Best Sellers

Συλλογικό

Μια ξεχωριστή έκδοση 26 συγγραφέων αφιερωμένη στο πιο χαρακτηριστικό κτίριο της Αθήνας, την πολυκατοικία. Μέσα από αφηγήσεις, μνήμες, προσωπικά βιώματα και φωτογραφίες, η νέα έκδοση των Onassis Publications αποτυπώνει τις ιστορίες ανθρώπων και κτιρίων, χαρτογραφώντας παράλληλα τις αλλαγές που συμβαίνουν στην αθηναϊκή κοινωνία.

Διατίθεται σε επιλεγμένα βιβλιοπωλεία και στο Onassis shop στο ισόγειο της Στέγης.

«Παντού πολυκατοικίες. Η μία δίπλα στην άλλη, σε ασφυκτική απόσταση μεταξύ τους. Και οι ζωές μας έτσι γειτονεύουν, ασφυκτικά.»

«Πώς ξεκίνησε να χτίζεται η πολυκατοικία; Ποιοι έμεναν εκεί; Ποιες είναι οι νέες εμπειρίες συγκατοίκησης στην Αθήνα; Ποιο είναι το προφίλ των σύγχρονων ενοίκων; Μια ελεύθερη «περιήγηση» στην πόλη της Αθήνας ξεδιπλώνεται μέσα από τις σελίδες της έκδοσης του Ιδρύματος Ωνάση, «37 ιστορίες αθηναϊκών πολυκατοικιών» που κυκλοφόρησε μόλις, σε επιμέλεια των Θωμά Μαλούτα, Νικολίνας Μυωφά, Δημήτρη Μπαλαμπανίδη, Ιφιγένειας Δημητράκου. Το βιβλίο αυτό γεννήθηκε από την ανάγκη να γνωρίσουμε και να κατανοήσουμε τις αθηναϊκές πολυκατοικίες της αντιπαροχής. Μέσα από τις εμπειρίες και τις ιστορίες παλαιότερων και νέων κατοίκων, ανακαλύπτουμε όσα κρύβουν αυτά τα κτίρια-σύμβολα μιας ολόκληρης εποχής.

Αφηγήσεις, μνήμες, προσωπικά βιώματα, φωτογραφίες, διαγράμματα, οικοδομικοί κανονισμοί, συμβόλαια και κανονισμοί λειτουργίας αποτυπώνουν ιστορίες ανθρώπων και κτιρίων, ενώ παράλληλα χαρτογραφούν τις σύνθετες διαδικασίες και αλλαγές που συντελούνται στο επίπεδο της γειτονιάς, αλλά και συνολικά της αθηναϊκής κοινωνίας.

Οι ιστορίες του βιβλίου εκτυλίσσονται σε πολλές –και διαφορετικές μεταξύ τους–περιοχές του ευρύτερου κέντρου της Αθήνας: Πατήσια, Κυψέλη, Βικτώρια, Εξάρχεια, Γκύζη, Αμπελόκηποι, Σύνταγμα, Κολωνάκι, Παγκράτι, Κουκάκι, Νέος Κόσμος, Καλλιθέα κ.ά.

Βλέποντας κανείς την Αθήνα από ψηλά, απολαμβάνει την πιο χαρακτηριστική της θέα: μια «θάλασσα» από πολυκατοικίες. Σημαντικό συστατικό της σύγχρονης ιστορίας της, αλλά και της σημερινής της δομής, η πολυκατοικία είναι αποτέλεσμα της μεταπολεμικής αστικοποίησης. Ενός μοντέλου που έδωσε τη δυνατότητα σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα να ξαναχτίσουν την πόλη κτίριο προς κτίριο. Οι παραπάνω διαδικασίες έχουν υπάρξει αντικείμενο δημόσιας συζήτησης εδώ και αρκετές δεκαετίες. Καλά εδραιωμένοι μύθοι σχετικά με αυτούς «που κατέστρεψαν την Αθήνα» θέτουν σε απόσταση τους δρώντες της αντιπαροχής και της πολυκατοικίας από τους σημερινούς κατοίκους της πόλης.

