Βλέπετε 211–225 από 291 αποτελέσματα

Ελληνική λογοτεχνία

Ελληνική λογοτεχνία

Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη

Γιάννης Ξανθούλης

Ένα απρόσμενο γράμμα από τη Γερμανία θα αναστατώσει τον Πετρόκαμπο. Το ξεχασμένο, όλο πέτρες και σκορπιούς, χωριό στην ενδοχώρα. Κάποτε διέθετε προοπτικές ευημερίας σαν κεφαλοχώρι, όμως μετά ακολούθησε κι αυτό τη μοίρα άλλων ελληνικών χωριών. Παρ’ όλα αυτά, διατηρούσε μια αποκλειστικότητα άγνωστη στους πολλούς: την υπνοβασία. Με το γράμμα, απέκτησε και μια δεύτερη, χάρη στον αποστολέα, τον Απόστολο (Λάκη) Μπούγα, γιο της θρυλικής μαμής Σεβαστιανής, που είχε αναδειχθεί σε αστέρα ερωτικών ταινιών. Έφυγε σχεδόν παιδί από το χωριό για τη Γερμανία, όπου και διέπρεψε. Ετοιμοθάνατος, συντάσσει τη διαθήκη του, αφήνοντας τη σχεδόν αμύθητη περιουσία του στον Πετρόκαμπο. Με προϋποθέσεις. Πρώτη και καλύτερη, από μια άποψη, να ιδρυθεί μουσείο στο όνομά του με τις καλλιτεχνικές επιδόσεις του – και όχι μόνο.

Αποδέκτης της επιστολής με τα καυτά νέα, ο μακρινός (και μόνος εν ζωή) συγγενής του στο χωριό, ο Πέτρος Μακκαβαίος. Ο Μακκαβαίος, που θα γίνει ο «συναισθηματικός κρίκος» μεταξύ του αείμνηστου σταρ και των φιλόδοξων έργων στον Πετρόκαμπο, μόλις διάβασε τις επιθυμίες του Απόστολου, ένιωσε κάτι παραπάνω από ρίγος να διατρέχει τη ραχοκοκαλιά του. Κι ας ήταν Ιούλιος, κατακαλόκαιρο. Διαισθάνθηκε αμέσως ότι η ζωή του θα άλλαζε, χωρίς όμως να φαντάζεται πόσο. Γιατί μιας τέτοιας ευεργεσίας… μύρια άλλα περίεργα έπονται. Όταν μάλιστα στην ιστορία ανακατευτεί και η Σανγκάη, ε, τότε τα πράγματα υπερβαίνουν προκλητικά τη φαντασία ενός συνηθισμένου μοναχικού άντρα που δροσιζόταν με λεμονάδες…

15.93

Μαρία Μαυρικάκη

«Δεν ήμασταν παιδιά εγκαταλειμμένα ή κακοποιημένα, γόνοι διαλυμένης οικογένειας, ούτε τίποτα πλουσιόπαιδα, που από την ευμάρεια οδηγούνται στην πλήξη και στους πειραματισμούς με τα διάφορα. Κοντολογίς, δεν ανταποκρινόμασταν σε κανένα από τα στερεότυπα που περιγράφονται ως οικογενειακό περιβάλλον των εξαρτημένων. Συνηθισμένοι άνθρωποι οι γονείς μας, τα παιδικά μας χρόνια χορτάτα από παιχνίδι στους χωματόδρομους της γειτονιάς. Στα εμβληματικά 60s εσύ, εγώ στα 70s, της μεταπολίτευσης καημένη γενιά. Αργότερα κατάλαβα πως αυτό που σου (μας) συνέβη μπορεί να συμβεί στον καθένα».

Τι σημαίνει να έχεις στο στενό σου περιβάλλον έναν άνθρωπο παγιδευμένο στις ουσίες; Επτά διαφορετικές φωνές απαντούν, περιγράφοντας τα συναισθήματα που προκαλεί στους γύρω του ο γιος, ο αδερφός, ο φίλος, ο σύντροφος, ο εραστής που εξαρτάται. Ηχεί όμως και η δική του φωνή.

