Βλέπετε 1–15 από 71 αποτελέσματα

Λέσχη Ανάγνωσης

Ελληνική λογοτεχνία

Περσινή αρραβωνιαστικιά

Ζυράννα Ζατέλη

Το δικαιώμα εισόδου σε όλες τις λέσχες των ψυχικά προικισμένων η Ζ.Ζ. το απέκτησε με αυτό το πρώτο της βιβλίο, που ήδη έχει ηλικία δέκα ετών. Τα διηγήματα είναι εννέα – όσες και οι Μούσες. Γυναίκα από σύμπτωση και συγγραφέας από απόλυτη κλίση, η κεντρική φιγούρα έχει τόση ανάγκη να γευτεί το τερπνό δηλητήριο του εγώ της, ώστε τολμά να υψώνει τη λογοτεχνία της σαν σπάνια κύλικα.

Οι ιστορίες αυτής της συλλογής έχουν κάτι από την απόκρυφη γοητεία των νευμάτων της ιέρειας και την αινιγματική επίδραση των φίλτρων.

15.90

Ζυράννα Ζατέλη

Αν πάρεις δέκα σκυλιά και πας και τ’ αφήσεις σ’ έναν αγριότοπο, σε μια ερημιά απ’ όπου δεν περνάει ψυχή ζώσα, τα σκυλιά αυτά μέσα σε λίγες εβδομάδες θα ξαναγίνουν λύκοι…

Με την ανεξιχνίαστη περιστροφή που θα ακολουθούσε ένα ηλιοτρόπιο της νύχτας, η τέχνη της Ζ.Ζ. –επαληθευμένη χαρμόσυνα σε αυτό το τρίτο της βιβλίο, που είναι και το πρώτο της μυθιστόρημα– αποδεικνύει ότι μπορεί κανείς να γράφει σαν να προσπαθεί να λύσει τα μάγια του κόσμου ή σαν να ξορκίζει τη λύση τους.

Το διάχυτο θέμα αυτών των ιστοριών: πώς γεύεται κανείς το μέλι πάνω στο τσεκούρι, είναι και η απάντηση στη συναρπαστική αδυναμία της αφηγήτριας: ανίκανη να αντέξει το μαράζι της σιωπής, γιατρεύει τη σιωπή της με τη λογοτεχνία.

Ο αναγνώστης έχει τη σπάνια τύχη να μπει σε έναν εραλδικό κόσμο, όπου οι άνθρωποι υπάρχουν σαν διαλυμένα είδωλα, τα οποία εμπλέκονται στο αφηγηματικό υφάδι με τον αινιγματικό τρόπο που μια μουσική φράση παρεισφρέει αναπάντεχα σε ένα ζωγραφικό πίνακα.

21.20

Ζυράννα Ζατέλη

Oι είκοσι έξι ιστορίες (έντιτλα κεφάλαια) του μυθιστορήματος της Zυράννας Zατέλη Mε το παράξενο όνομα Pαμάνθις Eρέβους εξελίσσονται στα τέλη του ’50, κάπου στη βόρεια Eλλάδα, με αναδρομές που φτάνουν στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Παρακολουθούμε το ιστορικό πέντε αδελφών (τεσσάρων γυναικών και ενός άντρα) που, μέσα σε μια δωδεκαετία, θα πεθάνουν και οι πέντε στις καλύτερες ηλικίες τους (πρόωροι κι αδυσώπητοι θάνατοι, μυστηριώδεις όσο και «φυσικοί»), αφήνοντας πίσω τους ένα μόνο γόνο: το δεκατριάχρονο αγόρι μιας από τις αδελφές, ένα πλάσμα προικισμένο «με μυστικά χαρίσματα και βάσανα», που –πριν αφανιστεί κι αυτό από το χτύπημα ενός κεραυνού– θ’ αφήσει μια καταλυτική, κυριολεκτικά αλησμόνητη σφραγίδα στο όλο κλίμα του βιβλίου.

Ωστόσο, χίλιες δυο ακόμη ιστορίες γεννιούνται και υφαίνονται πίσω και γύρω απ’ αυτό το κεντρικό μοτίβο και οι αναδρομές στο χρόνο είναι πολύ βαθύτερες –και κυκλικότερες– από ένα «φλας μπακ» στα περασμένα. Eίναι η κατάδυση στην ίδια την ανθρώπινη κατάσταση, στην πολυπλοκότητα της αλήθειας, της πραγματικότητας και του ονείρου – στους φόβους και στις ηδονές της ύπαρξής μας, στις αγάπες μας και στους νεκρούς μας. Nα τονίσουμε επίσης ότι τα παιδιά, τα ζώα, τα φυσικά φαινόμενα, όσο και κάποια παγανιστικά κατάλοιπα (όπως για παράδειγμα οι πυροβασίες που τελούνται ακόμη σε κάποια μέρη της βόρειας Eλλάδας) αποκτούν στο μυθιστόρημά της την αξία και τη βαρύτητα μιας αρχετυπικής θέασης του κόσμου.

