Βλέπετε 106–120 από 319 αποτελέσματα

Ελληνική λογοτεχνία

Ελληνική λογοτεχνία

Κυρά Κυραλίνα

Παναΐτ Ιστράτι

Η Κυρά Κυραλίνα δημοσιεύεται πρώτη φορά στις 15 Αυγούστου 1923. Ο Παναϊτ Ιστράτι, «γεννημένος μυθογράφος», «μυθογράφος της Ανατολής», όπως τον αποκαλεί ο Ρομαίν Ρολλάν, πλανόβιος και ταξιδευτής, αφού σεργιανίσει στα σοκάκια του κοσμοπολίτικου λιμανιού της γενέτειράς του, της Βραΐλας, και συναναστραφεί τους ανθρώπους του, θα γνωρίσει τις χώρες της Ανατολής αλλά και της Ευρώπης. Θα διαποτιστεί από τις κουλτούρες τους, θα μάθει τις γλώσσες τους.

Σε αυτό το βιβλίο ξεδιπλώνονται οι περιπέτειες δυο πανέμορφων Κυράδων, μάνας και θυγατέρας, που η μία βρήκε τον θάνατο από έναν βάρβαρο σύζυγο και η άλλη κατέληξε σκλάβα σε χαρέμι. Γυναίκες λάγνες, ντυμένες με ακριβές φορεσιές, στολισμένες με πλουμίδια, φτιασιδωμένες με μαεστρία, ποθητές. Στο σπίτι τους, οι καπνοί από τους ναργιλέδες, οι μελωδίες των τραγουδιών, οι χοροί που ξετρελαίνουν τους άντρες, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα μοναδική. Ολόγυρά τους, ένας κόσμος σαγηνευτικός, πλούσιοι έμποροι, άρχοντες, αλλά και χαμάληδες του λιμανιού, μικροπωλητές, κοντραμπαντιέρηδες. Κάτι σαν τις «Χίλιες και μια νύχτες», όπου οι ιστορίες χάνονται η μια μέσα στην άλλη. Η Κυρά Κυραλίνα και ο αφηγητής-αδελφός της είναι οι αντιπροσωπευτικές φιγούρες ενός πολυπολιτισμικού, πολύγλωσσου κόσμου όπως εκείνος που έζησε ο ίδιος ο Ιστράτι. Ρουμάνοι, Έλληνες, Αλβανοί, Τούρκοι, Αρμένιοι, Ρώσοι, τσιγγάνοι δημιουργούν ένα παλίμψηστο διάσπαρτο από εκφράσεις, παροιμίες, βρισιές, ονόματα από διάφορες γλώσσες όπου στολίζουν περίτεχνα ένα κείμενο γραμμένο στα γαλλικά, τα οποία ο συγγραφέας έμαθε μόνος του διαβάζοντας Γάλλους κλασικούς και σεργιανίζοντας στους δρόμους και στα καπηλειά της Γαλλίας.

Ο Σταύρος είναι ο πρωταγωνιστής, μα η νουβέλα παίρνει για τίτλο της το όνομα της αδερφής του (όπως την ονόμασε ουσιαστικά ένας θείος του, αδερφός της μάνας του, που πρόσθεσε το Κυραλίνα στο Κυρά). Σωστά πάντως ο Ιστράτι τιτλοφόρησε τη νουβέλα του Κυρά Κυραλίνα, όχι μόνο επειδή το όνομα είναι εύηχο και εξωτικό, αλλά γιατί η αδερφή του Σταύρου ορίζει το κέντρο της ζωής του, είναι το μόνο πλάσμα που αγάπησε πραγματικά, ευχόταν να χαθεί ο ίδιος για να ζήσει εκείνη. Όλες οι δικές του περιπέτειες συνδέονται με την Κυρά και με τη μάταιη αναζήτησή της. Όπως όμως συμβαίνει σε αυτού του είδους τη λογοτεχνία, αιώνιο πρότυπο της οποίας είναι οι Χίλιες και μια νύχτες ή τα λεγόμενα στα καθ’ ημάς Παραμύθια της Χαλιμάς, οι ιστορίες αυτές φέρνουν μαζί τους και άλλες μικρότερες ιστορίες, «όπως πάμε να πάρουμε ένα κεράσι και σηκώνονται μαζί του άλλα δέκα». Από το Επίμετρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη

16.60

Ελληνική λογοτεχνία

Νικήτρια σκόνη

Κώστας Καλτσάς

Τα παιδιά δεν κρατάνε από καμιά ιστορία. Ούτε κι εμείς. Κι εμάς μας τη δώσαν, μας πέταξαν μέσα.