Μια αφήγηση για το ακόρεστο του ελλείμματος, τις προσπάθειες θεραπείας και τις υποτροπές, τη μελαγχολία, τις ενοχές και τη συγχώρεση, μια ιστορία συνεξάρτησης, που αποτυπώνει γυμνή την αλήθεια της κάθε πλευράς.

10.35

Πάνος Σόμπολος

Εγκλήματα γένους θηλυκού περιλαμβάνει το πέμπτο βιβλίο μου. Πρόκειται για γυναίκες όλων των ηλικιών που έφτασαν να εγκληματήσουν για διάφορες αιτίες. Το πρώτο έγκλημα με το οποίο ασχολούμαι διαπράχθηκε το 1931 και έγινε ακόμη και τραγούδι: “Καημένε Αθανασόπουλε, τι σου ‘μελλε να πάθεις, από κακούργα πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις”. Ακολουθούν δεκάδες άλλα εγκλήματα που έγιναν στην Αθήνα και σε διάφορες περιοχές της χώρας.

Οι περισσότερες από τις ανθρωποκτονίες στις οποίες αναφέρομαι έχουν απασχολήσει για πολύ καιρό ή και χρόνια ακόμη την κοινή γνώμη. Ήταν εγκλήματα που πραγματικά συγκλόνισαν την Ελλάδα.
Πρωταγωνίστρια είναι πάντα η γυναίκα, ως φυσική ή ηθική αυτουργός ή συναυτουργός, σε όλες τις ανθρωποκτονίες που περιλαμβάνονται στο βιβλίο: συζυγοκτονίες, παιδοκτονίες, μητροκτονίες και δολοφονίες άλλων προσώπων, για διάφορους λόγους. Πολλές από τις ανθρωποκτονίες αυτές φέρουν τον χαρακτήρα της εκδίκησης, του φοβερού πάθους, του αβυσσαλέου μίσους και σχετίζονται με το χρήμα, τον έρωτα, τη ζηλοτυπία, τα περιουσιακά και άλλα ζητήματα.

Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι οι περισσότερες από τις γυναίκες που εγκλημάτησαν είχαν λευκό ποινικό μητρώο, δεν είχαν απασχολήσει την αστυνομία για το παραμικρό.
Ήταν δηλαδή οι γυναίκες της διπλανής πόρτας.

Προσπάθησα να κάνω ακριβή περιγραφή και καταγραφή των πραγματικών γεγονότων, ώστε να χρησιμοποιηθούν από τον ιστορικό του μέλλοντος χωρίς τον φόβο της ανακρίβειας.

Πάνος Σόμπολος

13.16

Ελληνική λογοτεχνία

Ο δολοφόνος φορούσε σμόκιν

Γιάννης Μαρής

Ποιοί φορούσαν σμόκιν εκείνο το βράδυ στην Αθήνα;

Κάποιος δεν έλεγε την αλήθεια απ’ όλους. Αλλά ποιός; Πρώτα ήταν η μητέρα Μενδρινού. Έλεγε ψέματα. Η κόρη της δεν είχε καμιά διάθεση να αυτοκτονήσει. Η πρωταγωνίστρια της ταινίας τους, που προσπάθησε να
τον διώξει από την Αθήνα, και τώρα αυτός, ο κ. X της Ηρώς, που δεν δεχόταν εκβιασμούς. Όλοι εκινούντο γύρω από το θάνατο της Ζιζής Μενδρινού. Αλλά ποιά σχέση μπορούσαν να έχουν μεταξύ τους; Κάθε καινούργιο ίχνος που ανεκάλυπτε, αντί να τον πλησιάσει στη λύση του προβλήματος, τον απεμάκρυνε ακόμη πιο πολύ. Κι όμως, υπήρχε κάτι. Ποιός ήταν ο «Μεγάλος», για τον οποίον είχε μιλήσει η Ηρώ;