Eξάλλου η βασική, η ουσιαστική «πλοκή» του έργου της Zυράννας Zατέλη είναι οι αδιάκοπες διαπλοκές της ίδιας της συγγραφής, είναι τα άπειρα δούναι λαβείν ανάμεσα στην περιπέτεια της ανθρώπινης ψυχής –στους μυστικότερους μάλιστα σπασμούς της– και στην ενσυνείδητη περιπέτεια του ανθρώπου να αρθρώσει τη μοίρα του σε λόγο – με άλλα λόγια, ανάμεσα στο ανείπωτο καθαυτό και στη λογοτεχνία ως μια πράξη μύησης και αυτολυτρωμού. Έχουν ονομάσει τη Zυράννα Zατέλη «σοφιστικέ Zεχραζάντ», κάτι που της πάει αρκετά, μα όχι ως το σημείο να μην ηχεί κι αυτό –στην περίπτωσή της– ως μια συμβατική απόδοση.

 

21.20

Ζυράννα Ζατέλη

Και για να το ομολογήσω απερίφραστα, είμαι παραδομένη άνευ όρων στην γοητεία που ασκούν επάνω μου αυτές οι βέργες σαν να με άγγιξε η κάθε μια ξεχωριστά και να με γήτεψε για πάντα. Το ίδιο θα έλεγα ακόμη κι αν ο εμπνευστής τους, ο δημιουργός τους, δεν μου ήταν ούτε έβδομος ξάδελφος, δεν γνώριζα καν το όνομά του, ή ήταν κάποιος που είχε προ πολλού εκλείψει απ’ τον γνωστό μας κόσμο, είτε ως φυσική οντότητα είτε – μαζί με τη μαγική του βέργα – ως σπάνιο είδος. Αλλά ακόμη καλύτερα που είναι αδελφός μου.

12.72

Ελληνική λογοτεχνία

Το πάθος χιλιάδες φορές

Ζυράννα Ζατέλη

Όποιος πίστεψε ότι οι νεκροί του πρώτου βιβλίου είχαν πεθάνει διαψεύσθηκε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, όταν γύρισαν όλοι οι «άσωτοι». Καταβεβλημένοι εν ζωή από τα στοιχεία της φύσης, από πάθη και έρωτες που δεν τους σήκωνε η πάνω μεριά της γης, τίναξαν από τον γιακά τους τα χώματα και επέστρεψαν θριαμβικά, για να δειπνήσουν όπως άλλοτε με τους ζωντανούς – μία νύχτα κόσμος ολόκληρος και το ανθρώπινο δράμα εν οίστρω – , μέχρι να έρθει η σεβαστή εκείνη ώρα, το πρώτο χάραμα, να ημερέψουν και να κρυφτούν ξανά ως ώφειλαν στα σκότη. Και όλα τούτα υπό το άγρυπνο βαθύσκιωτο βλέμμα της Λεύκας, που αργότερα θα επιλέξει ως αληθινό της ψευδώνυμο το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους.

26.50

Ελληνική λογοτεχνία

Ηδονή στον κρόταφο

Ζυράννα Ζατέλη

Η Ηδονή στον κρόταφο διαβάζεται ως καλειδοσκοπική αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, ως ασπρόμαυρη μυθοπλασία με πρωταγωνιστές όλους τους έμψυχους και άψυχους κατοίκους του ζατελικού κόσμου.

Συγγραφείς και οδοιπόροι, γνώριμοι και άγνωστοι, πληθωρικές υπάρξεις και ευδαίμονες μελαγχολικοί, γραφομηχανές που δεν σωπαίνουν αλλά και τσιγάρα-θέλγητρα που αναβοσβήνουν σε κάθε σελίδα του βιβλίου μαρτυρούν παράξενες συμπτώσεις, ιερές βλέψεις, επιθυμίες ανεκπλήρωτες και γι’ αυτό άφθαρτες, θανάτους-έρωτες συχνά παράφορους, γρίφους και μυστικά που αποκαλύπτει ο χρόνος, ο ίδιος ο αυτουργός που τα απέκρυψε.

Σπαράγματα μιας εξομολόγησης που αναδίδει ομίχλη και σκιές σαν γνήσιο παραμύθι, με ιστορίες που γράφτηκαν στην πυρά και ενίοτε στην στάχτη της.

10.60

Ελληνική λογοτεχνία

Στην ερημιά με χάρι

Ζυράννα Ζατέλη

Έχοντας περάσει ακροποδητί τη γνωστή δοκιμασία του ανθρώπου που γράφει για να διαβάσει τι έχει ζήσει, η Ζ. Ζ. κατάφερε να φέρει τη γραφή της σ’ ένα σημείο όπου, άθελά της σχεδόν, τελούνται απίθανες κλεψιγαμίες ανάμεσα στις άδηλες δυνάμεις της ζωής. Μέσα από βελόνες που ταξιδεύουν, μοσχαροκεφαλές που δίνονται πεσκέσι, δάχτυλα παράξενα και κάθε λογής μεταμορφώσεις, μια απόκοσμη βαθύτητα διεκδικεί το βιβλίο σαν στέγη.