Η ΝΙΚΗΤΡΙΑ ΣΚΟΝΗ ακολουθεί τρεις γενιές μιας ελληνικής οικογένειας από το τέλος της Κατοχής και το ξέσπασμα του ελληνικού Εμφυλίου μέχρι τις παραμονές του διχαστικού δημοψηφίσματος του 2015 για τη διάσωση της χώρας.

Στην προσπάθειά του να μιλήσει για τη ζωή και τον θάνατο του πατέρα του, ο Μιχάλης Ξενίδης ανασυστήνει την ιστορία μιας ολόκληρης χώρας και εποχής, περιλαμβάνοντας στην αφήγησή του
Βρετανούς στρατιωτικούς και Έλληνες συνεργάτες του εχθρού, βασιλόφρονες και κομμουνιστές, πλούσιους και φτωχούς, τους ζωντανούς και τους νεκρούς, ίσως κι ένα ή και δύο φαντάσματα.

Δεκαετίες μετά, ο γιος του ο Αντρέας, που κάποτε τόλμησε να θεωρήσει εαυτόν απαλλαγμένο από το βάρος όλης αυτής της ιστορίας, πρόκειται σύντομα ν’ ανακαλύψει πως τα φαντάσματα εκείνα δε θα σταματήσουν να σε στοιχειώνουν μόνο και μόνο επειδή αρνείσαι να πιστέψεις στην ύπαρξή τους.

«Ακούγεται μεγάλο μπέρδεμα. Η φράση αυτή από τη ΝΙΚΗΤΡΙΑ ΣΚΟΝΗ συμπυκνώνει τη σύγχρονη ελληνική ιστορία. […] Ένα μυθιστόρημα που μας προσκαλεί να αναμετρηθούμε με τις συλλογικές εμπειρίες της δικής μας εποχής και να εξοικειωθούμε με την “τέχνη της ήττας” που μας διαπερνά και μας περιβάλλει».
ΚΩΣΤΉΣ ΚΑΡΠΌΖΗΛΟΣ, ιστορικός, διευθυντής των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας

«[Εδώ] η Iστορία δεν είναι φόντο αλλά χαρακτήρας: περίπλοκος, απρόβλεπτος, χαρισματικός.
Ο Κώστας Καλτσάς δεν αφηγείται απλώς την ιστορία τριών γενιών μιας ελληνικής οικογένειας αλλά την Iστορία της ίδιας της Ελλάδας. Φιλόδοξο, καταπληκτικό μυθιστόρημα».
CAROLE BURNS, συγγραφέας

24.40

Ελληνική λογοτεχνία

Μαργαρίτα Ιορδανίδη

Μιχάλης Μακρόπουλος

Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΗ είναι υπάλληλος σε διαφημιστικό γραφείο, σύζυγος λογιστή και μητέρα δύο παιδιών στην Αθήνα της δεκαετίας του ’90, πριν από την οικονομική κρίση και με τους οικονομικούς μετανάστες να έχουν μόλις έλθει από την Αλβανία.

Ένα όνομα δεν είναι ωστόσο παρά ένα προσωπείο. Ποιά είναι στ’ αλήθεια η Μαργαρίτα;

Αυτή είναι η παράδοξη ιστορία της. Μια ιστορία για το αίνιγμα της ταυτότητας πίσω από το πρόσωπο.

