιστικό χώρο της διεθνούς σκηνής της κλασικής μουσικής, μια ανερχόμενη Ελληνίδα σολίστ του βιολιού αμφισβητεί τους κανόνες της αγοράς, παλεύει με τα όριά της, έρχεται αντιμέτωπη με ανοιχτές πληγές και αναπάντητα ερωτήματα. Όταν στην πιο κρίσιμη καμπή της καριέρας της λαμβάνει ένα αινιγματικό μήνυμα που ανατρέπει τις βεβαιότητές της, η εμμονική σύνδεσή της με ένα βιολί ιδιαίτερης αξίας θα έχει απρόβλεπτες και αναπάντεχες συνέπειες.

Ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα για την αξεδιάλυτη σχέση μουσικής και ζωής, το τίμημα της καλλιτεχνικής ανέλιξης και τους κινδύνους που ενέχει η άνευ όρων αφοσίωση στην τέχνη. Μια ιστορία που διερευνά το σαγηνευτικό και ενίοτε σκοτεινό σύμπαν της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

17.70

Ελληνική λογοτεχνία

Μέντιουμ

Γιώργος Συμπάρδης

Μια νέα γυναίκα από τη Βοιωτία έρχεται στην Αθήνα στο μέσο του καλοκαιριού, όταν οι περισσότεροι κάτοικοί της την εγκαταλείπουν. Θα περάσει μερικές μέρες σε μια λαϊκή συνοικία, στο σπίτι της μικρότερης αδελφής της, που περιμένει παιδί, και θα ερωτευτεί ένα νεαρό φοιτητή της ιατρικής. Ανάμεσα στους φίλους του θα γνωρίσει μια γυναίκα μέντιουμ. Το Μέντιουμ του τίτλου όμως είναι αυτή η ίδια. Η δύναμη που πιστεύει ότι έχει θα τη βοηθήσει, άραγε, να αντιμετωπίσει τα εμπόδια που θα βρει μπροστά της;

12.20

Ελληνική λογοτεχνία

Υπόσχεση γάμου

Γιώργος Συμπάρδης

ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ 2012 (Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη)
ΚΡΑΤΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ 2012
ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑΣ ΤΟΥ ΠΕΡ. ΚΛΕΨΥΔΡΑ 2012

Ένας σαρανταδυάχρονος άντρας και τέσσερις γυναίκες στην ίδια περίπου με εκείνον ηλικία: Ο Ζαχαρίας που πολύ αγαπάει τις γυναίκες και αναζητάει την κατάλληλη για να παντρευτεί και γύρω του η Αλέκα, η Όλγα, η Βιβή και η Ματίνα. Με τις δύο απ’ αυτές φλερτάρει, με την τρίτη συνδέεται, με την τέταρτη έχει αρραβωνιαστεί τρεις φορές.

Σε δεύτερο πλάνο ο μικρόκοσμός τους: Οι σύζυγοι και τα παιδιά της Αλέκας και της Όλγας, δυο γέροι άντρες που γραπώνονται από τον νεότερο Ζαχαρία κι η οικογένεια κι οι παράλληλοι έρωτες της Βιβής.

Τόπος η Αθήνα και οι νότιες συνοικίες της. Πετράλωνα, Ταύρος, Καλλιθέα, Μοσχάτο, Φάληρο.

Χρόνος το σήμερα και έξι μήνες από τη ζωή και τα ασήμαντα και σημαντικά πάθη καθημερινών ανθρώπων.

Ένας «τέλειος» γάμος, ένας δεύτερος σε διάλυση, ένας άλλος σε διαρκή εκκρεμότητα και ταυτόχρονα μια από ψυχής υπόσχεση γάμου.

