Βλέπετε 241–255 από 291 αποτελέσματα

Ελληνική λογοτεχνία

Ελληνική λογοτεχνία

Το Πέτρινο 8

Μιχάλης Φακίνος

Ένας τόπος ανάμεσα σε γη και ουρανό, οι τρεις μόνιμοι κάτοικοί του και ένας ολόκληρος αιώνας.

Στο Πέτρινο 8 μια χελώνα που θέλει να διασχίσει ένα γκρεμισμένο γεφύρι, ένας αετός που επίμονα διαγράφει οχτάρια στον αέρα κι ένα φίδι που ισχυρίζεται πως ήταν ο Όφις που έδωσε το μήλο στην Εύα παρακολουθούν τις αλλαγές και τους επισκέπτες που φέρνει ο χρόνος στο αινιγματικό αυτό μέρος: ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος περιπλανιέται με τα οράματα των ηρώων τού 1821, Μικρασιάτες πρόσφυγες αναζητούν μια νέα ζωή με μοναδική περιουσία λίγα σπόρια, ένας αντάρτης του Εμφυλίου προσπαθεί να ολοκληρώσει πάση θυσία την αποστολή του, τα φασιστάκια του Μεταξά στήνουν την κατασκήνωσή τους, και ένας κιτς οικισμός χτίζεται επί απριλιανής χούντας για να φιλοξενήσει το καλοκαίρι τις κυρίες των αξιωματικών. Ανάμεσά τους, ένας ποδηλάτης που μάταια αναζητά κάτι.

Μόνο οι τρεις μόνιμοι κάτοικοι, η χελώνα, ο αετός και το φίδι, θα τα ζήσουν όλα αυτά, και βέβαια ο τόπος ως πρωταγωνιστής, καθώς το Πέτρινο 8 θα γκρεμίζεται, θα πυρπολείται και θα αναγεννιέται κάθε φορά από τις στάχτες του, για να φιλοξενήσει ολόκληρο τον προηγούμενο αιώνα, την Ιστορία, τις ιστορίες μας, τις μέρες που ακόμα δεν είδαμε.

15.00

Ελληνική λογοτεχνία

Ουρανός απ’ άλλους τόπους

Σωτήρης Δημητρίου

Αφηγείται µια σχεδόν εκατόχρονη γυναίκα από την Ήπειρο. Δεν της φτάνει –κατά τα λόγια της– ο ουρανός για χαρτί, θέλει ουρανούς κι απ’ άλλους τόπους. Πολλές φορές έχεις την αίσθηση πως τη γλώσσα της την κινεί ουράνιος υποβολέας. Τραγουδιστή πηγή πλαγιάς που άνθισε κάποια µακρινή άνοιξη και µαράθηκε στις µέρες µας. Το παρόν βιβλίο είναι ο απόηχος αυτής της γλώσσας. Αφολοή, όπως συχνά πυκνά λέει η αφηγήτρια.

19.98

Ελληνική λογοτεχνία

Ο Αμερικάνος

Νίκος Αραπάκης

1890, Κρήτη. O νεαρός Ισμαήλ, γιος Τούρκου μεγαλοκτηματία, μεγαλώνει υπό τη σκέπη του προστατευτικού, φιλελεύθερου για τα δεδομένα της εποχής πατέρα του. Στο νησί μορφώνεται και αποκτά ευρεία καλλιέργεια   χάρη σε έναν κοσμογυρισμένο Ιρλανδό δάσκαλο που βρίσκεται εκεί τυχαία.

Όμως, λίγο μετά την ενηλικίωσή του, ο Ισμαήλ αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη γενέτειρά του, ταξιδεύοντας με πλαστά έγγραφα πρώτα στην Ελλάδα και τελικά στις ΗΠΑ, ως Ηρακλής Συναξάκης. Τον πρώτο καιρό στις ΗΠΑ εργάζεται στον οίκο ανοχής ενός Έλληνα μετανάστη στη Νέα Υόρκη, συνδέεται με μια νεαρή Ιταλίδα βιολίστρια και τελικά πιάνει δουλειά στην εφημερίδα της ομογένειας Ατλαντίς.

