Βλέπετε 16–30 από 1087 αποτελέσματα

Λογοτεχνία

Σύλβια Πλαθ

Καθισμένη στα γόνατα του πατέρα της στο γραφείο, κοιτάζοντας τα κύματα στο τέλος του δρόμου να χτυπιούνται σε έναν κουρελιασμένο αφρό και να ραντίζουν τον κυματοθραύστη, η Άλις έμαθε να γελάει με την καταστροφική μεγαλοσύνη των στοιχείων της φύσης. Τα φουσκωμένα μοβ και μαύρα σύννεφα σκίζονταν με εκτυφλωτικές φωτεινές αστραπές και οι βροντές έκαναν το σπίτι να τρέμει συθέμελα. Αλλά με τα δυνατά μπράτσα του πατέρα της γύρω της και τον σταθερό καθησυχαστικό χτύπο της καρδιάς του στα αφτιά της, η Άλις πίστευε πως ήταν με κάποιον τρόπο συνδεδεμένος με το θαύμα της μανίας έξω από τα παράθυρα και πως, μέσω εκείνου, θα μπορούσε να αντικρίσει την καταστροφή του κόσμου με απόλυτη ασφάλεια. Όταν ήρθε η κατάλληλη εποχή του χρόνου, ο πατέρας της την πήγε στον κήπο και της έδειξε πώς μπορούσε να πιάνει μπούμπουρες. Αυτό ήταν κάτι που κανένας άλλος πατέρας δεν μπορούσε να κάνει. Ο πατέρας της έπιανε ένα ειδικό είδος μπούμπουρα, που το αναγνώριζε από το σχήμα του, και τον κρατούσε στην κλειστή χούφτα του, βάζοντας το χέρι του στο αφτί της. Στην Άλις άρεσε να ακούει το θυμωμένο, πνιχτό βουητό της μέλισσας, πιασμένης στη σκοτεινή παγίδα του χεριού του πατέρα της, αλλά χωρίς να τσιμπάει, χωρίς να τολμάει να τσιμπήσει. Μετά, με ένα γέλιο, ο πατέρας της άνοιγε διάπλατα τα δάχτυλά του, και η μέλισσα πετούσε, ελεύθερη, ψηλά στον αέρα και μακριά…

17.91

Σύλβια Πλαθ

Δίγλωσση έκδοση (ελληνικά-αγγλικά). Με αυθεντικά χειρόγραφα της Σύλβια Πλαθ.

Η Σύλβια Πλαθ έγινε διάσημη μετά το θάνατό της, όταν στα μέσα του 1960 εκδόθηκε η ποιητική της συλλογή “Άριελ”. Οι αναγνώστες ίσως εκπλαγούν μαθαίνοντας ότι το χειρόγραφο βιβλίο που άφησε πίσω της η Σύλβια Πλαθ όταν πέθανε το 1963 είναι διαφορετικό από τον τόμο με τα δημοσιευμένα ποιήματα που κέρδισε την παγκόσμια αναγνώριση.
Η έκδοση αυτή, η οποία αποτελεί πιστό αντίγραφο του χειρογράφου της, αποκαθιστά για πρώτη φορά την επιλογή και τη διευθέτηση των ποιημάτων όπως είχε γίνει από την ίδια την Πλαθ πριν το θάνατό της. Μαζί με το αντίγραφο του χειρογράφου αυτή η έκδοση περιλαμβάνει επίσης και τα αντίγραφα όλων των προσχεδίων του ποιήματος “Άριελ”, με σκοπό να προσφέρει μια εικόνα για τη δημιουργική διαδικασία που ακολουθούσε η Πλαθ, καθώς επίσης και τις σημειώσεις που είχε κάνει η συγγραφέας για το BBC πάνω σε κάποια από τα ποιήματα του χειρογράφου.
Στη διορατική εισαγωγή της η Φρίντα Χιουζ, κόρη της Σύλβια Πλαθ, εξηγεί τους λόγους για τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στην προηγούμενη, επιμελημένη από τον πατέρα της Τεντ Χιουζ, έκδοση του “Άριελ” και στην αυθεντική εκδοχή της μητέρας της που δημοσιεύεται εδώ. Με αυτή την έκδοση το όραμα και το κληροδότημα της ποιήτριας θα επανεκτιμηθούν υπό το φως του αυθεντικού χειρογράφου.