Ο Αγγελίδης, ένας νέος ταλαντούχος οπερατέρ, γυρνάει νύχτα από τον Πειραιά με τον ηλεκτρικό. Πλησιάζοντας την Αθήνα, βλέπει από το παράθυρο του τραίνου, κοντά στις γραμμές, έναν άντρα να πετάει το πτώμα μιας γυναίκας από ένα αυτοκίνητο. Ο άντρας φορούσε σμόκιν. Κανείς απ’ τους συνεπιβάτες του δεν είδε τη σκηνή. Το θέμα του γίνεται εμμονή και κόντρα σε όλες τις μαρτυρίες, με προσωπικό κίνδυνο, προσπαθεί να λύσει το μυστήριο. Μια σύνθετη ίντριγκα, με πολλές απρόβλεπτες διακλαδώσεις, με πλούσιο ερωτισμό, στην Αθήνα της δεκαετίας του 1950. Και με τον αστυνόμο Μπέκα, το άκρο αντίθετο του ήρωα, να παρεμβαίνει με τον ήρεμο και μοναδικά αποτελεσματικό τρόπο του.

15.50

Ελληνική λογοτεχνία

Όλες οι γάτες είναι όμορφες

Στην Ελλάδα ήμουν πάντα «ο Αλβανός». Όταν επισκεπτόμουν την Αλβανία γινόμουν αυτόματα «ο Έλληνας». Σε τσακωμούς, και στις δύο χώρες, κολλούσαν στην αντίστοιχη λέξη το «βρωμο». Όταν πήγα να σπουδάσω για έναν χρόνο στο Βέλγιο, στα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης, ήμουν «ο τεμπέλης Έλληνας». Μαχόμουν με σθένος να αποδείξω πως αυτό το, καλλιεργημένο τελευταία, στερεότυπο για τον «τεμπέλη Έλληνα που δεν πληρώνει ποτέ φόρους στο Κράτος» δεν ισχύει και είναι πέρα για πέρα άδικο. Όταν πηγαίνω στην Κύπρο είμαι «ο Καλαμαράς ή ο Ελλαδίτης». Γιατί αρέσει τόσο πολύ στον κόσμο να βάζει ταμπέλες; Στην Ελλάδα συνήθιζα να ακούω, φαντάζομαι και πολλοί άλλοι, το «μα δε μοιάζεις με Αλβανό». Στη Γερμανία, όπου ήρθα ως κάτοχος ελληνικής υπηκοότητας, ως Έλληνας, άκουσα κάποιες φορές το «μα δε μοιάζεις με Έλληνα».

Όσο αστεία κι αν ακούγονται όλα αυτά, που σίγουρα έχουν και την αστεία τους πλευρά, έχουν και μια πολύ άσχημη πλευρά. Κάθε ένας από αυτούς τους χαρακτηρισμούς προκαλεί κάτι διαφορετικό στον κάθε άνθρωπο, αδιαφορία, θυμό, πόνο. Κάποιοι διαχειρίζονται αυτόν τον πόνο με σχετική ευκολία και κάποιους άλλους τους ταλαιπωρεί μια ολόκληρη ζωή. Η ευχή μου είναι να εξαλειφθεί εντελώς αυτός ο πόνος, αν και όπου υπάρχει. Να βλέπουμε περισσότερο τον καθένα ατομικά χωρίς τις ταμπέλες που κουβαλά. Διότι αν βγάλεις την ταμπέλα του μετανάστη, του πρόσφυγα, του «άλλου», του «δικού μας» από τους ανθρώπους, τι είναι αυτό που μένει; Δεν μένει τίποτα άλλο παρά μονάχα ο άνθρωπος. Να δούμε τον άνθρωπο ως άνθρωπο, έτσι όπως τον βλέπουν τα μάτια ενός παιδιού, δίχως καμία απολύτως ταμπέλα.