«Σήκωσε τότε το κεφάλι της, που τό ’χε χαμηλωμένο πάνω απ’ το φαΐ της. Η όψη της είχε κάτι το παράξενα ανέκφραστο, σαν νά ’ταν το πρόσωπό της πλασμένο από κερί και δεν είχε τ’ ασταμάτητα αναδέματα, τις ανεπαίσθητες συσπάσεις, το παιχνίδισμα των ματιών, όλα εκείνα που δίνουν ζωή σε μιαν ανθρώπινη μορφή. Τους κοίταξε και είπε: “Τ’ όνομά μου δεν είναι Μαργαρίτα. Δεν είμαι η μητέρα σας”».

13.50

Ελληνική λογοτεχνία

Οι αλεπούδες του Περ-Λασαίζ

Ρένα Λούνα

Ο ηλικιωμένος απόστρατος κύριος Λουντμίλος, περνά τις δυστυχείς τελευταίες ημέρες του στη Ρουέν. Την πρώτη εβδομάδα του Νοεμβρίου, το 1952, μαθαίνει πως η πρώην γυναίκα του, η κυρία Λουντμίλα, αυτοκτονεί. Αναγκάζεται να εγκαταλείψει την αγαπημένη του Ετρετά και να ταξιδέψει στη Ρουέν, την πόλη όπου έζησαν μαζί, ώστε να παραστεί στην ανάγνωση της διαθήκης της. Κάποια από τα ερωτήματα που τον απασχολούν εκείνη τη βδομάδα είναι: Μπορεί να παραλάβει από την καθολική εκκλησία ένα συγχωροχάρτι που θα δικαιολογεί την απουσία του από την κηδεία της; Σε ποιον ανήκει το δόντι που βρίσκει δίπλα στον τάφο της; Ήταν καλή ιδέα να ονομαστεί μια φυλακή “Bonne-Nouvelle” (καλά νέα); Και τέλος, είναι η ανάμνηση επιλογή; Εμποτισμένο με υπαρξιακό άγχος, μαύρο χιούμορ και σουρεαλιστικούς διαλόγους, προσεγγίζεται ο φόβος του θανάτου μέσα από το τέλος μιας ερωτικής ιστορίας που τελείωσε πριν είκοσι έξι χρόνια, ενώ πλέον ο ένας είναι γέρος και η άλλη μέσα σε ένα κουτί.

16.00

Ελληνική λογοτεχνία

Εξισώσεις

Δρόλιας Βασίλειος Φ.

Ο ξαφνικός θάνατος του καθηγητή Πιερ Μενάρ άφησε πίσω του μια σειρά από σημειώσεις και τετράδια τα οποία αναλαμβάνει να εκδώσει ο τελευταίος συνεργάτης του. Τα σχόλιά του αναδεικνύουν όχι μόνο το έργο του καθηγητή μα και τη δύσκολη και τεταμένη σχέση που είχαν μεταξύ τους. Σ’ αυτό το υβριδικό μυθιστόρημα ο Βασίλειος Δρόλιας γράφει για τη σύγχρονη φυσική και την επιστήμη γενικότερα, εξετάζοντας την αμιγώς επιστημονική όσο και την κοινωνική της υπόσταση. Οι σχέσεις, τα πάθη και οι φιλοδοξίες των ερευνητών συνδέονται με τις φιλοσοφικές αναζητήσεις και τους προβληματισμούς του συγγραφέα σε μια σύνθεση που χαρακτηρίζεται από ειλικρίνεια και πάθος για τη γνώση και τη ζωή.

9.00

Ελληνική λογοτεχνία

Παλμίτα

Αντιγόνη Ζόγκα

ΜΠΟΥΕΝΟΣ ΑΪΡΕΣ, 1974. Λίγο πριν απ’ το πραξικόπημα. Μια γυναίκα και ένας άντρας, σε ένα γύρισμα της τύχης.

ΑΘΗΝΑ, 2018. Λίγο πριν απ’ την πανδημία. Ένας άντρας και μια γυναίκα, σε μια εξομολόγηση εκ βαθέων.

