Βλέπετε 451–465 από 1115 αποτελέσματα

Λογοτεχνία

Ξένη λογοτεχνία

Πολύ αργά πια

Κλερ Κίγκαν

Μετά από μια αδιάφορη Παρασκευή στο γραφείο του στο Δουβλίνο, o Κάχαλ παίρνει το λεωφορείο για να γυρίσει σπίτι για το τριήμερο. Εκεί, ο νους του πάει σε μια γυναίκα, τη Σαμπίν, με την οποία θα μπορούσε να είχε περάσει τη ζωή του, αν της είχε φερθεί διαφορετικά. Όλο το βράδυ με μόνη συντροφιά την τηλεόραση, ένα μπουκάλι σαμπάνια και τις σκέψεις του, ο Κάχαλ έρχεται αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό – και μια αλήθεια που πονάει.

Στην καινούργια της νουβέλα, η Claire Keegan, μια από τις καλύτερες σύγχρονες συγγραφείς, αναρωτιέται αν η έλλειψη γενναιοδωρίας καταστρέφει τις σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών.

Μια θεσπέσια καινούργια νουβέλα από την αγαπημένη συγγραφέα των βιβλίων “Μικρά πράγματα σαν κι αυτά” και “Τα τρία φώτα”.

9.90

Ξένη λογοτεχνία

Αχ, Ουίλλιαμ!

Ελίζαμπεθ Στρουτ

H Λούσυ Μπάρτον είναι επιτυχημένη συγγραφέας. Ζει στη Νέα Υόρκη και προσπαθεί να βρει τα πατήματά της στο δεύτερο μισό της ζωής της, έχοντας χηρέψει πρόσφατα, ενώ οι δύο κόρες της είναι πια ενήλικες γυναίκες. Κάπως απροσδόκητα επανασυνδέεται με τον Ουίλλιαμ, τον πρώτο της σύζυγο, με τον οποίο έχουν μακρόχρονη ιστορία και διατηρούν, έστω και με διαλείμματα, μια σχέση φιλίας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Η Λούσυ δεν εκπλήσσεται όταν ο Ουίλλιαμ τής ζητά να τον συνοδεύσει για να ερευνήσει ένα οικογενειακό μυστικό. Στο δρόμο για το Μέην, οι πρώην εραστές αναπολούν το παρελθόν τους και κάνουν τον απολογισμό της κοινής ζωής τους, από το πανεπιστήμιο μέχρι τη ζωή με τους νέους συζύγους τους, συμπεριλαμβανομένης της γέννησης των κορών τους.

Η Ελίζαμπεθ Στράουτ απεικονίζει με την εξαίσια πένα της τους φόβους και τις αβεβαιότητες, τις απλές χαρές και τις τρυφερές χειρονομίες των χαρακτήρων της. Το Αχ, Ουίλλιαμ! σηματοδοτεί την επιστροφή της αγαπημένης της ηρωίδας, της Λούσυ Μπάρτον, σε έναν αριστοτεχνικό διαλογισμό πάνω στην οικογένεια.

Το Αχ, Ουίλλιαμ ! είναι ένα φωτεινό μυθιστόρημα γύρω από τα μυριάδες μυστήρια που υπάρχουν σε ένα γάμο· για τα οικογενειακά μυστικά που ανακαλύπτει κανείς σε μεγάλη ηλικία και που αλλάζουν όλα όσα νόμιζε πως ήξερε ακόμα και για τους πιο κοντινούς του ανθρώπους· για το πώς οι άνθρωποι συνεχίζουν πάντα να ζουν και να αγαπούν, ό,τι και να συμβαίνει. Στην καρδιά της αφήγησης, η αλησμόνητη, ακατάβλητη φωνή της Λούσυ Μπάρτον μας προσφέρει έναν βαθύ, διαχρονικό στοχασμό γύρω από το αίνιγμα της ύπαρξης. « Αλλά έτσι πάει η ζωή », λέει η Λούσυ. «Είναι τόσα και τόσα που δεν ξέρουμε ώσπου να είναι πια πολύ αργά ».