“Νομίζω ότι η μητέρα μου ήταν εκπληκτική στη δουλειά της και γενναία στην προσπάθειά της να πολεμήσει την κατάθλιψη που την καταδίωκε σε όλη της τη ζωή. Χρησιμοποίησε κάθε συναισθηματική εμπειρία σαν να ήταν ένα κομμάτι ύφασμα από το οποίο μπορούσε να φτιαχτεί ένα υπέροχο φόρεμα δεν σπατάλησε τίποτα απ’ όσα είχε αισθανθεί κι όταν πήρε τον έλεγχο αυτών των θυελλωδών συναισθημάτων, μπόρεσε να συμπυκνώσει και να κατευθύνει το απίστευτο ποιητικό της ταλέντο σε ένα υπέροχο αποτέλεσμα. Και να το “Άριελ”, το μεγαλειώδες επίτευγμά της, να ταλαντεύεται όπως εκείνη ανάμεσα στην ασταθή συναισθηματική της κατάσταση και στο χείλος του γκρεμού. Η τέχνη δεν έπρεπε να εκπέσει”. (Φρίντα Χιούζ, από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

16.00

Ζαν-Ζοζέφ Ραμπεαριβέλο

Ο Ζαν-Ζοζέφ Ραμπεαριβέλο (1901/1903-1937) είναι ο πρώτος νεωτερικός ποιητής της Αφρικής και ο εθνικός ποιητής της Μαδαγασκάρης.

Εδώ παρουσιάζεται για πρώτη φορά ολόκληρο στα ελληνικά το «Πώς μεταφράζεται η Νύχτα», το τελευταίο έργο που εξέδωσε ο ποιητής, και εκείνο που θεωρείται ως το αριστούργημά του.

 

10.00

Ξένη λογοτεχνία

Η επανάσταση της σελήνης

Αντρέα Καμιλλέρι

Αληθής διήγηση μιας εν μέρει φανταστικής ιστορίας, το μυθιστόρημα ξεκινά και εξελίσσεται συντροφιά με τη σελήνη. Όλα επιτρέπονταν το 1600 στο Παλέρμο, οι νόμοι δεν εφαρμόζονταν. Η εξουσία ήταν κακός σύμβουλος. Μακριά χέρια, κοντές συνειδήσεις. Ανάμεσα σε τελετές ενός μεγαλοπρεπούς μηχανισμού, με νεαρούς ακολούθους, δειλούς αξιωματούχους, δουλικές υποκλίσεις και μυστικά περάσματα, υπήρχε ένας συνεχής σχεδιασμός συνωμοσιών, μαχαιρωμάτων και δολοφονιών. Η επισταμένη ενασχόληση με το κακό, οι ανέντιμες, ύπουλες συμπεριφορές, η προσποιητή και ανησυχητική συμπόνια για τις νεαρές, αδύναμες και ορφανές κοπέλες, η ανήθικη αναζήτηση απαγορευμένης ηδονής και τα αστεία ράσα με ανοίγματα μπροστά και πίσω συμπλήρωναν το σκηνικό. Η παρανομία σε πλήρη δράση ήταν το κύριο γνώρισμα του ιερού βασιλικού συμβουλίου και των προδοτικών κινήσεών του, αρχικά πίσω από την πλάτη ενός αντιβασιλέα άρρωστου, νωθρού, καταβεβλημένου και αδρανή, και ύστερα κατά της χήρας του, Ελεονόρα ντι Μόρα, ασύγκριτα διαφορετικής, ξεκάθαρα αποφασιστικής και αμετακίνητης στην υπεράσπιση των νόμων και της κοινωνικής δικαιοσύνης από τη στιγμή που ανέλαβε την εξουσία που ο ίδιος είχε μεριμνήσει να της δοθεί σε περίπτωση αιφνίδιου θανάτου του. Έτσι, το 1677, η Σικελία απέκτησε «ανώμαλο» αντιβασιλέα. Κυβερνήτη γυναίκα…

