ΝΕΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ

Ελληνική λογοτεχνία

Κακό Aνήλιο

Κωνσταντίνος Δομηνίκ

10.00

Δώδεκα μικρές ιστορίες στοιχειωμένες από μορφές και όντα του θρύλου και της φαντασίας που ισορροπούν με μακάβρια χάρη μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, λάμψης και σκοτεινιάς, λύτρωσης κι απελπισίας.

Ένας εντυπωσιακά αλλόκοτος κόσμος γεμάτος πλάσματα της «άλλης» μεριάς, δημιουργήματα μιας φύσης σκοτεινής και παράλογης που συναντιούνται και αλληλοεπιδρούν με καθημερινούς ανθρώπους προκαλώντας άλλοτε συνταρακτικές καταστροφές κι άλλοτε παρήγορα θαύματα.

[…] Και με μια κεραυνοβόλα κίνηση χιμάει και καρφώνει τη γροθιά του μέσα, ολόβαθα, στο στήθος του Μανώλη – το σκίζει, το διατρυπάει όλο, πέρα για πέρα, βγάζοντας έπειτα μέσ’ από την πληγή, αντί για μια θνητή καρδιά, ένα μικρό, τσιμπλιασμένο αηδόνι.

Ελληνική λογοτεχνία

Κυρά Κυραλίνα

Παναΐτ Ιστράτι

16.60

Η Κυρά Κυραλίνα δημοσιεύεται πρώτη φορά στις 15 Αυγούστου 1923. Ο Παναϊτ Ιστράτι, «γεννημένος μυθογράφος», «μυθογράφος της Ανατολής», όπως τον αποκαλεί ο Ρομαίν Ρολλάν, πλανόβιος και ταξιδευτής, αφού σεργιανίσει στα σοκάκια του κοσμοπολίτικου λιμανιού της γενέτειράς του, της Βραΐλας, και συναναστραφεί τους ανθρώπους του, θα γνωρίσει τις χώρες της Ανατολής αλλά και της Ευρώπης. Θα διαποτιστεί από τις κουλτούρες τους, θα μάθει τις γλώσσες τους.

Σε αυτό το βιβλίο ξεδιπλώνονται οι περιπέτειες δυο πανέμορφων Κυράδων, μάνας και θυγατέρας, που η μία βρήκε τον θάνατο από έναν βάρβαρο σύζυγο και η άλλη κατέληξε σκλάβα σε χαρέμι. Γυναίκες λάγνες, ντυμένες με ακριβές φορεσιές, στολισμένες με πλουμίδια, φτιασιδωμένες με μαεστρία, ποθητές. Στο σπίτι τους, οι καπνοί από τους ναργιλέδες, οι μελωδίες των τραγουδιών, οι χοροί που ξετρελαίνουν τους άντρες, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα μοναδική. Ολόγυρά τους, ένας κόσμος σαγηνευτικός, πλούσιοι έμποροι, άρχοντες, αλλά και χαμάληδες του λιμανιού, μικροπωλητές, κοντραμπαντιέρηδες. Κάτι σαν τις «Χίλιες και μια νύχτες», όπου οι ιστορίες χάνονται η μια μέσα στην άλλη. Η Κυρά Κυραλίνα και ο αφηγητής-αδελφός της είναι οι αντιπροσωπευτικές φιγούρες ενός πολυπολιτισμικού, πολύγλωσσου κόσμου όπως εκείνος που έζησε ο ίδιος ο Ιστράτι. Ρουμάνοι, Έλληνες, Αλβανοί, Τούρκοι, Αρμένιοι, Ρώσοι, τσιγγάνοι δημιουργούν ένα παλίμψηστο διάσπαρτο από εκφράσεις, παροιμίες, βρισιές, ονόματα από διάφορες γλώσσες όπου στολίζουν περίτεχνα ένα κείμενο γραμμένο στα γαλλικά, τα οποία ο συγγραφέας έμαθε μόνος του διαβάζοντας Γάλλους κλασικούς και σεργιανίζοντας στους δρόμους και στα καπηλειά της Γαλλίας.

Ο Σταύρος είναι ο πρωταγωνιστής, μα η νουβέλα παίρνει για τίτλο της το όνομα της αδερφής του (όπως την ονόμασε ουσιαστικά ένας θείος του, αδερφός της μάνας του, που πρόσθεσε το Κυραλίνα στο Κυρά). Σωστά πάντως ο Ιστράτι τιτλοφόρησε τη νουβέλα του Κυρά Κυραλίνα, όχι μόνο επειδή το όνομα είναι εύηχο και εξωτικό, αλλά γιατί η αδερφή του Σταύρου ορίζει το κέντρο της ζωής του, είναι το μόνο πλάσμα που αγάπησε πραγματικά, ευχόταν να χαθεί ο ίδιος για να ζήσει εκείνη. Όλες οι δικές του περιπέτειες συνδέονται με την Κυρά και με τη μάταιη αναζήτησή της. Όπως όμως συμβαίνει σε αυτού του είδους τη λογοτεχνία, αιώνιο πρότυπο της οποίας είναι οι Χίλιες και μια νύχτες ή τα λεγόμενα στα καθ’ ημάς Παραμύθια της Χαλιμάς, οι ιστορίες αυτές φέρνουν μαζί τους και άλλες μικρότερες ιστορίες, «όπως πάμε να πάρουμε ένα κεράσι και σηκώνονται μαζί του άλλα δέκα». Από το Επίμετρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Το τελευταίο όνειρο

Πέδρο Αλμοδοβάρ

14.35

Το Τελευταίο όνειρο συγκεντρώνει για πρώτη φορά δώδεκα αδημοσίευτες ιστορίες από το προσωπικό αρχείο του Pedro Almodovar, γραμμένες από τα τέλη της δεκαετίας του /60 έως σήμερα.

Μια δελεαστική ματιά στο μυαλό ενός κορυφαίου δημιουργού και ταυτόχρονα ένα masterclass για το πώς ν’ αφηγηθείς μια ιστορία, αυτή η συλλογή αντικατοπτρίζει τις εμμονές του Almodovar και πολλά από τα θέματα της κινηματογραφικής του δουλειάς, περνώντας από τη σάτιρα μέχρι το gothic και το autofiction: Μια ιστορία αγάπης ανάμεσα στον Ιησού και τον Βαραββά. Μια καλτ σκηνοθέτρια που αναζητά αγχολυτικά μια μέρα αργίας. Το διήγημα στο οποίο βασίστηκε η ταινία Κακή εκπαίδευση. Η ομώνυμη ιστορία, «Το τελευταίο όνειρο», ένα συγκινητικό χρονικό του θανάτου της μητέρας του.

Ένα βιβλίο που μοιάζει με «αποσπασματική αυτοβιογραφία, ατελή και κάπως αινιγματική», όπως λέει ο ίδιος ο Almodovar στην εισαγωγή του. Ένα εγκώμιο της σχέσης ανάμεσα στη ζωή και την τέχνη, τη μυθοπλασία και την πραγματικότητα, από έναν συγγραφέα που δεν φοβάται να μιλήσει για τις πιο προσωπικές στιγμές του, εξερευνώντας την επιθυμία, τη θνητότητα, τη μοναξιά και την ίδια τη διαδικασία της δημιουργίας.

Ξένη λογοτεχνία

Μέσα στο δίχτυ

Άιρις Μέρντοχ

18.80

«Μιλάμε για την αληθινή ζωή, Τζέικ», είπε.
«Καλά θα κάνεις να ξυπνήσεις».

Το βιβλίο με το οποίο η Iris Murdoch έκανε την εμφάνισή της στη λογοτεχνία – ένα μυθιστόρημα για τη δουλειά και την αγάπη, τον πλούτο και τη δόξα.

Ο Τζέικ, «λογοτεχνικός λαντζέρης» (όπως αυτοαποκαλείται) και χαραμοφάης, τώρα άφραγκος και σε αναζήτηση στέγης, κυνηγάει μια παλιά φιλενάδα του, την Άννα Κουέντιν, και τη διάσημη ηθοποιό αδελφή της, τη Σέιντι.
Αναθερμαίνει τη σχέση του με τον φοβερό και τρομερό Χιούγκο, τη «φιλοσοφία» του οποίου είχε κάποτε το θράσος να τολμήσει να ερμηνεύσει και να πλασάρει για δική του σε ένα βιβλίο με την υπογραφή του. Αυτές οι συναντήσεις μπλέκουν τον Τζέικ και τον εκκεντρικό συνοδό-υπηρέτη του, τον Φιν, σε περιπέτειες, που περιλαμβάνουν την απαγωγή ενός σκύλου-σταρ του σινεμά και μια πολιτική εξέγερση σε ένα κινηματογραφικό στούντιο.

Συνεπαρμένος, ο Τζέικ λαχταράει να μάθει το μυστικό του Χιούγκο. Μήπως όμως το μυστικό του Χιούγκο είναι ο ίδιος ο Χιούγκο; Συνετισμένος, διαφωτισμένος, ο Τζέικ ευελπιστεί να γίνει επιτέλους αληθινός συγγραφέας.

Ξένη λογοτεχνία

Αμηχανία

Ρίτσαρντ Πάουερς

19.00

Μετά τον ξαφνικό θάνατο της γυναίκας του Αλίσα, ακτιβίστριας για τα δικαιώματα των ζώων, ο αστροβιολόγος Θίοντορ Μπερν αφοσιώνεται στον εννιάχρονο γιο του Ρόμπιν, ένα παιδί στο φάσμα του αυτισμού, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα την καριέρα του και τα ενδιαφέροντά του για τις προσομοιώσεις ζωής σε άλλους πλανήτες. Αρχίζει να διερευνά νέες πειραματικές μεθόδους για να στηρίξει τον Ρόμπιν, ένα παιδί τρυφερό, αστείο, βαθιά επηρεασμένο από τις οικολογικές ανησυχίες της μητέρας του.

Μέσα από αναφορές σε πρόσφατα πολιτικά γεγονότα και σύγχρονες ανακαλύψεις, με στοιχεία επιστημονικής φαντασίας και διηγήσεις για άλλους πλανήτες, ο Ρίτσαρντ Πάουερς υφαίνει μια ιστορία «απολύτως τεκμηριωμένη επιστημονικά, αλλά και βαθιά συγκινητική» (Guardian) που «κατακτά και το μυαλό και την καρδιά του αναγνώστη» (Economist).

Ο πολυβραβευμένος Ρίτσαρντ Πάουερς μιλά για την πατρότητα και μεγάλα επίκαιρα ζητήματα μέσα από «μια συναρπαστική ιστορία για την αγάπη σε έναν κόσμο που πεθαίνει» (Irish Independent).

Fiction/Μυστηρίου

Χόλι

Στίβεν Κινγκ

22.20

Όταν η Πένι Νταλ επικοινωνεί με το πρακτορείο ιδιωτικών ερευνών Finders Keepers για να βρει την αγνοούμενη κόρη της, την Μπόνι, η Χόλι διστάζει να αναλάβει την υπόθεση. Κάτι όμως στην απελπισμένη φωνή της Πένι πείθει τη Χόλι.

Λίγα μόλις τετράγωνα μακριά από το μέρος όπου εξαφανίστηκε η Μπόνι μένουν οι καθηγητές Ρόντνι και Έμιλι Χάρις. Ένα πρότυπο ευυπόληπτων καλλιεργημένων αστών: ογδοντάρηδες συνταξιούχοι ακαδημαϊκοί, αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλον. Όμως κρύβουν ένα σκοτεινό μυστικό στο υπόγειο του γεμάτου βιβλία σπιτιού τους, ένα μυστικό που ίσως σχετίζεται με την εξαφάνιση της Μπόνι. Και η ανακάλυψη του μυστικού τους θα αποδειχτεί σχεδόν ακατόρθωτη, γιατί είναι έξυπνοι, υπομονετικοί κι αδυσώπητοι.

Η Χόλι θα πρέπει να επιστρατεύσει όλες τις ικανότητες της για να τους ξεσκεπάσει.

Η Χόλι Γκίμπνι, ένας από τους πλέον συναρπαστικούς και ευρηματικούς χαρακτήρες του Στίβεν Κινγκ, επιστρέφει σ’ αυτό το ανατριχιαστικό μυθιστόρημα.

Βραβείο Goodreads Choice 2023
Νο 1 μπεστ σέλερ των New York Times

Fiction/Μυστηρίου

Ο μικρός φίλος

Ντόνα Ταρτ

19.90

Από τη βραβευμένη με Πούλιτζερ συγγραφέα της «Καρδερίνας» έρχεται ένα απόλυτα καθηλωτικό μυθιστόρημα για την παιδική ηλικία, την αθωότητα και το κακό.

Στην πόλη Αλεξάνδρεια της Πολιτείας του Μισισίπι, ανήμερα της Γιορτής της Μητέρας, ένα μικρό αγόρι, ο Ρόμπιν Κλιβ Ντιφρέσν, βρέθηκε απαγχονισμένο σε ένα δέντρο στην αυλή του σπιτιού του.
Δώδεκα χρόνια αργότερα, η δολοφονία του Ρόμπιν παραμένει ανεξιχνίαστη και η οικογένειά του εξακολουθεί να ζει χαμένη στην οδύνη.
Έτσι, η αδελφή του Ρόμπιν, η Χάριετ –ιδιαίτερα ευφυής, απόλυτα αποφασισμένη και επηρεασμένη σε υπερβολικό βαθμό από τη μυθοπλασία του Κίπλινγκ και του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον–, ξεκινά να ανακαλύψει τον δολοφόνο.
Έχοντας τη βοήθεια μόνο του Χίλι, του αγαπημένου της φίλου, περνά τα αυστηρά όρια που περιχαρακώνουν τις φυλές και τις κάστες της πόλης της και βυθίζεται στην ιστορία των απωλειών της οικογένειάς της.
Γεμάτος με ανατροπές και «έναν σφύζοντα και παθιασμένο ανθρωπισμό αντάξιο του Ντίκενς» (The New York Times Book Review), ο Μικρός φίλος είναι έργο αστείρευτης σαγήνης από μια συγγραφέα με καταπληκτικό ταλέντο.