Σε μια προσπάθεια σύνδεσης των δύο αυτών κόσμων, το βιβλίο αφενός καταγράφει ιστορίες «εκ των έσω» –αφηγήσεις που αποτυπώνουν το τι συνέβη ή συμβαίνει στο εσωτερικό των πολυκατοικιών της Αθήνας– και αφετέρου παρουσιάζει ιστορίες της πόλης «από τα κάτω», δηλαδή διηγήσεις σχετικά με τους ανθρώπους που έχτισαν, πέρασαν, κατοίκησαν και κατοικούν την πόλη.

Οι ιστορίες και τα θεωρητικά κείμενα που παρεμβάλλονται δεν διαβάζονται απαραίτητα με τη σειρά που έχουν τοποθετηθεί στο βιβλίο, αλλά και με μια πιο ελεύθερη «περιήγηση» της αναγνώστριας ή του αναγνώστη.

Για την έκδοση πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις με σημερινούς και ορισμένους παλαιότερους κατοίκους και επαγγελματίες που ήταν πρόθυμοι να καταθέσουν μαρτυρίες και τεκμήρια για την ιστορία και τη ζωή της πολυκατοικίας στην οποία διαμένουν ή/και εργάζονται. Οι μαρτυρίες του «δείγματος» αφηγητών και αφηγητριών έδωσαν στην έρευνα πολλές ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τις διαδρομές και τις στρατηγικές επιλογές των ανθρώπων που κατασκεύασαν και διαχειρίστηκαν το οικιστικό απόθεμα της Αθήνας.

«Ο κύριος Τέλης δεν είναι πια διαχειριστής. Από τότε που χάσαμε τη γυναίκα του, παραιτήθηκε. Κανείς δεν ήθελε να αναλάβει. Εμένα, βέβαια, δεν με ρώτησαν. Τι να πω, ίσως πρέπει να είσαι ιδιοκτήτης για να έχεις κάποια δικαιώματα. Τη διαχείριση πήρε μια εταιρεία. Μας αφήνει συνέχεια τυπωμένα σημειώματα στο ασανσέρ, τι να κάνουμε, τι να μην κάνουμε, πώς να το κάνουμε κ.ο.κ. “Μια χαρά, ησυχάσαμε. Καλύτερα έτσι” μου λέει μια μέρα ο Αποστόλης. Η κυρία Ελευθερία, όμως, –η γυναίκα του κυρίου Τέλη, του παλιού διαχειριστή, η διαχειρίστρια, δηλαδή (καθώς η διαχείριση γίνεται με κάποιον τρόπο οικογενειακό εγχείρημα)– μου έριχνε σημειώματα κάτω από την πόρτα και με προσκαλούσε για την “πιο νόστιμη φασολάδα της ζωής σου” – έτσι μου έγραφε.»

Η αθηναϊκή πολυκατοικία των περασμένων δεκαετιών στέγασε μεν ένα κοινωνικά ετερογενές μείγμα νοικοκυριών, λαϊκών έως και (μεσο)αστικών, το οποίο όμως εθνοτικά ήταν ομοιογενές, σχεδόν αμιγώς «ελληνικό», και τις περισσότερες φορές υπό το σχήμα της πυρηνικής οικογένειας που ιδιοκατοικεί ή, σπανιότερα, μισθώνει το διαμέρισμά της.

Σήμερα, στις περισσότερες περιοχές του κέντρου το κοινωνικό και δημογραφικό προφίλ των ενοίκων αλλάζει σημαντικά και γίνεται ακόμα πιο ποικιλόμορφο. Έλληνες ένοικοι, οικονομικοί μετανάστες από την Ανατολική Ευρώπη, πρόσφυγες από την Ασία και την Αφρική, καθώς επίσης ξένοι υπήκοοι «αναπτυγμένων» χωρών της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής.