ΣΑΛΒΑΤΟΡΕ ΣΙΛΒΑΝΟ ΝΙΓΚΡΟ

12.20

Ξένη λογοτεχνία

Τρυποκάρυδος

Τιμ Ρόμπινς

Ο «Τρυποκάρυδος» είναι ένα είδος ερωτικής ιστορίας που εκτυλίσσεται μέσα σ’ ένα πακέτο τσιγάρα Κάμελ. Αποκαλύπτει το σκοπό της σελήνης, εξηγεί τη διαφορά ανάμεσα στους κακοποιούς και τους παράνομους, εξετάζει τη διαμάχη ανάμεσα στο δεσμευμένο σοσιαλιστή και το ρομαντικό ατομικιστή, ζωγραφίζει το πορτραίτο μιας σύγχρονης κοινωνίας με ζάπλουτους Άραβες, εξόριστους βασιλιάδες και εγκυμονούσες μαζορέτες. Τέλος, ασχολείται και με τα μυστήρια των πυραμίδων.

16.23

Ξένη λογοτεχνία

Ζοφερός οίκος (Δύο τόμοι)

Τσαρλς Ντίκενς

Ο Ζοφερός Οίκος είναι το ένατο βιβλίο του Ντίκενς και θεωρείται από τα καλύτερα και πιο ολοκληρωμένα του μυθιστορήματα, με μια πληθώρα κεντρικών και δευτερευόντων χαρακτήρων. Δεν πρόκειται απλώς για ένα σπουδαίο βικτοριανό μυθιστόρημα, έναν σχολιασμό της κοινωνίας και μια σάτιρα του δικαστικού συστήματος. Είναι επίσης ένα ρομάντζο, ένα μελόδραμα, μια από τις πρώτες αστυνομικές ιστορίες στην αγγλική λογοτεχνία, ένα κοινωνικό έπος μεγάλης κλίμακας, καθώς και το πιο ευρηματικό του έργο. Τον 19ο αιώνα, όπου μαινόταν η μάχη ανάμεσα στο Ρομαντισμό και τον Ωφελιμισμό, την καρδιά και το μυαλό, ο Ντίκενς με το έργο του υπερασπίστηκε και τις δυο πλευρές. Από ιστορική άποψη, το σπουδαίο αυτό μυθιστόρημα συμπίπτει με τη μεταρρύθμιση του αγγλικού ποινικού κώδικα, την παρακμή της αριστοκρατικής τάξης και την άνοδο της σύγχρονης αστυνομικής δύναμης στην Αγγλία, η οποία σηματοδοτεί την πιο συντηρητική περίοδο της ανόδου της μεσαίας τάξης και των ελεγχόμενων κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Πρόκειται για τη μετάβαση της κοινωνικής δύναμης από την άκαρδη και άδικη αριστοκρατική κοινωνία, με τα προνόμια και τη μυστικοπάθειά της, σε έναν πιο δημοκρατικό κόσμο που κυβερνάται από δικαιοφροσύνη και αίσθηση του καθήκοντος.

Σε 2 τόμους.

42.80

Ελληνική λογοτεχνία

Ματωμένα χώματα

Διδώ Σωτηρίου

«Πόλεμοι και ξανά πόλεμοι! Τι στο καλό θα βγάλει η μαγκούφα η εποχή μας και κοιλοπονάει τόσο άγρια;»

Μπήκε το κακό με τους Βαλκανικούς Πολέμους και άργησε να βγει. Χρόνια σπαρμένα με θυσίες, πολέμους και νεκρούς. Η Μικρασιατική εκστρατεία και η καταστροφή.