16.50

Ξένη λογοτεχνία

Αγριότοπος

Ρόμπερτ Πεν Γουόρεν

Το καλοκαίρι του 1863 ο νεαρός Εβραίος Άνταμ Ρόζεντσβαϊγκ αναχωρεί από ένα γκέτο της Βαυαρίας για την Αμερική, με σκοπό να πολεμήσει στο πλευρό των Βορείων κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Έχει κληρονομήσει τον επαναστατικό ιδεαλισμό του πατέρα του και ποθεί να αγωνιστεί για την ανθρώπινη ελευθερία.

Σταδιακά, όμως, ο Άνταμ έρχεται αντιμέτωπος με έναν πολύπλοκο κόσμο που δεν ανταποκρίνεται στα υψηλά ιδανικά του. Στο πλοίο για την Αμερική, το παραμορφωμένο του πόδι τραβάει άθελά του την προσοχή και οι υπεύθυνοι απειλούν να τον στείλουν πίσω στην Ευρώπη. Ο Άνταμ το σκάει και καταφεύγει στη Νέα Υόρκη, όπου αντικρίζει τη βία και τη φρίκη των ταραχών που ταλανίζουν την πόλη εξαιτίας της αναγκαστικής στρατολόγησης. Κατορθώνει, τελικά, να ενσωματωθεί στον στρατό της Ένωσης, όχι όμως ως οπλίτης αλλά ως βοηθός προμηθευτή του στρατεύματος.

Οι συναντήσεις του Άνταμ μεταξύ άλλων, με έναν πλούσιο ευεργέτη, έναν πρώην σκλάβο, έναν κυνηγημένο Νότιο, έναν χωρικό και τη γυναίκα του κλονίζουν την αντίληψή του για τον εαυτό του και για τον κόσμο. Θα καταφέρει, άραγε, ο ιδεαλισμός του να αντισταθεί στην απογοητευτική πεζότητα της πραγματικότητας;

Ο Αγριότοπος, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1961, παραμένει μέχρι σήμερα ένα εξαιρετικά σημαντικό μυθιστόρημα για το νόημα του Αμερικανικού Εμφυλίου και την ανεξάντλητη ποικιλομορφία της ανθρώπινης εμπειρίας.

17.70

Ξένη λογοτεχνία

Ο δρόμος προς το Μακόντο

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες

Ένα συναρπαστικό λογοτεχνικό ταξίδι στα πεζά κείμενα που οδήγησαν στη δημιουργία του μυθικού σύμπαντος του Εκατό χρόνια μοναξιά.

Σε πολλές περιστάσεις, ο Μάρκες είχε δηλώσει ότι προκειμένου να γραφτεί ένα βιβλίο, πρέπει πρώτα να μάθεις πώς να το στήσεις και μόνο τότε είσαι σε θέση να έρθεις αντιμέτωπος με τη γραφομηχανή. «Έζησε» στο Μακόντο σχεδόν είκοσι χρόνια πριν μπορέσει να ολοκληρώσει ένα από τα διασημότερα λογοτεχνικά έργα όλων των εποχών, το “Εκατό χρόνια μοναξιά”. Αυτή η ανθολογία, η οποία συγκροτήθηκε σε μια προσπάθεια να ανιχνευθεί το μονοπάτι που ακολούθησε ο συγγραφέας, περιλαμβάνει όλα τα δημοσιευμένα πεζογραφήματά του. Σε αυτά διαμορφώνεται σιγά σιγά το μυθικό του σύμπαν, αρχής γενομένης από τις σημειώσεις του για ένα μυθιστόρημα του 1950 και τα πρώτα του διηγήματα έως τα έργα “Ο συρφετός”, “Ο συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει” και “Η κακιά η ώρα” το 1966.

