Βλέπετε 1–12 από 1273 αποτελέσματα

Ξένη λογοτεχνία

Μαχαίρι

Σαλμάν Ρούσντι

24.40

Δύο χρόνια μετά τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του ο Σαλμάν Ρούσντι επιστρέφει –κυριολεκτικά και μεταφορικά– στον τόπο του εγκλήματος με έναν μοναδικό τρόπο αφήγησης. Ξαναθυμάται την επίθεση του εικοσιτετράχρονου Χάντι Ματάρ στο Ίδρυμα Τσατάκουα της Νέας Υόρκης, τον Αύγουστο του 2022, εισχωρεί στο μυαλό του επίδοξου δολοφόνου του για να ψάξει απαντήσεις, εκφράζει την ευγνωμοσύνη του για τους ανθρώπους που τον βοήθησαν από τα πρώτα λεπτά, που έμειναν στο πλευρό του, που έδειξαν αλληλεγγύη παντού στον κόσμο.

Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο είναι καθηλωτική για τους αναγνώστες των μυθιστορημάτων του, αλλά όχι μόνο. Η φωνή του είναι η φωνή ενός υπερασπιστή της ελευθερίας της έκφρασης σε έναν κόσμο που διέρχεται μόνιμη κρίση. Το Μαχαίρι αποτελεί μια έκκληση προς τον ελεύθερο κόσμο να αντισταθεί στην επέλαση του αυταρχισμού και της λογοκρισίας. Μια έκκληση για περισσότερη ελευθερία και δημοκρατία, σεβασμό στη διαφορετικότητα και την άποψη των άλλων.

Ο Ρούσντι βάζει το δάχτυλο στη δική του πληγή μιλώντας εξ ονόματος όλων όσοι πιστεύουν ακόμη ότι η γλώσσα μπορεί να γίνει ασπίδα μπροστά στα μαχαίρια της βίας.

Ελληνική λογοτεχνία

Αλλοτεκοίτη

Νίκος Ξένιος

11.00

Το νέο μυθιστόρημα του Νίκου Ξένιου μάς μεταφέρει σε ένα όχι πολύ μακρινό μέλλον όπου η βλάστηση αποτελεί παρελθόν, η ερημοποίηση έχει προχωρήσει και οι άνθρωποι ζουν εντελώς αποκομμένοι από το φυσικό περιβάλλον. Το ακραίο κόμμα «Νέοι Δρόμοι για τον Λαό» παίρνει την εξουσία, χτίζει την Αλλοτεκοίτη στην ξερή κοίτη ενός ποταμού και καταδιώκει όλους όσοι νοσταλγούν το πράσινο, τη γονιμότητα της γης, την αφθονία του νερού.

Η Κυβέλη, καθηγήτρια φιλόλογος και πρωταγωνιστικό πρόσωπο του βιβλίου, ανήκει σε αυτούς που υπερασπίζονται δημόσια την ιερότητα της φύσης. Οι «Νέοι Δρόμοι για τον Λαό» τη συλλαμβάνουν και την κλείνουν σε ψυχιατρείο. Διασχίζοντας την έρημη, άνυδρη χώρα, η δημοσιογράφος Στέλλα Μπεράτη θα έρθει στην Αλλοτεκοίτη για να αναζητήσει τα ίχνη της Κυβέλης προσπαθώντας να συνθέσει το παζλ της παράδοξης ιστορίας της.

Με βαθιά αγάπη προς τον άνθρωπο, ο Νίκος Ξένιος μάς θυμίζει ότι μια ιστορία ποτέ δεν λέγεται με έναν και μόνο τρόπο. Σε μια εποχή απόλυτης σύγχυσης (ιδεολογικής, κοινωνικής, πολιτικής) είναι σημαντικό οι άνθρωποι να έχουν το δικαίωμα και τη διαύγεια να αφηγηθούν μια ιστορία – τη δική τους ιστορία.