Ο Έλσον Ζγκούρη γεννήθηκε στο Belsh της Αλβανίας. Σε μικρή ηλικία μετανάστευσε με την οικογένειά του στην Ελλάδα όπου εγκαταστάθηκαν σ’ ένα μικρό χωριό στον κάμπο των Γιαννιτσών. Αγάπησε την ελληνική γλώσσα και άρχισε να γράφει από πολύ μικρή ηλικία. Σπούδασε Πληροφορική και Ενεργειακά στην Καβάλα, τη Γάνδη και το Βερολίνο […] Πρόσφατα μετέφρασε για τις Παράξενες Μέρες το βιβλίο του Ρούντι Ερεμπάρα «Το έπος των άστρων της αυγής» που έχει τιμηθεί με λογοτεχνικό βραβείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό είναι το πρώτο του βιβλίο.

12.00

Ρέα Γαλανάκη

Σ’ αυτό το μυθιστόρημα αναζητώ ποιοι υπήρξαν οι «γνωστοί-άγνωστοι» γονείς μου – όπως συνήθως είναι οι γονείς. Τι διαμόρφωσε τον Εμμανουήλ και την Αικατερίνη πριν παντρευτούν, πριν τους γνωρίσω, πριν συγκρουστούμε με σφοδρότητα, πριν συμφιλιωθούμε αργότερα. Από πού άντλησαν εκείνο το φορτίο πολιτισμών, νοοτροπιών, συμπεριφορών, ακόμη και ιστορικής οπτικής, που μοιραία μου κληροδότησαν.

 Αναζήτηση επιτρεπτή, αν όχι και απαραίτητη στην ώριμη ηλικία ενός παιδιού, ενός συγγραφέα – όπως είναι πλέον η δική μου. Παραδόξως, μόνο τώρα αφέθηκαν σε εξομολογήσεις τα κατάλοιπα των νεκρών γονέων, μόνο τώρα αποκρίθηκαν στις ερωτήσεις μου οι παλιές μαυρόασπρες φωτογραφίες τους. Η μνήμη μουανακάλεσε πιο εύκολα τις οικογενειακές προφορικές εξιστορήσεις, που τόσο πολύ διαφέρουν από στόμα σε στόμα, απόάντρα σε γυναίκα, από δωμάτιο σε δωμάτιο, από εποχή σε εποχή. Βρέθηκα στους τόπους, όπου σε ποικίλουςχρόνους και σε καιρούς δύσκολους είχαν ζήσει: ιστορικά χωριά της Κρήτης, προπολεμική Βιέννη και Μπορντό, Αθήνα, Ηράκλειο κι άλλους ακόμη. Τόπους-σκηνικά, αφού ανέκαθεν η οικογένεια είναι ο βαθύς εκρηκτικός πυρήνας κάθε δράματος στη ζωή, στην τέχνη. 

Σ’ αυτά τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια αμφισβητώ, επινοώ, κατανοώ, εικάζω, σαρκάζω, και μάλλον συγχωρώ. Στο κάτω-κάτω οι γονείς είναι ο ένας μόνο από τους πολλούς καθρέφτες της αυτογνωσίας μας, ίσως ο πιο σκληρός αλλά και τρυφερός καθρέφτης.

18.00

Ελληνική λογοτεχνία

Το τηλεφώνημα που δεν έγινε

Απόστολος Δοξιάδης

…Ενώ περπατά με το κεφάλι σκυφτό, βλέπει ξαφνικά στο έδαφος ένα «ντάιμ», δηλαδή ένα νόμισμα των δέκα σεντς, που χρησίμευε τότε στην Αμερική ως τηλεφωνικό κέρμα. Βουτάει το νόμισμα και τρέχει πάλι στον τηλεφωνικό θάλαμο. Κλείνει την πόρτα, αρπάζει το ακουστικό και ρίχνει το νόμισμα μέσα στη συσκευή ενώ το χέρι του πάει στο καντράν του τηλεφώνου. Μα, εκεί που πάει να σχηματίσει το πρώτο ψηφίο ενός αριθμού, σταματά. Η έκφραση του προσώπου του αλλάζει, από τη χαρά στη λύπη. Αφήνει το ακουστικό να κρέμεται και ξαναβγαίνει. Γιατί όμως δεν τηλεφώνησε;