Επαφίεται στον αναγνώστη να υποψιαστεί ότι παρόμοιοι ψυχισμοί βλέπουν τη λογοτεχνία όχι ως μέγιστη επιτυχία, αλλά απλώς ως ευγενή συμβιβασμό.

15.90

Ελληνική λογοτεχνία

Άθος, ο δασονόμος

Μαρία Στεφανοπούλου

Τι θέση έχει το επαναλαμβανόμενο έγκλημα στην καθημερινότητα ενός πολέμου που διαρκεί – εθνικοαπελευθερωτικού, εμφυλίου, κοινωνικού ή ατομικού πολέμου για την επιβίωση; Ποιο είναι το νόημα της θυσίας των αμάχων, όταν πρόκειται για ανυποψίαστα θύματα αντιποίνων;

Στις 13 Δεκεμβρίου 1943, στα Καλάβρυτα, οι Γερμανοί διαπράττουν αντίποινα εκτελώντας όλο τον άμαχο αντρικό πληθυσμό. Μένουν οι γυναίκες για να θάψουν τους άντρες. Η Μαριάνθη και η κόρη της η Μαργαρίτα εγκαταλείπουν την πόλη. Η Λευκή, γιατρός, κόρη της Μαργαρίτας γεννημένη το 1955, έχει στοιχειωθεί από το πολεμικό αυτό έγκλημα και ζει στη σκιά του παππού της, του Άθου, συζύγου της Μαριάνθης, δασονόμου της επαρχίας Καλαβρύτων. Αφοσιώνεται στον πόνο και στη θεραπεία των ασθενών της και στη διερεύνηση του ναζιστικού φονικού. Είναι όμως ο Άθος πράγματι ένας από τους δεκατρείς επιζώντες της ομαδικής εκτέλεσης;

Ο κόσμος της σκιάς, όπως στα δασικά μονοπάτια όπου περιπλανιέται ο Άθος, νεκρός ή ζωντανός (μυστήριο που μόνον η πράξη της γραφής μπορεί να φωτίσει), συντροφεύει εδώ τα πρόσωπα της αφήγησης. Οι ήρωες αυτοί, δέσμιοι ενός άπιαστου ονείρου, σκέφτονται πάντοτε το κακό αδιαχώριστα από το θαύμα της ομορφιάς, με όρους τραγικούς, γι’ αυτό ίσως και λυτρωτικούς: ο πόλεμος κυοφορεί την ειρήνη, ο θάνατος τη ζωντανή μνήμη, ο αφανισμός το αίσθημα της ελευθερίας. Μόνο το φάσμα της εκδίκησης μένει στείρο και τυφλό, χωρίς έξοδο στην απέναντι όχθη.

Ο «επιζών» Άθος και ο κόσμος της σκιάς και της περισυλλογής μέσα στον οποίο η Λευκή τον επινόησε και τον εξιστορεί ανήκει μάλλον στο χώρο της εσωτερικής εμπειρίας. Ο Άθος είναι ο τρίτος άνθρωπος: ούτε θύμα ούτε ένοχος (παλεύει και με τα δυο), ούτε δεξιός ούτε αριστερός, αντιήρωας μιας ηρωικής εποχής, ή απλώς ήρωας παντός καιρού.

15.00

Έλενα Φερράντε

Η Τετραλογία της Νάπολης αποτελεί αναμφισβήτητα ένα εκδοτικό φαινόμενο, έχοντας δημιουργήσει ένα πραγματικά φανατικό κοινό που από τόμο σε τόμο όχι μόνο δεν έχανε το ενδιαφέρον του, αλλά περίμενε τη συνέχεια της ιστορίας πριν ακόμα τελειώσει το βιβλίο που είχε ανά χείρας. Περισσότερο και από τον μύθο που έχει δημιουργηθεί γύρω από την πραγματική ταυτότητα της Φεράντε, είναι ενδιαφέρον να βλέπεις από τη μια το ενοχικό ύφος διαφόρων βιβλιόφιλων όταν εκμυστηρεύονταν το «κόλλημά» τους με την Τετραλογία και από την άλλη αρκετούς «διαβασμένους» να παραδέχονται ότι τελικά δεν πρόκειται για μια ελαφριά, πιασάρικη ιστοριούλα, αλλά για ένα μυθιστόρημα με λογοτεχνικές αξιώσεις, που ουδεμία σχέση έχει με «ροζ λογοτεχνία».

