Βλέπετε 661–675 από 1089 αποτελέσματα

Λογοτεχνία

Γιτσχάκ Κάτσνελσον

Το «Άσμα του σφαγιασμένου εβραϊκού λαού» είναι το σημαντικότερο επικό ποίημα που γράφτηκε στην περίοδο της θανάτωσης των Εβραίων της Ευρώπης. Η σύνθεσή του ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1943. Χειρόγραφες μεταγραφές του διασώθηκαν μυθιστορηματικά, σε μπουκάλια θαμμένα στο πάρκο της πόλης Βιττέλ ή στο χερούλι μιας βαλίτσας. Λίγους μήνες αργότερα, στο Άουσβιτς, ο ποιητής, μαζί με τον μεγάλο του γιο Τσβι, θα ακολουθήσουν την τραγική μοίρα του λαού τους στα χρόνια του ναζισμού. Είχε προηγηθεί ο χαμός της συζύγου του Χάνα και των δύο μικρότερων γιών του, Μπένσιον και Γιόμελε.

Η ανείπωτη τραγωδία, οικογενειακή και συλλογική ταυτόχρονα, ερημώνει εσωτερικά τον ποιητή. Έχοντας πλήρη επίγνωση, προσπαθεί να αρθρώσει λόγο για όσα βιώνει και συγχρόνως νιώθει την υποχρέωση να σιωπήσει. Ο Κατσνέλσον εξεγείρεται. Πώς μπορεί ο Θεός να συνυπάρχει με την Τρεμπλίνκα; Όμως και μια ζωή δίχως Θεό μοιάζει αβίωτη. Το ρίγος που διαπερνά τον αναγνώστη του άσματος ενεργοποιείται όχι από την αισθητική, αλλά από την άμεση επαφή του με τη φρίκη.

12.15

Ξένη λογοτεχνία

Κάτι έχω να σας πω

Χανίφ Κιουρεϊσι

Το Κάτι έχω να σας πω παρακολουθεί την πορεία ενός επιτυχημένου ψυχαναλυτή που, στις αρχές του βιβλίου, συλλογίζεται τα χρόνια της ενηλικίωσής του στα προάστια του Λονδίνου, τη δεκαετία του 1970, τον πρώτο του έρωτα (σχέση που εξακολουθεί να τον στοιχειώνει) και μία βάναυση πράξη βίας από την οποία δεν μπόρεσε ποτέ να ξεφύγει. Το μυθιστόρημα καταγράφει με εξαιρετικό τρόπο την αίσθηση σεξουαλικής ελευθερίας και την ευφορία της κουλτούρας των ναρκωτικών εκείνης της δεκαετίας – όπως και τη βίαιη αντιπαράθεση ανάμεσα στις δυνάμεις της εργασίας και του κεφαλαίου. Τα γεγονότα εκείνης της περιόδου αποτελούν παραστατικό φόντο στα δραματικά γεγονότα που θα συμβούν τριάντα χρόνια αργότερα καθώς οι πρωταγωνιστές αντιμετωπίζουν τη φθορά της μέσης ηλικίας, με τα νεανικά τους τραύματα να μην έχουν επουλωθεί. Κάποιες στιγμές κωμικό, κάποιες άλλες επίπονα τρυφερό, το μυθιστόρημα ασχολείται με τις σχέσεις αντρών και γυναικών, γονέων και παιδιών. Με ακλόνητη επιδεξιότητα ο Κιουρέισι έχει δημιουργήσει μια αξιομνημόνευτη ομάδα αναγνωρίσιμων χαρακτήρων, που όλοι τους παλεύουν με τα όριά τους ως ανθρώπινα όντα, κυνηγημένοι από το παρελθόν, ώσπου βρίσκουν την εσωτερική δύναμη να συγχωρήσουν – τον εαυτό τους κυρίως.

21.20

Έντγκαρ Άλαν Πόε

Μια συναρπαστική ναυτική περιπέτεια που καταλήγει σ’ έναν κρυπτογραφικό γρίφο, ένα ταξίδι στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, μια τελετουργία διάβασης προς το ανόσιο: μεσ’ από φουρτουνιασμένες θάλασσες, ανταρσίες, ναυάγια, κανιβαλισμούς και ξωτικά νησιά με επικίνδυνους κατοίκους, ένας ιδιοφυής συγγραφέας οδηγεί τον αναγνώστη του σε μια κάθοδο στο ασυνείδητο, σε μια πάλη του λευκού με το μαύρο, ή και σε μια λαζαρική ανάσταση, αφού ο νεκρός ήρωας, που είναι ζωντανός, διεκδικεί από τον συγγραφέα την πατρότητα του έργου.