Από αυτό το ερώτημα, στο οποίο οδηγεί μια μαθητική ασπρόμαυρη ταινία μικρού μήκους, ο Απόστολος Δοξιάδης ξεκινά μια έρευνα που σε αρκετά σημεία θυμίζει αστυνομική αναζήτηση, προσπαθώντας να βρει την αιτία ενός μεγάλου, ακόμη αθεράπευτου, καημού. Κινείται από το σήμερα στο 1968, από την Αθήνα στην Ουάσινγκτον και πάλι πίσω, με πρόσωπα αληθινά και μυθιστορηματικά να διαπλέκονται και στόχο μια απάντηση που θα ξεκλειδώσει το μυστήριο και θα θεραπεύσει. Μα η απάντηση παίρνει όψεις απατηλές.

Ανάμεσα στο μυθιστόρημα και την αυτοβιογραφία, στην εξομολόγηση και την ανάλυση, το Τηλεφώνημα που δεν έγινε είναι ταυτόχρονα αφήγηση αλλά και αναφορά σε ένα πρόσωπο που, ενώ παίζει τον κυριότερο ρόλο στην ιστορία, κρύβεται συστηματικά από τον συγγραφέα και τον αναγνώστη.

12.96

Ελληνική λογοτεχνία

Κινέζικα μαρτύρια

Αντώνης Ιορδάνογλου

Η φωτογράφιση ενός ζευγαριού στη Σαντορίνη που εξελίσσεται σε θρίλερ, ένας ουρολόγος με εμφανή προβλήματα προσανατολισμού, ζωηρά παιδιά σε πολυτελές ξενοδοχείο που φιλοξενεί ρομαντικά ζευγάρια αλλά δεν έχει ρεύμα, η μελαγχολική πτήση ενός οινοβαρούς μεγιστάνα με ελικόπτερο πάνω από το Αιγαίο, ένας γκρινιάρης καθηγητής φιλοσοφίας πεινασμένος στην αττική γη, ένα γκροτέσκο μάθημα γαστρονομίας σε ξενοδοχείο του Ναυπλίου, ένας ξεναγός χαμένος στο πέλαγος της μετάφρασης…

Κινέζικα μαρτύρια είναι οι μικρές και μεγάλες οδύσσειες Κινέζων ταξιδιωτών στην Ελλάδα, μέσα από την εξιστόρηση των οποίων φωτίζονται οι ταξιδιωτικές συμπεριφορές αυτού του συχνά εκπληκτικού και συχνότερα ακατανόητου έθνους. Η συλλογή των συγκεκριμένων αφηγήσεων δεν είναι μόνο μια σπουδή κοινωνιολογίας των συμπεριφορών. Είναι και ένας χαμογελαστός τρόπος να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε κάπως τους Κινέζους μας: φίλους, ταξιδιώτες, πελάτες, εσχάτως και συμπατριώτες. Οι περιπέτειές τους αυτές μοιάζουν με έναν μίνι οδηγό για έναν τόπο που ακόμη ανακαλύπτεται· έναν οδηγό κατανόησης του Άλλου, με χιούμορ και πάντα με καλή διάθεση.

Δέκα συν μία ιλαροτραγικές ιστορίες οι οποίες, παρότι είναι εμπνευσμένες από αληθινά γεγονότα, έχουν πολλά φανταστικά στοιχεία στη δομή, τα πρόσωπα και το σκηνικό. Εξάλλου, όπως θα έλεγε και ο Γάλλος συγγραφέας Εντμόν Αμπού: «Οι πιο αληθινές ιστορίες δεν είναι αυτές που έχουν συμβεί».