Προς τι, λοιπόν, όλο αυτός ο ντόρος; Πρόκειται για την ιστορία της φιλίας δύο κοριτσιών, της Έλενας και της Λίλας, που μεγαλώνουν στην ίδια φτωχική γειτονιά τη δεκαετία του ’50 και η πορεία τους τούς φέρνει μέχρι τις μέρες μας, διατρέχοντας παράλληλα τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που βιώνει η Ιταλία στο πέρασμα αυτών των δεκαετιών. Και ενώ θα μπορούσε να είναι ένα ακόμα βιβλίο με πρωταγωνίστριες δυο φίλες, η συγγραφέας πετυχαίνει να φέρει στο επίκεντρο το γενικότερα παραγνωρισμένο στη λογοτεχνία θέμα της γυναικείας φιλίας, μιλώντας για τον τρόπο που σχετίζονται οι γυναίκες, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την πολυπλοκότητά της ψυχοσύνθεσής τους μέσα από τη δυναμική της σχέσης των δύο ηρωίδων και το πώς αυτή επηρεάζει τη συμπεριφορά τους όχι μόνο στον ιδιωτικό αλλά και στον δημόσιο βίο.

Σίγουρα η σχέση τους είναι πολυκύμαντη, μεγαλώνουν, στην προσπάθειά τους να ανεξαρτητοποιηθούν και να αποκτήσουν δική τους φωνή ακολουθούν διαφορετικές πορείες, ξαναβρίσκονται, τα συναισθήματα τις ενώνουν και τις χωρίζουν, τα θεμέλια της σχέσης τους όμως είναι γερά. Η ίδια η Φεράντε είχε εξηγήσει σε συνέντευξή της: «Ο γυναικείος ανταγωνισμός είναι χρήσιμος μόνο όταν δεν επικρατεί∙ δηλαδή αν συνυπάρχει με την εγγύτητα, την οικειότητα, την επίγνωση του πόσο απαραίτητη είναι η μία στην άλλη, με ξαφνικές εξάρσεις αλληλεγγύης, παρά τη ζήλια, τον φθόνο και όλη την κακοδαιμονία που μπορεί να προκύψει».

Η Τετραλογία της Νάπολης καταφέρνει να καταρρίψει την άποψη που θέλει τις γυναίκες ανίκανες να δημιουργήσουν μια φιλία βασισμένη στη διαφάνεια, στην πίστη. Ίσως, μάλιστα, να μπορούσαμε να πούμε πως βλέπει πέρα από το στερεότυπο της ατελούς γυναικείας φιλίας, αποδεχόμενη τη μειονεκτική της πλευρά της ως συστατικό και όχι ως καθοριστικό της γνώρισμα. Η λέξη για τη φιλία στα ιταλικά είναι «amicizia» και προέρχεται από το ρήμα «amare», που σημαίνει «αγαπώ». Και η Φεράντε, με τον λιτό και ρεαλιστικό της λόγο, περιγράφει την πορεία των δύο γυναικών προς αυτήν.

Μαρία Δρουκοπούλου

13.09

Έλενα Φερράντε

Η Τετραλογία της Νάπολης αποτελεί αναμφισβήτητα ένα εκδοτικό φαινόμενο, έχοντας δημιουργήσει ένα πραγματικά φανατικό κοινό που από τόμο σε τόμο όχι μόνο δεν έχανε το ενδιαφέρον του, αλλά περίμενε τη συνέχεια της ιστορίας πριν ακόμα τελειώσει το βιβλίο που είχε ανά χείρας. Περισσότερο και από τον μύθο που έχει δημιουργηθεί γύρω από την πραγματική ταυτότητα της Φεράντε, είναι ενδιαφέρον να βλέπεις από τη μια το ενοχικό ύφος διαφόρων βιβλιόφιλων όταν εκμυστηρεύονταν το «κόλλημά» τους με την Τετραλογία και από την άλλη αρκετούς «διαβασμένους» να παραδέχονται ότι τελικά δεν πρόκειται για μια ελαφριά, πιασάρικη ιστοριούλα, αλλά για ένα μυθιστόρημα με λογοτεχνικές αξιώσεις, που ουδεμία σχέση έχει με «ροζ λογοτεχνία».

Προς τι, λοιπόν, όλο αυτός ο ντόρος; Πρόκειται για την ιστορία της φιλίας δύο κοριτσιών, της Έλενας και της Λίλας, που μεγαλώνουν στην ίδια φτωχική γειτονιά τη δεκαετία του ’50 και η πορεία τους τούς φέρνει μέχρι τις μέρες μας, διατρέχοντας παράλληλα τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που βιώνει η Ιταλία στο πέρασμα αυτών των δεκαετιών. Και ενώ θα μπορούσε να είναι ένα ακόμα βιβλίο με πρωταγωνίστριες δυο φίλες, η συγγραφέας πετυχαίνει να φέρει στο επίκεντρο το γενικότερα παραγνωρισμένο στη λογοτεχνία θέμα της γυναικείας φιλίας, μιλώντας για τον τρόπο που σχετίζονται οι γυναίκες, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την πολυπλοκότητά της ψυχοσύνθεσής τους μέσα από τη δυναμική της σχέσης των δύο ηρωίδων και το πώς αυτή επηρεάζει τη συμπεριφορά τους όχι μόνο στον ιδιωτικό αλλά και στον δημόσιο βίο.