Το πρώτο πεζογράφημα του Edgar Allan Poe, το “σημαντικότερο έργο του” κατά τον Borges, που επηρέασε πλήθος γνωστών συγγραφέων.

18.00

Μάτση Χατζηλαζάρου

Σε περιβάλλω με μια μεγάλη αναμονή.
Σε περιέχω όπως τ’ αραχωβίτικο κιούπι το λάδι.
Σε ανασαίνω όπως ο θερμαστής του καραβιού ρουφάει
μες στα πλεμόνια του το δειλινό το μπάτη.
Σ’ αγρικώ με την ίδια διάθεση που ο Ερυθρίδερμος
κολλάει το αυτί του χάμω, για ν’ ακούσει
τον καλπασμό του αλόγου.

18.08

Ελληνική λογοτεχνία

Λόλα Καραμπόλα

Ερωφίλη Κόκκαλη

Δεν σου κρύβω ότι κατά βάθος όπως κάθε μάνα που μεγαλώνει αγόρι με… με το αυτό του… πώς να το πω… κατάλαβες, χάρηκα, χίλιες φορές να τον μαζεύω από τα γήπεδα παρά από τις μπιμπιμπό και τα πατίνια. Στάξε μου λίγο γάλα, μωρή. Μια σταγόνα. Φτάνω στα γηπεδάκια, ρωτάω, ξαναρωτάω, και εκεί που έχω ξελαρυγγιαστεί κι έχω λαχανιάσει, μπαμπάκι το στόμα μου, και δεν έχω πια ανάσα να φωνάξω κι έχει πιάσει και ψύχρα, σουρούπωνε. Φτάνει, μωρή, το γάλα. Εκεί είναι αλάνα, δεν είναι πλατεία να κόβει λίγο, τον εντοπίζω να βγαίνει σεινάμενος κουνάμενος από ένα περιβολάκι, ο Θεός να το κάνει. Ήθελα να ’ξερα, για ομορφιά το παράτησαν εκεί οι αχαΐρευτοι του δήμου; Κάτι πικροδάφνες σαν ανάποδο γαμώτο. Και τότε, τσουπ, ξοπίσω του βγαίνει και ο γιος της Αλβανίδας με κατεβασμένα παντελόνια, αυτός που δουλεύει στο σουβλατζίδικο του μπαρμπα-Μήτσου του Κρητικού, τον αναγνώρισα με την πρώτη».

Η Λόλα Καραμπόλα στέκεται μπροστά στον θαμπό καθρέφτη του μπάνιου, τυλιγμένη σε μια πετσέτα με τα αρχικά του Ε.Σ. Αρπάζει μια μπλούζα από τα άπλυτα και, καθώς τον καθαρίζει από την υγρασία, μέσα του βλέπει τα χρόνια του δημοτικού να περνάνε σαν σκηνές από ταινία. Πίσω από τις κλειστές πόρτες, στο δυομισάρι της προσφυγικής συνοικίας, αντιλαλούν τραγούδια και κατάρες. Έξω παραμονεύουν κραξίματα, αστυνομουνίες και καραμπόλες. Στον καθαρό καθρέφτη παρατηρεί ξανά το ξένο ρούχο, το σώμα της.

 

11.70

Ελληνική λογοτεχνία

Αταραξία

Δήμητρα Κολλιάκου

Με αφορµή τη Διεθνή Συνάντηση Λογοτεχνών, η Αριάν, Ελληνίδα συγγραφέας που ζει στο Παρίσι, θα ταξιδέψει σε µια απόµακρη επαρχία της Κίνας. Σε µια πόλη που δεν θα µάθει να προφέρει τ’ όνοµά της, ψάχνοντας να αγοράσει τσάι, θα βρεθεί µόνη µε τον ποιητή Γε-Τιαν. Με την επιστροφή της στο Παρίσι, λίγο πριν ξεσπάσει η πανδηµία, θα ξεκινήσουν µια αλληλογραφία που θα διαρκέσει λίγο και θα διακοπεί απότοµα.