Καταγράφονται, επίσης, πολλοί και διαφορετικοί τύποι νοικοκυριών και οικογενειακές καταστάσεις: μόνοι άντρες και μόνες γυναίκες (εργένηδες και διαζευγμένοι, γυναίκες μονογονείς, χήρες, ηλικιωμένες με τη φροντίστριά τους), συγκάτοικοι φίλοι και συμπατριώτες, γονείς με παιδιά, ζευγάρια που δεν έχουν αποκτήσει παιδιά, γονείς με παιδιά που ζουν αλλού, ζευγάρια που έχουν παντρευτεί ή έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, ετερόφυλα και ομόφυλα. Τύποι νοικοκυριών και προφίλ ενοίκων που δεν είναι απλώς πολλά και διαφορετικά (πιο πολλά και διαφορετικά σε σχέση με το παρελθόν), αλλά και περισσότερο ορατά.

Στην έκδοση διαφαίνεται πώς διαμορφώνονται μέσα στα χρόνια νέες εμπειρίες συγκατοίκησης στις πολυκατοικίες και στις γειτονιές, νέες προκλήσεις για τις σχέσεις γειτονίας και τους όρους συνύπαρξης, πρωτόγνωρες, σύνθετες και δυναμικές: «Μέσα από ήχους που βγαίνουν από παράθυρα, φωταγωγούς, μπαλκόνια και ταράτσες, η αθηναϊκή πολυκατοικία επεκτείνεται μέσω των εναλλασσόμενων ηχοτοπίων της. Εξωτικά μπαχαρικά, σκόρδα και πιπεριές στο τηγάνι, μυρωδιές που κάνουν τα μικρά διαμερίσματα να μοιάζουν μεγαλύτερα.»

32.00

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα

Διονύσης Σαββόπουλος

Αυτό που λέμε «Σαββόπουλος» δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά σιγά με τα χρόνια: Ο τύπος με τα στρόγγυλα γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. Είναι ο «Σάββο», όπως τον έλεγε ο συγχω­ρεμένος ο Τάσος Φαληρέας. Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σ’ εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός.
Τώρα όμως τον χρειάζομαι, γιατί μεγάλωσα και θα ’θελα να δω πώς ήμουν πιτσιρίκος, πώς φέρθηκα στον επαγγελματικό μου βίο, πώς ήμουν σαν σύζυγος, πατέρας και παππούς, κι ακόμα πώς ήμουν σαν πολίτης, σαν φίλος και σαν γιος. Σ’ αυτά είναι καλός ο Σάββο. Το ’χει. Σαν ρόλος, και σουξέ είχε και πείρα διαθέτει.
Τώρα ο ρόλος θα μιλήσει για τον δημιουργό του. Ένα παιχνίδι είναι. Ένα κόλπο. Ελπίζω να το βρείτε διασκεδαστικό.
Σε αυτό το βιβλίο ο Σαββόπουλος μιλάει για τον Νιό­νιο. Αυτόν ντύνεται.
Καλή ακρόαση, αγαπητοί μου, καλή ανάγνωση.
Δ.Σ.

17.70

Αντώνης Καρκαγιάννης - Γιώργος Χουρμουζιάδης

Ο Τάκης Τλούπας κυνηγούσε και φωτογράφιζε τις «αλήθειες» της ζωής. Το µεγάλο και το ανεπανάληπτο όµως αυτού του αξέχαστου Λαρισαίου φωτογράφου δεν ήταν αυτό που φωτογράφιζε και το τύπωνε στο φωτογραφικό χαρτί, ήταν πως καθεµιά από αυτές τις ασπρόµαυρες φωτογραφίες του σε παρέπεµπε στον άνθρωπο. Είτε ήταν αυτός παρών είτε όχι. Για τον Τλούπα, ακόµα και τα ερείπια ενός γκρεµισµένου σπιτιού έπρεπε να υπονοούν την ανθρώπινη παρουσία.