Κωστής Παπαγιώργης

16.00

Ο τρόπος με τον οποίο κάποιος γραφιάς, κατά τεκμήριο προικισμένος, αφήνει «έργο» στον τόπο μας παραμένει δυσεπίλυτο αίνιγμα και συνεπάγεται σχεδόν πάντα εξωτισμούς και δραματικές ποινές σε βάρος του εγώ του. Δεν διαθέτουμε ισχυρό θεσμικό πλαίσιο που να επικουρεί τα άτομα, κατά συνέπεια ο καθένας γίνεται εφευρέτης του εαυτού του με διαμφισβητούμενη πάντα την πατέντα.

Ο δεύτερος τόμος της σειράς Τα βιβλία των άλλων συγκεντρώνει πρώιμα και ύστερα δοκίμια ή κριτικά σημειώματα του Κωστή Παπαγιώργη για σημαντικούς Έλληνες στοχαστές που «εφηύραν τον εαυτό τους» εντός και εκτός Ελλάδoς – ανάμεσά τους o Ζήσιμος Λορεντζάτος, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Παναγιώτης Κονδύλης, ο Κώστας Αξελός, ο Χρήστος Γιανναράς, ο Στέλιος Ράμφος. Με μια σπάνια θυμική εμπλοκή, ο Παπαγιώργης συζητά κομβικά έργα της σύγχρονης σκέψης –όπως Το χαμένο κέντρο, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, Το Πρόσωπο και ο Έρως ή Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη–, δίνοντας παράλληλα τη δική του απάντηση στα κρίσιμα πνευματικά ερωτήματα που τα εξέθρεψαν.

Ελληνική λογοτεχνία

Ένα για τον δρόμο

Θεοδόσης Μίχος

12.20

Φωτογραφίες που κολυμπούν. Πεταλούδες που ρινορραγούν. Οικογένειες που χωλαίνουν. Τραπουλόχαρτα που θολώνουν. Τοίχοι που ζαρώνουν. Emoji που βαραίνουν. Μουστάρδες που φλογίζουν. Κουδούνια που σιωπούν. Σβέρκοι που στενάζουν. Παιδιά που ξεφεύγουν. Φλας που κλέβουν. Μάτια που γκαρίζουν. Πόρνες που απουσιάζουν. Σταυροφόροι που υποκύπτουν. Σπηλιές που σφαλίζουν. Σκαμπό που μαρμαρώνουν. Φιστίκια που δολοφονούν. Φωνές που ερεθίζουν. Τατουάζ που παραμιλούν. Δίσκοι που γυρίζουν.

Στο κέντρο της Αθήνας εδώ και αιώνες υπάρχει ένα μπαρ όπου όλα είναι μελετημένα. Οι θαμώνες του επιλέγουν την αφαίρεση και τον σκληρό ρεαλισμό για να αφηγηθούν οι ίδιοι την ιστορία τους. Απευθύνονται πρώτα και κύρια στον εαυτό τους – αυτόν που ξεχνούν ότι έχουν ήδη χάσει προ πολλού, αυτόν που στην πραγματικότητα τους βρίσκεται εύκαιρος μεταξύ τρίτου και τέταρτου ποτού, αυτόν που δεν ξέρουν ότι θα συναντήσουν το πρωί της επομένης στον καθρέφτη. Αναπόφευκτα οι γύρω τους, συμπότες καρδιακοί ή τυχάρπαστοι, γίνονται κοινωνοί ακόμη και των εσωτερικών τους ψιθύρων.

Κι αν κανείς τους δεν είναι αυτός που φαίνεται, όλοι μαζί –φιλόσοφοι του περιθωρίου, δέσμιοι των παθών τους και μιας επιλεκτικής αδυναμίας να ανταπεξέλθουν στις αναποδιές– ξέρουν ότι η ζωή έχει νόημα και εναγωνίως το αναζητούν, ελπίζοντας να τους βρει εκείνο πρώτο.