Σίγουρα η σχέση τους είναι πολυκύμαντη, μεγαλώνουν, στην προσπάθειά τους να ανεξαρτητοποιηθούν και να αποκτήσουν δική τους φωνή ακολουθούν διαφορετικές πορείες, ξαναβρίσκονται, τα συναισθήματα τις ενώνουν και τις χωρίζουν, τα θεμέλια της σχέσης τους όμως είναι γερά. Η ίδια η Φεράντε είχε εξηγήσει σε συνέντευξή της: «Ο γυναικείος ανταγωνισμός είναι χρήσιμος μόνο όταν δεν επικρατεί∙ δηλαδή αν συνυπάρχει με την εγγύτητα, την οικειότητα, την επίγνωση του πόσο απαραίτητη είναι η μία στην άλλη, με ξαφνικές εξάρσεις αλληλεγγύης, παρά τη ζήλια, τον φθόνο και όλη την κακοδαιμονία που μπορεί να προκύψει».

Η Τετραλογία της Νάπολης καταφέρνει να καταρρίψει την άποψη που θέλει τις γυναίκες ανίκανες να δημιουργήσουν μια φιλία βασισμένη στη διαφάνεια, στην πίστη. Ίσως, μάλιστα, να μπορούσαμε να πούμε πως βλέπει πέρα από το στερεότυπο της ατελούς γυναικείας φιλίας, αποδεχόμενη τη μειονεκτική της πλευρά της ως συστατικό και όχι ως καθοριστικό της γνώρισμα. Η λέξη για τη φιλία στα ιταλικά είναι «amicizia» και προέρχεται από το ρήμα «amare», που σημαίνει «αγαπώ». Και η Φεράντε, με τον λιτό και ρεαλιστικό της λόγο, περιγράφει την πορεία των δύο γυναικών προς αυτήν.

Μαρία Δρουκοπούλου

13.09

Έλενα Φερράντε

Η Τετραλογία της Νάπολης αποτελεί αναμφισβήτητα ένα εκδοτικό φαινόμενο, έχοντας δημιουργήσει ένα πραγματικά φανατικό κοινό που από τόμο σε τόμο όχι μόνο δεν έχανε το ενδιαφέρον του, αλλά περίμενε τη συνέχεια της ιστορίας πριν ακόμα τελειώσει το βιβλίο που είχε ανά χείρας. Περισσότερο και από τον μύθο που έχει δημιουργηθεί γύρω από την πραγματική ταυτότητα της Φεράντε, είναι ενδιαφέρον να βλέπεις από τη μια το ενοχικό ύφος διαφόρων βιβλιόφιλων όταν εκμυστηρεύονταν το «κόλλημά» τους με την Τετραλογία και από την άλλη αρκετούς «διαβασμένους» να παραδέχονται ότι τελικά δεν πρόκειται για μια ελαφριά, πιασάρικη ιστοριούλα, αλλά για ένα μυθιστόρημα με λογοτεχνικές αξιώσεις, που ουδεμία σχέση έχει με «ροζ λογοτεχνία».

Προς τι, λοιπόν, όλο αυτός ο ντόρος; Πρόκειται για την ιστορία της φιλίας δύο κοριτσιών, της Έλενας και της Λίλας, που μεγαλώνουν στην ίδια φτωχική γειτονιά τη δεκαετία του ’50 και η πορεία τους τούς φέρνει μέχρι τις μέρες μας, διατρέχοντας παράλληλα τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που βιώνει η Ιταλία στο πέρασμα αυτών των δεκαετιών. Και ενώ θα μπορούσε να είναι ένα ακόμα βιβλίο με πρωταγωνίστριες δυο φίλες, η συγγραφέας πετυχαίνει να φέρει στο επίκεντρο το γενικότερα παραγνωρισμένο στη λογοτεχνία θέμα της γυναικείας φιλίας, μιλώντας για τον τρόπο που σχετίζονται οι γυναίκες, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την πολυπλοκότητά της ψυχοσύνθεσής τους μέσα από τη δυναμική της σχέσης των δύο ηρωίδων και το πώς αυτή επηρεάζει τη συμπεριφορά τους όχι μόνο στον ιδιωτικό αλλά και στον δημόσιο βίο.

Σίγουρα η σχέση τους είναι πολυκύμαντη, μεγαλώνουν, στην προσπάθειά τους να ανεξαρτητοποιηθούν και να αποκτήσουν δική τους φωνή ακολουθούν διαφορετικές πορείες, ξαναβρίσκονται, τα συναισθήματα τις ενώνουν και τις χωρίζουν, τα θεμέλια της σχέσης τους όμως είναι γερά. Η ίδια η Φεράντε είχε εξηγήσει σε συνέντευξή της: «Ο γυναικείος ανταγωνισμός είναι χρήσιμος μόνο όταν δεν επικρατεί∙ δηλαδή αν συνυπάρχει με την εγγύτητα, την οικειότητα, την επίγνωση του πόσο απαραίτητη είναι η μία στην άλλη, με ξαφνικές εξάρσεις αλληλεγγύης, παρά τη ζήλια, τον φθόνο και όλη την κακοδαιμονία που μπορεί να προκύψει».