Υπάρχει κεραυνοβόλος έρωτας; Κι αν ναι, από τι εξαρτάται; Από την τρέλα μιας μέρας, ή από το πεπρωμένο της καρδιάς, όπως τραγουδούν οι ποιητές του τάνγκο;
Δύο ερωτικές ιστορίες που στροβιλίζονται στον δικό τους ρυθμό, όσο οι άντρες και οι γυναίκες, με τα λάθη και τα πάθη που τους ενώνουν, τυλίγονται σε κόμπους πιο σφιχτούς από την αγάπη, πιο ισχυρούς από τον πόθο, πιο αέναους από τον θάνατο, καταραμένους σαν το διαγενεακό τραύμα, να επαναλαμβάνονται στο διηνεκές – μέχρι να καούν για να ξαναγεννηθούν.

ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΤΑΝΓΚΟ ΧΟΡΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΔΥΟ.

16.60

Ελληνική λογοτεχνία

Από ήλιο σε ήλιο: Ανέσπερος

Μαίρη Κόντζογλου

Η ολοκλήρωση της διλογίας της Μαίρης Κόντζογλου «Από ήλιο σε ήλιο», για την ιστορική «ματωμένη απεργία της Σερίφου».
Αρχές του 20ού αιώνα. Στην Ευρώπη οι νέοι σκοτώνονται στα χαρακώματα του πρώτου παγκόσμιου πολέμου και στη Σέριφο στις σκοτεινές γαλαρίες των μεταλλείων.
Στις παράπλευρες απώλειες υπολογίζεται και η νεαρή σύζυγος του πανίσχυρου πια Γκρόμαν, η Ανδρομέδα που βουλιάζει στη θλίψη και αρνείται την πραγματικότητα.
Ένα τραγικό γεγονός θα τη βγάλει από τον συναισθηματικό της λήθαργο, θα την αφυπνίσει σαν άνθρωπο και θα την κάνει να απαιτήσει τη ζωή της πίσω.
Στο μεταξύ οι εργάτες των μεταλλείων, υπό την καθοδήγηση του Σπέρα και του Περσέα, όταν η κατάσταση στα μεταλλεία φτάσει στο απροχώρητο, θα κηρύξουν απεργία διεκδικώντας ασφάλεια και αξιοπρέπεια. Θα χυθεί αίμα, θα χαθούν ζωές αλλά εκείνοι θα είναι ανυποχώρητοι μέχρι την τελική λύση.
Και οι ήρωες αυτής της ιστορίας θα συνεχίσουν να αγωνίζονται για την αγάπη και την δικαιοσύνη από ήλιο σε ήλιο.

Η «ματωμένη απεργία της Σερίφου» μπαίνοντας κάτω από το συγγραφικό μικροσκόπιο της Μαίρης Κόντζογλου γέννησε ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα για έναν μεγάλο αγώνα, έναν έρωτα και τον τόπο που έθρεψε θεούς και ήρωες.

Σπίθες γέμιζαν τον αέρα, μύριζε την αγωνία τους, άκουγε τις τραχιές φούστες να τρίζουν, ξερόκλαδα στη φωτιά, γευόταν τη σκόνη που σήκωναν οι γυμνές πατούσες καθώς σβάρνιζαν το χώμα. Μπροστά πήγαινε το παιδομάνι, κάπως σαν χαρούμενο – πώς να βάνουν με τον νου τους κακό… Κεφάλια κουρεμένα με την ψιλή, σκασμένα μάγουλα, πληγιασμένα γόνατα, πρησμένες κοιλιές, μύξες και δάκρυα.
Στάθηκαν σε μια άκρη, δεν μπορούσαν να φύγουν χωρίς να μάθουν, φώναζαν κάτω από τα παράθυρα των γραφείων, πείτε μας! Δώστε μας ονόματα!
Μια μεσήλικη σήκωσε πέτρα, την πέταξε με δύναμη, αστόχησε.
Και η παιδική φωνή «Ο πατέρααααας… Πού είναι ο πατέρας μου;» έσχισε τη νύχτα, θρήνος απλώθηκε.
Απόσπασμα από το βιβλίο

 