17.62

Ελληνική λογοτεχνία

Αδέλφια

Γιώργος Συμπάρδης

ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ 2019 ΤΟΥ ΠΕΡ. «Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ»

Έκλεισα την πόρτα και περίμενα. Ούτε ένα λεπτό. Ύστερα η πόρτα άνοιξε κι εκείνος ρίχτηκε με τις γροθιές του καταπάνω μου. Με τη σάρκα μου που κόλλησε στη δική του και με τα πόδια μου που μπλέχτηκαν αξεδιάλυτα με τα πόδια του αντιμετώπισα τη λύσσα του, με σφιχτό ολόκορμο εναγκαλισμό για να μη βρίσκει μέρος ελεύθερο να χτυπήσει. Κάποια στιγμή δεν μπόρεσα άλλο να κρατηθώ, παραδόθηκα. Με έβαλε κάτω, το κεφάλι μου άκουσα, το κεφάλι μου που δονήθηκε και αντήχησε μέσα στο κεφάλι μου από την πρόσκρουση των οστών στο μωσαϊκό. Δεν θα πρέπει να κατάλαβε τι μου συνέβη, χτυπούσε αλύπητα στο στήθος, στο στομάχι, στα πλευρά κι απέδιδε την έλλειψη αντίστασης στην υπεροχή του· του δυνατού, του μεγάλου και προσβεβλημένου αδελφού. Κι εγώ δεν πονούσα ιδιαίτερα, σαν ένα κομμάτι ζυμάρι που εκείνος ζύμωνε και μετάπλαθε με τις γροθιές του ήμουν, μέσα στη σκοτοδίνη για ώρα πολλή· μέχρι που κουράστηκε ή το βαρέθηκε και σταμάτησε.

Τέλη της δεκαετίας του ’50 και αρχές του ’60, εποχή κατά την οποία θεμελιώνεται η μεταπολεμική Ελλάδα, μεγαλώνουν ο αφηγητής και ο κατά τρία χρόνια μεγαλύτερος αδελφός του Θανάσης. Αυτή είναι η ιστορία τους: η ολωσδιόλου διαφορετική πορεία τους προς την ενηλικίωση και οι συνέπειές της αργότερα, ο ισχυρός δεσμός αίματος που τους ενώνει, αλλά και η αντιπαλότητα και ο ακήρυκτος πόλεμος ανάμεσά τους.

Εποχή αυτιών εκπαιδευμένων και έτοιμων να υπομείνουν τις φανερές και τις συγκαλυμμένες εντολές, να αναγνωρίσουν την επίσημη φωνή της εξουσίας, τη στιβαρή των ειδήσεων που εντυπώνεται και μένει χαραγμένη στη μνήμη για περισσότερο χρόνο από όσο καθαυτά τα γεγονότα, αυτιών που μαλακώνουν τα βράδια από τις φωνές των ερωτευμένων γυναικών που δεν ξέρουν τι τους φταίει κι είναι έτοιμες να δραπετεύσουν από το ίδιο τους το σώμα, φωνές ηθοποιών αλλά και κάνα δυο εκφωνητριών, σκούρες, ευγενικές, τόσο θηλυκές και όμορφες όσο και της μητέρας μου, σχεδόν.

Εποχή αυτιών ικανών να συλλάβουν τον ελάχιστο ψίθυρο τον σχετικό με τα καταχωνιασμένα μυστικά της διπλανής οικογένειας, τον σχετικό με την ανομολόγητη ασθένεια κάποιου μέλους της η οποία θεωρείται ντροπή και αποκρύπτεται μέχρι την τελευταία στιγμή.

15.50

Ελληνική λογοτεχνία

Μεγάλες γυναίκες

Γιώργος Συμπάρδης

Η Σοφία Ματρόζου ζει στην πλατεία Βικτωρίας αλλά κάθε Κυριακή εκκλησιάζεται στον Άγιο Παύλο, στο Ρουφ. Ο κύκλος των πιστών και οπαδών του ιερέα από τη μια μεριά και από την άλλη ο κατά πολύ νεότερός της Σταύρος και η παρέα των ύποπτων φίλων του που διαμένουν στο ισόγειο της πολυκατοικίας της στη Βικτώρια.

Η ομοιότητα του νεαρού Σταύρου με τον ιερέα, ο ρόλος μίας άλλης γυναίκας, της σκοτεινής Ιουλίας Προμπονά, και ο διχασμός της Σοφίας που μπορεί να αγαπάει μέχρι τέλους, ακόμα κι όταν οδεύει προς την έξοδο.