Αγαπητέ αναγνώστη, καλώς ήρθες στον Δρόμο προς το Μακόντο.

24.40

Ξένη λογοτεχνία

Ο επίτιμος πρόξενος

Γκράχαμ Γκρην

Σε μια επαρχιακή πόλη της Αργεντινής, μια αντάρτικη ομάδα σχεδιάζει την απαγωγή του αμερικανού πρεσβευτή. Από λάθος, όμως, στη θέση του συλλαμβάνει τον επίτιμο πρόξενο (χωρίς ουσιαστικές αρμοδιότητες) της Μεγάλης Βρετανίας, Τσάρλι Φόρτναμ. Εξηντάρης, αμετανόητος πότης, παντρεμένος με μια νεαρή πρώην πόρνη, την Κλάρα, δεν έχει και πολλές συμπάθειες και η τύχη του αφήνει μάλλον τους πάντες
(και τη Μεγάλη Βρετανία) αδιάφορους.

Μόνο ο νεαρός γιατρός Εδουάρδο Πλαρ, γιος ενός εξόριστου Άγγλου που πέρασε δεκαπέντε χρόνια στη φυλακή πριν δολοφονηθεί, εραστής της Κλάρα, ανίκανος να αγαπήσει, ζηλεύοντας το πάθος που τρέφει ο Φόρτναμ για την ερωμένη του, μπλέκεται σχεδόν άθελά του στην προσπάθεια απελευθέρωσης του ομήρου, αντιμετωπίζοντας γραφειοκρατικά εμπόδια, κρατική διαφθορά, διπλωματικές συμπαιγνίες, καθώς και τη συναισθηματική εμπλοκή του με τους απαγωγείς, των οποίων ηγείται ένας πρώην ιερέας.

Ο Γκράχαμ Γκρην, με αφάνταστη μυθιστορηματική επιδεξιότητα, εκθέτει στους αναγνώστες του την άποψή του για τον κόσμο, τη χωρίς ελπίδα αγάπη, τους φτωχούς, την πίστη στον Θεό και την Επανάσταση, τη θυσία και τη λύτρωση, χωρίς ποτέ να εκπέσει στην ηθικολογία και τον διδακτισμό.

20.00

Ξένη λογοτεχνία

Τομ Λέϊκ

Αν Πάτσετ

«Δεν υπάρχει τρόπος να τους εξηγήσω την απλή αλήθεια της ζωής: ότι μεγάλο μέρος της το ξεχνάς. Όλα τα επώδυνα, αυτά που κάποτε ήσουν βέβαιη ότι δεν θα κατάφερνες ποτέ να τα ξεχάσεις, δεν θυμάσαι πια ούτε πότε ακριβώς συνέβησαν. Αλλά και οι πιο συναρπαστικές περιστάσεις, οι πιο συγκλονιστικές χαρές, κι αυτές διαλύονται και σκορπίζονται και γίνονται μέσα σου κάτι άλλο. Κι ύστερα οι αναμνήσεις αντικαθίστανται από άλλες χαρές και μεγαλύτερες λύπες και, όσο απίστευτο κι αν φαίνεται, κι αυτές με τη σειρά τους παραγκωνίζονται, ώσπου ένα πρωί βρίσκεσαι να μαζεύεις κεράσια με τις τρεις ενήλικες κόρες σου, ενώ ο άντρας σου περνάει από δίπλα σας με το φορτηγάκι του, κι εσύ είσαι απολύτως σίγουρη πως έχεις όλα όσα ήθελες ποτέ απ’ τη ζωή σου».

Για να περάσει η ώρα καθώς μαζεύουν κεράσια στο κτήμα, οι κόρες της Λάρα ζητούν απ’ τη μητέρα τους να τους μιλήσει για τα νεανικά της χρόνια, τότε που ήταν ηθοποιός στο θίασο Τομ Λέικ. Θέλουν να μάθουν για το καλοκαιρινό της ειδύλλιο με τον διάσημο Πήτερ Ντιουκ.