Αντιµέτωπη µε τη νέα πραγµατικότητα –έναν σύντροφο που δεν αντέχει να περάσει και δεύτερο λοκντάουν στο Παρίσι, τη δουλειά της σ’ ένα λύκειο που παραµένει ανοιχτό και τις εβδοµαδιαίες συναντήσεις µε τον µόνο γιατρό που δεν φοράει µάσκα–, η Αριάν θα ξανακάνει το ταξίδι της στην Κίνα µε πυξίδα ό,τι διέσωσε η µνήµη κι ό,τι θα βρει ψάχνοντας από µόνη της. Ποια είναι η άλλη Ηµέρα των Νεκρών; Ποια είναι η ιστορία των δυο εραστών που τα ονόµατά τους δεν αναφέρθηκαν στην Κίνα ποτέ; Ο ποιητής της είναι δυνατόν να µην τους ξέρει;

Σε µια αφήγηση που γίνεται κυκλωτική,  Δύση και Κίνα αναδύονται µέσα από το προσηλωµένο βλέµµα ανθρώπων που αγωνίζονται να γεφυρώσουν το χάσµα ανάµεσα στον φόβο και στην αταραξία.

11.61

Ματιάς Ενάρ

Για τις ανάγκες της διδακτορικής του διατριβής σχετικά με το τι σημαίνει να ζεις στην ύπαιθρο τον 21ο αιώνα, ο φοιτητής Εθνολογίας Νταβίντ Μαζόν εγκαταλείπει το Παρίσι και μετακομίζει σε ένα λιτό χωριό της γαλλικής επαρχίας. Εγκατεστημένος στο αγρόκτημα της Ματίλντ και του Γκαρύ, και γρήγορα εξοπλισμένος με ένα μηχανάκι, χρήσιμο για τη διεξαγωγή των ερευνών του, ο νεοφερμένος αρχίζει να κρατά ημερολόγιο, καταγράφοντας μικρά γεγονότα και τοπικά έθιμα, αποφασισμένος να ορίσει και να αποτυπώσει την πεμπτουσία της αγροτικής ζωής. Για να βυθιστεί καλύτερα στο πνεύμα του τόπου, ο Νταβίντ γίνεται συχνός επισκέπτης του Καφέ των Ψαράδων και του πληθωρικού δημάρχου Μαρσιάλ, ο οποίος ως ο ιδιοκτήτης του τοπικού γραφείου κηδειών είναι ο αμφιτρύωνας του ετήσιου Συμποσίου της Συντεχνίας των Νεκροθαφτών, μιας γιγαντιαίας τριήμερης γιορτής κατά τη διάρκεια της οποίας ο Θάνατος δίνει μια ανάπαυλα ώστε οι νεκροθάφτες —και οι αναγνώστες— να διασκεδάσουν χωρίς ενδοιασμούς.

Σε μια μυθική αφθονία φαγητού, σπονδών και λέξεων, σε ένα αδιάκοπο μπρος πίσω μεταξύ του παρόντος και του παρελθόντος, ακολουθώντας τις ιδιοτροπίες του Τροχού του Χρόνου στον οποίο ο Θάνατος ανασταίνει τις ψυχές που αιχμαλωτίζει, ο συγγραφέας της Πυξίδας (Βραβείο Goncourt 2015) αποκαλύπτει τον λαϊκό πολιτισμό σε όλο το βάθος του, επιστρατεύοντας τη μυθολογία, τη λογοτεχνία, την πολιτική και την επιστήμη για να ζωογονήσουν με τους χυμούς τους μια αφήγηση γεμάτη οίστρο, ιλαρότητα και χιούμορ.

22.50

Ξένη λογοτεχνία

Ο Στόουνερ

Τζον Έντουαρντ Ουίλιαμς

Το μυθιστόρημα περιγράφει τη ζωή και τη σταδιοδρομία του Στόουνερ, ενός βαηθού καθηγητή της Αγγλικής Φιλολογίας: τη διδασκαλία του, τις σχέσεις του στο Πανεπιστήμιο, τις φιλίες του, την αποτυχία του γάμου του αλλά και τον έρωτά του για μια νεαρή καθηγήτρια, σχέση που θα εμπλακεί αναπόφευκτα στις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς της πανεπιστημιακής ζωής.

“Το σημαντικότερο στοιχείο του μυθιστορήματος, γράφει ο συγγραφέας, είναι η συνείδηση του έργου, του επαγγέλματος που έχει ο Στόουνερ… Η αγάπη για κάτι είναι αυτό που μετράει”.

15.00

Ξένη λογοτεχνία

Το γλυκό πεπρωμένο

Ράσελ Μπανκς

Μια μικρή κωμόπολη αποδιοργανώνεται ψυχικά από ένα τραγικό δυστύχημα με το σχολικό λεωφορείο. Ένας δικηγόρος επισκέπτεται τους γονείς των θυμάτων προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί την κατάσταση και μια νεαρή κοπέλα οδηγεί τους πάντες στον δρόμο της θεραπείας.

