Προβολή όλων των 4 αποτελεσμάτων

Δημήτρης Χατζής

Ελληνική λογοτεχνία

Φωτιά

Δημήτρης Χατζής

Το μυθιστόρημα Φωτιά διαδραματίζεται στο περιβάλλον της Ελληνικής Αντίστασης, στα χωριά της Ρούμελης και στα βουνά του Πίνδου, από την άνοιξη του 1943 (όταν οι Γερμανοί παραλαμβάνουν την ελληνική επαρχία από τους Ιταλούς) μέχρι το φθινόπωρο του 1944 και ύστερα, στα Δεκεμβριανά, στην Αθήνα. Πρωταγωνίστρια είναι η Αυγερινή, μια απλή χωριατοπούλα, και στο βιβλίο περιγράφεται πώς ενηλικιώνεται και φθάνει στην ψυχική της ανεξαρτησία, τόσο μέσα από τη συμμετοχή της στο αντάρτικο όσο και μέσα από το δεσμό της με τον Γρηγόρη, στέλεχος του ΕΑΜ. Όταν, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, ἡ Αυγερινή είναι στο δρόμο για να επιστρέψει στο χωριό της και ενώ, κατά τα Δεκεμβριανά, ο Γρηγόρης έχει σκοτωθεί, το βιβλίο τελειώνει με τη φράση της: «Έμαθα πια να σκέφτομαι μοναχή μου.»

Ἡ Φωτιά χωρίζεται σε τρία μέρη: «Ἡ φωτιά», «Ὁ πόλεμος» καὶ «Ὁ δρόμος» – στο τρίτο μέρος υπήρχε ὁ υπότιτλος «Μικρός πρόλογος για μιαν άλλη ιστορία» ὁ οποίος παραλείπεται στην πιο πρόσφατη έκδοση των «Κειμένων». Σ’ αυτήν την πλατιά σύνθεση, το επικό στοιχείο (Αντίσταση) συναλλάσσεται δημιουργικά με τις ανάγκες του σύγχρονου μυθιστο-ρήματος (εσωτερική εστίαση). Επιπλέον, σκιαγραφούνται μορφές της αντίστασης με μοναδική αδρότητα, όπως του γερου-Μάνταλου, της Ασημίνας, του Διαμάντη, του Ζιώγα και των ανώνυμων γυναικών της υπαίθρου, ενώ ὁ ξεσηκωμός συντελείται κάτω από την αρχετυπική μορφή του Γιακουμή.

Η Φωτιά είναι το πρώτο μυθιστόρημα που υψώνεται πάνω από τα νωπά ακόμη γεγονότα της Αντίστασης ενάντια στη γερμανική Κατοχή, για να τα αποδώσει λογοτεχνικά. Κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1946 από τις εκδόσεις «Γκοβόστη». Το 1961 συμπεριλαμβάνεται στο δεύτερο τόμο της σειράς Αρματωμένη Ελλάδα, Βιβλιοθήκη Νεοελληνικής Εποποιΐας, εκδόσεις «Αναγέννηση», με τίτλο Ἡ Φωτιά. Κατόπιν παρουσιάζεται από τις «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις» (Ἡ Φωτιά, 1962), από τις εκδόσεις «Πλειάς» (Ἡ Φωτιά, 1974) και η οριστική εκδοχή του από τις εκδόσεις «Κείμενα» με τίτλο Φωτιά (1979).

15.00

Δημήτρης Χατζής

Ἡ Θητεία κυκλοφορεῖ γιὰ πρώτη φορὰ τὸ 1979 (Ἀθήνα, «Κείμενα»). Εἶναι τὸ τελευταῖο βιβλίο τοῦ συγγραφέα ποὺ ἐκδίδεται ὅσο ζοῦσε. Ἀπὸ τὸ 1975 ποὺ ἐπιστρέφει ὣς τὸ θάνατό του (1981), ὁ Δημήτρης Χατζής, πνευματικὸς ἄνθρωπος μὲ ἔντονη κοινωνικὴ δράση, παρεμβαίνει συστηματικὰ στὰ πολιτικὰ καὶ πολιτιστικὰ δρώμενα τῆς Μεταπολίτευσης. Σ’ ὅλη του τὴ ζωὴ κύρια ἔγνοια του ὑπῆρξε ὁ νεοελληνισμὸς – ἡ ζωή του συνυφαίνεται μὲ τή νεότερη ἑλληνική ἱστορία – σὲ ὅλες του τὶς πλευρὲς καὶ τὶς ὄψεις του. Σ’ αὐτὸν θήτευσε.