Τα διηγήματα της συλλογής Ένα για τον δρόμο συνθέτουν το ζωντανό πορτρέτο μιας συγχυσμένης μεγαλούπολης, την αυτοβιογραφία σε συνέχειες ενός τόπου σύναξης που δεν αλλάζει ό,τι κι αν συμβαίνει έξω από τα όρια μιας φωτεινής στοάς όπου κάθε στιγμή είναι μια υπέροχη ευκαιρία. Για άλλη μια θεραπεία. Για άλλη μια υποτροπή.

Γιατί το χάος είναι μια παρτιτούρα που πάνω της γράφεται η πραγματικότητα. Ξανά και ξανά. Και πάλι από την αρχή.

Γιάννης Ευσταθιάδης

16.00

Ο Γιάννης Ευσταθιάδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1946. Έχει εκδώσει ποίηση, πεζά, μικρά δοκίμια για τη μουσική και, με το ψευδώνυμο Απίκιος, γαστρονομικά κείμενα.

Βαγγέλης Ραπτόπουλος

18.80

Κάποτε, πριν από χρόνια, ο Κ. είχε σκύψει σε ένα πηγάδι μαζί με μια γυναίκα. Τα δύο πρόσωπά τους σάλεψαν, μια στιγμή, πάνω στα σκοτεινά νερά, γυαλιστερά, τρεμάμενα, το ένα κολλητά στο άλλο. Κι αμέσως ο Κ. ένιωσε ότι αγαπούσε αυτή τη γυναίκα.

Μια φορά ένας πασάς κάλεσε έναν φτωχό να του κάνει το τραπέζι. Έβαλε μπροστά του ένα πιάτο ελιές κι ένα πιάτο μαύρο χαβιάρι. Ο φτωχός ούτε στράφηκε να δει τις ελιές, έπεσε με τα μούτρα στο χαβιάρι. «Φάε κι ελιές, κουμπάρε», του λέει ο πασάς. «Καλό είναι και το χαβιάρι, πασά εφέντη μου», απάντησε, μασουλώντας πάντα, ο φτωχός.

Στην Κίνα ο Κ. είχε δει μια ζωγραφιά ανείπωτης αβρότητας, με τον τίτλο: «Η καμπάνα του δειλινού που χτυπάει σε μακρινό ναό». Δεν έβλεπες ούτε ναό ούτε καμπάνα. Μόνο ένα ήρεμο τοπίο, ελαφρά χρυσαφένιο, σκεπασμένο με γαλάζιο αέρα.

Όταν σε σκεφτούν οι κάμπιες, Θεέ μου, γίνονται πεταλούδες!

*

Μια περιπλάνηση στο σύμπαν του Νίκου Καζαντζάκη, ένα μωσαϊκό από 259 αλληγορίες σπαρμένες σε ολόκληρο το έργο του: στα μυθιστορήματα, στα ταξιδιωτικά, ακόμη και στην αλληλογραφία του.

Το απόσταγμα της σοφίας του κορυφαίου συγγραφέα, αντλημένο από τους μοναχούς του Αγίου Όρους, την εβραϊκή παράδοση, το Ταό, το ζεν, την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, τον λαό της Κρήτης, την Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας, αλλά και από την παγκόσμια Ιστορία.

*

Το αχανές έργο του δημιουργού του Ζορμπά βρίθει από σύντομες αλληγορίες, συμβολικά διηγηματάκια, μικροϊστορίες μισής σελίδας που πηγάζουν και συνίστανται από ιδέες. Μυστικιστικές παραβολές, πες. […]

Μέσα στα μεγάλα κομμάτια από περίφημο πεντελικό μάρμαρο που είναι το έργο του Καζαντζάκη, όποτε έβλεπα ένα φυλακισμένο μικρό άγαλμα πάλευα, όπως οι γλύπτες, να το απελευθερώσω.