Η εφημερίδα τον στέλνει σε διάφορες πολιτείες και ο Ισμαήλ, που πλέον τον αποκαλούν Ερκ, αποκτά πλήρη εικόνα για τις συνθήκες υπό τις οποίες ζουν και εργάζονται μετανάστες από την Ελλάδα και άλλες χώρες, γεγονός που καλλιεργεί την ταξική συνείδησή του. Αναγκάζεται όμως να εγκαταλείψει τη Νέα Υόρκη και καταλήγει στο Ντένβερ του Κολοράντο. Εκεί συναντά τον γνωστό συνδικαλιστή Λούις Τίκας και γίνεται άτυπο μέλος του συνδικάτου των ανθρακωρύχων. Το τελευταίο ετοιμάζει μεγάλη απεργία στα ορυχεία της περιοχής, η οποία ξεκινάει το 1913 και τον Απρίλιο του 1914 καταλήγει στη «σφαγή του Λάντλοου», όπως έμεινε στην Ιστορία…

 

15.00

Βασίλης Βασιλικός

Εκείνη την εποχή που γύριζα άσκοπα στην Ευρώπη έκπτωτος – το γιατί δεν είναι της ώρας – δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τη φίλη μου τη Ζωή που ζούσε χρόνια εγκαταστημένη στο Παρίσι. Μου ζητούσε να τη βοηθήσω στην επίλυση ενός πολύ λεπτού, όπως μου είπε, γι’ αυτήν προβλήματος. Επρόκειτο, δεν άργησα να το καταλάβω μόλις την επισκέφτηκα στο διαμέρισμά της στο Πασσύ, για το βιβλίο που ήθελε να γράψει με τα απομνημονεύματά της για τη Μεγάλη Φίλη της, τη Μεγάλη Ντίβα, την Divina, όπως την αποκαλούσαν, που είχε πεθάνει σ’ αυτό το ίδιο μελαγχολικό μα ολοζώντανο Παρίσι εννέα χρόνια πριν.

Ο Βασίλης Βασιλικός, μετά από μεγάλο αριθμό βιβλίων, επιστρέφει στο χρονικό, το είδος που τον έκανε διεθνώς γνωστό και που καλλιέργησαν συγγραφείς σαν τον Νόρμαν Μέιλερ και τον Τρούμαν Καπότε. Μόνο που αυτή τη φορά το χρονικό δεν γράφτηκε ποτέ. Η νουβέλα Ντίβα είναι, λοιπόν, η ιστορία μιας ακύρωσης. Αλλά, καμιά φορά, όσα δεν ειπώθηκαν τον καιρό που έπρεπε συμβαίνει να λέγονται με πιο αποκαλυπτικό τρόπο λίγο αργότερα.

13.05

Ελληνική λογοτεχνία

Περσινή αρραβωνιαστικιά

Ζυράννα Ζατέλη

Το δικαιώμα εισόδου σε όλες τις λέσχες των ψυχικά προικισμένων η Ζ.Ζ. το απέκτησε με αυτό το πρώτο της βιβλίο, που ήδη έχει ηλικία δέκα ετών. Τα διηγήματα είναι εννέα – όσες και οι Μούσες. Γυναίκα από σύμπτωση και συγγραφέας από απόλυτη κλίση, η κεντρική φιγούρα έχει τόση ανάγκη να γευτεί το τερπνό δηλητήριο του εγώ της, ώστε τολμά να υψώνει τη λογοτεχνία της σαν σπάνια κύλικα.

Οι ιστορίες αυτής της συλλογής έχουν κάτι από την απόκρυφη γοητεία των νευμάτων της ιέρειας και την αινιγματική επίδραση των φίλτρων.

15.90

Ζυράννα Ζατέλη

Αν πάρεις δέκα σκυλιά και πας και τ’ αφήσεις σ’ έναν αγριότοπο, σε μια ερημιά απ’ όπου δεν περνάει ψυχή ζώσα, τα σκυλιά αυτά μέσα σε λίγες εβδομάδες θα ξαναγίνουν λύκοι…

Με την ανεξιχνίαστη περιστροφή που θα ακολουθούσε ένα ηλιοτρόπιο της νύχτας, η τέχνη της Ζ.Ζ. –επαληθευμένη χαρμόσυνα σε αυτό το τρίτο της βιβλίο, που είναι και το πρώτο της μυθιστόρημα– αποδεικνύει ότι μπορεί κανείς να γράφει σαν να προσπαθεί να λύσει τα μάγια του κόσμου ή σαν να ξορκίζει τη λύση τους.

Το διάχυτο θέμα αυτών των ιστοριών: πώς γεύεται κανείς το μέλι πάνω στο τσεκούρι, είναι και η απάντηση στη συναρπαστική αδυναμία της αφηγήτριας: ανίκανη να αντέξει το μαράζι της σιωπής, γιατρεύει τη σιωπή της με τη λογοτεχνία.