18.80

Ελληνική λογοτεχνία

Φυγόδικος δεν ήμουν

Ισμήνη Καρυωτάκη

Ποταμόπλοια / 40

Στην κεντρική πλατεία μιας πόλης στη Βόρειο Ελλάδα το σμιλευμένο άγαλμα της Αυτής Μεγαλειότητας της Βασίλισσας των Ελλήνων έχει καθαιρεθεί. Στο ίδιο σημείο –στην διαφημιστική πινακίδα του πρώτου κινηματογράφου της πόλης– ποζάρει γυμνή η Ζωή Λάσκαρη. Το έργο που παίζεται είναι ο ‘’Ο Κατήφορος’’. Αυτή ακριβώς η ιστορική και χρονική συγκυρία τυλίγει σα νήμα τη ζωή και το πεπρωμένο των ηρώων στο Φυγόδικος δεν ήμουν.

Η πόλη βρίσκεται στο Βορρά. Το σπίτι είναι πέτρινο: ριζωμένο στη γη. Οι ένοικοι πολλοί: ριζωμένοι στις εμμονές τους. Η δάφνη τετράψηλη: ριζωμένη στον κήπο. Η νύχτα είναι μία και είναι του Αυγούστου. Οι επισκέπτες είναι δύο: άντρας και γυναίκα. Εραστές. Ο άντρας είναι φυγάς. Η γυναίκα τον έφερε εδώ. Η πόλη, το σπίτι, οι ένοικοι του είναι άγνωστοι. Κανείς δεν τον περιμένει, κανείς δεν τον γνωρίζει, κάθε αγκωνάρι τον καταδιώκει, κάθε ένοικος είναι γι’ αυτόν πυρακτωμένο σίδερο. Η νύχτα είναι μία και είναι του Αυγούστου. Και η γυναίκα είναι κλειδωμένη στο δωμάτιο της. Θα βγει να χτυπήσει την πόρτα του μέσα στη νύχτα; Κάποιος από τους δυο τους πρέπει πάση θυσία να μιλήσει πρώτος στον άλλον. Αν όχι, η μεταξύ τους σχέση θα σκάσει σαν πυριτιδαποθήκη. Ξημερώνει. Ο ήλιος είναι ολοκαίνουργιος, τα σύννεφα τρέχουν και οι δρόμοι ξετυλίγονται. Το αρχοντικό –χάρη στο ανέφικτο της λήθης;– ξεθάβει μυστικά, αποκαλύπτει λάθη, συγκαλυμμένες ρήξεις, ακλόνητες πεποιθήσεις, βγάζει στο φως μεγάλα λάθη, εύκολα λησμονημένα. Το αρχοντικό κοιτάζει ενοίκους και επισκέπτες στα μάτια, περιμένοντας την αντίδραση τους: Θα συμφιλιωθούν ή θα παραμείνουν ξένοι;

14.00

Έλσα Κορνέτη

Πρωταγωνιστές ανυποψίαστοι, επιπόλαιοι, ηδονικοί, άτυχοι, παράξενοι, φοβικοί και τρομοκρατημένοι –κυρίως όμως τύποι καθημερινοί– που ζουν και επιζούν καταναλώνοντας ματωμένα κομμάτια ωμής πραγματικότητας ή αγκαθωτής φαντασιοπληξίας.

Η Έλσα Κορνέτη αφηγείται τη σύγχρονη ζωή με μια ποικιλία από φιγούρες που έμαθαν να υπερίπτανται, αλλά και να επιπλέουν, σε ανήσυχους και ταπεινωτικούς καιρούς, πρόσωπα που ήρθαν κι άραξαν σε ένα σύμπαν όπου η ακοή και η μνήμη συνυπάρχουν δαιμονικά κι αγγελικά στην αγωνία της αναμέτρησης με το πεπρωμένο των μικρών και μεγάλων καταναγκασμών.