Είναι αλήθεια ότι η Λάρα μπορούσε να κάνει καριέρα στο Χόλλυγουντ; Είναι αλήθεια ότι απέρριψε προτάσεις να πρωταγωνιστήσει σε ταινίες; Μα γιατί; Πώς γίνεται να μη μετανιώνει για τις ευκαιρίες που χαράμισε, για τη ζωή που δεν έζησε; Λέει αλήθεια όταν δηλώνει ευγνωμοσύνη για τη ζωή που της δόθηκε, σ’ εκείνο το κτήμα, μ’ αυτά τα κορίτσια, με τούτο τον σύζυγο, να μαζεύει κεράσια;

20.00

Ελληνική λογοτεχνία

Ένα κομμάτι χαρτί

Δημήτρης (Τάκης) Φραγκούλης

Ήταν άραγε άλλο ένα μυθιστόρημα αυτό το γραπτό που έφτανε κεφάλαιο-κεφάλαιο στα χέρια του ανυποψίαστου επιμελητή εκδόσεων ή μήπως μια αληθινή ιστορία; Μια ιστορία που έμοιαζε παραδόξως να τον αφορά.

Όταν μέσα από τα παιδικά του μάτια άρχισε να ανακαλύπτει τον κόσμο, ήχησαν οι σειρήνες του πολέμου. Όλα τότε σταμάτησαν με βία και η ζωή δεν ήταν πια ίδια. Kι αυτός ξεκινούσε απ’ την αρχή, χωρίς τους φυσικούς του προστάτες, σ’ έναν καινούργιο, άγνωστο κόσμο, χαμένος ανάμεσα στο καλό και το κακό, την αγάπη και το μίσος, την πραγματικότητα και τις ψευδαισθήσεις, μέχρι τη μεγάλη προσωπική του ήττα. Αυτό που έμενε ήταν οι υποσχέσεις που έπρεπε να τηρηθούν ως ένα ελάχιστο χρέος, έστω και σ’ έναν άλλο χρόνο, έστω κι αν εκείνη δεν περίμενε πια.

15.51

Fiction/Μυστηρίου

Μυθιστόρημα με κλειδί

Χρήστος Μαρκογιαννάκης

Η Νήσος, ένα ειδυλλιακό ψαρονήσι, έχει γίνει καλοκαιρινός προορισμός του διεθνούς τζετ σετ. Ο αστυνόμος του Τμήματος Ανθρωποκτονιών Αττικής Χριστόφορος Μάρκου περνάει εκεί την άδειά του, όταν κατά τη διάρκεια ενός πάρτι η Λούσι Ντέιβις, μια νεαρή Αγγλίδα δημοσιογράφος, βρίσκεται δολοφονημένη στην αποθήκη της οικοδέσποινας.

Με το νησί αποκλεισμένο από τον άνεμο, ο Μάρκου ψάχνει το κίνητρο και τον δράστη στα μυστικά, τα ψέματα και τα κουτσομπολιά του «κλειστού κύκλου της Νήσου» και σε ένα μυθιστόρημα με κλειδί που έγραφε το θύμα.

Η επιφανειακή ηρεμία του νησιού διαταράσσεται ενώ ένα ακόμη ανεξιχνίαστο έγκλημα από το παρελθόν θα περιπλέξει την υπόθεση.

Καθώς η λίστα των νεκρών μεγαλώνει, θα κατορθώσει ο Μάρκου να βρει τον δολοφόνο προτού αυτός καταφέρει να ξεφύγει με το επόμενο πλοίο της γραμμής;

16.60

Χρήστος Μαρκογιαννάκης

Πέμπτος όροφος της Νομικής Αθηνών, Τομέας Εγκληματολο­γίας. Ο υποψήφιος διδάκτορας Άγγελος Κονδύλης ανακαλύπτει το πτώμα της Οχιάς, κατά κόσμον καθηγήτριας Λαμπρινής Σιώμου, πριν δολοφονηθεί κι αυτός με τη σειρά του.