Η Τετραλογία της Νάπολης καταφέρνει να καταρρίψει την άποψη που θέλει τις γυναίκες ανίκανες να δημιουργήσουν μια φιλία βασισμένη στη διαφάνεια, στην πίστη. Ίσως, μάλιστα, να μπορούσαμε να πούμε πως βλέπει πέρα από το στερεότυπο της ατελούς γυναικείας φιλίας, αποδεχόμενη τη μειονεκτική της πλευρά της ως συστατικό και όχι ως καθοριστικό της γνώρισμα. Η λέξη για τη φιλία στα ιταλικά είναι «amicizia» και προέρχεται από το ρήμα «amare», που σημαίνει «αγαπώ». Και η Φεράντε, με τον λιτό και ρεαλιστικό της λόγο, περιγράφει την πορεία των δύο γυναικών προς αυτήν.

Μαρία Δρουκοπούλου

12.39

Σώτη Τριανταφύλλου

Το Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης κυκλοφόρησε το 1996 και συγκαταλέγεται στα πιο διαβασμένα μυθιστορήματα της δεκαετίας του ’90. Η ιστορία διαδραματίζεται στις αρχές της δεκαετίας του ’80, έχοντας ως φόντο τα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα εκείνης της εποχής. Όλα εκτυλίσσονται στη διάρκεια επτά ετών. Οι νέοι, ηλικιακά, ήρωες ανακαλύπτουν την αληθινή φιλία, μυούνται σε έναν ροκ τρόπο ζωής και αντικρίζουν το δυσάρεστο πρόσωπο του θανάτου. Κάποιοι θα μεγαλώσουν, άλλοι θα χαθούν για πάντα και μερικοί θα γίνουν «εκστατικά ευτυχισμένοι». Μιλάμε για ήρωες που συναντιούνται, χωρίζουν, αγαπούν, απογοητεύονται, φοβούνται, χορεύουν, πίνουν, γελούν, κλαίνε και ονειρεύονται. Εφήμερες νύχτες, ανέμελες μέρες, αγορά παλιών δίσκων, πικάπ στη διαπασών, ταξίδια με το αυτοκίνητο και πρόσωπα που βρίσκονται σε έκσταση αλλά και σε μια κατάσταση υπέρτατης ευδαιμονίας, χωρίς, όμως, να γίνεται κάτι συγκεκριμένο.

Η ανώνυμη αφηγήτρια του μυθιστορήματος είναι µια νεαρή Ελληνίδα από την Αθήνα που ζει στη Νέα Υόρκη λόγω σπουδών. Μένει μαζί µε την Μπίµπι, που ήρθε από το Σουάν Λέικ του Άρκανσο, και τον Νίκυ, τον οποίο η πρωταγωνίστρια γνωρίζει από τότε που θυμάται τον εαυτό της. Ανάμεσα σ’ αυτούς γνωρίζουμε και τον Ζαχαρία, το αγόρι της Μπίµπι, που παίζει κρουστά µε διάφορα συγκροτήματα της πόλης και που αργότερα µπλέκει µε την ηρωίνη. Επίσης, διαβάζουμε για την εθισμένη στα χάπια Νάνσυ Χόγκαν και τη Χόλλυ Γουίλµερ, η οποία κατοικεί στο γκέτο και συγχρόνως θέλει να δουλέψει στο Μπρόντγουεϊ.

Το Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης είναι μια ιστορία φίλων που εξελίσσεται στις φτωχογειτονιές της Νέας Υόρκης. Η Σώτη Τριανταφύλλου επιχειρεί, με μια γλαφυρή περιγραφή, να εξιστορήσει πώς είναι να φεύγεις από τον τόπο σου και να πηγαίνεις για σπουδές σε μια μητρόπολη. Κατά τη διάρκεια των επτά χρόνων οι ήρωες χορεύουν σε ξέγνοιαστα πάρτι, ακούν πολλή μουσική, ανακαλύπτουν τον έρωτα και την απώλεια, ενηλικιώνονται. Φίλοι που χάνονται στην πόλη και παρασύρονται μέσα σε ατέλειωτα ξενύχτια με αλκοόλ και ναρκωτικά.

Ένα βιβλίο βαθιά μελαγχολικό, το οποίο παρουσιάζει τι σημαίνει να ζεις με ένταση, ενώ ο βασικός άξονάς του εστιάζει σ’ εκείνες τις παρέες που σβήνουν στο πέρασμα του χρόνου. Συγχρόνως, το στοιχείο της πόλης, πολύ έντονο σε αυτό το μυθιστόρημα, παίζει καθοριστικό ρόλο στη διάπλαση συμπεριφορών και αποφάσεων.