9.90

Ελληνική λογοτεχνία

Νέα Σελήνη, Ημέρα Πρώτη

Θανάσης Βαλτινός

Τα κλειστά της μάτια τον ενθαρρύνουν. Στα χείλη της διαγράφεται ένα φιλικό ευφρόσυνο χαμόγελο. Απλώνει το χέρι του και δειλά το βάζει ανάμεσα στους μηρούς της. Το κεφάλι του πάει να εκραγεί. Το χέρι του προχωράει ψηλότερα, την ψαύει ολόκληρη. Χώνει το πρόσωπό του στο στήθος της. Η μυρουδιά της τον αναστατώνει. Προσπαθεί να της κατεβάσει το εσώρουχο χωρίς να τα καταφέρνει.

Προσπαθεί επανειλημμένα αλλά χωρίς αποτέλεσμα, παρόλο που η ίδια τον ευκολύνει μετακινώντας το κορμί της. Η αγωνία του κορυφώνεται. Συνεπαρμένη από την ίδια αγωνία, η Γαλλίδα παραμερίζει βίαια το εσώρουχό της και το σκίζει. Στην κρίσιμη στιγμή η αποκάλυψη της σγουρής δασωμένης της ήβης τυφλώνει τον Νίκο. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι που επικρατεί, δεν ακούγεται τίποτε άλλο εκτός από τη βροχή στα κεραμίδια.

13.50

Ρέα Γαλανάκη

Σ’ αυτό το μυθιστόρημα αναζητώ ποιοι υπήρξαν οι «γνωστοί-άγνωστοι» γονείς μου – όπως συνήθως είναι οι γονείς. Τι διαμόρφωσε τον Εμμανουήλ και την Αικατερίνη πριν παντρευτούν, πριν τους γνωρίσω, πριν συγκρουστούμε με σφοδρότητα, πριν συμφιλιωθούμε αργότερα. Από πού άντλησαν εκείνο το φορτίο πολιτισμών, νοοτροπιών, συμπεριφορών, ακόμη και ιστορικής οπτικής, που μοιραία μου κληροδότησαν.

 Αναζήτηση επιτρεπτή, αν όχι και απαραίτητη στην ώριμη ηλικία ενός παιδιού, ενός συγγραφέα – όπως είναι πλέον η δική μου. Παραδόξως, μόνο τώρα αφέθηκαν σε εξομολογήσεις τα κατάλοιπα των νεκρών γονέων, μόνο τώρα αποκρίθηκαν στις ερωτήσεις μου οι παλιές μαυρόασπρες φωτογραφίες τους. Η μνήμη μουανακάλεσε πιο εύκολα τις οικογενειακές προφορικές εξιστορήσεις, που τόσο πολύ διαφέρουν από στόμα σε στόμα, απόάντρα σε γυναίκα, από δωμάτιο σε δωμάτιο, από εποχή σε εποχή. Βρέθηκα στους τόπους, όπου σε ποικίλουςχρόνους και σε καιρούς δύσκολους είχαν ζήσει: ιστορικά χωριά της Κρήτης, προπολεμική Βιέννη και Μπορντό, Αθήνα, Ηράκλειο κι άλλους ακόμη. Τόπους-σκηνικά, αφού ανέκαθεν η οικογένεια είναι ο βαθύς εκρηκτικός πυρήνας κάθε δράματος στη ζωή, στην τέχνη. 

Σ’ αυτά τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια αμφισβητώ, επινοώ, κατανοώ, εικάζω, σαρκάζω, και μάλλον συγχωρώ. Στο κάτω-κάτω οι γονείς είναι ο ένας μόνο από τους πολλούς καθρέφτες της αυτογνωσίας μας, ίσως ο πιο σκληρός αλλά και τρυφερός καθρέφτης.