Ξένη λογοτεχνία

Cloud Atlas

Ντέιβιντ Μίτσελ

25.50

Οι ψυχές διασχίζουν τους αιώνες όπως τα σύννεφα διασχίζουν τους ουρανούς…1850. Ο Adam Ewing, ένας αμερικανός συμβολαιογράφος, επιστρέφει από τα νησιά Τσάταμ στην Καλιφόρνια. Στο ταξίδι, τον προσεγγίζει ένας γιατρός, ο Dr Goose, και αρχίζει να του κάνει θεραπεία για ένα σπάνιο είδος εγκεφαλικού παράσιτου…
Απότομα, η δράση μεταπηδά στο Βέλγιο του 1931, όπου ο Robert Frobisher, ένας αποκληρωμένος αμφισεξουαλικός συνθέτης, κατορθώνει να χωθεί στο σπιτικό ενός καταβεβλημένου μαέστρου, της σαγηνευτικής συζύγου του και της νεαρής κόρης τους.
Από εκεί περνάμε στη Δυτική Ακτή της δεκαετίας του ’70, όπου η δημοσιογράφος Luisa Rey ανακαλύπτει ένα δίκτυο απληστίας και φόνου που απειλεί την ίδια της τη ζωή.
Και προχωράμε σε μια άδοξη Αγγλία του παρόντος? σε μια κορεάτικη υπερδύναμη του κοντινού μέλλοντος όπου ο νεοκαπιταλισμός είναι εκτός ελέγχου? και, τελικά, σε μια μετααποκαλυπτική Χαβάη στις ύστατες μέρες της Ιστορίας.
Η ιστορία όμως του βιβλίου δεν σταματάει ούτε εδώ. Η αφήγηση γυρίζει σαν μπούμερανγκ στους αιώνες και τους τόπους, ακολουθώντας τη διαδρομή αντίστροφα, προς την αρχή. Ο συγγραφέας αποκαλύπτει πώς συνδέονται οι χαρακτήρες του, πώς διαπλέκονται οι μοίρες τους, και πώς διασχίζουν οι ψυχές τους τον χρόνο όπως τα σύννεφα τον ουρανό.
Το Cloud Atlas είναι ένας αλησμόνητος άθλος που, όπως ο απαράμιλλος συγγραφέας του, έχει μετατραπεί από καλτ κλασικό σε παγκόσμιο φαινόμενο.

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Μικρές ιστορίες μεγάλα μαθήματα

Θανάσης Ευθυμιάδης

16.65

Πολλά περιστατικά έχουν συμβεί στη ζωή μας, αλλά ελάχιστα έχουν παραμείνει στη μνήμη μας. Πολλούς ανθρώπους έχουμε συναντήσει, αλλά ελάχιστους θυμόμαστε.

Κάποιες εμπειρίες παραμένουν ανεξίτηλες και άφθαρτες στον χρόνο, ενώ άλλες έχουν παντελώς διαγραφεί.

Κάποιοι άνθρωποι μπορεί να έχουν πεθάνει, αλλά παραμένουν μέσα μας σαν να ήμασταν εχθές μαζί τους και κάποιους άλλους, που συναντήσαμε όντως εχθές, τους έχουμε ήδη ξεχάσει.

Η συναισθηματική μας μνήμη επιλέγει και κρατά ολόφρεσκα κάποια γεγονότα που βιώσαμε από όταν ήμασταν ακόμα παιδιά.

Γιατί άραγε; Ποιο είναι το κριτήριο επιλογής;

Μήπως έχουν διασωθεί μόνο τα χρήσιμα; Μήπως τελικά αυτός είναι ο σκοπός του σχολείου που λέγεται ζωή επί γης;

Μήπως πρέπει να ερευνήσουμε καλύτερα τα γεγονότα και τους ανθρώπους που η μνήμη μας επέλεξε να θυμόμαστε και να δούμε τι έχουμε να μάθουμε;

Μήπως αυτά τα γεγονότα και αυτές οι συναντήσεις μας είναι οι μεγάλοι μας Δάσκαλοι και τα μοναδικά προσωπικά μας μαθήματα, όσο χαρούμενα ή δύσκολα κι αν υπήρξαν;

Αυτά με απασχολούσαν πολλά χρόνια και για να τα ξεδιαλύνω έγραψα ένα βιβλίο, με τις ιστορίες και τις συναντήσεις που επέλεξε η μνήμη μου να συγκρατήσει, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου μέχρι σήμερα.

Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις, η Μελίνα Μερκούρη, ο Δημήτρης Χορν, αλλά και… η μητέρα του, η γιαγιά του και η ξαδέρφη του κάνουν το πέρασμά τους, μεταξύ άλλων, στις 38 μικρές, τυχερές αλλά καθόλου τυχαίες, ιστορίες  του Θανάση Ευθυμιάδη. Αφηγήσεις έντονα συγκινητικές, γεμάτες καλοσύνη και ανθρωπιά.

 

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Μικρές επικίνδυνες

Συλλογικό

18.85

Τι σημαίνει να είσαι έφηβο κορίτσι ή νεαρή γυναίκα αυτή την εποχή; Μια εποχή που φέρει το τραύμα της πανδημίας, την έκρηξη των κοινωνικών δικτύων και την αφύπνιση σε ζητήματα που ήταν πάντα εκεί – αλλά ήρθαν στο προσκήνιο με νέα ένταση. Ποιες είναι οι ανασφάλειες, οι φόβοι και οι ελπίδες ενός κοριτσιού τού σήμερα; Και πόσο αυτά πραγματικά έχουν αλλάξει σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες;

Οι Μικρές επικίνδυνες είναι 100 κορίτσια, 13-22 ετών, που μοιράστηκαν τις ιστορίες τους χωρίς φόβο, με ειλικρίνεια και γενναιότητα.

Μετά το Είμαι επικίνδυνη και τις αληθινές ιστορίες 100 γυναικών, το βιβλίο αυτό έρχεται σαν ένα ημερολόγιο γραμμένο από μια ολόκληρη γενιά – μια καλειδοσκοπική ματιά στην αλήθεια τού να μεγαλώνεις ως κορίτσι στη σύγχρονη Ελλάδα.

100 αληθινές ιστορίες από 100 γενναία κορίτσια.

Ίσως σε κάποιες σελίδες αναγνωρίσεις τον εαυτό σου, όσων χρόνων κι αν είσαι. Ίσως νιώσεις ανακούφιση. Ίσως εμπνευστείς ώστε να ζεις και να μοιράζεσαι πάντα την αλήθεια σου. Και να μη φοβάσαι να γίνεις επικίνδυνη.

 

ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΙΜΕΤΡΟ ΤΗΣ ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ (συγγραφέας και καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο):

… Η σημασία αυτού του ξεχωριστού εγχειρήματος έγκειται, μεταξύ άλλων, στο στοιχείο της έκπληξης που μας προσφέρει. Καλούμαστε να ξεχάσουμε όλα όσα πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε a priori για τα νέα —σήμερα— κορίτσια.

… Έχετε ακούσει παράπονα γονιών για τις έφηβες κόρες τους; «Eγωκεντρικές», «στην κοσμάρα τους», «εθισμένες στο διαδίκτυο», «κενές», «δίχως ενδιαφέροντα», «το νου τους στη διασκέδαση», «δεν μπορώ να τις καταλάβω», «τι θα κάνουν στη ζωή τους;», «χαμένη γενιά». Αξίζει οι γονείς να διαβάσουν αυτό το βιβλίο. Θα εκπλαγούν.

… Μια αναπάντεχη ξενάγηση. Στους ανελέητους φόβους, στη δυσφορία, στην άδολη χαρά, στις επιθυμίες, στις ελπίδες, στις ρητές και άρρητες απελπισίες τους, στην αφέλεια, στη συμπόνια τους, αλλά και στην εκάστοτε αναλγησία τους, στα «φοβάμαι ότι» τους, στα σκοτάδια που κάποια από αυτά τα κορίτσια μάς αφήνουν να μαντέψουμε,

υπονομεύοντας τον όποιο εφησυχασμό μας:

«Κάποιες φορές χαρακώνομαι», «Αυτοτραυματίζομαι», «Κάποιες φορές δεν αντέχω».

… Επικίνδυνες; Nαι! Tο δίχως άλλο.

… Η βίβλος της νέας γενιάς έχει το χρώμα της ελπίδας. Ποιο είναι ακριβώς αυτό το χρώμα;

… Τα κορίτσια το γνωρίζουν. Είναι επικίνδυνα.

Εκεί που είναι το «αυτό» να είμαι «εγώ», λένε.

 

Μια ιδέα και πρωτοβουλία της Women Act σε συνεργασία με την αθηΝΕΑ, με την υποστήριξη του Women on Top

Βιβλία που διαβάσαμε πρόσφατα

Γκουσταύος Κλάους

20.00

Ο Γουσταύος Κλάους είναι Βαυαρός έμπορος, που έρχεται στην Πάτρα και δημιουργεί την οινοποιία «Αχαΐα». Η γνωστή σήμερα ως «Achaia Clauss» πρωταγωνιστεί με τα κρασιά της στο οινικό fun του 20ού αιώνα και συνεχίζει στον 21ο αιώνα με το «Castro Clauss». Ο Φραντσέσκο Μάλλια, μετανάστης από τη Μάλτα, είναι το δεξί χέρι του Γουσταύου, ο πρώτος άποικος στην Colonie. H Colonie είναι η πολυεθνική κοινότητα των εργαζομένων στην οινοποιία, με τις οικογένειές τους (Γερμανοί, Έλληνες, Ιταλοί, Μαλτέζοι), στην οποία ο Κλάους δίνει το όνομα Gutland. Ο Γιάκομπ Κλίπφελ, Γερμανός, είναι ο πρώτος οινολόγος, ίσως ο δημιουργός της γλυκιάς Μαυροδάφνης. Η Αθηναία Θωμαΐδα Καρπούνη είναι η σύζυγος του Κλάους. Ο Γιούλιους Καρλ Βίλχελμ Φίλιπ Μέντσερ είναι Γερμανός κρασέμπορος, βουλευτής στο Ράιχσταγκ, ο πρώτος εισαγωγέας ελληνικών κρασιών στη Γερμανία. Ο Βασίλης Κασπίρης είναι ο φουστανελοφόρος σωματοφύλακας του Κλάους και ο κωδωνοκρούστης της Gutland. Η Αμαλία φον Πέρφαλ, κόρη του Γουσταύου και της Θωμαΐδας, παντρεμένη με βαρόνο στο Μόναχο, είναι η μοναδική κληρονόμος του. Η αυτοκράτειρα Ελισάβετ της Αυστρίας -η Σίσσυ- είναι η πρώτη διάσημη επισκέπτρια της οινοποιίας. Ο Βλάσιος Αντωνόπουλος, φιλελεύθερος σταφιδέμπορος, βουλευτής του Βενιζέλου, είναι ο συνεχιστής της «Αχαΐας» και των κρασιών της μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο καπνοβιομήχανος από την Αίγυπτο Θεόδωρος Βαφειάδης εκπροσωπεί τα κρασιά της «Αχαΐας» στη Βομβάη· και ο αρσιβαρίστας Δημήτρης Τόφαλος, στη Νέα Υόρκη. Η Λαμπρινή Κακού, Επονίτισσα, επισκέπτεται την «Αχαΐα» και υψώνει ένα ποτήρι στη μνήμη του απαγχονισθέντος αδελφού της, τις τελευταίες ημέρες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Αυτοί είναι μερικοί από τους ήρωες που κατοικούν στην Γκούτλαντ. Μια μεγάλη αφήγηση, πλήρως τεκμηριωμένη, που καλύπτει περισσότερο από έναν αιώνα, από το 1833 έως το 1949. Ο συγγραφέας ανασυστήνει μικρόκοσμους, άγνωστους και απρόοπτους, ανασυστήνει ακόμη και το φυσικό τοπίο, δίνει χρώμα και βάθος στην καθημερινή ζωή, υπερβαίνει τα στερεότυπα και ρίχνει φως σε αθέατες περιοχές, εκεί που δεν φτάνει ποτέ η μεγάλη ιστορία. Το κρασί και το αμπέλι είναι, βέβαια, οι πανταχού παρόντες πρωταγωνιστές.

Ξένη λογοτεχνία

Ο παράδεισος

Μιέκο Καβακάμι

16.00

Μου τράβηξαν προς τα πίσω το κεφάλι απ᾿ τα μαλλιά, έσπρωξαν τις δυο κιμωλίες βαθιά στη μύτη μου και μ᾿ έβαλαν να φάω την τρίτη. Ο Νινομίγια και οι φίλοι του παρακολουθούσαν, γελώντας σαν τρελοί. Μέχρι τότε είχα αναγκαστεί να καταπιώ νερό από τα λεκάνη της τουαλέτας, ένα χρυσόψαρο…

Ιαπωνία, αρχές 1990. Ένα δεκατετράχρονο αγόρι με στραβισμό υποβάλλεται σε ανελέητα μαρτύρια από τους συμμαθητές του. Αντί να αντισταθεί ή να ζητήσει βοήθεια, σιωπά. Η Κοτζίμα, που αντιμετωπίζει και η ίδια ταπεινωτικές συμπεριφορές, είναι η μόνη συμμαθήτριά του που συνομιλεί μαζί του.

Η «σύγχρονη βασίλισσα της ιαπωνικής λογοτεχνίας» (The Japan Times) Μιέκο Καβακάμι (γενν. 1976) μας δίνει μια συγκλονιστική ιστορία σχολικού εκφοβισμού εστιάζοντας στα θύματα αλλά και στους θύτες.

Ξένη λογοτεχνία

Σε πρώτο ενικό

Χαρούκι Μουρακάμι

16.60

Πιστεύω ότι η αγάπη είναι το απαραίτητο καύσιμο που μας επιτρέπει να συνεχίσουμε να ζούμε. Κάποτε αυτή η αγάπη μπορεί να τελειώσει. Ή μπορεί να μην οδηγήσει πουθενά. Αλλά, ακόμα κι αν ξεθωριάσει, ακόμα κι αν μείνει χωρίς ανταπόκριση, και πάλι μπορείς να κρατηθείς από την ανάμνηση ότι αγάπησες κάποιον, ότι ερωτεύτηκες κάποιον. Και αυτή είναι μια πολύτιμη πηγή θερμότητας.

Στην πέμπτη συλλογή διηγημάτων του, ο μάγος της παράξενης, αινιγματικής μυθοπλασίας Χαρούκι Μουρακάμι επιστρέφει με μια σειρά από σπαρακτικά οικείες ιστορίες για την αγάπη, τη μοναξιά, την παιδική ηλικία και τη μνήμη, γραμμένες σε πρώτο ενικό, που ισορροπούν δεξιοτεχνικά μεταξύ πραγματικότητας και μη πραγματικότητας, σ’ ένα μείγμα μαγικού ρεαλισμού και νοσταλγικής αυτοβιογραφίας.