Η ιστορία του Μανώλη Αξιώτη, Μικρασιάτη αγρότη από τον Κιρκιντζέ. Άνθρωπος του μόχθου, δεμένος με τον τόπο του, το πατρικό του σπίτι, τους χωριανούς του. Ο άντρας που πάλεψε με κορμί και με ψυχή.

Στο Αμελέ Ταμπουρού, τα Τάγματα Εργασίας της Άγκυρας, το 1915.

Στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ το 1922.

Μια λεύτερη πατρίδα ονειρευόταν καθώς έσφιγγε τα δόντια και έλεγε:

«Ώρα μάχης, Αξιώτη, ώρα θυσίας. Δεν έχεις ελόγου σου κανένα πάρε δώσε με την πολιτική. Το χρέος σου κάνεις».

Γνώρισε κακουχίες και στερήσεις, είδε βασανιστήρια και θανάτους, έζησε την αιχμαλωσία και την προσφυγιά, για να συλλογιστεί:

«Θηρίο είν’ ο άνθρωπος!»

Το μνημειώδες έργο της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας που χαρακτηρίστηκε
«Βίβλος της σύγχρονης εξόδου του Μικρασιάτικου Ελληνισμού».
Από το 1962 που πρωτοεκδόθηκαν μέχρι σήμερα τα Ματωμένα Χώματα έχουν ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 400.000 αντίτυπα. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στις εξής γλώσσες: αγγλικά, βουλγαρικά, εσθονικά, γαλλικά, γερμανικά, ολλανδικά, ουγγρικά, ρώσικα, ρουμανικά, σερβικά, ισπανικά, ιταλικά, τουρκικά και κέλτικα βρετονικά.
Στην Τουρκία το βιβλίο είχε συγκλονιστική απήχηση.

18.25

Ελληνική λογοτεχνία

Συγγενής

Καρολίνα Μέρμηγκα

Η πρώτη μυθιστορηματική απόπειρα της Μέρμηγκα είναι ένα θαυμάσιο μυθιστόρημα από τα καλύτερα της ελληνικής πεζογραφίας που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια, συναρπαστικό στην εξέλιξή του, πυκνογραμμένο και με εντυπωσιακή οικονομία λόγου, με πολλή και ευδιάκριτη έρευνα, απόδειξη ότι δεν χρειάζεσαι εκατοντάδες σελίδων για να αφηγηθείς μια ωραία (και το κυριότερο ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα) ιστορία.

13.94

Μάριο Μπενεντέτι

Ο Σαντιάγο, πολιτικός κρατούμενος στην Ουρουγουάη, έχει μόνη παρηγοριά τα μακροσκελή γράμματα της γυναίκας του Γρασιέλα. Εκείνη, εξόριστη μαζί με την εννιάχρονη κόρη τους και τον πεθερό της, παλεύει να προσαρμοστεί σε μια άλλη χώρα και να κρατήσει ζωντανή την ελπίδα και το πάθος που την ένωνε με τον άντρα της. Τα χρόνια περνούν, η φυλακή, η εξορία, η απόσταση αλλάζουν και τους δύο και ο Ρολάνδο, ο καλύτερος φίλος του Σαντιάγο, γίνεται όλο και πολυτιμότερος για τη Γρασιέλα.

Ο Μάριο Μπενεδέτι (Ουρουγουάη, 1920-2009), «από τους πιο σημαντικούς Λατινοαμερικανούς συγγραφείς, ισάξιος σύμφωνα με πολλούς του Μάρκες, του Φουέντες, του Κορτάσαρ» (The Washington Post), συνθέτει το «τρυφερό πορτρέτο μιας οικογένειας διαλυμένης από τις ιστορικές συγκυρίες» (Publishers Weekly). Ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα εξορίας, «σοφό και σπλαχνικό» (The New York Times), το μοναδικό που έγραψε όταν ήταν πολιτικός εξόριστος.