Από τον πρόλογο του συγγραφέα

Ποίηση

Υπερώον

Γιάννης Ρίτσος

10.95

Η ποιητική συλλογή Υπερώον γράφτηκε στην Αθήνα, απ’ την 1 του Μάρτη ως τις 21 του ίδιου μήνα. Η Β’ γραφή των ποιημάτων έγινε πάλι στην Αθήνα, απ’ τις 6-29 του Απρίλη και στον Κάλαμο απ’ τις 30 του Απρίλη ως την 1 του Μάη 1985.

ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Υπερώον. Μια ανέκδοτη συλλογή του Γιάννη Ρίτσου. Μία απ’ τις πολλές, σχεδόν πενήντα, που άφησε πίσω, μετά το θάνατό του, ολοκληρωμένες, έτοιμες για έκδοση. Ορισμένες από αυτές εκδόθηκαν αμέσως μετά στον τόμο Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα και κάποιες άλλες συμπεριλήφθηκαν αργότερα στους τόμους Ποιήματα που ακολούθησαν, με καθαρά χρονολογικά κριτήρια.

Στο διάστημα που προηγήθηκε, μετά την ανακοίνωση αυτής της έκδοσης, δέχτηκα διάφορα ερωτήματα σχετικά. Δύο είναι τα κυρίαρχα: Γιατί αυτή η συλλογή – ή και πολλές άλλες – δεν είχε εκδοθεί στη διάρκεια της ζωής του Ρίτσου; Γιατί η αυτόνομη έκδοση αυτής της συγκεκριμένης συλλογής τώρα;

Είναι γνωστό – ή τουλάχιστον εγώ το έχω ξαναπεί – πως ο Γιάννης Ρίτσος θεωρούσε την ποίηση τόσο απαραίτητη για την ύπαρξή του, όσο και την αναπνοή του. Έγραφε λοιπόν καθημερινά, ώρες πολλές, κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μια τεράστια ποιητική παραγωγή. Τρεις και τέσσερις και πέντε ή και περισσότερες ποιητικές συλλογές μέσα σ’ ένα χρόνο είναι λογικό πως για λόγους πρακτικούς δεν θα μπορούσαν να εκδοθούν στη διάρκεια του έτους γραφής τους. Ούτε οι εκδότες του μα ούτε και το αναγνωστικό κοινό θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν μια τέτοια παραγωγή. Αναγκαστικά λοιπόν έπρεπε να επιλέξει τι θα εκδοθεί και τι όχι.

Οι επιλογές του δεν είχαν χαρακτήρα «αυτολογοκρισίας», όπως έχω ακούσει να λέγεται, αλλά εξαρτιόνταν από τη διάθεσή του την εκάστοτε περίοδο και από τη συγκυρία.

Η συλλογή Υπερώον, γραμμένη στα μέσα της δεκαετίας του 1980, αποτελείται από ποιήματα αυτοβιογραφικά, που ταυτόχρονα αντανακλούν το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο δημιουργήθηκαν. Εποχή κρίσης ηθικής τα χρόνια εκείνα, δεν μπορεί παρά να έχει συνάφεια με την κρίση την οικονομική που βιώνουμε ως συνέπεια και του ηθικού εκείνου ελλείμματος που, ανάμεσα σε άλλα, προετοίμασε το έδαφος για το σήμερα. Τα ποιήματα αυτά είναι, νομίζω, με τον τρόπο τους επίκαιρα, και για τούτο θεώρησα πως θα άξιζε να αποδοθούν στο κοινό σε μια αυτόνομη έκδοση.
Έρη Ρίτσου

 

25.50

Πρόκειται για τη μεγαλύτερη καλλιτεχνική ιδιοφυΐα όλων των εποχών. Ποια ήταν τα μυστικά του;

Ο συγγραφέας των ευπώλητων βιογραφιών του Στιβ Τζομπς και του Άλμπερτ Αϊνστάιν, βασιζόμενος σε χιλιάδες σελίδες από τα σημειωματάρια του ίδιου του Ντα Βίντσι και σε νέες ανακαλύψεις για το έργο του, ξετυλίγει το νήμα της ζωής αυτού του μοναδικού ανθρώπου και αποδεικνύει πως η ιδιοφυΐα του δεν ήταν κάτι ανεξήγητο αλλά πήγαζε από την ανεξάντλητη περιέργειά του, την παρατηρητικότητά του και τη ζωηρή φαντασία του.

Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι ζωγράφισε δύο από τα γνωστότερα έργα στην Ιστορία της Τέχνης, τον Μυστικό Δείπνο και τη Μόνα Λίζα, αλλά ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του εξίσου άνθρωπο της επιστήμης και της τεχνολογίας. Με ένα πάθος που άγγιζε την εμμονή, μελετούσε γεωλογία, το ανθρώπινο σώμα, τα πτηνά, τη λειτουργία της καρδιάς, ενώ ταυτόχρονα σχεδίαζε πτητικές και πολεμικές μηχανές.

Νόθος, ομοφυλόφιλος, χορτοφάγος, αριστερόχειρας και αιρετικός στη σκέψη, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι απείχε συχνά ένα –ή και κανένα– βήμα από το να θεωρηθεί απόβλητος. Η ζωή του επιβεβαιώνει πως η δημιουργικότητα και η επιτυχία ξεκινούν πάντα από την ικανότητα –και την τόλμη– να είσαι διαφορετικός.

«Μια συγκλονιστική ιστορία για μια συναρπαστική διάνοια και ζωή… μια σπουδή στη δημιουργικότητα: πώς ορίζεται, πώς επιτυγχάνεται».
The New Yorker

Ελληνική λογοτεχνία

Η Αθήνα της μιας διαδρομής

Πέτρος Μάρκαρης

11.00

Στα αστυνομικά μυθιστορήματά του ο Πέτρος Μάρκαρης στέλνει τον ήρωά του αστυνόμο Χαρίτο στον λαβύρινθο της Αθήνας. Αυτή τη φορά, αποφάσισε να μπει ο ίδιος ο συγγραφέας. Το οδοιπορικό του στην πόλη διαρκεί σχεδόν μία ώρα, όσο χρειάζεται ο Ηλεκτρικός να διανύσει την απόσταση από τον Πειραιά στην Κηφισιά. Ο συνεπιβάτης του συγγραφέα κατεβαίνει σε κάθε σταθμό, εξερευνά μαζί του τη γύρω περιοχή, γνωρίζει τις ομορφιές και τις ασχήμιες της, ανακαλύπτει τις συναρπαστικές αντιθέσεις της, βρίσκεται μπροστά σε κρυφές εκπλήξεις, περπατά σε αρχαία μονοπάτια, αντιλαμβάνεται και κατανοεί όλη την κοινωνική διαστρωμάτωση της πρωτεύουσας, με τις φτωχές συνοικίες και τη σύγχρονη νεόπλουτη όψη της, την οποία δεν έχει χάσει ούτε την εποχή της κρίσης, γιατί η κρίση δεν άγγιξε τις περιοχές των νεόπλουτων, όπως άλλωστε κάθε κρίση.