12.00

Ελληνική λογοτεχνία

Τέλος πάντων

Αχιλλέας ΙΙΙ

Στο «Τέλος Πάντων» ο Αχιλλέας ΙΙΙ αποφασίζει να καταστρέψει τον κόσμο, και μάλιστα όχι μία φορά αλλά είκοσι τέσσερις. Με αφορμή τη συντέλεια, δημιουργεί και παρουσιάζει ένα πλήθος από παράξενους –ή όχι και τόσο παράξενους, τελικά– κόσμους, στους οποίους τίποτα δεν είναι αδύνατο. Με το τέλος των πάντων να μοιάζει περισσότερο με ευκαιρία παρά με απειλή, οι γνωστοί κανόνες ανατρέπονται και κάθε Αποκάλυψη οδηγεί σε περισσότερες αποκαλύψεις, καθιστώντας ξεκάθαρο ότι, ως γεγονός, το ίδιο το Τέλος έχει πολύ μικρότερη σημασία και ενδιαφέρον από όλα όσα μπορούν να συμβούν μέχρι να φτάσει κανείς σε αυτό.

Στα διηγήματα του βιβλίου αυτού, ο κόσμος ολόκληρος εξετάζεται στο μικροσκόπιο, παρατηρείται μέσω τηλεσκοπίου, διηθίζεται περνώντας μέσα από διαφορετικά φίλτρα, αλλάζει μορφή μπροστά σε παραμορφωτικούς καθρέφτες κάθε είδους, διαλύεται και επανασυντίθεται άπειρες φορές, και παρουσιάζεται ως σταυροδρόμι στο οποίο το παράδοξο, το χιούμορ και η κριτική θεώρηση της πραγματικότητας συναντιούνται και παρασύρουν τον αναγνώστη σε ένα διαφορετικό λογοτεχνικό σύμπαν, όπου τα πάντα υπακούουν μέχρι τέλους σε έναν και μοναδικό κανόνα, εκείνον που ορίζει ότι «Δεν ισχύει κανένας κανόνας».

 

12.50

Ελληνική λογοτεχνία

Λίγα λόγια για μένα

Καλλιρρόη Παρούση

Ένα παράξενο σηµειωµατάριο απορροφά τις ώρες του Χάρη καθώς επιδίδεται µε µανία στην ανάγνωσή του στο υπόγειο του σπιτιού του. Αναζητώντας τον εαυτό του στις σελίδες του, ο Χάρης πασχίζει να διακρίνει τα όρια µεταξύ της πραγµατικότητας που ζει και των αφηγηµατικών κόσµων που εντός τους εγκλωβίζεται. Είναι πράγµατι ο µεσήλικας πατέρας τριών κοριτσιών ή µήπως ο Γάλλος ορνιθολόγος Κονστάν Λεφέβρ; Καθώς προχωρά η ανάγνωση, ο Χάρης έρχεται αναπόφευκτα αντιµέτωπος µε µια σειρά τραυµατικών γεγονότων, όπως τον άδικο θάνατο του αδερφού του και την εξαφάνιση της µεγάλης κόρης του. Τα κείµενα και η ζωή του Χάρη εισβάλλουν στη ζωή της εκκεντρικής αφηγήτριας του βιβλίου, στη διάρκεια του σεµιναρίου δηµιουργικής γραφής που συντονίζει. Καθώς βιώνει κι εκείνη µια παράλληλη εσωτερική αναζήτηση, παραδίδει τα αλλόκοτα γραπτά του και µαζί παραδίδεται στις σκέψεις του Χάρη που απλώνονται σαν πλοκάµια στις δικές της σκέψεις και επιθυµίες.

Οι ήρωες αυτού του βιβλίου θέλουν όσο τίποτε άλλο να αυτοσυστηθούν, να µιλήσουν για τον εαυτό τους και κυρίως να µιλήσουν στον εαυτό τους για τον εαυτό τους. Το Λίγα λόγια για µένα συγκροτεί έτσι ένα γοητευτικό παράθυρο προς τις δαιδαλώδεις διαδροµές του µυαλού: τις εικόνες, τα κείµενα, τις αντιφάσεις, τα γεγονότα που συνθέτουν το περίπλοκο οικοδόµηµα που ονοµάζεται παρελθόν, µνήµη και εντέλει πραγµατικότητα.