Ὅπως ὁ ὑπότιτλος τοῦ βιβλίου δηλώνει, ὁ Δημήτρης Χατζής στὴ Θητεία συγκεντρώνει παλαιότερα κείμενά του τὰ ὁποῖα ὅμως παρουσιάζονται γιὰ πρώτη φορὰ σὲ βιβλίο.

Ὁ «Κυρίαρχος τῆς Ψυττάλειας» δημοσιεύτηκε στὴν Ἐλεύθερη Ἑλλάδα τὸ 1947 στὴ στήλη Σημειωματάριο τῆς Ἐξορίας: «Ἡ πρώτη ἀνταπόκριση ἀπὸ τὴν Ἰκαρία τοῦ συλληφθέντος συντάκτη μας Δ. Χατζῆ.»

Τὰ ἀριστουργηματικὰ διηγήματα «Τραγούδι στὴν Ἀθήνα» καὶ «Ἡ γυναίκα ἀπὸ τὴ Φούρκα» δημοσιεύονται σὲ συλλογὲς ποὺ κυκλοφοροῦν ἀπὸ τὶς «Πολιτικὲς καὶ Λογοτεχνικὲς Ἐκδόσεις», ὅπως και ἡ «Δρακόλιμνη» (Παλιὸς ἠπειρώτικος θρύλος). Τὸ «Τραγούδι στὴν Ἀθήνα» ξανα-δημοσιεύεται στὸ περιοδικὸ Ἐπιθεώρηση Τέχνης τόμος ΙΑ΄ 1960.

Ἡ «Μουργκάνα», ποὺ καταλαμβάνει καὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς συλλογῆς, τυπώνεται το 1948 ἀπό τὴ Φωνὴ τοῦ Μποῦλκες καὶ ἀμέσως μεταφράζεται στὰ γαλλικὰ ἀπὸ τὴ Μέλπω Ἀξιώτη. Στὴν περίφημη μάχη τῆς Μουργκάνας, ἂν καὶ ἡ ματιὰ τοῦ συγγραφέα εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκείνη τοῦ ὁμώνυμου διηγήματος στοὺς Ἀνυπεράσπιστους, ὡστόσο συναντᾶται ἡ ἴδια ποιότητα καὶ γνησιότητα αἰσθήματος καθὼς καὶ ὁρισμένες σκηνὲς μάχης μοναδικῆς ἐνάργειας.

Δημήτρης Χατζής: «Κι ὅλα μέσα στὴ διήγηση εἶναι ὑποταγμένα, ὄχι μόνο γενικὰ στὴν ἀλήθεια, μὰ στὴν πιὸ αὐστηρὴ ἀπαίτηση τῆς ἀκρίβειας καὶ γιὰ τὸ πιὸ μικρὸ περιστατικὸ.»

 

15.00

Ελληνική λογοτεχνία

Το τέλος της μικρής μας πόλης

Δημήτρης Χατζής

Βιβλίο του Χατζή με τον τίτλο αυτό πρωτοεκδόθηκε στη Ρουμανία το 1953 από το «εκδοτικό Νέα Ελλάδα» και περιείχε 5 διηγήματα από τα 7 που τελικά συνθέτουν τη συλλογή· έλειπαν «Ο Τάφος» και «Ο Ντέτεκτιβ». Στα 1963 και ενώ ο Χατζής βρίσκεται στην Ουγγαρία κυκλοφορεί η πρώτη πλήρης έκδοσή του στο τυπογραφείο Α. Κουλουφάκου, για λογαριασμό της Επιθεώρησης Τέχνης. Το 1971 γίνεται η τρίτη έκδοση με επίμετρο το κείμενο του Δημήτρη Ραυτόπουλου «Το Νεοελληνικό Μάθημα του Δημήτρη Χατζή» («Διογένης»). Από τότε ως σήμερα έχουμε άλλες τρεις εκδόσεις: «Πλειάς» (1974), «Κείμενα» (1979, οριστική έκδοση διορθωμένη από τον συγγραφέα) και «Ζώδιο» (1989). Όσο για τα δύο διηγήματα της συλλογής που δεν περιλαμβάνονταν στην πρώτη έκδοση, «Ο Τάφος» πρωτοπαρουσιάστηκε στην Επιθεώρηση Τέχνης τον Οκτώβρη 1959 και «Ο Ντέτεκτιβ» στο ίδιο περιοδικό τον Φεβρουάριο του 1962.