Στις σελίδες του τα δάκρυα εναλλάσσονται με τα γέλια, η χαρά με τη λύπη, η συντροφικότητα με τη μοναξιά και, φυσικά, η ζωή με τον θάνατο. Αυτό το βιβλίο είναι μια αφορμή για να συνταξιδέψει ο αναγνώστης με όσους βυθίζονται στις εμπειρίες, μ’ εκείνους που ονειροπολούν, παθιάζονται, ταξιδεύουν, σκέφτονται και γλεντούν με τις «μικρές χαρές».

Αναμφισβήτητα πρόκειται για έναν ύμνο στη φιλία, στη νοσταλγία, στη μνήμη και στην απώλεια. Ένα συγκινητικό λογοτεχνικό χρονικό για τις παρέες που μας καθορίζουν αλλά και τους ανθρώπους που αφήνουν πάνω μας ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους κάποια στιγμή της ζωής μας, ένα «Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης».

 

Γιάννης Πανταζόπουλος

13.85

Λέσχη Ανάγνωσης

Το Θέατρο του Σάμπαθ

Φίλιπ Ροθ

Ένα από τα αριστουργήματα του Φίλιπ Ροθ, το Θέατρο του Σάμπαθ, αυτή η ορμητική κατάδυση στη συνείδηση ενός εξηντατετράχρονου πρώην μαριονετίστα, ο οποίος ζει απομονωμένος και αφοσιωμένος στην αχαλίνωτη ερωτική ζωή του και στη διαρκή αναδιαπραγμάτευση του παρελθόντος του, δεν έχει ως άμεσο θέμα τη φιλία. Ωστόσο, η μορφική ιδιοφυΐα του Ροθ είναι αυτή που φέρνει τη φιλία στο επίκεντρο του μυθιστορήματος. Ο θάνατος ενός παλιού φίλου του ήρωα τον οδηγεί σε ένα ταξίδι επιστροφής στην προηγούμενη ζωή του, μέσω του οποίου ο Ροθ μας αφηγείται αναδρομικά τα βασικά περιστατικά του βίου του Σάμπαθ. Έτσι, η παλιά του παρέα καθίσταται κατά κάποιον τρόπο το πρώτο ακροατήριο που προκαλεί και ακούει τον παραληρηματικό, μισανθρωπικό αλλά και σπαρακτικό μονόλογο του Σάμπαθ. Η φιλία αναδεικνύεται συγχρόνως ως πεδίο ανταγωνισμού και ως χώρος εξομολόγησης, ως ένα πραγματικό θέατρο όπου μπορεί να ανέβει το δράμα της αυτοσυνείδησης.

Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται ο Ροθ τη γλώσσα και τα θέματά του είναι αυτός που έχουμε συνηθίσει από τα υπόλοιπα βιβλία του. Ωστόσο, υπάρχουν δύο στοιχεία που κάνουν το Θέατρο του Σάμπαθ ένα πραγματικά σημαντικό λογοτεχνικό έργο: α) η ειρωνεία και ο αυτοσαρκασμός, ο μηδενισμός και η εσωτερική πάλη υποτάσσονται εδώ στον λόγο ενός ήρωα, που δεν έχει τίποτα το γοητευτικό ή θετικό,· β) η αυτοαναφορική υφή του έργου και τα αυτοβιογραφικά στοιχεία, που στον Ροθ είναι πάντοτε εμφανή, αποκτούν εδώ μια αφηρημένη και έντονα καλλιτεχνική διάσταση, καθώς ο ήρωας δεν είναι συγγραφέας ούτε διανοούμενος.

Κώστας Σπαθαράκης

22.00

Λέσχη Ανάγνωσης

Ο εξάδελφος Πονς

Ονορέ ντε Μπαλζάκ

Ο Εξάδελφος Πονς περιγράφει τη σχέση ανάμεσα σε δύο ηλικιωμένους μουσικούς, τον Συλβαίν Πονς και τον Γερμανό Βίλχελμ Σμούκε, που ζουν μαζί σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Παρίσι. Ο Πονς έχει στην κατοχή του μια πολύτιμη συλλογή έργων τέχνης, τα οποία έχει συλλέξει χάρη στο καλό του γούστο και τα οποία εποφθαλμιούν οι συγγενείς και ο κοινωνικός του περίγυρος. Η ιδιότυπη σχέση ανάμεσα στους δύο φίλους με τους αντίθετους χαρακτήρες (ο Πονς αντιλαμβάνεται το κακό γύρω του, σε αντίθεση με τον αγγελικό Σμούκε, που είναι απόλυτα αφιερωμένος στην τέχνη και στη φιλία του), ο τρόπος με τον οποίο ο Μπαλζάκ περιγράφει τη φιλία ως καρδιά ενός άκαρδου κόσμου και ως τρυφερή πνευματική συμμαχία απέναντι στο κακό της αστικής κοινωνίας, αλλά και η μελοδραματική τροπή του έργου, το καθιστούν ένα από τα σπάνια λογοτεχνικά τεκμήρια για την αντρική φιλία.