Θεσσαλικά τοπία και απλοί άνθρωποι, ποταμοί, ψηλόλιγνα δέντρα, κυριαρχούν στην Ελλάδα του Τάκη Τλούπα. Ένα φωτογραφικό ντοκουμέντο που αιχμαλωτίζει το ανεπίστρεπτο των στιγμών και τη διαχρονικότητα της πατρογονικής μας κληρονομιάς, ένα βιβλίο που φυλλομετράς ξανά και ξανά.

Το βιβλίο αυτό παρουσιάζει ένα θαυμάσιο δείγμα της δουλειάς αυτού του μοναδικού Λαρισαίου φωτογράφου, που υπηρέτησε τη φωτογραφία ως δημιουργική τέχνη, με βάση την προσωπική του αισθητική της εικόνας και τη βαθιά του πίστη στη σημασία της έρευνας. Γι’ αυτό το λόγο δεν είναι ένα απλό «άλμπουμ» με καλές φωτογραφίες. Προσπαθεί να δείξει με ποιο τρόπο ο καλλιτέχνης έβλεπε τη φύση και τους ανθρώπους μέσα από το φωτογραφικό του φακό, έτσι ώστε να μας δώσει τις αλήθειες ενός κόσμου που χάθηκε.

70.00

Ελληνική λογοτεχνία

Θολός βυθός

Γιάννης Ατζακάς

Υπήρχε πάντα μέσα του η βαθιά χαρακιά που άφησε το πέρασμα από τις μετεμφυαλικές εκείνες παιδοπόλεις -ένδοξους βασιλικούς τόπους υποταγής και χειραγώγησης, σταθμούς καθαγιασμένους μόνον κατ’ όνομα: «Απόστολος Παύλος», Άγιος Χαράλαμπος», «Καλή Παναγιά», «Άγιος Δημήτριος», Αθήνα, Βέροια, Θεσσαλονίκη, 1949 – 1955. Έχοντας από καιρό διανύσει τις περισσότερες από τις αναπότρεπτες διαδρομές του, ο Γιάννης Αρχοντής φτάνει μόνος του ένα απόγευμα του Ιουνίου σε κάποια ερημική ακτή του Αιγαίου. Δεν ήταν τόσο ανάγκη ενός τελικού απολογισμού, όσο η επίμονη «αναζήτηση του χαμένου χρόνου» και των σημαδιών που άφησε μέσα του μια εποχή ερμητικά κλειστή, όπως τα περίκλειστα και περίλαμπρα ιδρύματα, όπου έζησε έξι από τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Εκεί, την ώρα που ένα φωταγωγημένο καράβι περνά ανοιχτά μέσα στη νύχτα, από τον «θολό βυθό» της μνήμης του, όπου για περισσότερο από πενήντα χρόνια το είχε απωθήσει, αναδύεται απροσδόκητα το φάσμα του παιδιού που κάποτε υπήρξε, για να πει επιτέλους ολόκληρη την παλιά ιστορία του. (. . .)

16.45

Κοινωνιολογία

Η ιστορία της συζύγου

Μέριλιν Γιάλομ

“Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΖΥΓΟΥ” συνιστά μελέτη της νομοθεσίας, των θρησκευτικών μεθόδων, των κοινωνικών εθίμων, των οικονομικών διευθετήσεων και της πολιτικής συνειδητότητας που επηρέασε γενιές συζύγων: Στην εβραϊκή κοινωνία όπου ίσχυε η πολυγαμία, στην αρχαία Ελλάδα όπου οι κόρες δίνονταν από τους πατεράδες στους συζύγους τους για να γεννήσουν νόμιμα παιδιά και ορίστηκαν νόμοι περί μοιχείας και διαζυγίων, στη μεσαιωνική Ευρώπη όπου αποδόθηκε στο γάμο θρησκευτική σημασία, στη διάρκεια της Μεταρρύθμισης και του Διαφωτισμού όπου το ιδεώδες του συντροφικού γάμου ήρθε στο προσκήνιο, και στην Αμερική του 20ού αιώνα όπου το νέο πρότυπο της συζυγικής σχέσης αναδύθηκε.