Το βιβλίο λοιπόν που ο τίτλος του παραπέμπει στη Μικρή μας Πόλη του Αμερικανού συγγραφέα Θόρντον Ουάιλντερ περιέχει εφτά διηγήματα δουλεμένα λίγο ως πολύ από το 1950 ως το 1963 και πάλι ξανακοιταγμένα ως το 1979 που έγινε η λεγόμενη «οριστική» έκδοση. Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος το 1964 έγραφε για τη συλλογή: «Με το Τέλος της Μικρής μας Πόλης έχουμε ένα πυκνότατο και γλαφυρότατο διάγραμμα της κοινωνικής μας περιπέτειας από κει  που την άφησαν οι γενιές του Μεσοπολέμου ως εκεί που την παραλαμβάνει η γενιά της Αντίστασης. Ο Χατζής έφερε σε πέρας αυτή τη δύσκολη αποστολή που έπρεπε να καλύψει ένα μεγάλο ρήγμα στο νεοελληνικό μύθο. Δε θα μπορούσε να το κατορθώσει αν δεν διέθετε μεγάλο ταλέντο και γνώση που του επέτρεψαν να αφομοιώσει την παράδοση ολόκληρης της νεοελληνικής πεζογραφίας.»

Ο ίδιος ο Χατζής αρνείται πως είχε ταλέντο ή φαντασία: «Το έργο το δικό μου ήταν καρπός σκληρής και επίμονης πνευματικής εργασίας. Έτσι βλέποντας τον ίδιο τον εαυτό μου και έτσι κρίνοντας από μια απόσταση σήμερα το έργο μου, μπορώ να βλέπω γιατί ήταν τόσο μικρό ποσοτικά. Το πώς έζησα τόσα χρόνια μακριά από την Ελλάδα, δηλαδή μακριά από τις εθνικές και θεματικές ρίζες ενός Έλληνα συγγραφέα, ήτανε βέβαια κι αυτό μια αιτία και όχι βέβαια χωρίς σημασία. Η κυριότερη όμως αιτία βρίσκεται σε αυτήν την έμφυτη δυσκολία. Μου έλειψε πάντοτε αυτό το πηγαίο και αυθόρμητο ξεχείλισμα. Το πρώτο λοιπόν που θα πω για τον εαυτό μου και για το μικρό μου έργο είναι πως εγώ έγραψα αργά, βασανιστικά, σχεδόν σαν τιμωρημένος σε έργα καταναγκαστικά.»

Αυθόρμητα ωστόσο πηγάζουν οι λυγμοί του νέου αναγνώστη όταν διαβάζει το τέλος της Μαργαρίτας Περδικάρη, την ταπείνωση του Σιούλα του Ταμπάκου, την τραγωδία του Σαμπεθάι Καμπιλή, την προδοσία της Θειάς Αγγελικής. Μισόν αιώνα ύστερα από την πρώτη τους εμφάνιση η ραψωδία των νικημένων-ηρώων της μικρής μας πόλης διαβάζεται μόνο για να βεβαιώσει ότι το διήγημα (Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης, Χατζής) στέκει μαζί με την ποίηση (Σολωμός, Καρυωτάκης, Σικελιανός, Καβάφης) σαν το μεγαλύτερο κατόρθωμα του νεοελληνικού λόγου, άρα του νεοελληνικού πολιτισμού.

Ο παππούς και ο πατέρας του Χατζή ήταν τυπογράφοι· προς τιμήν τους το βιβλίο στοιχειοθετήθηκε στη μονοτυπία των Αφών Παληβογιάννη, σελιδοποιήθηκε και τυπώθηκε στο κλασικό τυπογραφείο «Μανούτιος» του Χρίστου Μανουσαρίδη.

 

21.20

Δημήτρης Χατζής

Το βιβλίο αυτό περιέχει τον βασικό κορμό από το ιστορικό και φιλολογικό έργο του Δημήτρη Χατζή. Έργο στις παρυφές της λογοτεχνικής του δημιουργίας, που όμως αποτελεί υφάδι και δομικό στοιχείο της δημιουργίας αυτής.