9.86

Ελληνική λογοτεχνία

Πλατεία Κλαυθμώνος

Γιώργος Συμπάρδης

Ο πρώτος χρόνος της δικτατορίας των Συνταγματαρχών μέσα από τα μάτια ενός δεκαεννιάχρονου φοιτητή της Νομικής.Η σύλληψή του στο κηπάριο της πλατείας Κλαυθμώνος και η περιπλάνησή του στον κόσμο των ομοφυλοφίλων της εποχής.

Η αναδρομή στο παρελθόν της ενηλικίωσης του νεαρού αφηγητή και ταυτόχρονα μία κατάδυση στον θολό βυθό του οικογενειακού του περιβάλλοντος:Η μητέρα, ο πατέρας και ο τρίτος άνθρωπος που μπαινόβγαινε παλιά στο σπίτι.

Ούτως ή άλλως μοιάζω στον πατέρα μου. Κανείς άλλος δεν το πιστεύει, ούτε και η Αλίκη, το λέω και το πιστεύω εγώ και κάνει το ίδιο. Στις φωτογραφίες των νεανικών του χρόνων αναγνωρίζω τον εαυτό μου σήμερα, στις κινήσεις των χεριών μου τις κινήσεις του. Η πιο περίεργη ομοιότητα, τίποτα το σπουδαίο, παράπλευρη ομοιότητα πες, ο γραφικός μας χαρακτήρας, που ανακάλυψα ότι είναι ολόιδιος όταν βρήκα κάτι γράμματά του σταλμένα στη μάνα μου, όσο εγώ ήμουνα μικρός και ενόσω εκείνος ταξίδευε με τα φορτηγά και τα γκαζάδικα
Απόσπασμα από το βιβλίο

15.50

Νάντια Ελ-Φασί

Μία μαγευτική ιστορία με γενναία δόση spice!

Η Ντίνα Γουίτλοκ είναι ζαχαροπλάστισσα-μάγισσα. Έχει δικό της καφέ στο Λονδίνο, όπου σερβίρει στους πιστούς πελάτες της γλυκά πασπαλισμένα με μπόλικη δόση μαγείας. Ωστόσο μόνο λίγοι, εκλεκτοί φίλοι γνωρίζουν ότι έχει μαγικές δυνάμεις ή πως μια κατάρα σκιάζει την ερωτική της ζωή. Πώς να ερωτευτείς όταν είναι βέβαια ότι το ταίρι σου θα το βρουν κάμποσες συμφορές;

Ο Σκοτ Μέισον έχει επιστρέψει πλέον στο Λονδίνο μετά τα ταξίδια του στον κόσμο. Έλειπε δυο χρόνια έπειτα από έναν δυσάρεστο χωρισμό και συνειδητοποιεί πια πόσα πράγματα έχασε όλο αυτό το διάστημα. Στον γάμο του καλύτερού του φίλου, λοιπόν, είναι αποφασισμένος να γίνει ο τέλειος κουμπάρος. Δεν περιμένει όμως να μαγευτεί από την παράνυφο, που είναι αφενός η ιδιοκτήτρια του καινούργιου, αγαπημένου του καφέ, αφετέρου –κάτι που αποτελεί ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη– μάγισσα.

Ύστερα από ένα Σαββατοκύριακο στην εξοχή, με βόλτες σε αλλόκοτους κήπους-λαβυρίνθους, χειρομαντείες υπό των φως των κεριών κι ένα μεταμεσονύκτιο τελετουργικό για το Χάλογουιν, η χημεία μεταξύ του Σκοτ και της Ντίνα είναι αδιαμφισβήτητη.

Θα μπορέσει η Ντίνα να αναστρέψει την κατάρα προτού ραγίσει την καρδιά και των δύο;

17.70

Ξένη λογοτεχνία

Επιστροφή στη Βαβυλώνα

Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ

Ένας Αμερικανός στο Παρίσι: ο Τσαρλς Γουέιλς έχει πιει στο ποτήρι τη μυθική ξέφρενη ζωή της «χρυσής» δεκαετίας του 1920 στο Παρίσι και τώρα, μερικά χρόνια αργότερα, επιστρέφει για να κάνει τον απολογισμό του και, κυρίως, για να διεκδικήσει την κηδεμονία της εννιάχρονης κόρης του. Το εξοχότερο ίσως διήγημα του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ με τα έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία είναι μια σύντομη ιστορία για την απληστία, τις ενοχές, την εμπιστοσύνη, τη συγχώρεση και τη λύτρωση, που μέσα σε λίγες σελίδες κατορθώνει να βυθίσει τους αναγνώστες στην ατέλειωτη περιπέτεια της ζωής.