Ελληνική λογοτεχνία

Ο Αυτοκτόνος

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

10.00

Ο Σακελλάριος, ο ήρωας του «Αυτοκτόνου», είναι αλλοδαπός, τριάντα χρονών, αδέκαρος, και ζει ουσιαστικά χάρη στη συνδρομή των φίλων. Αλλοδαπός από που; Από την Ήπειρο, η οποία δεν έχει ενσωματωθεί ακόμη στο ελληνικό κράτος, εξού και «δεν υπέκειτο εις στρατιωτικήν θητείαν», ο δε βοηθός του φούρναρη, Ηπειρώτης, όπως και το αφεντικό του, τον εγκαρδιώνει λέγοντας: «Κουράγιο, πατρίδα! (…] Έτσι θα πάρουμε και τα Γιάννενα;». Τον έχει διώξει η σπιτονοικοκυρά από την κάμαρη που νοίκιαζε, επειδή χρωστούσε ενοίκια, και μένει σε ένα μικρό ξενοδοχείο, αλλά εκείνο το Σάββατο οι φίλοι δεν έχουν ή δεν θέλουν να του δώσουν για να το πληρώσει. Είναι ουσιαστικά άστεγος, όπως ο ξεπεσμένος δερβίσης (1896) ή ο μπαρμπα-Μάρκος (« Άλλος τύπος», 1903). Πηγαίνει το Σάββατο στην εκκλησία για τον εσπερινό και εκεί παίρνει την απόφαση να αυτοκτονήσει, για να μη γίνει βάρος σε κανέναν, ούτε σε νεκροθάφτες ούτε σε ψάλτες ούτε σε παπάδες (αφού δεν θα ταφεί εκκλησιαστικά). Πάει κατόπιν στο κουρείο για να ξυρίσει τα γένια του, πρώτη φορά στη ζωή του, στην πραγματικότητα όμως για να κλέψει το ξυράφι, το όργανο της αυτοχειρίας. Στη συνέχεια ζητάει από τον φούρναρη της γειτονιάς να περάσει το βράδυ στον φούρνο (αφού δεν μπορεί να μείνει στο ξενοδοχείο), όπου θα βρει πράγματι στέγη, ζέστη, ψωμί και κρασί. […] (Σταύρος Ζουμπουλάκης, Οι αυτοκτόνοι του Παπαδιαμάντη)

Αγνή Πικιώνη

10.00

Ο Δημήτρης Πικιώνης γεννήθηκε το 1887 στον Πειραιά και πέθανε στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1968. Σήμερα, εδώ, στον διάφανο πύργο των βιβλίων του Renzo Piano, η Εθνική Βιβλιοθήκη τιμά τα πενήντα χρόνια από τον θάνατό του. Για έναν ακατάσχετο και ακατάστατο αναγνώστη -του Σολωμού και του Πλάτωνα, των Τραγικών, του Πινδάρου, του Σικελιανού, του Παλαμά, της Βίβλου και των Νηπτικών, του Καντ (Kant) και των Προσωκρατικών- ποιος χώρος «αρμοδιότερος»;

Ο Δημήτρης Πικιώνης ανήκει σε μια γενιά εμπνευσμένων δημιουργών που ενεργώντας «στο επίκεντρο της ζωής του τόπου» πύκνωσαν τον ιστορικό χρόνο και μέσα σε λίγα σχετικά χρόνια -χονδρικά από το 1920 έως και την πρώτη δεκαετία μετά τον δεύτερο πόλεμο- έχτισαν και μας χάρισαν ένα ζείδωρο «περιπλέον» (η έκφραση είναι της Ζωής Καρέλλη) πολιτισμού, ένα ανεκτίμητο εθνικό υπόδειγμα.

«Ο Δημήτρης Πικιώνης μπορεί ίσως να θεωρηθεί [θα πει ο Άγγελος Δεληβορριάς προλογίζοντας τον κατάλογο της αναδρομικής έκθεσης Πικιώνη του 2010 στο Μουσείο Μπενάκη] η πιο εμβληματική από τις πνευματικές μορφές του ελληνικού Μεσοπολέμου. (…) Στον θαυμαστό ανθρώπινο κόσμο του [συνεχίζει] ο Καζαντζάκης συναντούσε τον Κόντογλου και ο Παρθένης τον Σικελιανό, ο Μπουζιάνης τον Πεντζίκη και ο Δούκας τη Χατζημιχάλη, ο Παπαλουκάς τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα και ο Διαμαντόπουλος τον Τσαρούχη, ο Καΐμης τον Στέρη και ο Τλούπας τον Καπράλο».