Ονειρικές καταστάσεις, επινοημένα άλμπουμ της τζαζ, μαϊμούδες που μιλάνε και κλέβουν τα ονόματα των γυναικών που αγαπούν, το πάθος για τη μουσική και το μπέιζμπολ, η χαμένη νεότητα και οι εφηβικοί έρωτες: οκτώ μυστηριώδη όσο και φιλοσοφημένα αριστοτεχνικά διηγήματα από τον αδιαμφισβήτητο χρονικογράφο της σύγχρονης αποξένωσης.

Έτσι, η ανάμνηση έγινε ένα από τα πιο πολύτιμα συναισθηματικά εργαλεία μου, ένα μέσο επιβίωσης σχεδόν. Σαν ένα απαλό γατάκι κουλουριασμένο ζεστά μες στην πελώρια τσέπη ενός παλτού, όπου βυθίζεται αμέσως στον ύπνο.

Ξένη λογοτεχνία

Πριν κρυώσει ο καφές

Τοσικάζου Καβαγκούτσι

16.60

Τι θα άλλαζες εάν μπορούσες να ταξιδέψεις πίσω στον χρόνο;

Σε ένα μικρό σοκάκι στο Τόκιο, υπάρχει ένα καφέ που σερβίρει καλοψημένο καφέ εδώ και περισσότερα από εκατό χρόνια. Αυτό το μαγαζί όμως προσφέρει μια μοναδική εμπειρία στους πελάτες του – τη δυνατότητα να ταξιδέψουν πίσω στον χρόνο.

Τέσσερις άνθρωποι επισκέπτονται το καφέ ελπίζοντας ο καθένας τους να αξιοποιήσει το ταξίδι στον χρόνο με σκοπό να κουβεντιάσει με τον εραστή που έφυγε μακριά, να λάβει το γράμμα από τον σύζυγο που έχει χάσει τη μνήμη του, να δει την αδερφή για τελευταία φορά και να συναντήσει την κόρη που δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να γνωρίσει. Αλλά το ταξίδι στο παρελθόν ενέχει κινδύνους: Οι πελάτες πρέπει να καθίσουν σε μια συγκεκριμένη καρέκλα, δεν κάνει να φύγουν από το καφέ και, τέλος, το σημαντικότερο, πρέπει να επιστρέψουν στο παρόν πριν κρυώσει ο καφές…

Η γλυκιά, συγκινητική ιστορία του Τοσικάζου Καβαγκούτσι διερευνά το αιώνιο ερώτημα: Τι θα άλλαζες αν μπορούσες να ταξιδέψεις στο παρελθόν; Και κυρίως, ποιον θα ήθελες να συναντήσεις, ίσως για μία τελευταία φορά;

Μίτσικο Αογιάμα

14.40

Πέντε άνθρωποι, πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, περνούν το κατώφλι μιας μικρής βιβλιοθήκης στην καρδιά του Τόκιο. Όλοι βρίσκονται σ’ ένα σταυροδρόμι της ζωής τους. Μια νεαρή πωλήτρια σε πολυκατάστημα που θέλει να αποκτήσει καινούριες δεξιότητες και να τα καταφέρει στη νέα της ζωή στην πρωτεύουσα• ένας τριανταπεντάχρονος λογιστής εταιρείας επίπλων που ονειρεύεται να ανοίξει το δικό του μαγαζί με αντίκες• μια ευσυνείδητη πρώην υπεύθυνη σε περιοδικό, που έχασε τη θέση της εξαιτίας της μητρότητας και πασχίζει να συνδυάσει τις επαγγελματικές της προσδοκίες και την ανατροφή ενός παιδιού• ένας τριαντάχρονος άνεργος, με αναξιοποίητο ταλέντο στη ζωγραφική, που έχει χάσει την αυτοπεποίθησή του και νιώθει ότι είναι βάρος για την οικογένειά του• ένας συνταξιούχος που δεν ξέρει πώς να περάσει τον άπλετο ελεύθερο χρόνο του κι αναζητά καινούρια ενδιαφέροντα. Η Σαγιούρι Κοματσί, η αινιγματική βιβλιοθηκάριος, θα προτείνει στον καθένα τους από ένα βιβλίο που απέχει πολύ από αυτό που είχαν στο μυαλό τους να διαβάσουν. Αυτό ακριβώς το απρόσμενο ανάγνωσμα θα τους κάνει να αναρωτηθούν ποιο είναι το βαθύτερο νόημα της ζωής και θα τους δώσει το κλειδί για να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Η βιβλιοθήκη των κρυφών ονείρων είναι ένας ύμνος στις βιβλιοθήκες και στους βιβλιοθηκάριους, τους αφανείς ήρωες που με τις ευαίσθητες κεραίες τους αφουγκράζονται τις βαθύτερες ανάγκες των αναγνωστών, και φυσικά στα βιβλία, που όσο απρόσμενα κι αν βρεθούν στα χέρια μας, έχουν τη δύναμη να μεταμορφώνουν τη ζωή μας.

Ξένη λογοτεχνία

Ο δύων ήλιος

Οσάμου Νταζάι

13.30

Αναρωτιέμαι πώς θα ήταν αν εγκατέλειπα την προσπάθεια και παραδινόμουν σε μια πραγματικά στερημένη ζωή.

Στο πρόσωπο της Καζούκο, κόρης ενός χήρου αριστοκράτη, ο Dazai βρίσκει τη φωνή που θα αφηγηθεί την ιστορία του. Αφού εγκαταλείπει τον σύζυγό της και παίρνει διαζύγιο, η Καζούκο επιστρέφει στο Τόκιο για να ζήσει με τη μητέρα της. Ωστόσο, επειδή ο πόλεμος, που μόλις τελείωσε, τις άφησε εξαθλιωμένες, αναγκάζονται να πουλήσουν το σπίτι τους στο Τόκιο και να μετακομίσουν σε ένα απομακρυσμένο χωριό.
Η Καζούκο πρέπει τώρα να φροντίσει την άρρωστη μητέρα της χωρίς τη βοή­θεια υπηρετών. Ο Ναότζι, ο αδελφός της, επιστρέφει από τον πόλεμο εθισμένος στο όπιο. Μέσα από μια πορεία παρακμής η Καζούκο βρίσκει σε έναν απαγορευμένο έρωτα τη δύναμη για να παλέψει και να συνεχίσει να ζει, εγκαταλείποντας την ανατροφή της.
Ενώ η Καζούκο βρίσκεται στο Τόκιο, ο Ναότζι αυτοκτονεί. Η περιφρόνησή του για τον εαυτό του, την αριστοκρατία και τη ζωή που ζούσε είναι η κραυγή του Dazai.

Ο Ναότζι θα μπορούσε να είναι χαρακτήρας του Όχι πια άνθρωπος, όμως εδώ ο Dazai μας δείχνει και έναν άλλο δρόμο. Τον αγώνα της Καζούκο για ζωή, με τη διαπίστωση ότι ναι μεν ζούμε μια παράλογη ζωή αλλά δεν παραδινόμαστε, όπως μας λέει η ηρωίδα.

Ο Δύων ήλιος αναφέρεται στο περιβάλλον της μεταπολεμικής περιόδου στην Ιαπωνία, όταν η κοινωνία προσαρμόστηκε στην οδύνη της ήττας, η οποία προκάλεσε μια μαζική κοινωνική αλλαγή, καθώς αφηγείται την ιστορία της παρακμής μιας αριστοκρατικής οικογένειας και τη μετάβαση από μια φεουδαρχική Ιαπωνία σε μια βιομηχανική κοινωνία.
Η αίσθηση της αποξένωσης στην αστική ζωή, η κρίση σκοπού, είναι ένας από τους βασικούς λόγους που ο Dazai διαβάζεται τόσο πολύ από τους νέους κάθε χώρας.
Ο Δύων ήλιος θεωρείται από πολλούς ως το αριστούργημά του και ήταν τόσο επιδραστικό ώστε να εισαγάγει στην ιαπωνική γλώσσα τον όρο «άνθρωποι του δύοντος ηλίου».

Ξένη λογοτεχνία

Όχι πια άνθρωπος

Οσάμου Νταζάι

13.30

Πώς γίνεται ένα κλασικό έργο της ιαπωνικής κουλτούρας να ανάγεται σε θρύλο στον χώρο των manga;
Τι είναι αυτό που καθιστά τούτο το υπέροχο βιβλίο ένα κλασικό ανάγνωσμα, που τους αφορά όλους;

Το Όχι πια άνθρωπος του Osamu Dazai , το δεύτερο μυθιστόρημα του κορυφαίου μεταπολεμικού Ιάπωνα συγγραφέα, είναι η συγκλονιστική και συναρπαστική ιστορία ενός νεαρού άντρα που προσπαθεί να βρει τη θέση του σε έναν κόσμο που δεν καταλαβαίνει.
Παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως αποτυχημένο, ο ήρωας πασχίζει να ζήσει μια φυσιολογική ζωή, ακόμα κι όταν αισθάνεται ανίκανος να κατανοήσει τα ανθρώπινα όντα.
Οι προσπάθειες του Γιόζο να συμφιλιωθεί με τον κόσμο γύρω του ξεκινούν από την παιδική του ηλικία και τελικά οδηγούν σε μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας μετά την ενηλικίωσή του.
Καταγράφοντας τις περιστασιακές σκληρότητες της ζωής και τις φευγαλέες στιγμές ανθρώπινης σύνδεσης και τρυφερότητας, θα πει: «Δεν μπορώ καν να διανοηθώ πώς είναι να ζει κάποιος σαν ανθρώπινο ον».

Το Όχι πια άνθρωπος δεν είναι ένα αισιόδοξο βιβλίο, αλλά ούτε αφήνει την επίγευση μιας απαισιοδοξίας.
Είναι ένα μυθιστόρημα βαθιά συγκινητικό, ακόμα και εμψυχωτικό. Το να γνωρίζεις τι σημαίνει απόγνωση και να την υπερνικάς με τα μέσα που διαθέτεις –η φαντασία ήταν το μοναδικό όπλο του Dazai– αποτελεί αδιαμφισβήτητα ένα μοναδικό χάρισμα.
Να συγκρούεσαι με έναν εχθρικό κόσμο ζητώντας επίμονα τη θέση σου σε αυτόν – αυτό εξηγεί τα πάντα για την απήχησή του στους νέους.

Ξένη λογοτεχνία

Δεν ήμουν πια άνθρωπος

Οσάμου Νταζάι

10.00

Μπροστά στους ανθρώπους έτρεμα πάντα από φόβο. Επειδή δεν είχα την παραμικρή αυτοπεποίθηση στα λόγια μου και στη συμπεριφορά μου κρατούσα μυστική, μόνο για τον εαυτό μου, την αγωνία και το άγχος μου, βαθιά σ᾽ ένα μικρό κουτί μέσα στο στήθος. Κι έτσι, κρύβοντας καλά καλά όλη τη μελαγχολία και τη νευρικότητά μου, για να μη φανούν, προσποιούμενος με όλη μου τη δύναμη μια ουράνια αισιοδοξία, βαθμηδόν τελειοποιούσα τον εαυτό μου στο ρόλο του εκκεντρικού γελωτοποιού. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πώς οτιδήποτε ήταν καλό, αρκεί να έκανε τους ανθρώπους να γελάσουν. Μ᾽ αυτό τον τρόπο δεν έδιναν και πολλή σημασία στο ότι εγώ ήμουν έξω από τη λεγόμενη “ζωή” τους.

Το Δεν ήμουν πια άνθρωπος είναι το αριστούργημα του Οσάμου Νταζάι (1909-1948) και διαχρονικά το δεύτερο μυθιστόρημα σε πωλήσεις στην Ιαπωνία.

Ελληνική λογοτεχνία

Διηγήματα Τόμος Β’

Γεώργιος Μ.Βιζυηνός

13.90

ΧΩΡΙΣ ΑΞΙΑ ΛΟΓΟΥ ΠΡΟΤΥΠΑ ΚΑΙ χωρίς ὁδηγους στὸν ἑλληνικὸ χῶρο, ὁ Γ. Βιζυηνὸς μὲ τὰ ἕξι ὅλα κι ὅλα διηγήματά του (δημοσιευμένα ὅλα σχεδὸν μέσα σὲ δύο χρόνια, 1883-84) γίνεται ὁ ἴδιος πρότυπο καὶ ὁδηγὸς γιὰ τὸ δρόμο ποὺ, ὑποχρεωτικὰ πιά, ἔπρεπε νὰ βαδίσει ἡ ἑλληνικὴ πεζογραφία: ἀπὸ τὴ θεματογραφία στὴν οὐσία.

Μὲ τὸν Γ. Βιζυηνὸ σημαδεύεται τὸ τέλος τῆς προϊστορίας τοῦ ἑλληνικοῦ διηγήματος, ἡ ἀποφασιστικὴ στροφὴ ἀπὸ τὴ συμβατικὴ καὶ ἐπίπεδη ἀφήγηση στὴν ἀνίχνευση τῆς ἐσωτερικῆς περιπέτειας τοῦ ἀνθρώπου.

Τὴν «αὐτοβιογραφία» του οὐσιαστικὰ (ἀλλὰ μὲ πόση διακριτικότητα…) συνθέτει ὁ Γ. Βιζυηνός, ἐπιχειρώντας νὰ εἰσδύσει στὰ ἄδυτα τῆς ψυχικῆς τοπιογραφίας, νὰ ἀναδείξει τὴν πολυπλοκότητα τῆς ἀνθρώπινης συνείδησης – μιὰ «πνοὴ ἰδιοφυΐας» διαπερνᾶ τὸ ἔργο του, τὸ σύντομο καὶ τόσο προκλητικὰ ἀγνοημένο ἀπὸ τοὺς συγκαιρινούς του, ποὺ ἡ τραγικὴ μοίρα δὲν ἄφησε νὰ ὁλοκληρωθεῖ.

Από την σειρά Η πεζογραφική μας παράδοση των εκδόσεων Νεφέλη.

Ελληνική λογοτεχνία

Διηγήματα Τόμος Α’

Γεώργιος Μ.Βιζυηνός

12.90

ΧΩΡΙΣ ΑΞΙΑ ΛΟΓΟΥ ΠΡΟΤΥΠΑ ΚΑΙ χωρίς ὁδηγους στὸν ἑλληνικὸ χῶρο, ὁ Γ. Βιζυηνὸς μὲ τὰ ἕξι ὅλα κι ὅλα διηγήματά του (δημοσιευμένα ὅλα σχεδὸν μέσα σὲ δύο χρόνια, 1883-84) γίνεται ὁ ἴδιος πρότυπο καὶ ὁδηγὸς γιὰ τὸ δρόμο ποὺ, ὑποχρεωτικὰ πιά, ἔπρεπε νὰ βαδίσει ἡ ἑλληνικὴ πεζογραφία: ἀπὸ τὴ θεματογραφία στὴν οὐσία.