Ο αστυνόμος του Τμήματος Ανθρωποκτονιών Αττικής Χριστόφορος Μάρκου, απόφοιτος του τομέα και παλιός γνώριμος των θυμάτων, αναλαμβάνει την έρευνα της διπλής ανθρωποκτονίας.

Κινούμενος στο σκοτάδι του πέμπτου ορόφου, σ’ έναν λαβύρινθο μυστικών, διαπλοκής, προσωπικών εμπαθειών κι ακαδημαϊκών φιλοδο­ξιών, καλείται να ανακαλύψει με τη βοήθεια ενός «πασπαρτού» ποιος μετέτρεψε το κτίριο του πανεπιστημίου σε σκηνικό δολοφονιών, και ν’ απαντήσει: Υπάρχει, τελικά, το τέλειο έγκλημα;

16.60

Fiction/Μυστηρίου

Θάνατος επί σκηνής

Χρήστος Μαρκογιαννάκης

Μετά από σαράντα χρόνια καριέρας, η αποχαιρετιστήρια συναυλία της μεγαλύτερης Ελληνίδας σταρ μετατρέπεται σε πύρινο εφιάλτη.

Ο αστυνόμος Χριστόφορος Μάρκου καλείται να ανακαλύψει ποιος κρύβεται πίσω από τις απειλές, τα παρ’ ολίγον μοιραία ατυχήματα και τον τραγικό θάνατο επί σκηνής της τραγουδίστριας Νένης Βαντά στην παραλία της Βουλιαγμένης.

Τυφλωμένος από το φως των προβολέων που καλύπτουν ένα λαίμαργο σκοτάδι και ένοχα μυστικά, θα καταφέρει ο έμπειρος αστυνόμος να ξετυλίξει το κουβάρι της πρωτόγνωρης για τα ελληνικά δεδομένα υπόθεσης;

17.70

Ελληνική λογοτεχνία

Το χρονικό των τριών ημερών

Κωστούλα Μητροπούλου

Εδώ ληξιαρχείο. Καταγραφή ονομάτων. Με τη σειρά ή ανάκατα. Άτσαλα. Εδώ σταθμός, εδώ σταθμός. Πάγκοι παλιοί, ξύλινοι. Στη σειρά, περιμένουν. Συγγενείς και φίλοι. Πιο πολύ, μένουν. Όχι περιμένουν. Μένουν. Απλά. Σαν να ‘ναι μια σειρά από σπασμένα ενθύμια. Πολύ παλιά και πολύ σπασμένα. Στα δύο. Στα οχτώ. Στα δεκάξι. Παλιά ενθύμια για να διαγωνίζεται η μνήμη. Και μια φωτογραφία με ήλιο.

«Ο γιος μου», λέει με περηφάνια. Σταθερά και με περηφάνια. Περσινή. Πού θα πεί «φανταστείτε τον εφέτος». Δυο μέτρα. Ξανθός. Γαλανός. Τραγουδούσε. «Έχεις φωνή», του ‘λεγαν. Αυτός γελούσε. «Εγώ θα χτίζω πόλεις», έλεγε. Τώρα εκτεθειμένος μπροστά στους ξύλινους παλιούς πάγκους. Στο ληξιαρχείο. Τμήμα θανάτων. Εκτεθειμένος. «Χαράλαμπος Ευλαμπίδης». Τραγουδούσε. Το ληξιαρχείο είναι σκοτεινό. Τα ξανθά του μαλλιά φαίνονται μαύρα. Τα γαλάζια του μάτια δεν φαίνονται καθόλου. ‘Άσπρα. «Είναι ο γιος μου», ξαναλέει η γυναίκα με τα μαύρα. Περσινή φωτογραφία. Ήρεμα και περήφανα. «Μπάμπη τον φώναζαν. Πρώτος στο τραγούδι. Στη Σχολή είχε μπει τρίτος. Έχτιζε πολιτείες στο μυαλό του. Δυο μέτρα ήταν. Ο γιος μου. Κοιτάξτε».