Στο Γλυκό Πεπρωμένο ο Ράσελ Μπανκς χρησιμοποιεί τέσσερις διαφορετικούς αφηγητές, για να πλέξει το ηθικό δίλημμα μιας μικρής κοινωνίας. Ένα δίλημμα που φέρνει στο φως ένα από τα βασανιστικότερα ερωτήματα της ζωής: όταν το χειρότερο συμβεί, σε ποιον ρίχνεις το φταίξιμο και πώς θεραπεύεσαι από την οργή;

O Russell Banks γεννήθηκε το 1940 στη Μασαχουσέτη και μεγάλωσε φτωχικά. Παρότι κέρδισε μια πανεπιστημιακή υποτροφία, παράτησε τις σπουδές του την έκτη εβδομάδα για να ταξιδέψει νότια, με σκοπό να καταταγεί στους αντάρτες που μάχονταν να ελευθερώσουν την Κούβα, υπό τον Φιντέλ Κάστρο. Κατέληξε όμως υπάλληλος σε πολυκατάστημα στη Φλόριντα, παντρεύτηκε και απέκτησε μια κόρη.
Ο Banks ζει σήμερα στο Keene, στα βόρεια της Νέας Υόρκης, αλλά περνά τους χειμώνες του στο Μαϊάμι. Έχει διδάξει δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον και διετέλεσε πρόεδρος του Διεθνούς Κοινοβουλίου των Συγγραφέων. Είναι παντρεμένος με την ποιήτρια Chase Twichell, την τέταρτη σύζυγό του. Έχει τέσσερις κόρες από προηγούμενους γάμους.

Τα βιβλία του ΡΑΣΕΛ ΜΠΑΝΚΣ έχουν μεταφραστεί σε είκοσι γλώσσες, τιμήθηκαν με πληθώρα διεθνών βραβείων και ξεχωρίζουν για την ευαίσθητη και ακριβή ψυχολογική ανάλυση των χαρακτήρων των ηρώων τους, ενώ πολλά από αυτά αντανακλούν την καταγωγή του από την εργατική τάξη. Το θέμα που κυριαρχεί στα βιβλία του είναι το πώς οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τις τραγωδίες αλλά και τις αναποδιές της καθημερινότητας, εκφράζουν τη λύπη και την οργή τους, αλλά και επιδεικνύουν αντοχή και ανθεκτικότητα.

Ο Μπανκς τιμήθηκε το 1985 με το βραβείο μυθιστορήματος John Dos Passos και εξελέγη μέλος της Αμερικάνικης Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών το 1996. Τα έργα του Continental drift και Cloudsplitter ήταν φιναλίστ για το Βραβείο Pulitzer για τη Λογοτεχνία το 1986 και το 1999 αντίστοιχα. Τα μυθιστορήματά του Το Γλυκό Πεπρωμένο, του 1991, και Affliction, του 1989, μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο, το 1997 και το 1998, από τους σκηνοθέτες Ατόμ Εγκογιάν και Πολ Σρέιντερ αντίστοιχα. Ο ίδιος εμφανίζεται στην ταινία του Εγκογιάν ενσαρκώνοντας τον δόκτορα Ρόμπσον.

9.79

Άννα Αχμάτοβα, Ζιναΐδα Γκίππιους, Μαρίνα Τσβετάγιεβα, Μίρρα Λόχβιτσκαγια, Σοφία Παρνόκ

Το όνομά μου είναι… Μίρρα, Ζιναΐδα, Σοφία, Άννα, Μαρίνα… Πέντε ονόματα, πέντε σημαντικών Ρωσίδων ποιητριών του Αργυρού αιώνα, που βρίσκουν τη θέση τους στα νεοελληνικά γράμματα, χάρη σε μια νέα μεταφραστική προσέγγιση.

 

Η Ντιάνα Καλαϊτζίδη μας συστήνει (ή και μας επανασυστήνει) κάποιες σημαίνουσες ποιήτριες της ρωσικής λογοτεχνίας που άφησαν ένα ιδιότυπο στίγμα σε ένα ομιχλώδες λογοτεχνικό τοπίο της εποχής, στην οποία έζησαν και έγραψαν.

 

Επιλέγει, με δέος και με πάθος, να μεταφράσει πέντε εξέχουσες ποιητικές γυναικείες προσωπικότητες, που μέσα από τα λόγια τους δεν αποκαλύπτεται μόνο η σκέψη τους, αλλά σκιαγραφείται και ο χαρακτήρας τους. Μας μεταφέρει στη Ρωσία, σε έναν υπέροχο λογοτεχνικό τόπο, και με το γυναικείο της ένστικτο μάς γνωρίζει πέντε ποιήτριες που κάτι θέλουν να μας πουν για την εποχή τους.