Μὲ τὸν Γ. Βιζυηνὸ σημαδεύεται τὸ τέλος τῆς προϊστορίας τοῦ ἑλληνικοῦ διηγήματος, ἡ ἀποφασιστικὴ στροφὴ ἀπὸ τὴ συμβατικὴ καὶ ἐπίπεδη ἀφήγηση στὴν ἀνίχνευση τῆς ἐσωτερικῆς περιπέτειας τοῦ ἀνθρώπου.

Τὴν «αὐτοβιογραφία» του οὐσιαστικὰ (ἀλλὰ μὲ πόση διακριτικότητα…) συνθέτει ὁ Γ. Βιζυηνός, ἐπιχειρώντας νὰ εἰσδύσει στὰ ἄδυτα τῆς ψυχικῆς τοπιογραφίας, νὰ ἀναδείξει τὴν πολυπλοκότητα τῆς ἀνθρώπινης συνείδησης – μιὰ «πνοὴ ἰδιοφυΐας» διαπερνᾶ τὸ ἔργο του, τὸ σύντομο καὶ τόσο προκλητικὰ ἀγνοημένο ἀπὸ τοὺς συγκαιρινούς του, ποὺ ἡ τραγικὴ μοίρα δὲν ἄφησε νὰ ὁλοκληρωθεῖ.

Από την σειρά Η πεζογραφική μας παράδοση των εκδόσεων Νεφέλη.

Μαρκήσιος ντε Σαντ

24.00

Το πιο βέβηλο και προκλητικό βιβλίο που γράφτηκε ποτέ σε νέα ελληνική μετάφραση, 120 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση!

Ένας αριστοκράτης, ένας επίσκοπος, ένας δικαστικής και ένας δημοσιώνης αποσύρονται σε έναν απομονωμένο πύργο κάπου στη Γαλλία και αναζητούν, με κάθε τρόπο, την απόλυτη σεξουαλική ικανοποίηση. Μαζί τους οκτώ παιδίσκες και οκτώ αγόρια που έχουν απαχθεί ειδικά για την περίσταση, υπηρέτες, και τέσσερις ηλικιωμένες πόρνες που αφηγούνται με την παραμικρή λεπτομέρεια ποικίλες ιστορίες με σεξουαλικές πρακτικές κάθε είδους.

Ξένη λογοτεχνία

Οι κράχτες

Κάρα Χόφμαν

16.00

Αθήνα, 1988: Ένα ζευγάρι Άγγλων, ο μαύρος ποιητής και μποξέρ Μάιλο και ο λευκός αλκοολικός Τζάσπερς, για να εξασφαλίσουν δωρεάν διαμονή σ᾽ ένα φθηνό ξενοδοχείο κοντά στον σταθμό Λαρίσης και λίγα χρήματα για τα ποτά τους, κάνουν τους κράχτες με στόχο να προσελκύσουν τουρίστες στο ξενοδοχείο. Η γνωριμία τους με την Αμερικανίδα Μπράιντι θα αλλάξει τη ζωή και των τριών για πάντα. «Νεανικές φιλίες και η παρατεταμένη ηχώ τους στον χρόνο» (Newsweek). Μια ιστορία επιβίωσης, «όμορφη και πρωτότυπη» (Kirkus Reviews), φτιαγμένη από μια συγγραφέα που «γράφει σαν να διηγείται ένα συναισθηματικά φορτισμένο όνειρο» (The Wall Street Journal).

Η Κάρα Χόφμαν (γενν. ΗΠΑ) ζει στην Αθήνα και στη Νέα Υόρκη. Διδάσκει σε αμερικανικά πανεπιστήμια και είναι ιδρυτικό μέλος του Anarchist Review of Books.

Γκρέγκορι φον Ρετσόρι

20.00

Στην αυτοβιογραφία του έχει δεύτερο ρόλο. Πρωταγωνιστούν τα πρόσωπα που τον έπλασαν: η παρα­μάνα του η Κασσάνδρα, με το πιθηκίσιο μούτρο, την αλαμπουρνέζικη γλώσσα και τη χωριάτικη σοφία· η κατά φαντασίαν χρο­νίως ασθενούσα μητέρα του, εκθρονισμένη πριγκίπισσα· ο πατέρας του, μανιώδης κυνηγός, ­ήρωας χωρίς αιτία· η αιθέρια αδελφή του, νύμφη και τύραννος μαζί· η μετρημένη Στράουσσι, που ξέρει να συμβιβάζει τα ασυμβίβαστα· και πάνω απ’ όλα η θρυλική Μπουκοβίνα, χωνευτήρι λαών, γλωσσών, θρησκειών, τόπος μυθικός, τόπος χαμένος.

 

Ξένη λογοτεχνία

Η τριλογία του φασισμού

Κάρλο Λουκαρέλι

16.60

ΕΝ ΛΕΥΚΩ
Απρίλιος του 1945, βόρεια Ιταλία.
Ο Μουσολίνι και οι υποστηρικτές του έχουν αποσυρθεί στο Σαλό. Το φασιστικό καθεστώς κλυδωνίζεται επικίνδυνα. Ο επιθεωρητής Ντε Λούκα ερευνά την υπόθεση της δολοφονίας του νεαρού, γοητευτικού Βιτόριο Ρέιναρντ, που διατηρούσε στενές σχέσεις με την υψηλή κοινωνία.

ΕΝΑ ΜΟΥΝΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Μάιος του 1945.
Μετά την απελευθέρωση, η αναρχία. Περιοχές ολόκληρες της βόρειας και της κεντρικής Ιταλίας βρίσκονται υπό τον έλεγχο πάνοπλων ανταρτών. Ένας παλιός γνώριμος του επικηρυγμένου επιθεωρητή Ντε Λούκα, μέλος της αντιστασιακής αστυνομίας, τον βρίσκει καθώς προσπαθεί να διαφύγει προς τη Ρώμη και τον υποχρεώνει να συνεργαστεί στη διαλεύκανση μιας άγριας ομαδικής δολοφονίας.

ΤΟ ΜΠΟΥΡΔΕΛΟ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΟΚΕ
Απρίλιος του 1948, Μπολόνια.
Η Ιταλία ετοιμάζεται για τις δεύτερες –και καθοριστικές για τις πολιτικές εξελίξεις– βουλευτικές εκλογές. Τόσο οι δεξιοί όσο και οι κομμουνιστές επιδίδονται σ’ έναν σκληρό αγώνα αλληλοεξόντωσης…
Σ’ αυτή την τεταμένη ατμόσφαιρα, στην Μπολόνια, ο επιθεωρητής Ντε Λούκα αναλαμβάνει την υπόθεση μιας δολοφονίας σ’ ένα μπουρδέλο της οδού Όκε. Το θύμα, ένας νεαρός κομμουνιστής, βρέθηκε κρεμασμένο. Κάποιοι θέλουν να κλείσουν την υπόθεση ως αυτοκτονία.

Από τη σειρά Crime Moments.

Ξένη λογοτεχνία

Μια άλλη χώρα

Τζέιμς Μπόλντουιν

19.90

Πέντε από τους ήρωες του «Μια άλλη χώρα» είναι καλλιτέχνες: ο Ρούφους, ένας μαύρος ντράμερ της τζαζ, η αδελφή του, η Αΐντα, τραγουδίστρια των μπλουζ, ο Βιβάλντο, συγγραφέας με ταλέντο αλλά χωρίς έμπνευση, ο Ρίτσαρντ, συγγραφέας χωρίς ταλέντο που όμως κερδίζει την επιτυχία, και ο Έρικ, ηθοποιός κι ομοφυλόφιλος. Ωστόσο, δεν πρόκειται για ένα βιβλίο που καταπιάνεται με τη ζωή των καλλιτεχνών, αλλά με τις διαφυλετικές σχέσεις μεταξύ μαύρων και λευκών, που οδηγούν τον Ρούφους στην αυτοκτονία, καθώς και με τις ανθρώπινες σχέσεις γενικότερα: τη φιλία, τον έρωτα, το μίσος, τη ζήλια, τη μοναξιά… Η δράση εκτυλίσσεται στη Νέα Υόρκη στα τέλη της δεκαετίας του ΄50, αλλά και στη Γαλλία, όπου ο Έρικ ζει για αρκετά χρόνια αυτοεξόριστος, όπως είχε ζήσει και ο ίδιος ο Τζέιμς Μπόλντουιν. Είναι φανερό ότι το «Μια άλλη χώρα» πηγάζει κυρίως από τις εμπειρίες του ίδιου του συγγραφέα, παρά από τη φαντασία του: ήταν ένα από τα πρώτα μυθιστορήματα που εξέφραζαν την οργή των μαύρων Αμερικανών της εποχής εκείνης, αλλά και τις ιδιαιτερότητες της αφροαμερικανικής κουλτούρας. «Σε κρατάνε εδώ επειδή είσαι μαύρος, ενώ διατυμπανίζουν ανοησίες για τη χώρα της ελευθερίας και την πατρίδα των γενναίων… Μερικές φορές θα ΄θελα να μπορούσα να γίνω μια μεγάλη γροθιά και να κάνω αυτή την ελεεινή χώρα σκόνη. Μερικές φορές πιστεύω ότι δε δικαιούται να υπάρχει».

Ξένη λογοτεχνία

Εδώ δεν είναι Μαϊάμι

Φερνάντα Μελτσόρ

16.00

Να ζεις σε μια πόλη σημαίνει να ζεις ανάμεσα σε ιστορίες. Αλλά η πόλη είναι από μόνη της βουβή: αδυνατεί να αφηγηθεί το οτιδήποτε. Τις ιστορίες τις αφηγείται η γλώσσα των ανθρώπων, και η μνήμη.

Αυτό αναλαμβάνει εδώ η Φερνάντα Μελτσόρ, ν’ αφηγηθεί τις ιστορίες της πόλης της, της Βερακρούς: για τη βασίλισσα του καρναβαλιού που σκότωσε τα παιδιά της, για εκείνους που ­συνάντησαν τον διάβολο στο στοιχειωμένο σπίτι, για το λιντσάρισμα του φονιά, για τους αστούς και τους προλετάριους, για τους φιλήσυχους περαστικούς και τους έμπορους ναρκωτικών, για όλους εκείνους που προσπαθούν να ζήσουν μες στα φώτα, τις φωτιές και τις σκιές του μεγάλου λιμανιού.

Αλλά πρωταγωνιστής είναι πάντα η ίδια η πόλη: η πόλη που αλλάζει, άλλοτε βίαια κι άλλοτε ύπουλα, η πόλη που καταρρέει, η πόλη που, καμιά φορά, αντιστέκεται.

Ξένη λογοτεχνία

Cloud Atlas

Ντέιβιντ Μίτσελ

25.50

Οι ψυχές διασχίζουν τους αιώνες όπως τα σύννεφα διασχίζουν τους ουρανούς…1850. Ο Adam Ewing, ένας αμερικανός συμβολαιογράφος, επιστρέφει από τα νησιά Τσάταμ στην Καλιφόρνια. Στο ταξίδι, τον προσεγγίζει ένας γιατρός, ο Dr Goose, και αρχίζει να του κάνει θεραπεία για ένα σπάνιο είδος εγκεφαλικού παράσιτου…
Απότομα, η δράση μεταπηδά στο Βέλγιο του 1931, όπου ο Robert Frobisher, ένας αποκληρωμένος αμφισεξουαλικός συνθέτης, κατορθώνει να χωθεί στο σπιτικό ενός καταβεβλημένου μαέστρου, της σαγηνευτικής συζύγου του και της νεαρής κόρης τους.
Από εκεί περνάμε στη Δυτική Ακτή της δεκαετίας του ’70, όπου η δημοσιογράφος Luisa Rey ανακαλύπτει ένα δίκτυο απληστίας και φόνου που απειλεί την ίδια της τη ζωή.
Και προχωράμε σε μια άδοξη Αγγλία του παρόντος? σε μια κορεάτικη υπερδύναμη του κοντινού μέλλοντος όπου ο νεοκαπιταλισμός είναι εκτός ελέγχου? και, τελικά, σε μια μετααποκαλυπτική Χαβάη στις ύστατες μέρες της Ιστορίας.
Η ιστορία όμως του βιβλίου δεν σταματάει ούτε εδώ. Η αφήγηση γυρίζει σαν μπούμερανγκ στους αιώνες και τους τόπους, ακολουθώντας τη διαδρομή αντίστροφα, προς την αρχή. Ο συγγραφέας αποκαλύπτει πώς συνδέονται οι χαρακτήρες του, πώς διαπλέκονται οι μοίρες τους, και πώς διασχίζουν οι ψυχές τους τον χρόνο όπως τα σύννεφα τον ουρανό.
Το Cloud Atlas είναι ένας αλησμόνητος άθλος που, όπως ο απαράμιλλος συγγραφέας του, έχει μετατραπεί από καλτ κλασικό σε παγκόσμιο φαινόμενο.

Ξένη λογοτεχνία

Φλέγοντα ερωτήματα

Μάργκαρετ Άτγουντ

25.50

Τι σχέση έχει η κλιματική κρίση, η λογοτεχνία, ο φεμινισμός και… τα ζόμπι; Είναι μερικά μόνο από τα ζητήματα με τα οποία καταπιάνεται η πάντοτε ανήσυχη και πολυσχιδής Μάργκαρετ Άτγουντ στα κείμενα της συλλογής της ΦΛΕΓΟΝΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ. Η βραβευμένη συγγραφέας του μπεστ σέλερ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΔΑΣ γράφει με τον μοναδικό χιουμοριστικό και διεισδυτικό τρόπο της για ό,τι την απασχολεί, που είναι λίγο ή πολύ… τα πάντα, και θέτει ερωτήματα όπως γιατί η αφήγηση είναι πανανθρώπινη ανάγκη, πόσο κοντά βρισκόμαστε σε μια δυστοπία και τι ακριβώς σημαίνει το να γράφεις. Παράλληλα, μοιράζεται με ενθουσιασμό προσωπικές της εμπειρίες απ’ όλο το φάσμα της ζωής της αλλά και τις απόψεις της για τα αναγνώσματα που τη σημάδεψαν και τη διαμόρφωσαν.