Αυτή η πλούσια διαυγής εξιστόρηση των κομβικών σημείων της ιστορίας της συζύγου περιλαμβάνει αλησμόνητες ιστορίες διάσημων ζευγαριών όπως ο Αβραάμ με τη Σάρα και την Άγαρ, ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα στην Αρχαία Ρώμη, ο Τριστάνος και η Ιζόλδη, αλλά και ιστορίες γάμων από την Αναγέννηση μέσα από τον Chaucer και τον Σαίξπηρ. Μιλά για τους Εβραϊκούς γάμους, αλλά και του προτεστάντη Λούθηρου σε αντίθεση με τους Καθολικούς γάμους, και για τους γνωστούς γάμους γυναικών που εναντιώθηκαν στις συμβάσεις της εποχής τους, από τη Μάρτζερυ Κεμπ ως την Ελίζαμπεθ Κέηντυ Στάντον, από την Ελοΐζα ως τη Μάργκαρετ Σάνγκερ. “Η Ιστορία της συζύγου”, έχοντας ως πηγή τα ημερολόγια, τα απομνημονεύματα και τις επιστολές, αποτίνει φόρο τιμής στις συνήθεις συζύγους, οι οποίες στο πέρασμα των αιώνων συνέπλευσαν ή πήγαν κόντρα στο ρεύμα της εποχής τους, επηρεάζοντας διακριτικά τη νομική, προσωπική και κοινωνική σημασία του γάμου.

Σε οποιαδήποτε γυναίκα είναι, υπήρξε ή θα υπάρξει παντρεμένη, αυτή η διανοητικά εύρωστη και συναρπαστική ιστορική ανάλυση του γάμου φωτίζει με καινούργιο τρόπο το θεσμό που οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν δεδομένο, και που ενδέχεται, πράγματι, να περνά σήμερα την πιο ταραχώδη ανακατάταξή του από την περίοδο της Μεταρρύθμισης.

19.90

Ποίηση

Επιστολές

Δανάη Σιώζου

Αγαπητή Κλαίουσα Ιτιά,

μην πιστεύετε τον κοκκινολαίμη, είναι ακόμα θυμωμένος.
Ο θυμός φυλάσσεται σε διάφανα μπουκαλάκια,
έχει διάφορα χρώματα και πίνεται σαν κολόνια.
Οι συνεχείς μετακομίσεις είναι αδιαμφισβήτητα
δουλειά για αράχνες.
Οι θάλασσες το φθινόπωρο είναι μολυβένιες.
Το μολύβι πάντα κάποιον βαραίνει.
Αγαπητή μου Κλαίουσα,
η έλευση της ανθοφορίας είναι μια άδεια φιέστα.
Βαθιά στη γη συντελείται το πανδαιμόνιο.
Ρωτήστε τις ρίζες σας, τις βαθιές σας ρίζες.
Με τα κίτρινα ανθάκια σας, όταν πέσουν,
θα φτιάξουμε περιδέραια,
ελαφρύτερα κι από όνειρα που δεν πήγαν παραπέρα.

Δικός σας,
Κ.