Ο αναγνώστης έχει τη σπάνια τύχη να μπει σε έναν εραλδικό κόσμο, όπου οι άνθρωποι υπάρχουν σαν διαλυμένα είδωλα, τα οποία εμπλέκονται στο αφηγηματικό υφάδι με τον αινιγματικό τρόπο που μια μουσική φράση παρεισφρέει αναπάντεχα σε ένα ζωγραφικό πίνακα.

21.20

Ζυράννα Ζατέλη

Oι είκοσι έξι ιστορίες (έντιτλα κεφάλαια) του μυθιστορήματος της Zυράννας Zατέλη Mε το παράξενο όνομα Pαμάνθις Eρέβους εξελίσσονται στα τέλη του ’50, κάπου στη βόρεια Eλλάδα, με αναδρομές που φτάνουν στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Παρακολουθούμε το ιστορικό πέντε αδελφών (τεσσάρων γυναικών και ενός άντρα) που, μέσα σε μια δωδεκαετία, θα πεθάνουν και οι πέντε στις καλύτερες ηλικίες τους (πρόωροι κι αδυσώπητοι θάνατοι, μυστηριώδεις όσο και «φυσικοί»), αφήνοντας πίσω τους ένα μόνο γόνο: το δεκατριάχρονο αγόρι μιας από τις αδελφές, ένα πλάσμα προικισμένο «με μυστικά χαρίσματα και βάσανα», που –πριν αφανιστεί κι αυτό από το χτύπημα ενός κεραυνού– θ’ αφήσει μια καταλυτική, κυριολεκτικά αλησμόνητη σφραγίδα στο όλο κλίμα του βιβλίου.

Ωστόσο, χίλιες δυο ακόμη ιστορίες γεννιούνται και υφαίνονται πίσω και γύρω απ’ αυτό το κεντρικό μοτίβο και οι αναδρομές στο χρόνο είναι πολύ βαθύτερες –και κυκλικότερες– από ένα «φλας μπακ» στα περασμένα. Eίναι η κατάδυση στην ίδια την ανθρώπινη κατάσταση, στην πολυπλοκότητα της αλήθειας, της πραγματικότητας και του ονείρου – στους φόβους και στις ηδονές της ύπαρξής μας, στις αγάπες μας και στους νεκρούς μας. Nα τονίσουμε επίσης ότι τα παιδιά, τα ζώα, τα φυσικά φαινόμενα, όσο και κάποια παγανιστικά κατάλοιπα (όπως για παράδειγμα οι πυροβασίες που τελούνται ακόμη σε κάποια μέρη της βόρειας Eλλάδας) αποκτούν στο μυθιστόρημά της την αξία και τη βαρύτητα μιας αρχετυπικής θέασης του κόσμου.

Eξάλλου η βασική, η ουσιαστική «πλοκή» του έργου της Zυράννας Zατέλη είναι οι αδιάκοπες διαπλοκές της ίδιας της συγγραφής, είναι τα άπειρα δούναι λαβείν ανάμεσα στην περιπέτεια της ανθρώπινης ψυχής –στους μυστικότερους μάλιστα σπασμούς της– και στην ενσυνείδητη περιπέτεια του ανθρώπου να αρθρώσει τη μοίρα του σε λόγο – με άλλα λόγια, ανάμεσα στο ανείπωτο καθαυτό και στη λογοτεχνία ως μια πράξη μύησης και αυτολυτρωμού. Έχουν ονομάσει τη Zυράννα Zατέλη «σοφιστικέ Zεχραζάντ», κάτι που της πάει αρκετά, μα όχι ως το σημείο να μην ηχεί κι αυτό –στην περίπτωσή της– ως μια συμβατική απόδοση.

 

21.20

Ζυράννα Ζατέλη

Και για να το ομολογήσω απερίφραστα, είμαι παραδομένη άνευ όρων στην γοητεία που ασκούν επάνω μου αυτές οι βέργες σαν να με άγγιξε η κάθε μια ξεχωριστά και να με γήτεψε για πάντα. Το ίδιο θα έλεγα ακόμη κι αν ο εμπνευστής τους, ο δημιουργός τους, δεν μου ήταν ούτε έβδομος ξάδελφος, δεν γνώριζα καν το όνομά του, ή ήταν κάποιος που είχε προ πολλού εκλείψει απ’ τον γνωστό μας κόσμο, είτε ως φυσική οντότητα είτε – μαζί με τη μαγική του βέργα – ως σπάνιο είδος. Αλλά ακόμη καλύτερα που είναι αδελφός μου.