Στα περισσότερα από εξήντα κείμενα αυτής της συλλογής, που γράφτηκαν από το 2004 και φτάνουν ως τo 2021, γίνεται σαφές ότι η Μάργκαρετ Άτγουντ, εκτός από απολαυστική συγγραφέας, είναι και ένα από τα λαμπρότερα πνεύματα της εποχής μας.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΒΙΒΛΙΑ

BEST SELLERS

LiFO Βιβλία

Ξένη λογοτεχνία

Οι Άραβες των βάλτων

Γουίλφρεντ Θέσιγκερ

15.00

«Οι Άραβες των βάλτων», που εκδόθηκαν το 1964, δεν ήταν το πρώτο βιβλίο του Θέσιγκερ. Προηγήθηκαν οι «Άμμοι της Αραβίας» το 1959, όπου και πάλι περιγράφεται ένα φυσικό και ανθρώπινο τοπίο που απειλείται με καταστροφή, καταστροφή την οποία επέφερε η εκμετάλλευση του πετρελαίου -αγωγοί, εγκαταστάσεις, δρόμοι που χάραξαν με βαθιές ουλές την έρημο, αυτοκίνητα που αντικατέστησαν τις καμήλες, η εξαφάνιση του βεδουίνου, ενός πανάρχαιου ανθρώπινου τύπου σε απόλυτη συμφωνία με το περιβάλλον του. Έτσι, και στα δύο του βιβλία ο Θέσιγκερ καταγράφει παραδείσους που υπήρξαν. Δεν νομίζω ότι ο συγγραφικός του στόχος ήταν αποκλειστικά “οικολογικός” -άλλωστε, την εποχή εκείνη δεν υπήρχε οικολογικός προβληματισμός, όπως τον εννοούμε σήμερα. Οπωσδήποτε είναι πρωτοπόρος σε μια οικολογική ανησυχία και προβλέπει επερχόμενα δεινά, αλλά πιστεύω ότι οι “Άραβες των βάλτων”, όπως και οι “Άμμοι της Αραβίας”, είναι κάτι περισσότερο από οικολογικές ελεγείες. Έχουν τη δύναμη, την πειστικότητα της λογοτεχνίας. Διαισθάνομαι ότι αυτή ενδεχομένως ήταν η βαθύτερη πρόθεση του Θέσιγκερ: να γράψει ένα βιβλίο που να εκφράζει έναν κόσμο, να μεταφέρει τις οικολογικές του ανησυχίες αλλά ταυτόχρονα να αποτελεί το βιβλίο καθεαυτό κόσμο, πέραν της αναπαράστασης. Ήθελε προφανώς να γράψει ένα ωραίο βιβλίο, ένα “λογοτεχνικό” βιβλίο και το πέτυχε. Αυτό άλλωστε είναι τελικά η λογοτεχνία. Όταν η μορφή είναι κάτι σαν περιεχόμενο, ένα είδος περιεχομένου… […]

―από συνέντευξη του μεταφραστή Άρη Μπερλή στη LIFO

 

ΟΙ ΑΝΑΣΕΣ ΤΩΝ ΒΑΛΤΩΝ : Ο ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΡΗΣ ΜΠΕΡΛΗΣ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΧΟΥΣΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ WILFRED THESIGER

Προσφορά!

LiFO Βιβλία

Κλάματα

Γλυκερία Μπασδέκη

8.10

θέλω να με πας στα πανηγύρια *
Σ’ αυτά τα τριήμερα που τραγουδάει η Ξανθή Περράκη ακόμη κι όταν δεν τραγουδάει, με χάρτινα τραπεζομάντιλα μες στη λίγδα, να καθίσουμε κάτω απ’ τα ηχεία, να μην ακούς αυτά που σου λέω και να μην καταλαβαίνω αυτά που μου λες. Να είναι της Παναγιάς ανήμερα και να ’χει κλάψει η εικόνα και να ’χουν βγει τα φιδάκια να γλείψουν τα δάκρυα και να ’χουν μοσχοβολήσει τα κρινάκια. Όλα να ’ναι νάι νάι νάι κι εσύ ο πιο Παναγιώτης, γιατί θα σ’ έχω ξεματιάσει αποβραδίς με λάδι και αλάτι και θ’ αστράφτεις σαν πάλκο. Κι όλο θα φέρνεις μπίρες κουτάκια με το εύκολο άνοιγμα και θα με ταΐζεις λουκάνικα με πράσο μέχρι ν’ ανοίξει το στομάχι απ’ την τόση ευτυχία και να πεταχτούν οι λέξεις που έκρυβα πρόχειρα στους πεπτικούς σωλήνες και σ’ άλλες θαλάσσιες σπηλιές. Και μπίρα την μπίρα, ηχείο το ηχείο, γαρίφαλο το γαρίφαλο, τίποτε δεν θα ’ναι ακριβώς το ίδιο. Θα λέμε ότι έχουμε ονομαστική και μας λένε Μαρία Μοντεσσόρι και Γιούλα Παναγιούλα και Παναΐτ Ιστράτι και Ξανθή Περράκη και ό,τι γιορτάζει και δεν γιορτάζει ανήμερα. Θα λέμε, θα τρώμε και θα δεχόμαστε ευχές.
Γιατί έτσι είναι τα πανηγύρια που δεν πήγαμε, αλλά θα πάμε. Τρεις ημέρες μέγα θάμα είναι και μετά μαζεύει η ορχήστρα.

Τα Κλάματα της Γλυκερίας Μπασδέκη είναι μια συλλογή από μικρά κείμενα μεγάλης πρωτοτυπίας και λεπτότητας, που δεν θυμίζουν τίποτα. Δεν κατατάσσονται ούτε στο πεζό ούτε στην ποίηση — μοιάζουν περισσότερο με λαϊκά τραγούδια από πανηγυρτζή, που δεν ξέρεις αν ίδρωσε ή κλαίει με το δεκάευρο κολλημένο στο κούτελο. Συνιστούν ένα καλειδοσκόπιο μαγευτικό, σπαρακτικής ειλικρίνειας, από την πιο μοναχική και ακατάτακτη φωνή της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.

Ελληνική λογοτεχνία

Αντίο παλιέ κόσμε

Στάθης Τσαγκαρουσιάνος

18.00

Αυτό το βιβλίο βγήκε πριν οχτώ χρόνια για λόγους βιοποριστικούς. Προς μεγάλη μου έκπληξη, σήμερα τυπώνεται η τέταρτη έκδοσή του. Λογικά, τα πρόσωπα που περιλαμβάνονται σ αυτό δεν θα έπρεπε να αφορούν τη σημερινή εποχή. Κι όμως. Υπάρχει ακόμα ενδιαφέρον για τέτοιες περιπτώσεις, που είναι με τον τρόπο τους ακατάτακτες, ιδιοφυείς, λίγο εκκεντρικές και πάνω απ όλα ποιητικές.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Αποχαιρετισμός στον Ρόμπερτ

Βρασίδας Καραλής

16.00

Στο μεταξύ τα λουλούδια σου έχουν αρχίσει να πεθαίνουν το ένα μετά το άλλο. Ο μυστικός κήπος όπου μπορούσες να κρυφτείς, να σκεφτείς και να κλάψεις σιωπηλά, μέρα τη μέρα αφανίζεται. Προσπαθώ να τα φροντίζω, να τα ποτίζω, να τα κλαδεύω και να τα τρέφω, κι όμως αυτά γνωρίζουν πως κάτι έχει αλλάξει, δεν είσαι εσύ μα ένας ξένος, κάποιος που προσποιείται ότι τα φροντίζει. νιώθουν ότι το κάνει για σένα και όχι γι’ αυτά. Η αζαλέα μαράθηκε πρώτη. ύστερα οι τριανταφυλλιές και η πλουμέρια, οι γαριφαλιές, η τελοπέα, οι κάκτοι, οι ανιγόζανθοι, οι μικροί ευκάλυπτοι, το δεντρολίβανο, η μπάνξια, οι βασιλικοί, τα πάντα. Οι πολύχρωμες μικρές πετούνιες σου ξεράθηκαν, μια καφετιά νεκρή μάζα στη θέση της παλιάς φαντασμαγορίας. Η υπόσχεση που αντιπροσώπευε κάθε λουλούδι βρίσκεται τώρα μουδιασμένη και σφραγισμένη στα μαραμένα τους μπουμπούκια. Ένα πράσινο κυπαρίσσι απομένει, το σπαρτιάτικό σου, που μας θύμιζε τα χρώματα γύρω από την Ολυμπία, και η μικρή ελιά που χάιδευες τόσο τρυφερά, η υπέρτατη λαχτάρα μας για ρίζες. Τα κοιτάζω και με αποδοκιμάζουν. «Μας άφησε,» μουρμουρίζουν θροΐζοντας «άσε μας τώρα κι εσύ, φύγε. Αναζητούμε τα μάτια του Ρόμπερτ, το άγγιγμά του, τη ζεστασιά του. Δεν είσαι εσύ». Αυτό λένε κάθε φορά που προσπαθώ να τα φροντίσω. Με αγνοούν. Νιώθω αβοήθητος, απελπισμένος.

Στην καρδιά κάθε σχέσης υπάρχει ένας κήπος. Κάνω ό,τι μπορώ για να τον κρατήσω ζωντανό, όμως τα λουλούδια ρωτούν συνέχεια για σένα – και δεν ξέρω πώς να τους εξηγήσω το θάνατο, τη μοναξιά, την εκδημία, το πένθος. «Δεν θα υπάρξει καινούρια άνοιξη για μας» λένε το ένα στο άλλο. «Είμαστε εδώ για ν’ ακούσουμε τα λόγια του Ρόμπερτ Τζόζεφ Μήντερ, που μας καλεί στη ζωή. Μας πότιζε ένα ένα, υπομονετικά, στοργικά. Μας έλεγε ιστορίες. Ήταν φίλος μας. Αλλά πού είναι τώρα; Καλύτερα να μην ξαναγεννηθούμε, αφού δεν είναι αυτός εδώ. Τα χέρια του μας κρατούσαν ζωντανά. Η φωνή του συνέθετε τη σαγηνευτική μελαγχολία μας.» Κι ενώ εγώ προσπαθώ να εξηγήσω, παραμένουν απόμακρα, αγνοώντας με – είμαι ο ξένος τώρα, ο παρείσακτος, η περιττή παρουσία.

____________________________________________________________

Ένα από τα πιο σπαρακτικά κείμενα που έχουν γραφτεί για την απώλεια είναι το βιβλίο του Βρασίδα Καραλή για την εκδημία του συντρόφου του Ρόμπερτ Τζόζεφ Μήντερ.

«Το αποχαιρετιστήριο αυτό γράμμα είναι κάπως σαν την καρδιά μου ξεγυμνωμένη, σαν μια προσπάθεια να καταγράψω τι πραγματικά μας κάνει να ζούμε – το μυστήριο της αγάπης και της παρουσίας μας στον κόσμο.» – B.K.

___________

Ο Βρασίδας Καραλής συνομιλεί με τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο για το βιβλίο του «Αποχαιρετισμός στον Ρόμπερτ»​

 ΣΤΑΘΗΣ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΣ: Ο Βρασίδας Καραλής είναι απέναντί μου, αλλά εγώ τώρα πια, που ήρθε η ώρα να μιλήσουμε, δεν ξέρω τι να του πω. Την περασμένη άνοιξη έχασε τον σύντροφό του μετά από τριάντα χρόνια κοινής ζωής. Στα κύματα πένθους, οργής και απορίας που τον διακατέχουν έκατσε και έγραψε ένα μικρό βιβλίο στα αγγλικά ‒γιατί ο Βρασίδας ζει στην Αυστραλία πολλά χρόνια τώρα, είναι καθηγητής πανεπιστημίου εκεί‒, ένα γράμμα αγάπης, ουσιαστικά, στον νεκρό του σύντροφο. Πρόκειται για ένα αριστουργηματικό κείμενο μεγάλου πένθους και αξίας, όχι μόνο λογοτεχνικής αλλά και πολιτικής, γιατί για πρώτη φορά εκφράζεται έτσι η αγάπη ανάμεσα σε δύο άντρες, δίχως ίχνος απολογητικής διάθεσης αλλά ούτε και πολεμικής, πικρίας ή επιθετικότητας. Σαν να έχει περάσει το ζήτημα σ’ ένα επόμενο στάδιο που κάποιος δεν μπαίνει καν στη δικαιωματική συζήτηση επειδή δεν του περνάει από το μυαλό ότι ο έρωτας ανάμεσα σε δύο οποιαδήποτε ανθρώπινα πλάσματα πρέπει να δώσει λογαριασμό για το υψηλό του αίσθημα. Επειδή ο έρωτας ανάμεσα σε δύο οποιαδήποτε ανθρώπινα πλάσματα είναι αυτοδίκαιος και μεγαλειώδης ούτως ή άλλως… Οπότε, Βρασίδα, είμαι τυχερός που το αριστούργημα αυτό κυκλοφορεί στα ελληνικά μεταφρασμένο από την Κατερίνα Σχινά για τις εκδόσεις της LiFO·  είμαι τυχερός που σ’ έχω εδώ, απέναντί μου, στο πέρασμά σου από την Αθήνα·  αλλά, ειλικρινά, δεν ξέρω αν πρέπει να σου δείξω ξανά τον απέραντο θαυμασμό που νιώθω για το βιβλίο σου ή να σε χτυπήσω στην πλάτη και να σε ρωτήσω: «Και τώρα τι γίνεται; Πώς μπορεί να συνεχιστεί η ζωή;».

ΒΡΑΣΙΔΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ: Όπως λέμε στα αγγλικά, η ζωή τώρα είναι at a standstill. Υπάρχει μια περίοδος στασιμότητας μετά από έναν θάνατο, και μάλιστα τον θάνατο ενός ανθρώπου που στάθηκε δίπλα σου τόσο πολλά χρόνια. Το μόνο που νιώθεις είναι ότι η φωνή του άλλου έρχεται από πολύ μακριά, βρίσκεσαι σε μια έρημο και δεν ξέρεις πώς να επικοινωνήσεις με τον άλλο κόσμο, έχεις χάσει το αίσθημα προσανατολισμού και ταυτόχρονα έχεις ένα αίσθημα ματαιότητας. Τι κάνω τώρα εδώ, για ποιον λόγο και προς τι; Η ζωή μου δεν ήταν ποτέ τιμές και μεγαλεία, καθηγητική έδρα και φήμη πανεπιστημιακή, αλλά αυτό που ο Heidegger ονομάζει «Gelassenheit», ηρεμία, ένα είδος γαλήνης. Τη βρίσκεις την ώρα που συγχρονίζεσαι με τον κόσμο μέσω ενός άλλου προσώπου… Αυτή η λογοτεχνία του πένθους, όπως ονομάζεται, μιλάει συνήθως για τον άνθρωπο που γράφει, τι νιώθει και πώς είναι. Αυτά δεν με αφορούν, γιατί, όπως είδες, στο βιβλίο ουσιαστικά προσπάθησα να δω πώς σχετιστήκαμε με τον Ρόμπερτ και ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος.