Ό,τι μέχρι σήμερα αποτελεί το πολύτιμο «αχνάρι» του το οφείλουμε στην ακάματη αγάπη της κόρης του Αγνής, που είναι σήμερα μαζί μας. Η κυρία Πικιώνη είναι πρόεδρος της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας «Δ. Πικιώνης Α.Μ.Κ.Ε., Αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία για τη μελέτη, προστασία, ανάδειξη, αποκατάσταση και συντήρηση του έργου του Δ. Πικιώνη». Θα μας αποτείνει έναν σύντομο χαιρετισμό. […]

Γκουσταύος Κλάους

20.00

Ο Γουσταύος Κλάους είναι Βαυαρός έμπορος, που έρχεται στην Πάτρα και δημιουργεί την οινοποιία «Αχαΐα». Η γνωστή σήμερα ως «Achaia Clauss» πρωταγωνιστεί με τα κρασιά της στο οινικό fun του 20ού αιώνα και συνεχίζει στον 21ο αιώνα με το «Castro Clauss». Ο Φραντσέσκο Μάλλια, μετανάστης από τη Μάλτα, είναι το δεξί χέρι του Γουσταύου, ο πρώτος άποικος στην Colonie. H Colonie είναι η πολυεθνική κοινότητα των εργαζομένων στην οινοποιία, με τις οικογένειές τους (Γερμανοί, Έλληνες, Ιταλοί, Μαλτέζοι), στην οποία ο Κλάους δίνει το όνομα Gutland. Ο Γιάκομπ Κλίπφελ, Γερμανός, είναι ο πρώτος οινολόγος, ίσως ο δημιουργός της γλυκιάς Μαυροδάφνης. Η Αθηναία Θωμαΐδα Καρπούνη είναι η σύζυγος του Κλάους. Ο Γιούλιους Καρλ Βίλχελμ Φίλιπ Μέντσερ είναι Γερμανός κρασέμπορος, βουλευτής στο Ράιχσταγκ, ο πρώτος εισαγωγέας ελληνικών κρασιών στη Γερμανία. Ο Βασίλης Κασπίρης είναι ο φουστανελοφόρος σωματοφύλακας του Κλάους και ο κωδωνοκρούστης της Gutland. Η Αμαλία φον Πέρφαλ, κόρη του Γουσταύου και της Θωμαΐδας, παντρεμένη με βαρόνο στο Μόναχο, είναι η μοναδική κληρονόμος του. Η αυτοκράτειρα Ελισάβετ της Αυστρίας -η Σίσσυ- είναι η πρώτη διάσημη επισκέπτρια της οινοποιίας. Ο Βλάσιος Αντωνόπουλος, φιλελεύθερος σταφιδέμπορος, βουλευτής του Βενιζέλου, είναι ο συνεχιστής της «Αχαΐας» και των κρασιών της μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο καπνοβιομήχανος από την Αίγυπτο Θεόδωρος Βαφειάδης εκπροσωπεί τα κρασιά της «Αχαΐας» στη Βομβάη· και ο αρσιβαρίστας Δημήτρης Τόφαλος, στη Νέα Υόρκη. Η Λαμπρινή Κακού, Επονίτισσα, επισκέπτεται την «Αχαΐα» και υψώνει ένα ποτήρι στη μνήμη του απαγχονισθέντος αδελφού της, τις τελευταίες ημέρες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Αυτοί είναι μερικοί από τους ήρωες που κατοικούν στην Γκούτλαντ. Μια μεγάλη αφήγηση, πλήρως τεκμηριωμένη, που καλύπτει περισσότερο από έναν αιώνα, από το 1833 έως το 1949. Ο συγγραφέας ανασυστήνει μικρόκοσμους, άγνωστους και απρόοπτους, ανασυστήνει ακόμη και το φυσικό τοπίο, δίνει χρώμα και βάθος στην καθημερινή ζωή, υπερβαίνει τα στερεότυπα και ρίχνει φως σε αθέατες περιοχές, εκεί που δεν φτάνει ποτέ η μεγάλη ιστορία. Το κρασί και το αμπέλι είναι, βέβαια, οι πανταχού παρόντες πρωταγωνιστές.