12.72

Ελληνική λογοτεχνία

Το πάθος χιλιάδες φορές

Ζυράννα Ζατέλη

Όποιος πίστεψε ότι οι νεκροί του πρώτου βιβλίου είχαν πεθάνει διαψεύσθηκε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, όταν γύρισαν όλοι οι «άσωτοι». Καταβεβλημένοι εν ζωή από τα στοιχεία της φύσης, από πάθη και έρωτες που δεν τους σήκωνε η πάνω μεριά της γης, τίναξαν από τον γιακά τους τα χώματα και επέστρεψαν θριαμβικά, για να δειπνήσουν όπως άλλοτε με τους ζωντανούς – μία νύχτα κόσμος ολόκληρος και το ανθρώπινο δράμα εν οίστρω – , μέχρι να έρθει η σεβαστή εκείνη ώρα, το πρώτο χάραμα, να ημερέψουν και να κρυφτούν ξανά ως ώφειλαν στα σκότη. Και όλα τούτα υπό το άγρυπνο βαθύσκιωτο βλέμμα της Λεύκας, που αργότερα θα επιλέξει ως αληθινό της ψευδώνυμο το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους.

26.50

Ελληνική λογοτεχνία

Ηδονή στον κρόταφο

Ζυράννα Ζατέλη

Η Ηδονή στον κρόταφο διαβάζεται ως καλειδοσκοπική αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, ως ασπρόμαυρη μυθοπλασία με πρωταγωνιστές όλους τους έμψυχους και άψυχους κατοίκους του ζατελικού κόσμου.

Συγγραφείς και οδοιπόροι, γνώριμοι και άγνωστοι, πληθωρικές υπάρξεις και ευδαίμονες μελαγχολικοί, γραφομηχανές που δεν σωπαίνουν αλλά και τσιγάρα-θέλγητρα που αναβοσβήνουν σε κάθε σελίδα του βιβλίου μαρτυρούν παράξενες συμπτώσεις, ιερές βλέψεις, επιθυμίες ανεκπλήρωτες και γι’ αυτό άφθαρτες, θανάτους-έρωτες συχνά παράφορους, γρίφους και μυστικά που αποκαλύπτει ο χρόνος, ο ίδιος ο αυτουργός που τα απέκρυψε.

Σπαράγματα μιας εξομολόγησης που αναδίδει ομίχλη και σκιές σαν γνήσιο παραμύθι, με ιστορίες που γράφτηκαν στην πυρά και ενίοτε στην στάχτη της.

10.60

Ελληνική λογοτεχνία

Στην ερημιά με χάρι

Ζυράννα Ζατέλη

Έχοντας περάσει ακροποδητί τη γνωστή δοκιμασία του ανθρώπου που γράφει για να διαβάσει τι έχει ζήσει, η Ζ. Ζ. κατάφερε να φέρει τη γραφή της σ’ ένα σημείο όπου, άθελά της σχεδόν, τελούνται απίθανες κλεψιγαμίες ανάμεσα στις άδηλες δυνάμεις της ζωής. Μέσα από βελόνες που ταξιδεύουν, μοσχαροκεφαλές που δίνονται πεσκέσι, δάχτυλα παράξενα και κάθε λογής μεταμορφώσεις, μια απόκοσμη βαθύτητα διεκδικεί το βιβλίο σαν στέγη.

Επαφίεται στον αναγνώστη να υποψιαστεί ότι παρόμοιοι ψυχισμοί βλέπουν τη λογοτεχνία όχι ως μέγιστη επιτυχία, αλλά απλώς ως ευγενή συμβιβασμό.

15.90

Ελληνική λογοτεχνία

Τα υλικά του χρόνου

Μαργαρίτα Μαντά

Πιό πολύ απ’ όλα στο ΣΙΝΕΑΚ, εμένα μ’ αρέσουν τα “επίκαιρα”.