Σ.Τ.: Διακρίνω ένα είδος υπερβολικής προσοχής για να μη φανεί ότι το βιβλίο αυτό γράφτηκε για σένα αλλά για τον Ρόμπερτ. Γιατί;

Β.Κ: Γιατί δεν γράφτηκε για μένα. Αυτό το βιβλιαράκι, αυτή η επιστολή, είναι μια πρόσκληση, μια χειρονομία προς τον Ρόμπερτ: «Πες μου πού είσαι αυτήν τη στιγμή».

Σ.Τ.: Χειρονομία προς την άβυσσο.

Β.Κ.: Προς την άβυσσο. Και τη σιωπή βέβαια, γιατί δεν πρόκειται να μου απαντήσει ποτέ.

Σ.Τ.: Η στάση σου απέναντι στα άλλα βιβλία που ξεκινούν από μια εκδημία, από μια απώλεια, αλλά οι συγγραφείς μιλούν για τον εαυτό τους, ποια είναι; Γιατί βλέπω ένα είδος περιφρονητικής αναφοράς στο βιβλίο της Joan Didion.

Β.Κ.: Ναι, δεν μου άρεσε καθόλου. Το διάβασα πάρα πολύ προσεκτικά, πριν συμβεί αυτό με τον Ρόμπερτ, και στην αρχή, ξέρεις, συγκινήθηκα, γιατί το γεγονός το ίδιο είναι συγκινητικό. Και ο άντρας της πεθαίνει και η κόρη τους μετά, στο «Blue Nights». Αλλά μιλάει συνέχεια για τον εαυτό της, για το ότι αισθάνεται οίκτο για τον ίδιο της τον εαυτό που έμεινε πίσω. Δεν αισθάνθηκα πότε οίκτο για μένα.

Σ.Τ.: Αλλά;

Β.Κ.: Οργή. Για τον τρόπο που έφυγε. Μετά, όταν βλέπεις ότι το αμετάκλητο της αναχώρησης είναι εκεί, θα μείνει εδραίο, στέκει όπως ένας βράχος μπροστά σου, έκλαψα.

Σ.Τ.: Οπότε ένα από τα στάδια του πένθους είναι η οργή. Αυτή ήρθε πρώτα;

Β.Κ.: Πρώτα η οργή. Μετά, ένα είδος numbness, ένα μούδιασμα. Έψαχνες παντού να τον βρεις και δεν ήταν πουθενά. Αυτό έγινε τη μέρα που τον πήγαμε στο νεκροτομείο και έπρεπε να του φορέσω τα ρούχα. Νομίζω ότι για όσους έχουν ζήσει τον θάνατο αυτή είναι απλώς η πιο τραγική, συγκλονιστική στιγμή. Μου θύμισε αυτό που λέει ο Χριστός στον Ιωάννη, στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη: «Άνοιξε τα χέρια σου τώρα που μπορείς γιατί μια μέρα κάποιοι άλλοι θα τα ανοίξουν, όταν δεν θα μπορείς να τα ανοίξεις». Μου ήρθε αυτό το πράγμα στον νου. Εν τω μεταξύ, την ώρα που προσπάθησα να του βάλω τις κάλτσες, λιποθύμησα. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα ήμουν τόσο αδύναμος.

Σ.Τ.: Είναι κανείς δυνατός μπροστά σε αυτά τα πράγματα;

Β.Κ.: Όχι.

Σ.Τ.: Μόνο από αναισθησία ίσως.

Β.Κ.: Να πω την αλήθεια, δεν κατάλαβα πώς έγινε η ταφή. Πήγαμε στην εκκλησία, στο νεκροταφείο. Είχα διαβάσει όσα έπρεπε να κάνω και έκανα τα πάντα, παρήγγειλα φέρετρο…

Σ.Τ.: Τα έκανες εσύ όλα αυτά;

Β.Κ.: Ναι. Έπρεπε να αγοράσω τον τάφο, να σκεφτώ τι θα μπει πάνω στον τάφο.

Σ.Τ.: Οι φίλοι; Δεν βοήθησαν στα πρακτικά;

Β.Κ.: Δεν μπορούσαν νομίζω.

Σ.Τ.: Αυτό είχε να κάνει και με την, ας το πούμε, κοινωνική μοναξιά του gay ζευγαριού;

Β.Κ.: Α, όχι, ήμασταν πολύ αυτάρκεις μαζί,  δεν ήμασταν ποτέ μοναχικοί. Είχαμε πολλούς φίλους,  ήθελαν να βοηθήσουν, αλλά είναι μερικά πράγματα που πρέπει…

Σ.Τ.: … να τα κάνεις εσύ.

Β.Κ.: Ναι. Και πρέπει να αντιμετωπίσεις όλο αυτό ως μια τελετή περάσματος. Γιατί αυτό βοηθάει πάρα πολύ εσένα τον ίδιο να πεις «αντίο». Λιποθύμησα ξανά όταν τον κατέβασαν στον τάφο.

Σ.Τ.: Είχες συνείδηση των στιγμών εκείνων;

Β.Κ.: Όχι, όχι.  Τον έψαχνα παντού γύρω μου. Έρχονταν οι φίλοι, με αγκάλιαζαν, με φιλούσαν, με χτυπούσαν στην πλάτη και μου έλεγαν: «Είμαστε μαζί σου, έλα να μιλήσουμε». Μου είπε κάποιος, «πρέπει να αποκτήσεις χόμπι τώρα και να ασχοληθείς με τη γιόγκα για να τα ξεχάσεις όλα αυτά». Εγώ δεν καταλάβαινα τι μου έλεγαν και ρωτούσα συνεχώς την ξαδέλφη του, που ήταν δίπλα μας: «Πού είναι ο Ρόμπερτ; Γιατί δεν τον βλέπω εδώ τον Ρόμπερτ; Γιατί με έχει αφήσει μόνο μου εδώ μέσα;». Το μόνο που θυμάμαι είναι οι φωνές των kookaburra, των πουλιών, και τους ανθρώπους που θα έκλειναν τον τάφο, που μου είπαν ξαφνικά: «Πρέπει να ρίξεις αυτά τα ροδοπέταλα πάνω στον τάφο».

Σ.Τ.: Ένα επόμενο στάδιο μετά το μούδιασμα ποιο είναι;

Β.Κ.: Η νεκροφάνεια, νομίζω, η δική μου. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς πέρασε ο Ιούλιος, ο Αύγουστος, ο Σεπτέμβριος. Πέρασαν μήνες που δεν έβγαινα έξω. Είχα αποκοπεί εντελώς απ’ όλο τον κόσμο. Έβγαινα το βράδυ μόνο για να βγάλω βόλτα τα δυο σκυλάκια που είχαμε. Το μόνο που έκανα ήταν να επιστρέφω στο σπίτι, να κάθομαι μπροστά στην τηλεόραση, να την ανοίγω, αλλά να μη βλέπω καν τι έπαιζε.

Σ.Τ.: Αφέθηκες σε πλήρη παρακμή δηλαδή;

Β.Κ.: Απόλυτη, ναι. Κατατονία απόλυτη.

Σ.Τ.: Έτρωγες, πλενόσουν;

Β.Κ.: Τα έκανα αυτά, ναι, γιατί ήταν ο μόνος τρόπος για να αντιδράσω. Δηλαδή κατάλαβα ότι δεν μπορούσε να συνεχιστεί αυτό. Με έναν περίεργο τρόπο προσπαθούσα να νιώσω αυτό που ένιωθε ο Ρόμπερτ εκείνη τη στιγμή. Γι’ αυτό λέω στο βιβλίο ότι ήταν σαν να μπήκα στον κόσμο του Edgar Allan Poe. Ακούγεται γλυκανάλατο ή ηλίθιο, αλλά έβλεπα οράματα. Έβλεπα πράγματα να εμφανίζονται μπροστά μου. Δεν κοιμόμουν γιατί φοβόμουν ότι από το ταβάνι του δωματίου θα έβγαιναν περίεργες φιγούρες.

Σ.Τ.: Μέσα στο σκοτάδι αυτό τι σε βοηθούσε; Έπαιρνες φάρμακα; Έπινες;

Β.Κ.: Όχι, όχι.

Σ.Τ.: Υπήρχε κάτι που σου έδινε μια μικρή έστω παρηγοριά;

Β.Κ.: Κατάλαβα πώς πολλοί άνθρωποι παίρνουν ναρκωτικά, πίνουν ή πέφτουν σε άλλου είδους καταχρήσεις μετά από ένα τέτοιο γεγονός.

Σ.Τ.: Εσύ πού όρμησες για να βρεις λίγη παρηγοριά;

Β.Κ.: Αρχικά, αφιερώθηκα στα δύο σκυλάκια που είχαμε. Ξαφνικά κατάλαβα ότι εξαρτώνται από μένα. Ήταν πολύ μικρά και αισθάνθηκα υπεύθυνος γι’ αυτά. Έπειτα, γύρω στον Σεπτέμβριο, αποφάσισα να γράψω αυτή την επιστολή.

Σ.Τ.: Υπήρξε κάποια στιγμή που ενεργοποίησε αυτή την επιθυμία; Κάτι ξαφνικό; Ή γεννήθηκε σιγά-σιγά;

Β.Κ.: Υπήρξε μια στιγμή. Άνοιξα την ντουλάπα για να δω τι θα κάνω με τα ρούχα του και όλη αυτή η μυρωδιά, η αίσθηση του αρώματός του –έβαζε πάντα Miyake–, όλο αυτό, με χτύπησε σαν κάποιος να με χαστούκιζε για ώρες, αλλά και σαν να μου έλεγε «πρέπει να επιζήσεις, να το ξεπεράσεις, να ζήσεις και να μιλήσεις γι’ αυτό». Βρήκα τις κάλτσες που του είχα αγοράσει από εδώ, από το Κολωνάκι, μπλε και άσπρες, με την ελληνική σημαία. Του άρεσαν πάρα πολύ, τις φορούσε. Όταν ακούμπησα το παλτό του, ήρθε μια μυρωδιά που έφερε αναμνήσεις με τον τρόπο του Proust. Για να πω την αλήθεια, μου έδωσε ελπίδα όλο αυτό, ώστε να μην παραιτηθώ.

Σ.Τ.: Τα ρούχα αυτά τα έχεις ακόμα;

Β.Κ.: Ναι, ναι.

Σ.Τ.: Τι σκοπεύεις να τα κάνεις;

Β.Κ.: Δεν ξέρω. Θα μείνουν εκεί για πολλά χρόνια νομίζω. Προσπάθησα, λίγο πριν φύγω από την Αυστραλία, να τα δώσω. Στην Αυστραλία υπάρχει η παράδοση μόλις κάποιος πεθαίνει να δίνεις τα ρούχα στους άπορους και στους αστέγους. Ενώ είχα κανονίσει μια συνάντηση με τους Saint Vincent de Paul, μια σχετική οργάνωση, μετά κατάλαβα ότι δεν μπορούσα καν να τα ξεκρεμάσω.

Σ.Τ.: Δικό του ρούχο έχεις φορέσει εσύ;

Β.Κ.: Τις κάλτσες του.

Σ.Τ.: Και νιώθεις κάτι;

Β.Κ.: Δεν μπορώ να πω. Αισθάνομαι ότι ανασυγκροτώ κάποιες στιγμές που ζούσε.

Σ.Τ.: Είναι τρελό, αλλά εμένα, όπως σου έχω ξαναπεί, η μάνα μου μού έδωσε ένα μπουφάν του πατέρα μου είκοσι πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, και όταν το φόρεσα ήταν σα να με έκαιγε.

Β.Κ.: Σε καταλαβαίνω απόλυτα. Γιατί κι εγώ με τις κάλτσες του Ρόμπερτ που φορούσα ένιωθα ότι περπατούσα σαν και κείνον. Ότι ήμουν σε μέρη που πήγαινε εκείνος. Είναι περίεργο πράγμα η μνήμη, το τι μπορεί να κάνει, και το πώς προσπαθούμε τόσο απελπισμένα να επικοινωνήσουμε μέσα απ’ αυτά τα μικρά πράγματα.

Σ.Τ.: Ένα από τα ωραιότερα σημεία του βιβλίου είναι εκεί που λες πως, επιστρέφοντας από κάποιο μάθημά του (σ.σ. ήταν δάσκαλος μουσικής), του είπες ότι ήξερες τι μουσική έπαιζε λίγο πριν από τον ρυθμό που περπάταγε- ότι έπαιζε τα «Crisantemi» του Puccini.

Β.Κ.: Ναι, ναι. Υπάρχει και μια άλλη στιγμή. Ο Ρόμπερτ είχε ασφαλώς μουσική παιδεία, αλλά κι εγώ ήξερα μουσική, επειδή είχα ταξιδέψει. Του υπέδειξα να ακούσει το γερμανικό ρέκβιεμ του Brahms, κι ο Ρόμπερτ τρελάθηκε μετά από αυτό, επειδή ήταν και πολύ γερμανόφιλος. Και ξαφνικά, δύο εβδομάδες μετά, του ζήτησαν να το παίξει στο Opera House του Σίδνεϊ. Εγώ ήμουν στη μία πλευρά της αίθουσας, ενώ ο Ρόμπερτ έπαιζε πάνω στη σκηνή. Δεν ξέρω αν έχεις αισθανθεί την καρδιά σου να χτυπάει δύο φορές. Αν και μάς χώριζαν 500 μέτρα, ήμασταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλο. Η μουσική του Brahms, ειδικά το δεύτερο μέρος, εκεί που λέει ότι η σάρκα είναι σαν χορτάρι που πεθαίνει και δεν ξανάρχεται… Επικοινωνούσαμε από απόσταση και αισθανόμουν ότι η καρδιά του χτυπούσε δίπλα μου ή μέσα μου ακόμα. Όταν γυρίσαμε στο σπίτι μού είπε το ίδιο και κείνος. «Κάποια στιγμή δεν μπορούσα να παίξω γιατί νόμιζα ότι κάποιος άλλος είναι μέσα μου». Όλα αυτά προέκυψαν μέσα από τη μουσική, όπως καταλαβαίνεις. Γι’ αυτό, όταν φόρεσα τις κάλτσες του, αισθάνθηκα ότι περπατούσα σαν και κείνον, ότι ήμουν σαν και κείνον… Ακούγομαι ευγενής, αλλά είμαι λίγο χωριάτης, άξεστος άνθρωπος.