 

12.90

Δημήτρης Φύσσας

Μπαίνοντας σε μια μεγάλη ομάδα ημιπεριθωριακών νυχτερινών τύπων, που για άγνωστους λόγους αυτοαποκαλούνται “Σαρίπολοι”, ο άστεγος και άθυμος Στέλιος Μέσκουλας (πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, Η Νιλουφέρ στα χρόνια της κρίσης) αποκτά, πρόσκαιρα, νέο ενδιαφέρον για τη ζωή. Ως αφηγητής τούς σκιαγραφεί όλους, ανάμεσά τους και τον συγγραφέα τού ανά χείρας βιβλίου και πολλούς ήρωες από προηγούμενά του.

Στην τετράχρονης διάρκειας πλοκή ενσωματώνονται αυτοσχόλια του αφηγητή, θεατρικά μονόπρακτα, λίστες, “ένθετα” σχετικά με κομμωτήρια, γλωσσικές αντιλήψεις, σεξουαλικές πρακτικές, μουσική, κουκλάκια κλπ, μια μυστική αποστολή στη Λατινική Αμερική, όπως και το ολοένα επανερχόμενο ερώτημα: “Τι είναι πιο σημαντικό στη ζωή, η Τέχνη ή οι γυναικείοι κώλοι;”

Όμως, την ώρα που όλος ο πλανήτης ετοιμάζεται να δει τον τελικό του Μουντιάλ 2018 και η Αττική κλαίει μια εκατόμβη νεκρών από μια ξαφνική μεγάλη πυρκαγιά στο Μάτι, ο Μέσκουλας αποσύρεται στις παρατημένες παράγκες κάποιας ξεχασμένης μαγνησιακής παραλίας, με σκοπό να πεθάνει από ασιτία.

Εκεί βρίσκει την απάντηση στο ερώτημά του, όμως είναι αμφίβολο αν θα τον ωφελήσει. Μια ευφάνταστη και αντισυμβατική αφήγηση, μακριά από πολιτική ορθότητα και σοβαρότητα, στα όρια του σουρεαλισμού.

14.00

Ελληνική λογοτεχνία

Του Θεού το μάτι

Γιάννης Μακριδάκης

ΛΙΓΑΚΙ ΠΑΡΑΚΕΙ ΠΑΝΕ, ΑΠΑΝΩ ΣΤΑ ΞΙΝΑ ΚΑΘΟΥΝΤΑΙ ΚΑΙ ΜΑΣ ΛΟΞΟΚΟΙΤΑΖΟΥΝΕ. Εγώ που τους ξέρω, τους αντιλαμβάνομαι. Νιώθω το μάτι τους όση ώρα τρωγοπίνω και είναι καρφωμένο απάνω μου. Οι μουσαφιραίοι όμως δεν νιώθουνε τίποτα, Διομήδη. Σου λέει, εξοχή είναι, πουλιά έχει. Πού να ξέρανε πως τα πουλιά μάς παρακολουθούνε και πως λένε, άντε να ξεκουμπιστείτε, να πάμε κι εμείς στο σπίτι μας. Μόνο το Λούγαρο, που είναι σπουδαγμένος απάνω σ` αυτά, ξέρει πως τα πουλιά μάς παρακολουθούνε ανελλιπώς. Και πως μας μιλούνε κιόλας. Αυτό το πιστεύει κι ο Κότσυφας βέβαια, όπως σου `πα, αλλά αυτός δεν πιάνεται διότι μπορεί να το λέει έτσι, μέσα από την παλαβωμάρα του. Ξέρεις, αυτοί οι ιδεολόγοι έχουνε όλο κάτι τέτοιες θεωρίες, αλλά ανάθεμα κι άμα πιστεύουνε στο βάθος βάθος τίποτα. Μόνο για τη μόστρα μού φαίνεται πως τα λένε. Για να κάνουνε τους εξωτικούς και να τραβούνε το ενδιαφέρον των γυναικών. Καλή ώρα σαν τη δικιά μου. Τέλος πάντων. Αυτά όμως που σου λέω ισχύουνε, Διομήδη. Είναι πράματα που τα `χουνε μελετημένα οι επιστήμονες. Έχουνε κάμει πειράματα κι έχουνε βγάλει αποφθέγματα. Ένα πουλάκι μού το μαρτύρησε, έτσι μας έλεγε η μάνα μας σαν ήμαστε μικροί και κάναμε καμιά ζημιά. Διότι όλα τα ξέρουνε τα πουλιά. Τα πουλιά είναι του θεού το μάτι από πάνω μας, Διομήδη. Είναι η συνείδησή μας τα πουλιά.