18.00

Ελληνική λογοτεχνία

Δέρμα

Βίβιαν Στεργίου

Ένα βαρετό πάρτι στην καλοκαιρινή Αθήνα αυξάνει τη μοναξιά των αποτυχημένων καλλιτεχνών που έχουν μαζευτεί για να σκοτώσουν την ώρα τους. Ο Μέγας Αλέξανδρος φεύγει για να κατακτήσει το Λονδίνο, αλλά εθίζεται στην ιντερνετική συνομιλία με μια κοπέλα που ζει στην Καισαριανή. Στον σταθμό των τρένων του Αμβούργου, ένα ζευγάρι χωρίζει, ήρεμα, με λίγες γερμανικές λέξεις που θυμάται από το φροντιστήριο. Ένας Fachidiot: όταν η λύση σε ένα πρόβλημα γίνεται χειρότερη του προβλήματος. Δύο φίλες χρησιμοποιούν την τεχνολογία της διαρκούς επικοινωνίας ως τρόπο για να αγνοούν η μία την άλλη μέχρι την οριστική αποξένωση. Ένα γυναικείο σώμα υποβάλλεται σε γυναικολογικές εξετάσεις και συνδέεται με τις ρίζες του, χορεύει στα μπαρ και στο τέλος απορρίπτεται. Τρεις συγκάτοικοι ονειρεύονται να βρουν καλές δουλειές στη Βόρεια Ευρώπη, χωρίς να είναι σίγουροι πού θέλουν να ζουν. Ο χοντρός Νιλς περνάει ένα καλοκαίρι στο εξοχικό της πλαστικής κούκλας που τον διδάσκει ότι, αν θέλει να επιτύχει επαγγελματικά, πρέπει να γυμνάζεται περισσότερο και να συμπεριφέρεται σωστά ονλάιν.
Με χαλαρές συνδέσεις μεταξύ τους, οι ιστορίες αυτές έχουν ως κεντρικό θέμα την καθημερινότητα των ηρώων τους· τίποτα σημαντικό δεν συμβαίνει, εκτός από την ίδια τους τη ζωή.

13.50

Ελληνική λογοτεχνία

Η νοσταλγία της απώλειας

Θεόδωρος Γρηγοριάδης

Οι τριάντα µία διηγήσεις είναι αφηγήσεις προσωπικές, ιστορίες φίλων και περαστικών, εξιστορήσεις που φανερώθηκαν µέσα από καταχωνιασµένα σηµειωµατάρια και το καταστάλαγµα της ζωής. Καταστάσεις πραγµατικές και φανταστικές, ανοµολόγητες και παρανοηµένες, για ανθρώπους που δοκιµάστηκαν στα όρια της ζωής τους. Κοινά στοιχεία των διηγήσεων η µνήµη, ο πόνος και η απώλεια, οι εµµονές του έρωτα, τα ανθρώπινα παθήµατα.

Οι διηγήσεις, σύνοψη και απόσταγµα ζωής, αποτελούν µια αποσπασµατική  μυθοπλασία. Ως αφηγητής δεν θέλησα µόνο να περιγράψω και να στοχαστώ, αλλά να εκτεθώ, να µιλήσω µε ειλικρίνεια, να διηγηθώ ανυπόκριτα µε συγκίνηση και αυτοσαρκασµό, αναζητώντας τη µοναδικότητα του εαυτού µας και την επαφή µε τον αναγνώστη στη χαοτική εποχή µας. Άραγε πόσο αποκαλυπτόµαστε µέσα από τα λόγια και τις ιστορίες µας; Και πότε η ανάκληση µιας ιστορίας γίνεται εκµυστήρευση µε όλο της το κόστος και όχι απλώς  η νοσταλγία της απώλειας;
Θ.Γ.

12.33

Ελληνική λογοτεχνία

Ραγιάς. Μέρες και νύχτες 1821

Γιάννης Καλπούζος

1816-1829. Πάτρα, Τριπολιτσά, Ναύπλιο, Μεσολόγγι…

Αφότου ο Αγγελής βρέθηκε φυλακισμένος στο κοτέτσι του Σαχίν Αγά, το μίσος φώλιασε στην ψυχή του σαν φαρμακερό φίδι.
Κατά την εκρηκτική και συγχρόνως σαγηνευτική πορεία του μπαίνει στη δούλεψη ενός στρυφνού και τσιγκούνη πραματευτή, που σου πουλά κωλοφωτιά για καντήλι. Τον ζώνει το μολυβένιο σύγνεφο της σκλαβιάς και του εξευτελισμού των ραγιάδων. Σμίγει με την Κερασία, όπου στο πρόσωπό της βουτάνε και κολυμπούν τα όνειρα. Απαντιέται με κοτζαμπάσηδες, κολίγους και συμπολεμιστές, που είναι πιότερο από αδέρφια και γυναίκα την ώρα της μάχης, ενώ ένα τρομαγμένο Τουρκόπουλο γαντζώνεται πάνω του.