Σ.Τ.: Ως προς τι; Ως προς την ορμή των συναισθημάτων;

Β.Κ.: Ως προς τη συμπεριφορά μου.

Σ.Τ.: Μα το να έχεις ορμητικά αισθήματα δεν είναι χαρακτηριστικό του χωριάτη. Το αντίθετο. Η μεγάλη μάζα είναι που ζει σ’ ένα συναισθηματικό flatline.

Β.Κ.: Σωστά. Αλλά ο Ρόμπερτ είχε αυτή την εξευγενισμένη αντίληψη των αισθημάτων· μια απλή κίνηση, μια απλή χειρονομία, ένα ανοιγοκλείσιμο των ματιών. Ήταν σαν να έβλεπες έναν αναγεννησιακό πίνακα όταν μιλούσε ο Ρόμπερτ.

#img#

Σ.Τ.: Δηλαδή εσύ δίπλα του ήσουν ο ζωηρός Μεσόγειος ας πούμε;

Β.Κ.: Ναι, ναι, πάντα.

Σ.Τ.: Και έτσι σε αντιμετώπιζε κι αυτός;

Β.Κ.: Αυτός συγκλονιζόταν από τους ζωηρούς Μεσόγειους. Έτσι γίνεται, ό ένας ζητάει από τον άλλον αυτό που ουσιαστικά θα ήθελε να είναι.

Σ.Τ.: Πάντως, το physique σου δεν είναι του κλασικού Έλληνα. Είσαι ξανθός, γαλανομάτης.

Β.Κ.: Ναι, αλλά η συμπεριφορά μου είναι ανθρώπου από τα Κρέστενα νομού Ηλείας. Δεν έχω, ούτε είχα πρόβλημα με αυτό. Δεν προσπάθησα ποτέ να κρύψω τη συμπεριφορά μου. Αν και στην Αυστραλία η συμπεριφορά των ανθρώπων είναι πολύ ελεγχόμενη, εγώ δεν ήθελα να αλλάξω. Ήθελα να μιλάω.

Σ.Τ.: Σαν τυπικός wog;

Β.Κ.: Aκριβώς, με ευθύτητα καταρχάς, με ειλικρίνεια. Δεν μου άρεσαν οι περιφράσεις που πολλές φορές χρησιμοποιούν οι Εγγλέζοι, που μιλούν για τα πιο προφανή πράγματα χωρίς να τα ονομάζουν.

Σ.Τ.: Οπότε, Βρασίδα, τον Σεπτέμβρη αρχίζεις να γράφεις και σιγά-σιγά τα αισθήματά σου μετασχηματίζονται ― μεταβολίζεις τον θάνατο, για να χρησιμοποιήσω μια άσχημη λέξη…

Β.Κ.: Όχι, όχι. Μου πήρε πολύ καιρό, ακόμα και τώρα νομίζω ότι πολεμάω με αυτό το φάντασμα, με την παρουσία του, με το διάνεμα, όπως θα έλεγαν στη δημοτική γλώσσα. Φαντάσου ότι στην Αυστραλία πολλές φορές περπατάω στον δρόμο και μου έρχονται στίχοι του Παλαμά από τον «Τάφο»: «Γίνε αεροφύσημα και γλυκοφίλησέ μας». Άκου κουβέντα τώρα! Ξαφνικά οι συνθήκες τα φέρνουν έτσι ώστε μιλάς με την ποίηση. «Γίνε αεροφύσημα και γλυκοφίλησε μας». Δηλαδή όταν φύσαγε ο άνεμος εγώ περίμενα να έρθει να με φιλήσει ο Ρόμπερτ, να με αγγίξει. Η γραφή με βοήθησε λίγο να το ελέγξω όλον αυτό τον συναισθηματικό στρόβιλο στον οποίο βρισκόμουν για πάρα πολύ καιρό. Μετά έπρεπε να πάω στο πανεπιστήμιο ξανά, να δουλέψω, το πρώτο εξάμηνο μετά τον θάνατο του, αλλά συνέχισα να γράφω μανιωδώς. Δεν κοιμόμουν το βράδυ, υπήρξαν εβδομάδες που δεν κοιμήθηκα καθόλου. Προσπαθούσα να βρω τα ίχνη του παντού, τι είχε αφήσει πίσω, τι έκανε. Κάποια στιγμή, εκεί που έψαχνα τα χαρτιά μου, βρίσκω έναν φάκελο που έλεγε «η διαθήκη μου». Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα υπήρχε διαθήκη. Και ήθελα τα περισσότερα να τα δώσω στον αδελφό του, στην οικογένειά του, παρόλο που είχαν απομακρυνθεί λίγο. Αλλά το βιολί και τη βιόλα που έπαιζε, τα προσωπικά του αντικείμενα, τα κράτησα εγώ.

Σ.Τ.: Δεν σε πονάει που τα βλέπεις;

Β.Κ.: Πολύ, πάρα πολύ.

Σ.Τ.: Δεν σου έχει έρθει η επιθυμία να τα κρύψεις, να τα δώσεις; Να τραβήξεις ένα Χ και να κρατήσεις μεν την υψηλή μνήμη του αλλά να μη βασανίζεσαι από τη θέα και τη μνήμη αυτών των πραγμάτων;

Β.Κ.: Περίεργο! Δεν θέλω να χαθεί από δίπλα μου η παρουσία του όσο ζω. Θα τα κρατήσω μέχρι το τέλος. Δηλαδή θα ήθελα να πεθάνω περιστοιχισμένος από τα δικά του πράγματα. Δεν θα ήθελα να αποχωριστώ όσα μας έδεσαν και μας έφεραν μαζί. Και αυτά είναι μικρά πράγματα. Του Ρόμπερτ του άρεσε πάντα να αγοράζει αυτά τα μικρά κόκκινα λεωφορεία όταν πηγαίναμε στο Λονδίνο. Κάθε φορά που τα πιάνω στα χέρια μου αισθάνομαι γαλήνη. Ταυτόχρονα, μου έρχονται λυγμοί, σκεπτόμενος αυτόν που έφυγε. Λες και βρίσκω τα δάχτυλά του, τα χέρια του πάνω τους, τα αποτυπώματά του. Βλέπεις, πολλές φορές μέσα στην τρέλα μου μιλάω σε αυτά τα άψυχα αντικείμενα. Μη με ρωτήσεις αν μου απαντάνε. Εγώ τους μιλάω.

Σ.Τ.: Εσύ, βέβαια, τώρα είσαι σε κατάσταση έντονου πένθους ακόμα, αλλά, απ’ ό,τι ξέρουμε, η ζωή έχει πολλές πανουργίες για να τραβάει τους ζωντανούς πίσω στους ζωντανούς.

Β.Κ.: Ναι, το ξέρω. Ίσως συμβεί κάποια στιγμή, αλλά θέλω να περάσω μέσα από αυτήν τη χώρα του πένθους και να δω πώς θα με αλλάξει. Και νομίζω με έχει αλλάξει πάρα πολύ.

Σ.Τ.: Οπότε, ως προς τις πανουργίες;

Β.Κ.: Έρχονται κάποιες τετοιες στιγμές, αλλά μετά από λίγο ανοίγεις την πόρτα, μπαίνεις στο σπίτι και ξαναγυρνάς εκεί όπου ήσουνα.

Σ.Τ.: Στο σπίτι.

Β.Κ.: Ναι.

Σ.Τ.: Το λες και το ξαναλές. Καταρχάς, λες μια υπέροχη φράση, ότι τη στιγμή που εκφράστηκε ο έρωτας σας, όταν εκείνος σου είπε «μη με αφήσεις ποτέ», εσύ γύρισες και του απάντησες «μα πού να πάω; Εσύ είσαι το σπίτι μου».

Β.Κ.: Μα ήταν το σπίτι μου. Το πρώτο κείμενο που έγραψα στα αγγλικά, που ήταν οι αναμνήσεις του Μανώλη Λάσκαρη, είχαν αυτή την περίεργη αφιέρωση: To Robert, home.

Σ.Τ.: Α, τέλειο!

Β.Κ.: Ήταν το σπίτι μου. Επειδή στα νιάτα μου περιπλανήθηκα πάρα πολύ, πήγαινα από δω και από κει, έκανα όλες αυτές τις αλλοκοτιές που κάνουν οι νέοι, ψάχνονται, ψάχνουν.

Σ.Τ.: Ψάχνουν τα όριά τους.

Β.Κ.: Και τα ξεπερνούν πολλές φορές.

Σ.Τ.: Μα άμα δεν τα ξεπεράσεις, πώς θα ξέρεις ότι είναι όρια;

Β.Κ.: Σωστά. Και ξαφνικά, όταν συνάντησα τον Ρόμπερτ, όλα αυτά τελείωσαν. Έναν χρόνο μετά τη συνάντησή μας ήμασταν σε ένα gay bar στο Σίδνεϊ, κοιτάξαμε γύρω μας και αυτόματα, χωρίς να έχουμε μιλήσει καν, μου είπε: «Δεν νομίζεις ότι είναι η ώρα να πάμε σπίτι και να μείνουμε εκεί;». Κοίταξα γύρω και του απάντησα «ναι, ναι αυτό ήθελα να σου πω κι εγώ». Ο Ρόμπερτ για μένα είναι το σημείο αναφοράς και το κέντρο ύπαρξης. Δηλαδή, όλο αυτό το πένθος αφορά και το ότι έχασα το κέντρο μου.

Σ.Τ.: Έχασες το σπίτι σου.

Β.Κ.: Ναι. Και ξαφνικά μένεις σε αυτό το σπίτι, αλλά δεν είναι το σπίτι σου πια.

Σ.Τ.: Γι’ αυτό και μερικές απ’ τις πιο σπαρακτικές σελίδες είναι αυτές που λες ότι ο κήπος σας μαραίνεται ερήμην του Ρόμπερτ.

Β.Κ.: Ναι. Τα λουλούδια με μισούν! Γιατί περίμεναν τον Ρόμπερτ, που τα πρόσεχε συνέχεια. Και έναν μήνα αφού έφυγε κατάλαβα ότι τα λουλούδια δεν με θέλουν. Μου φώναζαν «φύγε από δω, δεν θέλουμε να μας πιάνεις, να μας αγγίζεις», παρόλο που τα πότιζα, τα περιποιόμουν, τα κλάδευα. Τώρα αυτά, θα μου πεις, είναι παραισθήσεις και παράκρουση.

Σ.Τ.: Δεν είναι. Για το σπίτι χρειάζονται δύο.

Β.Κ.: Ναι. Ο Ρόμπερτ είχε μια απίστευτη αίσθηση της τάξης.

Σ.Τ.: Δεν είναι μόνο η τάξη, είναι και αυτό που λες επανειλημμένως: η ολοκλήρωση. Ότι μέσα από τον έρωτα βλέπεις για πρώτη φορά τον εαυτό σου και αισθάνεσαι ότι αυτό το σπασμένο πράγμα που είσαι, κυκλοφορώντας στον κόσμο, γίνεται ένα όταν συναντάς τον έρωτά σου.

Β.Κ.: Ξέρεις, πολλές φορές με πιάνει απόγνωση με αυτό που λένε οι άνθρωποι, ειδικά οι θρησκευόμενοι, «σημασία έχει η αγάπη». Δεν υπάρχει η αγάπη γενικά, υπάρχει η αγάπη ενός συγκεκριμένου ανθρώπου, αγαπάς κάτι συγκεκριμένο και βάσει αυτής της έντασης, της αφοσίωσης και της αυτοθυσίας πιστεύω ότι πρέπει να κριθούμε. Μόνο έτσι μπορούμε να σταθούμε μπροστά σε μια μεταφυσική κρίση που θα έρχεται από τον Θεό, αν υπάρχει βέβαια θεός, και δεν είναι μία από τις προβολές του Εγώ μας. Εγώ νομίζω ότι το μεγαλύτερο πράγμα που μου έδωσε ο Ρόμπερτ είναι ότι ξαφνικά άρχισα να σκέφτομαι και για κάποιον άλλο, όχι μόνο για τον εαυτό μου.

Σ.Τ.: Στα χρόνια της αλητείας, ας τα πούμε έτσι, γράφεις ότι ήσουν ευτυχισμένος, σχεδόν αυτάρκης. Ωστόσο, θεωρείς ότι ο άνθρωπος ολοκληρώνεται και βρίσκει τα υψηλότερα σημεία του όταν ερωτεύεται.

Β.Κ.: Και γίνεται δέντρο. Με τον άλλο βγάζεις ρίζες, κάνεις καρπούς.

Σ.Τ.: Στις ρίζες βάζεις και τα παιδιά ή…

Β.Κ.:… οτιδήποτε διαλέγει κάθε άνθρωπος να κάνει. Δεν μου αρέσει να γενικεύω.

Σ.Τ.: Σας ήρθε ποτέ η επιθυμία να έχετε παιδιά;

Β.Κ.: Όχι. Νομίζω ότι ήμασταν και οι δύο πολύ αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλον, δεν θα ήθελα να κάνω παιδιά ούτε να τα βλέπω ως αντίγραφο του εαυτού μου, όπως ακούσαμε πρόσφατα. Αυτό, νομίζω, ότι είναι το μεγάλο πρόβλημα με τα ανδρικά ζευγάρια πολλές φορές, και η μεγάλη έλλειψη. Ότι ενώ θα ήθελες να έχεις, επιλέγεις να μην το έχεις, να μην το κάνεις. Νομίζω ότι ο Ρόμπερτ ξαναζούσε διαρκώς την παιδική του ηλικία, ήταν ένα παιδί.

Σ.Τ.: Εσύ αυτό το αποδίδεις και σε μια ολόκληρη γενιά, τη γενιά σου, τη γενιά μας. Λες ότι είναι εφηβενήλικες.

Β.Κ.: Ναι. Kidults.

Σ.Τ.: Δηλαδή νοσταλγούν συνέχεια την εφηβεία τους, αρνούνται να μεγαλώσουν.

Β.Κ.: Δεν είναι φανερό;

Σ.Τ.: Ασφαλώς. Το διακρίνεις περισσότερο στους Έλληνες ή μιλάς γενικά;

Β.Κ.: Το διακρίνω παντού. Και στην Αυστραλία το ίδιο είναι, και στον αγγλοσαξονικό κόσμο.

