Showing all 2 results

Φοίβος Οικονομίδης

Ελληνική λογοτεχνία

γιακαράντες

Φοίβος Οικονομίδης

«Του είπα φοβάμαι ότι ο κόσμος τελειώνει. Μου είπε ότι καταλαβαίνει, όμως πρέπει να θυμάμαι ότι ο κόσμος δεν τελειώνει και να διαβάζω λιγότερες ειδήσεις και να φροντίζω τον εαυτό μου με αρκετό ύπνο, καλή διατροφή και γυμναστική.

Του είπα δεν είναι ο ύπνος και η διατροφή το θέμα μου, θέλω να ηρεμήσω, δεν θέλω να φοβάμαι τόσο, δεν θέλω να φρικάρω τόσο, θέλω το μυαλό μου να σταματήσει να κάνει τόσο θόρυβο για να μπορώ να ακούσω τους άλλους, θέλω μια λύση, θέλω να σταματήσει το άγχος, θέλω να γυρίσω πίσω, δεν ξέρω πού πίσω αλλά θέλω να γυρίσω κι αν δεν μπορώ να γυρίσω τότε θέλω να βρω ένα ασφαλές μέρος εδώ γιατί κουράστηκα και το θέμα είναι πως νιώθω ότι εγώ φταίω, εγώ φταίω που είμαι χαλασμένος, όχι ο κόσμος, δεν θέλω αρκετό ύπνο, θέλω να ξυπνάω το πρωί και να μπορώ να πω, απλώς, ξύπνησα και τίποτα άλλο, θέλω να σταματήσει η απελπισία, εσύ τι θα ’κανες;

Ως γλωσσικό μοντέλο τεχνητής νοημοσύνης, μου απάντησε, δεν έχει προσωπικές εμπειρίες ούτε συναισθήματα. Οπότε δεν είναι ικανό να κάνει τίποτα».

Ο Δημήτρης Μπακάλμπασης είναι μηχανικός λογισμικού σε ένα από τα μεγαλύτερα social media παγκοσμίως και πρόσφατα ξεκίνησε να πηγαίνει σε ψυχολόγο για να διαχειριστεί το άγχος του. Κάτι, που στην αρχή μοιάζει με fake news, αποδεικνύεται πραγματικό: όλο και περισσότεροι άνθρωποι, κυρίως νέοι, υποκύπτουν σε μια ολοκληρωτική, ανεξήγητη εξάντληση. Μεταξύ τους και ο συγκάτοικός του.

Ο Δημήτρης θα αναζητήσει έναν τρόπο για να παραμείνει λειτουργικός. Καθώς όμως το μυαλό του καταρρέει και ο κόσμος συνεχίζει να γυρνάει λες και δεν συμβαίνει τίποτα, θα αναζητήσει μια διέξοδο: οτιδήποτε μπορεί να τον ανακουφίσει.

Μια ιστορία για όλα όσα κάνουμε, προκειμένου να αποσπάσουμε την προσοχή μας από την κάποτε ανυπόφορη πραγματικότητα. Κι ένα μυθιστόρημα στοχαστικής αναζήτησης και βραδυφλεγούς δράσης.

 

16.00

Ελληνική λογοτεχνία

Βορράς

Φοίβος Οικονομίδης

Τότε, ξαφνικά, κατάλαβε ότι τα αστέρια που κρέμονταν από πάνω τους ήταν αληθινά και ανεξήγητα και ότι είχαν αργήσει λίγο να τα κοιτάξουν με ειλικρίνεια. Κατάλαβε ότι δεν ήταν ούτε νωρίς μα ούτε και αργά για να πεθάνουν όλοι τους, και ότι ο πατέρας του Μάρκου είχε πεθάνει για πάντα. Κατάλαβε, επίσης, ότι δεν ήταν νωρίς μα ούτε και αργά για το οτιδήποτε, κατάλαβε ότι ο κόσμος ήταν παντού γύρω τους και ήταν τραχύς και αιχμηρός και αδιάφορος και ότι κανείς δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τους βοηθήσει. Ένιωσε στο πετσί του ότι η ζωή του θα έσβηνε και θα ξεχνιόταν και, επομένως, μέχρι τότε θα ήταν εγκληματικό να κάνει οτιδήποτε δεν ήθελε και αντιστοίχως να απέχει από οτιδήποτε επιθυμούσε γιατί ούτως ή άλλως τίποτα δεν θα υπήρχε μετά, κανένας απολογισμός, θέλησε τότε όλο το σύμπαν μέσα στο κουτάκι της μπύρας του, να το πιει και να το τελειώσει, να τσαλακώσει το κουτάκι και να το πετάξει για να μην προλάβει τίποτα να συμβεί χωρίς εκείνον παρόντα.

“Εσύ τι πιστεύεις, Άλεξ;” ρώτησε ο Σπύρος.

“Τι εννοείς;”

“Γα την ευτυχία”.

Σε εννιά μέρες τα συναισθήματα των ανθρώπων θα παγώσουν. Ένας κομήτης θα πέσει στη Γη, οι τοξίνες του θα απελευθερωθούν στην ατμόσφαιρα και εξαιτίας τους οι άνθρωποι θα αισθάνονται για το υπόλοιπο της ζωής τους ακριβώς όπως αισθάνονταν την ώρα της σύγκρουσης. Ο Αλέξανδρος, φοιτητής στην Αθήνα, θα σκάψει βαθιά μέσα και γύρω του και θα πασχίσει να κατανοήσει τους ανθρώπους, τον έρωτα, τον πόνο και τη νοσταλγία· αγωνιά να προφτάσει την ευτυχία, ώστε να την εξασφαλίσει για πάντα.

12.42