Κώστας Σπαθαράκης

15.70

Ξένη λογοτεχνία

Ο Δον Κιχώτης – Τόμος Β’

Μιχαήλ Θερβάντες

Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα, έχοντας περάσει μια ακραία περιπετειώδη ζωή με αδιανόητες ταπεινώσεις και εξευτελισμούς, έμελλε, στην ώριμη ηλικία των 58, να εκδώσει το κορυφαίο του συγγραφικό επίτευγμα, τον Δον Κιχώτη, το βιβλίο που σηματοδοτεί ουσιαστικά τη γέννηση του σύγχρονου μυθιστορήματος. Γεννημένος το 1547, από αριστοκρατική γενιά, χωρίς σημαντικούς οικονομικούς πόρους όμως, ως παιδί αγαπούσε την ποίηση, ενώ είχε την τύχη να μαθητεύσει δίπλα στον λόγιο ουμανιστή κληρικό Χουάν Λόπεθ ντε Όγιος.

Μεγαλώνοντας, η καλοσύνη του και οι ευγενικοί του τρόποι κέρδιζαν τον σεβασμό όλων. Το 1570 κατατάχθηκε στον ισπανικό στρατό της Ιταλίας, γεγονός που οδήγησε στη συμμετοχή του στο «πιο δοξασμένο γεγονός που είδανε ποτέ ή θα δούνε οι αιώνες», όπως έλεγε, την καθοριστικής σημασίας για τις χριστιανικές δυνάμεις νίκη επί του τουρκικού στόλου, τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου. Σε αυτήν λαβώθηκε άσχημα και κατέληξε με αχρηστευμένο το αριστερό του χέρι. Κατά την επιστροφή του στην Ισπανία πέντε χρόνια αργότερα, πιάστηκε όμηρος από κουρσάρους και κατέληξε σκλάβος στην κόλαση του Αλγερίου. Αποπειράθηκε να αποδράσει πέντε φορές και μόνο το 1580 επέστρεψε στην πατρίδα του χάρη σε καταβολή λύτρων.

Το 1585 έγραψε το ποιμενικό μυθιστόρημα Γαλάτεια και ακολούθησαν τριάντα θεατρικά έργα, χωρίς αξιοσημείωτη επιτυχία, μέχρι που το 1605 η έκδοση του πρώτου μέρους του δίτομου Η ζωή και το έργο του μεγαλόπνευστου ιδαλγού Δον Κιχώτη από τη Μάντσα απέσπασε ενθουσιώδη υποδοχή. Ως πιστός καθολικός ήθελε να σατιρίσει τα ιπποτικά βιβλία, μια μάστιγα της εποχής του που οι εκκλησιαστικοί κύκλοι προσπαθούσαν να αναχαιτίσουν. Αυτό όντως επετεύχθη χάρη στο Δον Κιχώτη. Ακολούθησαν άλλες πέντε εκδόσεις και το 1615 εξέδωσε το δεύτερο μέρος, επισφραγίζοντας τον θρίαμβο ενός βιβλίου που σήμερα θεωρείται από τα σημαντικότερα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ισάξιο εκείνων του Δάντη, του Γκαίτε και του Σαίξπηρ.

Πρόκειται για την ιστορία ενός αλλοπαρμένου αγρότη με ευγενική ψυχή, ο οποίος, έχοντας χάσει το μυαλό του από την παθιασμένη ανάγνωση ιπποτικών βιβλίων, πιστεύει ότι είναι ένας ιππότης, ο Δον Κιχώτης. Ξεκινάει ένα ταξίδι με το ψωραλέο του άλογο, τον Ροσινάντε, φορώντας μια ξεχαρβαλωμένη πανοπλία και συνοδευόμενος από τον απλοϊκό χωρικό Σάντσο Πάντσα και το γαϊδουράκι του, και μπλέκει συχνά σε κωμικοτραγικές περιπέτειες. Εκείνος, ψηλός και λιπόσαρκος, ο άλλος, κοντός και χοντρούλης, κωμική φιγούρα με λαϊκή σοφία επιβίωσης, γίνεται προστάτης άγγελός του, πιστός συνοδοιπόρος και ανιδιοτελής φίλος, που τον σώζει από κακοτοπιές και ατυχίες, στέκοντας γενναία στο ύψος των περιστάσεων όταν τον χλευάζουν και τον εξαπατούν. Γίνεται το συμπλήρωμά του, το αντίθετό του, αυτό που ήταν ο Σγαναρέλος για τον Δον Ζουάν, η ρεαλιστική εκδοχή του ποιητικού μεγαλείου του ιππότη που μάχεται και υπερασπίζεται υψηλά ιδανικά και ηθικές αξίες αλλοτινών καιρών. Έτσι, ο μεν παρωδεί τους στοχασμούς του δε, μπλέκοντας αριστοτεχνικά το ποταπό με το ιδεώδες.

Χρήστος Παρίδης

21.36