13.50

Ποίηση

Τα κύματα

Βιρτζίνια Γουλφ

[…] Tα μάτια μου είναι άγρια· τα χείλη μου σφιχτά. Το πουλί πετάει· το λουλούδι χορεύει· αλλά εγώ ακούω πάντα τον υπόκωφο ήχο των κυμάτων· και το αλυσοδεμένο τέρας ποδοπατάει στην παραλία. Ποδοπατάει, πάλι και πάλι. […]

 

[…] Είμαστε καταδικασμένοι, όλοι μας. Γυναίκες περνούν με σακούλες με ψώνια. Άνθρωποι συνεχίζουν να περνάνε. Όμως δε θα με καταστρέψεις. Γι’ αυτήν τη στιγμή, αυτήν τη στιγμή μόνο, είμαστε μαζί. Σε πιέζω πάνω μου. Έλα πόνε, φάε με. Βύθισε τους κυνόδοντές σου στη σάρκα μου. Κάνε με κομμάτια. Σπαράζω, σπαράζω. […]

 

[…] Τα δέντρα κυματίζουν, τα σύννεφα περνούν. Πλησιάζει η ώρα που όλοι αυτοί οι μονόλογοι θα μοιραστούν. Δε θα βγάζουμε πάντα ήχους σαν τον απόηχο μιας καμπάνας, καθώς η μια αίσθηση διαδέχεται την άλλη. Παιδιά, οι ζωές μας υπήρξαν καμπάνες που χτυπάνε· διαμαρτυρίες και κομπασμό· κραυγές απόγνωσης· χτυπήματα στον σβέρκο στους κήπους. […]
15.30

Νίκος Μπελάνε

[…] Διασταυρώθηκαν τα ξίφη

των μαχητικών καυσαερίων

στον ουρανό της νότιας επαρχίας

πάνω ακριβώς από τον

άγνωστο ταριχευμένο στρατιώτη

και τον εύθραυστο δρομέα που

μόνιμα ακίνητος κόβει το νήμα

της ιλιγγιώδους ζωής μας. […]

9.00

Ποίηση

Δέρμα νερού

Μένιος Καραγιάννης

[…] δέρμα νερού
στο χρώμα του χρυσού
εφάπτομαι
βήμα ανάλαφρο στην κόψη του
ξυραφιού
σκοντάφτω να μη βλάψω
ανάβω ένα κερί γυρίζω μια σελίδα
αφουγκράζομαι: στοργικές φυλλωσιές
ζώο ρουθουνίζει ζώο
ο χορός της φλόγας […]

9.00

Ελένη Ποζιού

Συνήθως μόνοι βαδίζουμε.

Κάνοντας ανόητους διασκελισμούς,

κροταλίζουμε τα πέλματα στο πεζοδρόμιο.

Ενίοτε συμβαδίζουμε με άλλους,

στις διχάλες χωριζόμαστε

ή σιωπηρά

αποστρέφουμε τις πλάτες

και συνεχίζουμε.

9.00

Ελληνική λογοτεχνία

Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο

Άλκη Ζέη

Μνήμη και πολλή αγάπη χρειάστηκε για να γράψω την ιστορία της ζωής μου. Στο μυθιστόρημα μπορείς να λες ό,τι φαντάζεσαι, να κινείς τους ήρωές σου όπως θέλεις, να τους βάζεις να λένε ό,τι σκέφτεσαι εσύ. Όταν όμως τα πρόσωπα είναι αληθινά, δεν γίνεται ούτε τοσοδά να λαθέψεις, μια και κανείς τους δεν μπορεί πια να σε επιβεβαιώσει ή να σε διαψεύσει. Ευτυχώς που υπάρχει η αδελφή μου και η μνήμη της είναι αλάνθαστη και η ζωή της μπλέκεται με τη δική μου. Μόλις διάβασε αυτά που έγραψα μου είπε: «Έτσι ζήσαμε, έτσι ήταν αυτοί που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε». «Τώρα» της λέω, «που ξαναθυμήθηκες την ιστορία μας θα ‘θελες να είχαμε ζήσει μια άλλη ζωή;» «Με τίποτα» μου αποκρίθηκε αυθόρμητα. «Με τίποτα» συμπλήρωσα κι εγώ.

15.93