10.14

Ποίηση

Ποιήματα

Έμιλυ Ντίκινσον

Σαν τα παιδιά, η Ντίκινσον ρουφάει τον κόσμο αφιλτράριστο – κάθε χαρά της είναι απέραντη, κάθε της λύπη απαρηγόρητη. Οι στίχοι της είναι ένα διαρκές ανάκρουσμα οριακών συναισθημάτων, μια ακροβασία πάνω στο δίκοπο ξυράφι της συντριβής και της ευδαιμονίας. Δεν υπάρχει τίποτε νερωμένο εδώ, τίποτε το χλιαρό, τίποτε το μέτριο.

Τα θέματά της είναι συναφή με την ποιητική της κι αυτή πάλι ταυτίζεται με τη βιοθεωρία της. Καθαρά ρομαντική, τρεις θεούς προσκυνά: τη Λέξη, την Έκσταση και την Αλήθεια. Πάει να πει, κατά σειρά: τη δύναμη της έκφρασης, τη μέθη της ζωής και την αυθεντικότητα του βιώματος.

Ο καιρός και ο τόπος στάθηκαν φιλέταιροι για το κορίτσι απ’ το Άμχερστ. Έζησε στη βαθιά επαρχία όταν όλη η Αμερική ήταν τέτοια – μακριά από τον θόρυβο και τους περισπασμούς, προστατευμένη από τον «αρχόμενο αιώνα της εξυπνάδας». Είχε την πρόνοια μάλιστα, ή την τύχη, να μη συναγελαστεί το λογοτεχνικό συνάφι, που ανθρώπους της δικής της φτιαξιά πάντοτε τους μολύνει.

Τι ήταν και τι ήθελε το λένε μόνο τα ποιήματά της. Αυτό το θαύμα του ατόφιου λυρισμού, αυτό το διαρκές τραγούδι που λάμπει ανεξαρτήτως της αφορμής, στον ενθουσιασμό ή την πικρία, στην αλγηδόνα ή τη χαρά, στη γνώση ή την απόγνωση, σ’ ό,τι μικρό ή μεγάλο.

13.50

Ποίηση

Ποιήματα

Αρθούρος Ρεμπώ

O τόμος αυτός περιέχει τα περισσότερα ποιήματα που έγραψε ο Αρτύρ Ρεμπώ σε παραδοσιακό στίχο. Σε τούτη τη φόρμα εκφράστηκε –φέρνοντάς την πολλές φορές μέχρι τα άκρα– από την αρχή της τόσο σύντομης, αλλά και τόσο βαρύνουσας ποιητικής του σταδιοδρομίας, μέχρι σχεδόν το τέλος της –έστω κι αν την εγκαταλείπει στις μείζονες συνθέσεις του (Μια εποχή στην Κόλαση, Εκλάμψεις) για τον ελεύθερο στίχο.

Μπορούμε να παρακολουθήσουμε εδώ τη καθοριστική εξέλιξη που γνώρισε η ποιητική του προσωπικότητα, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο ακόμη και οι βαθύτεροι οραματισμοί του, ο πλέον ατίθασος λυρισμός του, οι τολμηρότερες τομές που φέρνει στον ειρμό της ποιητικής σύνθεσης, κατόρθωσαν να χωρέσουν –με έναν γοητευτικά εκρηκτικό τρόπο– στα καλούπια των κληροδοτημένων από την παράδοση ποιητικών μορφών.

Μπορεί η θεματική του να αρχίζει με την περιγραφή της φτώχειας, τη στηλίτευση της αστικής ηθικής, την επαγγελία της εξέγερσης, τον οίστρο της φυγής, τις αμφίβολες τύχες της ερωτικής σαγήνης, είναι έκτυπες όμως, τελικά, κι εδώ οι χαρακτηριστικές ρε-μπωικές τάσεις: η δίψα για το απόλυτο της γλωσσικής έκφρασης, η παράφορη αναζήτηση ενός νοήματος για την ομορφιά και τη ζωή.