Ακολουθώντας τις δραματικές τύχες της ελληνικής αριστεράς, από την Κατοχή και τον Εμφύλιο μέχρι την εικοσιπενταετή του εξορία, ο Χατζής επεξεργάστηκε με όλες του τις δυνάμεις την υπέρβαση του διλήμματος: απελευθέρωση από το ορθόδοξο κομματικό δόγμα αφενός, διαμόρφωση μιας νέας συγκροτημένης και συλλογικής δημιουργικότητας αφετέρου. Στο μεταίχμιο αυτό, κεντρικό του μέλημα ήταν η διερεύνηση του προβλήματος της συνέχειας του Νέου Ελληνισμού.

Ποιητής, διηγηματογράφος, μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος και ερευνητής του βυζαντινού και νεοελληνικού πολιτισμού (Γιάννενα, Αθήνα, Βουδαπέστη, Ανατολικό Βερολίνο και επιστροφή στην Ελλάδα), ο Δημήτρης Χατζής αναζήτησε σε όλη του τη ζωή, και με όλες τις πνευματικές του δυνάμεις, το «Πρόσωπο του Νέου Ελληνισμού». Αυτή ακριβώς η μακρόχρονη και επίμονη αναζήτηση αποτελεί το σημείο συνάντησης του λογοτεχνικού με το ιστορικό και φιλολογικό του έργο.

Το ιστορικό και φιλολογικό αυτό έργο, συγκροτημένο από το 1947 και μέχρι το θάνατό του (1981), είναι σχεδόν άγνωστο και δεν έχει ως τα σήμερα αποτιμηθεί η συμβολή του, η εθνική του παρέμβαση. Διάσπαρτο σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής, επιστημονικά συγγράμματα και τόμους, διαλέξεις και επιμέλειες, δημοσιευμένο ή αδημοσίευτο, χρειάστηκε μια συστηματική ανθολόγηση, πού δεν ήταν πάντοτε εύκολη. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα (1975), ο Χατζής εστιάζει την προσοχή του σε μια ζωηρή επανα-διαπραγμάτευση των ζητημάτων που τον απασχόλησαν στις δύο προηγούμενες φάσεις (Εμφύλιος – Ουγγαρία 1947-1957, Ανατολικό Βερολίνο – Βουδαπέστη 1957-1975). Η τελευταία αυτή φάση, της μεταπολίτευσης, φωτίζει μ’ ένα στοχαστικό φως, αναδρομικά, όλο το προγενέστερο έργο του.

Η ανάγνωση των κειμένων αυτού του τόμου πρέπει να γίνει, συνυπολογίζοντας τη διαρκή πολιτική έγνοια και συνείδηση του Δημήτρη Χατζή, παράλληλα με τη βαρύτητα που είχε στην πνευματική του συγκρότηση η ιστορία της λογοτεχνίας. O όρος «εθνική λογοτεχνία», που χρησιμοποιεί ενσυνείδητα, προσεκτικά και εναγώνια, αναφέρεται στη λογοτεχνία ενός νέου έθνους, ενός καινούριου κόσμου, που βλέπει σε αυτήν να καθρεφτίζεται η πνευματική του ζωή και πορεία προς την εθνική του διαμόρφωση και ολοκλήρωση.

Στον τόμο αυτό περιλαμβάνονται δεκαεννιά κείμενα, από το 1947 ως το 1980. Κεντρικό – δομικό – στοιχείο του αποτελούν οι τέσσερις ανέκδοτες διαλέξεις του 1979 με θέμα «Το Πρόσωπο του Νέου Ελληνισμού», απ’ όπου και ο τίτλος του τόμου. Απ’ τα δεκαεννιά κείμενα τα δέκα είναι άρθρα σε περιοδικά ή εφημερίδες, ευρύτερου πολιτικού χαρακτήρα. Επτά είναι κείμενα ανοιχτών διαλέξεων κατά τη μεταπολίτευση, και δύο είναι κείμενα περισσότερο επιστημονικά. Βασικός λόγος ύπαρξής τους είναι η διατύπωση ενός λόγου που επιχειρεί να διαφωτίσει, να συνδεθεί με την ιστορική πραγματικότητα, να ενεργοποιήσει δημιουργικές αντιδράσεις και συνειδήσεις. Ένας λόγος που αναζητεί με πάθος ένα νέο τρόπο σύνδεσης της ιστορίας με την ιδεολογία και την κοινωνία, σε μια μεταπολίτευση με πήλινα πόδια.

 

21.20