4.99

Χούλιο Κορτάσαρ

«Οι φάμα, για να συντηρήσουν τις αναμνήσεις τους, προβαίνουν στο βαλσάμωμά τους με τον ακόλουθο τρόπο: αφού εντοπίσουν την ανάμνηση με όλες της τις λεπτομέρειες, την τυλίγουν από την κορφή ώς τα νύχια μ’ ένα μαύρο σεντόνι και την ακουμπάνε στον τοίχο του σαλονιού, μ’ ένα καρτελάκι που λέει: ‘‘Εκδρομή στο Κίλνες’’ ή: ‘‘Φρανκ Σινάτρα’’.

Οι κρονόπιο, αντίθετα, αυτά τα χλιαρά και ακατάστατα όντα, αφήνουν τις αναμνήσεις σκόρπιες στο σπίτι, ανάμεσα σε χαρού-μενες κραυγές, κι όταν βλέπουν καμιά ανάμνηση να τρέχει, τη χαϊδεύουν απαλά και της λένε: ‘‘Κοίτα μη χτυπήσεις’’, αλλά και: ‘‘Προσοχή στα σκαλοπάτια’’. Γι’ αυτό και τα σπίτια των φάμα είναι τακτοποιημένα και σιωπηλά, ενώ σ’ αυτά των κρονόπιο επικρατεί χαλασμός και πόρτες που βροντάνε. Οι γείτονες είναι όλο παρά-πονα για τους κρονόπιο, ενώ οι φάμα κουνάνε το κεφάλι όλο κατανόηση και πηγαίνουν να διαπιστώσουν αν οι ετικέτες είναι πάντα στη θέση τους.»

«Όταν έδωσα στους πιο στενούς μου φίλους να διαβάσουν αυτές τις ιστορίες, η άμεση αντίδρασή τους ήταν μάλλον αρνητική. Μου είπαν: ‘‘Μα πώς μπορείς να χάνεις τον καιρό σου γράφοντας τέτοια πράγματα; Εσύ παίζεις! Γιατί χάνεις έτσι τον καιρό σου;’’. Αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να το σκεφτώ και να πειστώ —παραμένω πεπεισμένος— πως δεν έχανα τον καιρό μου, αλλά απλώς αναζητούσα —και καμιά φορά έβρισκα— έναν άλλο τρόπο προσέγγισης και αντίληψης της πραγματικότητας. Συνέχισα να γράφω εκείνες τις ιστοριούλες που μαζεύτηκαν, μαζεύτηκαν, και τελικά έγιναν ολόκληρο βιβλίο. Το βιβλίο εκδόθηκε, και η χαρά μου ήταν απέραντη όταν διαπίστωσα ότι στη Λατινική Αμερική υπήρχαν πολλοί, πάρα πολλοί αναγνώστες που επίσης ήξεραν να παίζουν.»
Χούλιο Κορτάσαρ

 

 

15.90

Ξένη λογοτεχνία

Μπαουμγκάρτνερ

Πολ Όστερ

Η ζωή του Σάι Μπαουμγκάρτνερ έχει καθοριστεί από τη βαθιά, διαρκή αγάπη του για τη γυναίκα του, την Άννα, που σκοτώθηκε σε ένα ατύχημα στη θάλασσα πριν από εννιά χρόνια. Τώρα, στα εβδομήντα ένα του, ο Μπαουμγκάρτνερ συνεχίζει να παλεύει για να ζήσει χωρίς εκείνη. Το μυθιστόρημα ξετυλίγεται μέσα από τις μνήμες και τις ιστορίες που αναδύονται, πηγαίνοντάς μας πίσω στο 1968, όταν γνωρίστηκαν ο Σάι και η Άννα, άφραγκοι φοιτητές στη Νέα Υόρκη, και στην παθιασμένη τους σχέση, διάρκειας σαράντα ετών, ενώ στη συνέχεια επιστρέφουμε στα νεανικά χρόνια του Μπαουμγκάρτνερ στο Νιούαρκ και στον πολωνικής καταγωγής πατέρα του, ιδιοκτήτη ενός καταστήματος ρούχων και αποτυχημένο επαναστάτη.