17.00

Ελληνική λογοτεχνία

Θολός βυθός

Γιάννης Ατζακάς

Υπήρχε πάντα μέσα του η βαθιά χαρακιά που άφησε το πέρασμα από τις μετεμφυαλικές εκείνες παιδοπόλεις -ένδοξους βασιλικούς τόπους υποταγής και χειραγώγησης, σταθμούς καθαγιασμένους μόνον κατ’ όνομα: «Απόστολος Παύλος», Άγιος Χαράλαμπος», «Καλή Παναγιά», «Άγιος Δημήτριος», Αθήνα, Βέροια, Θεσσαλονίκη, 1949 – 1955. Έχοντας από καιρό διανύσει τις περισσότερες από τις αναπότρεπτες διαδρομές του, ο Γιάννης Αρχοντής φτάνει μόνος του ένα απόγευμα του Ιουνίου σε κάποια ερημική ακτή του Αιγαίου. Δεν ήταν τόσο ανάγκη ενός τελικού απολογισμού, όσο η επίμονη «αναζήτηση του χαμένου χρόνου» και των σημαδιών που άφησε μέσα του μια εποχή ερμητικά κλειστή, όπως τα περίκλειστα και περίλαμπρα ιδρύματα, όπου έζησε έξι από τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Εκεί, την ώρα που ένα φωταγωγημένο καράβι περνά ανοιχτά μέσα στη νύχτα, από τον «θολό βυθό» της μνήμης του, όπου για περισσότερο από πενήντα χρόνια το είχε απωθήσει, αναδύεται απροσδόκητα το φάσμα του παιδιού που κάποτε υπήρξε, για να πει επιτέλους ολόκληρη την παλιά ιστορία του. (. . .)

16.45

Ελληνική λογοτεχνία

Διπλωμένα φτερά

Γιάννης Ατζακάς

“Η κακορίζικη εκείνη χρονιά -η καταραμένη θα την πω τώρα- είχε δεν είχε φτάσει ακόμη στα μισά της και πήγαινε όπως άρχισε, πάντα πάνω στην κόψη του ξυραφιού. Και τα χειρότερα δεν είχαν ακόμη συμβεί. Τότε ήρθε η ώρα του όξους και της χολής, η ώρα του αίματος και του θανάτου”.

Είχε από χρόνια αποτραβηχτεί στο παλιό σπίτι στην πλαγιά του βουνού. Τα δειλινά, κάτω από τα δέντρα που μαζί τους είχε ριζώσει στα καρπερά της χώματα, βλέποντας τον ήλιο να χαμηλώνει στη θάλασσα, ζούσε και το δικό του λυκόφως. Μέχρις ότου, εντελώς αναπάντεχα, οι “άνεμοι της μνήμης” τον ανασήκωσαν από τον ξένο τόπο και τον εναπόθεσαν απαλά στο μακρινό νησί του, μπροστά στην πατρογονική εστία, τον γύρισαν πίσω στη σημαδιακή εκείνη χρονιά, τη χρονιά του ξεριζωμού.

Ήρθαν τότε κοντά του, όπως ήταν στον καιρό τους, στη ρημαγμένη ζωή τους, οι σκιές της γιαγιάς και του παππού: η γριά-Βενετιά, που από βρέφος τη φώναζε μάνα, να τρέχει από χάραμα ως νύχτα να προλάβει να τα φέρει όλα σε πέρας και τα βράδια, στο φως του δαυλού, η ακάματη και γνωστική γερόντισσα με τις “ορμήνιες” της να πολεμά να τον πλάσει για έναν κόσμο που νόμιζε ότι θα διαρκέσει για πάντα. Ως τα στερνά της, που πήρε να ψυχανεμίζεται τον άγγελό της κι “αγγελιάστηκε”.