Καθώς το κατασκευάζει, ο Πεπόνας αφηγείται στο σκιάχτρο του την πολυκύμαντη ζωή του, που τώρα πια, μετά τη σύνταξη, ολοκληρώνεται στο κτηματάκι του. Στην αφήγησή του παρελαύνουν αλλόκοτοι άνθρωποι με ονόματα ζώων ή φυτών, πουλιά και διάφορα άλλα ζωντανά με ονόματα ανθρώπινα, αλλά και ψυχωμένα άψυχα, σαν τον Διομήδη το σκιάχτρο. Η γενεαλογία της φύσης και η γενεαλογία των ανθρώπων συναντιούνται παντού, εκτός από την πολιτική και την κρίση. Οι πληγές του σύγχρονου κόσμου διατρέχουν το σύμπαν της νουβέλας. Ένα σύμπαν που παίρνει φωνή, αρθρώνεται και απευθύνεται σε πρώτο πρόσωπο στον καθρέφτη του.

12.37

Ελληνική λογοτεχνία

Οιμωγή

Στέφανος Αλεξιάδης

Οιμωγή σημαίνει κραυγή. Κραυγή σπαραχτική. Κραυγή εκκωφαντική.

Είναι, όμως, φορές που οι κραυγές γίνονται συνώνυμο της σιωπής. Ένας θάνατος που σπέρνει τη σιγή.

Ήρωες που κρύβουν το παρελθόν, αρνούνται το παρόν και αγνοούν το μέλλον.
Μια νηνεμία που επικρατεί λίγο, τόσο λίγο που δεν θα μπορέσει να συγκρατήσει την καταιγίδα που έρχεται.

Ποιος είπε ότι μια μάνα δεν μπορεί να σκοτώσει; Κι αν σκοτώσει, παύει να φέρει αυτή την ιδιότητα;

Λέξεις, υποσχέσεις και μυστικά σείουν το έδαφος. Ένα έδαφος που καταρρέει και τότε φθάνει αυτή.

Η ΟΙΜΩΓΗ.

17.70

Ελληνική λογοτεχνία

Το απαραίτητο φως

Ντορίνα Παπαλιού

Η Λουίζα Λασκαράτου επιστρέφει από την Οξφόρδη ύστερα από τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα της, αθηναίου δικηγόρου. Την περιμένει το τελευταίο του μήνυμα: η άγνωστη σ’ εκείνη φωτογραφία του πίνακα ενός διάσημου σκοτσέζου ζωγράφου του 19ου αιώνα, που είχε κλαπεί από την οικογένειά της στα χρόνια της Κατοχής. Σύντομα η Λουίζα θα ανακαλύψει πως η ιστορία του πίνακα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανεξήγητη εκτέλεση της νεαρής ζωγράφου Λουίζ Χατζηλουκά, μητέρας του πατέρα της, το 1944. Η αλήθεια όμως, όπως και η τύχη του πίνακα, αγνοούνται….

Μέσα από την αναζήτηση ενός χαμένου πίνακα, το μυθιστόρημα εξερευνά τους εύθραυστους δεσμούς που ενώνουν το παρελθόν με το παρόν, τη σχέση της απώλειας με τη μνήμη, αλλά και την απόσταση ανάμεσα σε αυτό που συνέβη και αυτό που μεταφέρεται, την αλήθεια και τις αφηγήσεις της.

17.01