Γεμάτο συμπόνια και οξυδέρκεια, με τη διεισδυτική ματιά του Paul Auster, που ξέρει να εντοπίζει την ομορφιά στις πιο εφήμερες και μικρές στιγμές της καθημερινής ζωής, το μυθιστόρημα θέτει το εξής ερώτημα: Γιατί θυμόμαστε για πάντα κάποια πράγματα ενώ άλλα τα ξεχνάμε; Σε ένα από τα πιο λαμπρά έργα του ο Paul Auster απαθανατίζει ολόκληρες ζωές.

17.70

Ξένη λογοτεχνία

Η μεγάλη πυρά

Λεονόρ ντε Ρεκοντό

1699. Βενετία.

Η Ιλάρια Τατζανότε γεννιέται σε μια οικογένεια εμπόρων υφασμάτων. Η πόλη έχει χάσει την πολιτική της δύναμη, αλλά διατηρεί τα μεγαλοπρεπή παλάτια της, τα πολυάριθμα θέατρα, το μαγικό καρναβάλι. Είναι η χρυσή εποχή της τέχνης και της μουσικής, και ιδιαίτερα του βιολιού.

Σε ηλικία λίγων εβδομάδων, με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής, η μητέρα της την αφήνει σ’ ένα ίδρυμα διάσημο για τη μουσική του διδασκαλία και τις θεϊκές του συναυλίες. Εκεί η Ιλάρια μαθαίνει βιολί και γίνεται αντιγραφέας του μαέστρου Αντόνιο Βιβάλντι, ενώ παράλληλα ανακαλύπτει τη δύναμη της φιλίας. Στη μικρή αυτή καλλιτεχνική φυλακή τη βρίσκει πρώτη φορά ο έρωτας στα δεκαπέντε της χρόνια, γκρεμίζοντας τα τείχη που μέχρι τότε την προστάτευαν αλλά και την έκρυβαν απ’ τον κόσμο.

Μια παθιασμένη ιστορία για την αναζήτηση της αγάπης σε κάθε μορφή και τα μεγαλειώδη συναισθήματα που προκαλεί η μουσική, με φόντο μια μυθική μπαρόκ Βενετία.

15.50

Ελληνική λογοτεχνία

Η μόνη κληρονομιά

Γιώργος Ιωάννου

Τα κείμενα της Μόνης κληρονομιάς αποκλίνουν πιο πολύ προς το διήγημα παρά προς το «πεζογράφημα», όπως το εννοεί και το γράφει ο Γιώργος Ιωάννου, που θεωρείται και ο εισηγητής του στη λογοτεχνία μας.

Τα διηγήματα της Μόνης κληρονομιάς, γραμμένα στην Αθήνα το 1972 και το 1973, αντανακλούν την περίοδο προσαρμογής του Θεσσαλονικιού συγγραφέα στη ζωή της πρωτεύουσας, στην οποία εγκαταστάθηκε μόνιμα από τα τέλη του 1971. Οι ιστορίες του Γιώργου Ιωάννου μπορεί να μιλούν για τα άφθονα βάσανα και τις λιγοστές χαρές της ζωής – της νεοελληνικής ζωής μάλιστα –, αλλά κατά βάθος προβάλλουν την πρωταρχικότητά της και τη βεβαιότητα ότι της αξίζει κάθε υπομονή, κάθε αγώνας και κάθε ελπίδα.

Τα δεκαεφτά κείμενα της Μόνης κληρονομιάς κυκλοφόρησαν στις αρχές του 1974 – δηλαδή τους τελευταίους μήνες της δικτατορίας –, γι’ αυτό υπάρχουν στο βιβλίο υπαινιγμοί για την πολιτική κατάσταση, καθώς και η εναντίωση στο καθεστώς της εποχής.

12.00