Στον δρόμο του και δύο γέροντες, οι οποίοι ξεψαχνίζουν το κίνητρο για καθετί μα και τη γλυκιά και φαρμακερή ουσία του «εγώ», η πλανεύτρα Ασπασία, διαβολικοί ξένοι, ντόπιοι τυχοδιώκτες, ο επί τριάντα έξι χρόνια αμίλητος Συμεών, ένας καβαλάρης που σώζει αιχμάλωτες Τουρκοπούλες και ο τρανότερος οχτρός του λεύτερου ανθρώπου, ο φόβος.

Ο Αγγελής βιώνει το μεγαλείο και τη σκοτεινή πλευρά του ματοβαμμένου Εικοσιένα, γκρεμίζοντας μυθεύματα και φανερώνοντας καταχωνιασμένες αλήθειες. Σφιχταγκαλιάζεται με τη φωτιά του ξεσηκωμού, μεταβολίζει την αγριότητα σε ελπίδα, λύτρωση και γλυκασμό, και βροντοφωνάζει: «Θέλω να μην είμαι ραγιάς σε κανέναν. Ραγιάς σε τίποτα!»

16.92

Ελληνική λογοτεχνία

Η ανάσα των δίπλα

Αντώνης Γεωργίου

«έναν τίποτε είμαστεν
τζαί θαρκούμαστεν
ότι εννά φάμεν τον κόσμον ούλλον»

«είδε ξαφνικά μια μπότα να τον κλοτσά και υποκόπανους όπλων να τον χτυπάνε, τον τράβηξαν σαν σακί για να τον παρατήσουν μαζί με άλλους σ’ ένα χωράφι κάτω από τον ανελέητο ήλιο, το αίμα έτρεχε»

«τρώγανε κοτόπουλο Κιέβου, γαρίδες και φυσικά σούπα μπορς παρακολουθώντας τους ντόπιους, εντελώς παλιομοδίτες κι αυτοί μέσα στα γκρίζα τους κοστούμια, να χορεύουν σπαρακτικά σαχλά ποπ τραγουδάκια του συρμού, κουνώντας γοφούς, χέρια, πόδια τόσο έντονα, λες κι είχαν ξεχαρβαλωθεί»

«τόσο κοινότοπα όλα τούτα, ελαφριά σαν ζωή»

15.90

Ελληνική λογοτεχνία

Ο κουρσάρος Πέδρο Καζάς

Φώτης Κόντογλου

Αναστατική έκδοση της 3ης και οριστικής έκδοσης του 1944. Η έκδοση συνοδεύεται από επίμετρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη, όπου θα παρουσιάζεται η εκδοτική ιστορία του βιβλίου.

Το 1922, τη μαύρη χρονιά της Μικρασιατικής Καταστροφής, ένας από τους πρόσφυγες που περνάει απέναντι, από το Αϊβαλί στη Μυτιλήνη, είναι ο Φώτης Κόντογλου. Το ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, με αφορμή την επέτειο των 100 χρόνων από τον οριστικό ερχομό του Φώτη Κόντογλου στην Ελλάδα, θα εκδώσει, μέσα στην επετειακή χρονιά, τα εξής πέντε βιβλία του: Ο κουρσάρος Πέδρο Καζάς, Βασάντα, Ο Θεός Κόνανος, Ιστορίες και περιστατικά και Το Αϊβαλί η πατρίδα μου.

10.98