Τελείωνε το 1949. Ο πατέρας είχε χαθεί, χωρίς ίχνη, στους σκοτεινούς δρόμους της Ιστορίας. Η μάνα είχε σβήσει στη γέννα του, πριν από οκτώ ακριβώς χρόνια. Κι αυτός θα έβρισκε, πριν καλά βγει το δίσεκτο εκείνο έτος, μιαν ακόμη μητέρα – τη “Μεγάλη Μητέρα” των απορφανισμένων παιδιών ενός αδικαίωτου κι αδυσώπητου πολέμου.

13.43

Ξένη λογοτεχνία

Τα Δέντρα

Πέρσιβαλ Έβερετ

Άγριες δολοφονίες συγκλονίζουν την πολιτεία του Μισισίπι. Κάθε φορά, πλάι στο εκάστοτε θύμα βρίσκεται το πτώμα του ίδιου μαύρου άντρα, το οποίο εξαφανίζεται μετά τη μεταφορά του στο νεκροτομείο, αλλά επανεμφανίζεται στον τόπο του επόμενου εγκλήματος. Δύο αστυνομικοί και μία πράκτορας του FBI προσπαθούν να λύσουν το μυστήριο. Τα στοιχεία που συγκεντρώνουν δείχνουν ότι η υπόθεση συνδέεται με το λιντσάρισμα του δεκατετράχρονου Αφροαμερικανού Έμετ Τιλ, μισόν αιώνα νωρίτερα.

«Με ιδιοφυή τρόπο ο Πέρσιβαλ Έβερετ (γενν. ΗΠΑ, 1956) χρησιμοποιεί μια συναρπαστική περιπέτεια για να μιλήσει για ένα βαθιά πολιτικό ζήτημα» (The Guardian). «Μια ξεκαρδιστική και ταυτόχρονα τρομακτική αστυνομική ιστορία» (The New Yorker), «γραμμένη από έναν εξαιρετικό συγγραφέα» (The Sunday Times). Υποψήφιο για το βραβείο Booker 2022.

18.00

Ξένη λογοτεχνία

Νυχτοδάσος

Τζούλιαν Μπαρνς

Παρίσι, Μεσοπόλεμος. Η Ευρώπη σε παρακμή. Οι κοινωνικές τάξεις, η θρησκεία, η σεξουαλικότητα επαναπροσδιορίζονται. Η Ρόμπιν παντρεύεται τον “αριστοκράτη” Φέλιξ, τον εγκαταλείπει μαζί και το παιδί τους, και συνάπτει ερωτικές σχέσεις με δύο γυναίκες. Όμως το πάθος της για νυχτερινές μοναχικές περιπλανήσεις και περιπέτειες οδηγεί τις ερωμένες της στα όρια της παραφροσύνης.

Το Νυχτοδάσος είναι το λογοτεχνικό ορόσημο της φεμινιστικής και λεσβιακής λογοτεχνίας, που θαύμασαν ο J. Joyce, ο W. Faulkner, ο D. Thomas, ο F.M. Ford. «Μοναδικό ύφος, πανέμορφη διατύπωση, ένα λαμπρό πνεύμα» (T.S. Eliot). «Από τα σπουδαιότερα βιβλία του 20ού αιώνα» (W. Burroughs). Η Αμερικανίδα Djuna Barnes (1892-1982), δημοσιογράφος στο επάγγελμα, τολμά να ανιχνεύσει τα βαθιά σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής.

15.00

Ξένη λογοτεχνία

Ουλτραμαρίν

Μάλκολμ Λόουρι

To πρώτο ο μυθιστόρημα του Malcolm Lowry είναι η ιστορία του παρθενικού ταξιδιού του Ντέινα Χίλιοτ, που σε ηλικία δεκαεννέα χρόνων μπαρκάρει στο “Οιδίπους Τύραννος” με προορισμό τη Βομβάη και τη Σιγκαπούρη.