“Αυτά τα δείχνουν πριν από τις ταινίες και είναι μαυρόασπρα. Ο μπαμπάς μάς έχει εξηγήσει πως είναι τα νέα απ’ τον κόσμο και την Ελλάδα σε περίληψη. Βλέπουμε εικόνες με βασιλιάδες, πολιτικούς, παπάδες, πολεμιστές, παρελάσεις, νοσοκόμες, παιδάκια σε νοσοκομεία, παιδάκια που παίρνουν δώρα για τα Χριστούγεννα, κάτι στρατιώτες που ψήνουν αρνιά και τσουγκρίζουν αυγά με κάτι κυρίους που φοράνε σκούρα γυαλιά, πολλές ελληνικές σημαίες που ανεμίζουν σε διάφορα μέρη, τον κύριο Ωνάση που φοράει κι αυτός σκούρα γυαλιά, κάτι αεροπλάνα που σταματάνε σ’ ένα μεγάλο μέρος κι ύστερα κατεβαίνει μια σκάλα και βγαίνει μια κοπέλα μ’ ένα καπέλο σαν το πρώτο μου καθικάκι ανάποδα και χαμογελάει και πίσω της βγαίνουν μερικές κυρίες και κύριοι, που κι αυτοί φοράνε σκούρα γυαλιά. Όλα αυτά που βλέπουμε μας τα εξηγεί ένας κύριος με πολύ χοντρή φωνή που δεν τον βλέπουμε, μόνο τον ακούμε. Όταν τελειώνουν τα “Επίκαιρα” μπαίνει μια μουσική και μετά αρχίζει η ταινία”.

“Μνήμες του παιδιού που υπήρξα στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Μνήμες εικόνων, ακουσμάτων και σιωπών. Μνήμες αφής, όσφρησης, μνήμες αισθήσεων. Καταγραφή ενός κόσμου και μιας χώρας που δεν υπάρχουν πια, από το παιδί που ήμουν τότε. Βιώματα που όσο μεγαλώνω τόσο πιο ισχυρά με κατοικούν. Όχι σαν νοσταλγία. Σαν δομικό υλικό της πορείας της ζωής μου”. (Μ.Μ.)

12.60

Ελληνική λογοτεχνία

Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή

Βασίλης Γκουρογιάννης

[…]Το παλιό λεωφορείο, ένα Βόλβο εικοσαετίας, με αεροπορικό βόμβο και ξερούς τριγμούς, ξεκίνησε για μια σύντομη περιήγηση στην παλαιά Λευκωσία και αποκεί θα κατευθυνόταν προς το ξενοδοχείο Nicosia. Στην ατμόσφαιρά του πλανιόταν η αίσθηση ότι εγκατέλειπαν πίσω στη Μακεδονίτισσα τους νεκρούς συμπολεμιστές, ηττημένοι από το πάθος για μια παγωμένη μπίρα. Έτσι κι αλλιώς, δεν μπορούσαν να τους παρηγορήσουν. Δεν γνωρίζουν αν οι νεκροί χρειάζονται παρηγοριές. Αυτό που έγινε πριν από λίγο ήταν μια βιαστική συνάντηση έπειτα από τριάντα τόσα χρόνια παλαιών φίλων, οι οποίοι δεν είχαν τίποτε πλέον να πουν πέρα από τα τυπικά και ανυπομονούσαν να χωρίσουν με εύσχημο τρόπο. Εξάλλου οι νεκροί ήταν ήδη ενήλικες: ήταν τριάντα τριών ετών νεκροί. Είχαν πια προσαρμοστεί να είναι νεκροί, ενώ ως ζωντανοί βίωσαν μόλις είκοσι πέντε χρόνια, και προφανώς τα είχαν λησμονήσει. […]

 

Με πρωταγωνιστές μια ομάδα βετεράνων του πολέμου στην Κύπρο το 1974, κατά την εισβολή του Αττίλα, οι οποίοι επιστρέφουν στα πεδία των μαχών τριάντα τόσα χρόνια μετά, ο Βασίλης Γκουρογιάννης στήνει ένα υπαρξιακό μυθιστόρημα για τον αγνοημένο αυτό πόλεμο αλλά και για κάθε πόλεμο. Μεγάλο μέρος του μυθοπλαστικού υλικού του βιβλίου είναι βασισμένο σε μαρτυρίες ελλήνων και τούρκων βετεράνων που έλαβαν μέρος στα γεγονότα.

11.97

Ελληνική λογοτεχνία

Ο κουτσός Άγγελος

Αλέξης Πανσέληνος

Ένα νουάρ μυθιστόρημα στα χρόνια της Κατοχής.

Αθήνα 1943. Ένας ντετέκτιβ, Ελληνοαμερικανός, βρίσκεται εδώ και λίγα χρόνια στην Ελλάδα, κυνηγημένος από τους εχθρούς του.