 

13.50

Συλλογικό

Ράμπε’ε, Μαχσάτι, Τζαχάν Μαλέκ Χάτουν, Μεχρί, Τζαμιλέ Εσφαχάνι, Σίμιν Μπεχμπαχάνι, Λομπάτ Βάλα, Φορούγ Φαροκζάντ, Σάρα Μοχαμαντί-Αρντέχαλι, Σαμπνάμ Αζάρ. Αυτά είναι λίγα μόνο από τα ονόματα των Ιρανών ποιητριών που από τον 10ο αι. μέχρι και τις μέρες μας κρατούν το νήμα μιας σπουδαίας ποιητικής παράδοσης. Μιας παράδοσης που μπορεί να μην είναι τόσο γνωστή στον ευρωπαϊκό χώρο, αλλά έχει προσφέρει στην παγκόσμια λογοτεχνία πραγματικούς θησαυρούς. Από τα βάθη του μεσαίωνα μέχρι τις σκοτεινές μέρες της σύγχρονης θεοκρατίας, οι Ιρανές ποιήτριες έχουν τολμήσει να αρθρώσουν έναν δικό τους λόγο, γεμάτο ομορφιά, έρωτα, σοφία και θάρρος. “Γυμνές σαν μαχαίρι”, όπως γράφει και μια σύγχρονη Ιρανή ποιήτρια, με ειλικρίνεια και παρρησία, κατορθώνουν να αφαιρούν τον φλοιό των πραγμάτων και να μας οδηγούν στον πυρήνα ενός κόσμου που διψά για την αλήθεια και το φως.

Γιατί μέσα από την αέναη και βίαιη διαδοχή αυτοκρατοριών, θρησκειών και εξουσιών, εκείνες βρίσκουν πάντα τον τρόπο να σηκώσουν το πέπλο των φαινομένων και να δώσουν φωνή στη σιωπή και την αιωνιότητα.

12.60

Ελληνική λογοτεχνία

Δεν αδειάζουμε να πεθάνουμε

Δημήτρης Παπαχρήστος

Είχε πάει δέκα η ώρα, η τηλεόραση ήταν ανοιχτή. Έδειχνε εικόνες από το Πολυτεχνείο. Ένας τύπος, εκπρόσωπος Tύπου, Ζουρνατζής ονόματι, μιλούσε για «αναρχοκομμουνιστάς» που στράφηκαν εναντίον του καθεστώτος και της δημοσίας τάξεως. Ορίστε τα έκτροπα. Ο φακός έδειχνε σπασμένα θρανία, συνθήματα «κάτω η χούντα», «ζήτω οι παρτούζες», κιλότες, καπότες και σπασμένα έδρανα.

Πλησίασα το παράθυρο, ανασήκωσα τις γρίλιες. Είδα να καθαρίζουν με μάνικες τη Στουρνάρη. Αύρες-σαύρες να περνάνε και είδα λοξά προς την πλατεία Εξαρχείων να βγαίνουν από την πόρτα της Στουρνάρη με νάιλον σακούλες τρεις-τέσσερις μπάτσοι, με τρόφιμα που μας είχαν δώσει οι πεινασμένοι για ελευθερία και δημοκρατία.

Μέσα από τις ιστορίες, παλιότερες αλλά και πρόσφατες, που διανθίζουν το βιβλίο, η μνήμη πασχίζει να κρατήσει ζωντανό το παρελθόν, σαν σταθμό ανεφοδιασμού των νέων για να συνεχίσουν και να φτάσουν εκεί που δεν καταφέραμε εμείς. Για να μπορέσουν να προλάβουν το μέλλον γιατί αλλιώς δεν θα το συναντήσουν ποτέ.

11.00