Ως πρωτόβγαλτος ναύτης, ο νεαρός θα χρειαστεί να παλέψει κόντρα στις ίδιες του τις αξίες, ώστε να κερδίσει την αναγνώριση και τον σεβασμό των υπόλοιπων των μελών του πληρώματος. Έτσι, προσπαθεί να ακολουθήσει το παράδειγμά τους περιφερόμενος στα μπαρ και στα μπουρδέλα των λιμανιών, παραμένοντας όμως ταυτόχρονα πιστός στην Τζάνετ, τον πρώτο του έρωτα, που άφησε πίσω στην Αγγλία. Μέσα από την αφήγηση του ίδιου του Ντέινα, η οποία εναλλάσσεται με τη χυδαία και τη ζωηρή γλώσσα των ναυτικών, παρακολουθούμε τη μύηση του αγοριού στην παρέα των μπαρουτοκαπνισμένων αντρών.

«Καμιά θλίψη δεν είναι τόσο μεγάλη όσο αυτή που περνάει και σβήνει».

18.80

Ξένη λογοτεχνία

Οι βαμβακοσυλλέκτες

Μπεν Τράβεν

Που ξεμπαρκάρει τελικά ο «ήρωας» του “Πλοίου των νεκρών”, εκείνος ο ναύτης χωρίς χαρτιά, δίχως νόμιμη ταυτότητα και πατρίδα, όταν εγκαταλείπει το πλοίο-φάντασμα των κολασμένων; Στους “Βαμβακοσυλλέκτες” τον βρίσκουμε να τριγυρίζει στη γη της Μεξικανικής Επανάστασης, ταλαντευόμενος ανάμεσα στη γοητεία που του ασκεί και σε μια δηκτική πικρία για ό,τι δεν εκπληρώθηκε. Περιπλανιέται από δουλειά σε δουλειά, διασχίζει τη σαβάνα με συντροφιά ιθαγενείς Μεξικανούς, μαύρους και μετανάστες συναδέλφους του στις φυτείες του μπαμπακιού, ψάχνει μεροκάματα σε έναν φούρνο στο Ταμπίκο, κάνει ένα πέρασμα από τις πετρελαιοπηγές των γκρίνγκος, επισκέπτεται τη συνοικία με τα σπίτια των εργαζόμενων κοριτσιών, συνοδεύει ένα κοπάδι γελάδια από τον ένα ωκεανό ως τον άλλο… Ο Wobbly για έναν ανεξήγητο λόγο αφήνει στο πέρασμά του ένα τραγούδι που οι στίχοι του ταξιδεύουν από στόμα σε στόμα και κάποιες -νικηφόρες, παρεμπιπτόντως- απεργίες, καθώς και ένα σωματείο που φαίνεται να μην κάνει το λάθος που πολλές φορές κάνουν οι εργάτες, να επιδιώκουν να τους βλέπουν οι άλλοι σαν ευυπόληπτους πολίτες.

“Παντού στον κόσμο, η αστυνομία είναι αυτή που κρατάει τον βούρδουλα και οι κουρελήδες είναι αυτοί που τρώνε τις βουρδουλιές. Και μετά όλοι εκείνοι που με περισσή ξιπασιά στρογγυλοκάθονται σε πλουσιοπάροχα τραπέζια μένουν έκπληκτοι όταν κάποιος τους ταρακουνάει το τραπέζι, το αναποδογυρίζει και τα κάνει όλα θρύψαλα. Η πληγή που αφήνει η σφαίρα επουλώνεται. Το σημάδι που αφήνει ο βούρδουλας δεν επουλώνεται ποτέ. Σου τρώει τη σάρκα όλο και πιο βαθιά, φτάνει ως την καρδιά και τελικά ως το μυαλό, ώσπου ξεσπά σε μια κραυγή που κάνει τη γη να σείεται: «Εκδίκηση!»”

17.00