Φυτοζωεί από το επάγγελμά του και ενώ ο πόλεμος διαλύει τις τελευταίες του ελπίδες, κάποιος του αναθέτει την προστασία ενός κοντραμπασίστα της όπερας. Μετέωρος μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, θα συναντήσει πλάσματα φτιαγμένα από τα υλικά του πόνου και της επιβίωσης: μια μοιραία γυναίκα που σαγηνεύει όλους τους άνδρες της ιστορίας, μια Εβραιοπούλα παντρεμένη μ’ έναν μαυραγορίτη, έναν Γερμανό αρχιμουσικό αποφασισμένο ν’ ανεβάσει τον «Χρυσό του Ρήνου» στη Λυρική, έναν αλλήθωρο πρώην εκτελωνιστή, μια πόρνη της Τρούμπας, μια μαυροφορεμένη γυναίκα παραδομένη στο ερωτικό αλισβερίσι. Όλοι τους έχουν δαγκώσει το μήλο της αμαρτίας. Όλοι τους μπορούν είτε να σωθούν είτε να χαθούν. Μήπως για να σωθεί η ψυχή ενός τόπου πρέπει να επιζήσουν και η αρετή και ο πειρασμός;

11.97

Ελληνική λογοτεχνία

Ελαφρά ελληνικά τραγούδια

Αλέξης Πανσέληνος

Κοιταγμένα σήμερα τα πρόσωπα στις φωτογραφίες που δημοσίευαν οι εφημερίδες της εποχής θυμίζουν τα πορτρέτα μιας πολυάνθρωπης οικογένειας. Αμέσως ανιχνεύεις αμέτρητα κοινά χαρακτηριστικά σε αυτούς τους εντελώς άσχετους μεταξύ τους ανθρώπους, σαν εκείνα που κληροδοτούν από τη μια γενιά στην άλλη άντρες και γυναίκες μιας οικογένειας στους απογόνους τους. Δεν είναι ότι μοιάζουν πραγματικά τα πρόσωπα, τα μάτια, οι μύτες, τα στόματα, τα μέτωπά τους. Μια άλλου είδους ομοιότητα τους κάνει να μοιάζουν τόσο: ίσως η πολυκαιρισμένη απόχρωση της παλιάς εφημερίδας, ίσως τα ασπρόμαυρα αρνητικά που αφαιρούν τη χρωματική διαφοροποίηση, ίσως τελικά η σφραγίδα των καιρών επάνω τους το γενικό ήθος της εποχής, τα γεγονότα της κοινής τους καθημερινότητας, η μόδα στα ρούχα, στα χτενίσματα, τα τραγούδια που ακούνε στο ραδιόφωνο, οι ήχοι των δρόμων, όλα όσα σφραγίζουν ένα κοινό υποσυνείδητο και σχηματίζουν μέσα μας το αποτύπωμα του κόσμου.

Καταδικασμένοι έρωτες και πολιτικές συνωμοσίες, ελαφρά ελληνικά τραγούδια, εκτελέσεις και καλλιστεία ξαναζωντανεύουν στους δρόμους της Αθήνας του 1950: μια μυθιστορηματική τοιχογραφία για μια εποχή δύσκολης ανάρρωσης ενός κόσμου που μάτωσε.

“Συνωθείται ο κόσμος στα σκαλοπάτια της εισόδου από την Καραγεώργη Σερβίας, αλλά δεν μπορεί να μπει ο καθένας, μόνο όσοι έχουν το μαγικό χαρτάκι. Οι λιμουζίνες έχουν τραβήξει πιο κάτω προς το «Κινγκ Τζωρτζ», για να μην εμποδίζουν τα αυτοκίνητα και τα ταξί που αποβιβάζουν τους επισήμους και τους καλεσμένους… Όλων η προσοχή είναι στραμμένη στην είσοδο και στα σκαλοπάτια της «Μεγάλης Βρετανίας». Από μέσα ακούγεται η μουσική της ορχήστρας και η φωνή της Βέμπο που πρώτα τραγουδά τη μεγάλη της επιτυχία, τόσο ταιριαστή με την αποψινή γιορτή, καθώς η Αθήνα μπαίνει και επίσημα ξανά στον χάρτη των ευτυχισμένων, ξένοιαστων και ευλογημένων πόλεων:

Λόντρα, Παρίσι, Νιου Γιορκ, Βουδαπέστη, Βιέννη, μπρος στην Αθήνα καμμιά, καμμιά σας δε βγαίνει”

6.00