11.10

Χρυσόστομος Τσαπραΐλης

Στις πεδιάδες και στα βουνά της θεσσαλικής επαρχίας δεν έσβησε ποτέ η πίστη στους παλιούς παγανιστικούς μύθους. Σε κελάρια, κοίτες ποταμών και βάραθρα, οι προηγούμενες λατρείες συνεχίστηκαν, μυστικά και αθόρυβα σαν υπόγεια νερά. Στα όνειρα των ανυποψίαστων αλυχτούν τα σκυλιά της Εκάτης, η Κυρά της Καταχνιάς  ζητά ένα διαβάτη κάθε Οκτώβρη, και ο χαζο-Λευτέρης ακούγεται πότε πότε στα ερτζιανά. Αυτή η συλλογή από καινοφανείς δοξασίες και παραδόσεις αποκαλύπτει κάτω από το δέρμα της σύγχρονης ζωής τη μυθική φύση της ελληνικής υπαίθρου. Από το Πήλιο μέχρι τα Άγραφα κι από το Δομοκό μέχρι τον Όλυμπο, χαράσσεται ξανά ο χάρτης μιας άλλης, σκοτεινής Θεσσαλίας.

Ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης επιχειρεί στις Παγανιστικές δοξασίες ένα τολμηρό παιχνίδι συνδυάζοντας υλικό της λαογραφικής παράδοσης με τη λογοτεχνία τρόμου. Με μια ιδιάζουσα εφευρετικότητα στη γλώσσα και τις εικόνες κατασκευάζει ένα σώμα επινοημένων παραδόσεων που μοιάζουν αυθεντικές αλλά είναι μπολιασμένες με ένα απόλυτα σύγχρονο αίσθημα.

 

10.00

Ελληνική λογοτεχνία

Διπλωμένα φτερά

Γιάννης Ατζακάς

“Η κακορίζικη εκείνη χρονιά -η καταραμένη θα την πω τώρα- είχε δεν είχε φτάσει ακόμη στα μισά της και πήγαινε όπως άρχισε, πάντα πάνω στην κόψη του ξυραφιού. Και τα χειρότερα δεν είχαν ακόμη συμβεί. Τότε ήρθε η ώρα του όξους και της χολής, η ώρα του αίματος και του θανάτου”.

Είχε από χρόνια αποτραβηχτεί στο παλιό σπίτι στην πλαγιά του βουνού. Τα δειλινά, κάτω από τα δέντρα που μαζί τους είχε ριζώσει στα καρπερά της χώματα, βλέποντας τον ήλιο να χαμηλώνει στη θάλασσα, ζούσε και το δικό του λυκόφως. Μέχρις ότου, εντελώς αναπάντεχα, οι “άνεμοι της μνήμης” τον ανασήκωσαν από τον ξένο τόπο και τον εναπόθεσαν απαλά στο μακρινό νησί του, μπροστά στην πατρογονική εστία, τον γύρισαν πίσω στη σημαδιακή εκείνη χρονιά, τη χρονιά του ξεριζωμού.

Ήρθαν τότε κοντά του, όπως ήταν στον καιρό τους, στη ρημαγμένη ζωή τους, οι σκιές της γιαγιάς και του παππού: η γριά-Βενετιά, που από βρέφος τη φώναζε μάνα, να τρέχει από χάραμα ως νύχτα να προλάβει να τα φέρει όλα σε πέρας και τα βράδια, στο φως του δαυλού, η ακάματη και γνωστική γερόντισσα με τις “ορμήνιες” της να πολεμά να τον πλάσει για έναν κόσμο που νόμιζε ότι θα διαρκέσει για πάντα. Ως τα στερνά της, που πήρε να ψυχανεμίζεται τον άγγελό της κι “αγγελιάστηκε”.

Τελείωνε το 1949. Ο πατέρας είχε χαθεί, χωρίς ίχνη, στους σκοτεινούς δρόμους της Ιστορίας. Η μάνα είχε σβήσει στη γέννα του, πριν από οκτώ ακριβώς χρόνια. Κι αυτός θα έβρισκε, πριν καλά βγει το δίσεκτο εκείνο έτος, μιαν ακόμη μητέρα – τη “Μεγάλη Μητέρα” των απορφανισμένων παιδιών ενός αδικαίωτου κι αδυσώπητου πολέμου.

13.43