Σ.Τ.: Αναφέρεσαι στους boomers;

Β.Κ.: Στη γενιά μετά τους boomers. Οι boomers έχουν γεράσει.

Σ.Τ.: Μα κι εμείς έχουμε γεράσει.

Β.Κ.: Εννοώ ότι έχουν γεράσει ψυχικά, διότι βασανίστηκαν περισσότερο απ’ ό,τι νομίζουμε. Η γενιά μας έχει αποφασίσει να μείνει στη δεκαετία του ’70. Να μη μεγαλώσουμε, να μην ξεπεράσουμε αυτήν τη δεκαετία, να είμαστε πάντα σε μια διαρκή επαναστατική ή οργασμική διέγερση.

Σ.Τ.: Πάντως δεν ήταν κι άσχημα, Βρασίδα.

Β.Κ.: Ήταν πολύ ωραία.

Σ.Τ.: Το γλεντήσαμε.

Β.Κ.: Το γλεντήσαμε, το απολαύσαμε. Γνωριστήκαμε με ανθρώπους, κάναμε πράξεις άσκοπες, που είναι πολύ σημαντικό.

Σ.Τ.: Αυτή η ανευθυνότητα είχε και την πλάκα της.

Β.Κ.: Είχε και τη σημασία της, από ψυχολογικής πλευράς.

Σ.Τ.: Είχε βέβαια και τις ζημίες της.

Β.Κ.: Ναι, γιατί μερικοί άνθρωποι δεν μπορούν να ξεκολλήσουν. Μπορεί κάποιος να εθιστεί, να χρειάζεται κάθε βράδυ να βγαίνει και να κάνει σεξ με αγνώστους, χωρίς να καταλαβαίνει για ποιον λόγο και στο τέλος, όσο πιο πολύ το κάνεις, τόσο πιο ανικανοποίητος μένεις.

Σ.Τ.: Ισχύει. Εσύ το ένιωθες αυτό;

Β.Κ.: Πάρα πολύ. Γι’ αυτό, κάποια στιγμή, ήμουν λίγο μαζεμένος, μετά τα 26-27.

Σ.Τ.: Ο Ρόμπερτ, όμως, κάποια στιγμή γυρίζει και σου λέει ότι νιώθει βρόμικος λόγω αυτής της σεξουαλικής υπερβολής. Ένιωθες κι εσύ βρόμικος;

Β.Κ.: Ποτέ.

Σ.Τ.: Πώς κι έτσι;

Β.Κ.: Δεν ξέρω.

Σ.Τ.: Και αυτή η διαφορά πού οφείλεται;

Β.Κ.: Είναι η διαφορά μεταξύ Προτεσταντισμού και Ορθοδοξίας νομίζω.

Σ.Τ.: Αυτό λες; Μα και η Ορθοδοξία προκαλεί τόσες ενοχές.

Β.Κ.: Μπα, εγώ την Ορθοδοξία τη βλέπω ως ένα «θεολογικό χορευτικό». Η Ορθοδοξία δεν έχει βάθος, δεν βλέπει τον άνθρωπο ως ψυχολογική σχάση, μια ψυχή η οποία βρίσκεται σε διάλυση. Δεν έχουμε την αυγουστίνεια ανθρωπολογία στην Ορθοδοξία.

Σ.Τ.: Ναι, αλλά δεν ενοχοποιεί τη σεξουαλικότητα;

Β.Κ.: Η Ορθοδοξία ενοχοποιεί τη σεξουαλικότητα, αλλά δεν την κάνει δαιμονική. Ο Προτεσταντισμός την βλέπει ως κάτι δαιμονικό για το οποίο πρέπει να τιμωρηθείς. Εμείς δεν το αισθανόμαστε ποτέ αυτό.

Σ.Τ.: Οπότε το κενό, ας πούμε, που ένιωθες μετά τη σεξουαλική υπερβολή των ’70s ήταν περισσότερο από κόπωση παρά από ενοχή;

Β.Κ.: Κοίταξε, κάποια στιγμή νομίζω ότι πρέπει να λέμε «I had enough», ό,τι ήταν να κάνουμε το κάναμε.

Σ.Τ.: Μου θυμίζεις τον Χριστιανόπουλο που έλεγε ότι «απαραιτήτως ο άνθρωπος πρέπει να σταματάει να πηγαίνει στο ψωνιστήρι στα 57 του χρόνια». Το είχε μετρήσει.

Β.Κ.: (γέλια) Ναι, το είχε μετρήσει. Θα μου πεις ότι υπάρχει η απληστία της επιθυμίας, η επιθυμία είναι απέραντη και απαιτητική πάντα. Αλλά από ένα σημείο και πέρα λες ότι εντάξει, πρέπει να κοιτάξω και τον εαυτό μου τώρα.

Σ.Τ.: Νομίζω ότι ο Απόστολος Παύλος έλεγε: «ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί…»

Β. Κ.: «… ίνα μη υπεραίρωμαι».

Σ.Τ.: Ακριβώς.

Β. Κ.: Δεν μου δόθηκε σκόλοπας, τον δημιούργησα. Δηλαδή κάποια στιγμή είπα ότι εντάξει, έκανες ό,τι έκανες, τώρα πρέπει να βρεις κάποιον και να είσαι μαζί του.

Σ.Τ.: Οπότε συναντηθήκατε εσείς οι δύο άνθρωποι μετά από αυτή την περιπλάνηση που για σένα δεν ήταν μόνο σεξουαλική, είχε κι άλλα, πολύ ωραία πράγματα, μεγάλα ταξίδια, εμπειρίες ― είχες γίνει μέχρι και μοναχός.

Β. Κ.: Καλόγερος. Ναι. Αποτυχημένος βέβαια.

Σ.Τ.: Αποτυχημένος. Αλλά το δοκίμασες. Ως ηθοποιός ίσως- πνευματικός ηθοποιός. Έφτασες μέχρι και τη Μόσχα;

Β. Κ.: Μέχρι τη Μόσχα, το μοναστήρι του Αλεξάνδρου Νιέφσκι.

Σ.Τ.: Πόσο έμεινες εκεί;

Β. Κ.: Περίπου τέσσερις μήνες, δεν άντεξα άλλο. Αν οι ορθόδοξοι καλόγεροι είναι τυπολάτρες και δεν έχουν καμιά αίσθηση πνευματικότητας, οι Ρώσοι πίνουν συνέχεια. Από το πνεύμα στο οινόπνευμα!

Σ.Τ.: Πόσων ετών ήσουν τότε;

Β. Κ.: Είκοσι τρία-είκοσι τέσσερα.

Σ.Τ.: Θα ήσουν και όμορφος.

Β. Κ.: Πολύ.

Σ.Τ.: Ήσουν ένας ξανθός άγγελος, είκοσι τριών ετών, ανάμεσα στους Ρώσους πότες!

Β. Κ.: Όχι απλώς πότες, έπρεπε να τους τραβάω το βράδυ. Θυμάμαι τον ηγούμενο του μοναστηριού που καθόταν κάτω από μια κάνουλα.

Σ.Τ.: Τι πλάκα!

Β. Κ.: Άνοιγε την κάνουλα και έπινε βότκα. Μου θύμιζε Buñuel όλη αυτή η κατάσταση.

Σ.Τ.: Αυτό δεν κατέρριψε κάθε θρησκευτικό σου αίσθημα;

Β. Κ.: Ναι. Τότε αποφάσισα ότι δεν υπάρχει Θεός. Αν αυτοί πιστεύουν, δεν υπάρχει Θεός, αυτό είπα στον εαυτό μου. Μετά πήρα τον Υπερσιβηρικό και ταξίδεψα μέσα από τη Σιβηρία όλη τη Ρωσία, έφτασα μέχρι το Βλαδιβοστόκ. Και εκεί βλέπεις τη φυσική αποκάλυψη του Θεού. Τα δάση, τα χρώματα των δέντρων, τα ζώα, τις αποχρώσεις του χιονιού που νομίζουμε ότι είναι άσπρο, αλλά δεν είναι άσπρο πουθενά, αν το προσέξεις. Ξαφνικά ανακαλύπτεις την ωραιότητα του κόσμου, που όπως λένε οι Ψαλμοί αναγγέλλει τη δόξα του Θεού.

Σ.Τ.: Οπότε έχασες τον Θεό απ’ τη μια μεριά αλλά τον βρήκες απ’ την άλλη.

Β.Κ.: Δεν ξέρω αν λέγεται Θεός. Όπως θα έλεγε ο Spinoza, είναι ο Θεός ή η Φύση; Εγώ πιστεύω σε μια φυσική θεολογία, των προσωκρατικών, ότι τα πάντα είναι πλήρη θεών. Γι’ αυτό δεν είχα ποτέ, αν μου επιτρέπεις, ενοχή. Δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει να έχεις ενοχές γι’ αυτό που είσαι. Δεν μπορείς να είσαι ένοχος γι’ αυτό που είσαι! Είσαι αυτό που είσαι.

Σ.Τ.: Αυτό είναι θαυμάσιο όταν συμβαίνει, αλλά, μεγαλώνοντας στην ελληνική επαρχία τη δεκαετία του ’60 ή του ’70, δεν είναι και τόσο εύκολο, μέχρι να σταθείς στα πόδια σου πνευματικά.

Β.Κ.: Ναι.

Σ.Τ.: Ωστόσο εσύ μου λες ότι ποτέ δεν είχες ενοχή.

Β.Κ.: Ποτέ. Αντίθετα, πάντα ήξεραν ότι κάτι ήταν στραβό με αυτό το παιδί.

Σ.Τ.: Αυτή η λέξη, το «στραβό», είναι το θέμα.

Β.Κ.: Μου άρεσε όμως εμένα να είμαι στραβός. Δεν ήθελα να είμαι σαν τους άλλους. Δηλαδή οι άλλοι ήταν, πώς να το πούμε, ένα είδος…

Σ.Τ.: … βαρετής ορθοκανονικότητας.

Β.Κ.: Ναι, και ομοιομορφίας, που έλεγε ότι πρέπει να συμπεριφέρεσαι έτσι, ενώ ο Βρασίδας…

Σ.Τ.: Οπότε, Βρασίδα, συναντηθήκατε με τον Ρόμπερτ, έκλεισε η περίοδος των περιπλανήσεων και ήρθε το αποκαλυπτικό φως του έρωτα. Το οποίο, επίσης, είχε στάδια, φαντάζομαι.

Β.Κ.: Ε, στην αρχή, ξέρεις, είναι ο πόθος. Ο πόθος και το σεξ. Δηλαδή συναντάς κάποιον άνθρωπο και ξαφνικά κολλάτε σωματικά.

Σ.Τ.: Από κει ξεκινούν όλα.

Β.Κ.: Δεν μπορούσαμε να ξεκολλήσουμε. Για μήνες, για τον πρώτο χρόνο. Ήταν αυτό που έλεγε ο Ερωτόκριτος, «για σένα εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου». Το ένιωσα αυτό. Βρε, διάολε, έκανες σεξ παντού, στον Καναδά, στη Φινλανδία, στη Ρωσία. Και ξαφνικά, βρίσκεις έναν άνθρωπο…

Σ.Τ.: Μάλιστα τον πόθο σού τον δημιούργησε ένα σώμα που ήταν, ας το πούμε, στραβό επίσης, γεμάτο ουλές. Ενός ανθρώπου ο οποίος ντρεπόταν για το σώμα και τη γύμνια του. Ωστόσο αυτή η ευθραυστότητα εσένα σε ερέθισε ακόμα πιο πολύ.

Β.Κ.: Σου είπα, μετά από λίγο δεν θέλαμε να ξεκολλήσουμε. Αυτό το σώμα για μένα ήταν η επαφή με κάτι άλλο πέρα από το σώμα, αν μου επιτρέπεις, το αγκάλιασμα των σωμάτων, ο οργασμός, ο έρωτας, η εκσπερμάτωση, όλα αυτά ήταν μια απάντηση στον Πλάτωνα, στον Χριστό. Αν θυμάσαι, στον Πλάτωνα, στο Συμπόσιο δεν είναι μόνο οι άνθρωποι που ενώνονται. Λέει η Διοτίμα, «τι είναι αυτό που ζητάτε εσείς οι θνητοί ο ένας από τον άλλον;». Αυτό είναι η απάντηση του έρωτα, σε αυτό το ερώτημα. Και τελικά ήθελα αυτόν. Δεν ήταν μια αφηρημένη ιδέα, μια επικύρωση κοινωνική, μια αναγνώριση.

Σ.Τ.: Αν είναι έτσι όπως τα λες, η θρησκεία θα φοβάται λίγο και τον έρωτα.

Β.Κ.: Κοίταξε, υπερβάλλουμε με τη θρησκεία. Είναι άλλο το θρησκευτικό αίσθημα, ας το πούμε η θρησκευτικότητα, και άλλο η θρησκεία η οργανωμένη. Δεν μιλάω για την Εκκλησία την ορθόδοξη, την οποία θεωρώ έναν αντιπνευματικό οργανισμό και επομένως άφιλο. Δεν μπορείς να κάνεις θεολογία αν δεν έχεις φίλους. Η φιλία, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, είναι αυτή που χτίζει πολιτείες. Αυτή που χτίζει σχέσεις, πολιτεύματα και, τέλος, σχέσεις ερωτικές μεταξύ των ανθρώπων. Λοιπόν, εγώ νομίζω ότι με τον Ρόμπερτ περάσαμε τις τέσσερις λέξεις που έχει η ελληνική γλώσσα γι’ αυτή την πορεία: από τον πόθο, στον έρωτα, στη στοργή και στο τέλος, στην αγάπη. Έγινε αυτή η καταπληκτική μετάβαση.

Σ.Τ.: Από το «σε θέλω» στο «τι θέλεις;».

Β.Κ.: Επομένως, η στοργή σήμαινε ότι έπρεπε να πάρω ευθύνη για τη ζωή του Ρόμπερτ- και την πήρα. Ο Ρόμπερτ μου έλεγε «φύγε, καταστρέφω την καριέρα σου» και του απαντούσα «let it go, δεν με ενδιαφέρει η καριέρα μου, δεν θα ζήσω με την καριέρα μου».

Σ.Τ.: Όταν φτάσατε στα επόμενα στάδια του πόθου, όταν ο πόθος γίνεται στοργή και «τι θές να σου μαγειρέψω σήμερα;», αισθάνθηκες ποτέ ότι αυτό ήταν κάτι πιο χαμηλό, πιο συμβατικό από τα πρώτα στάδια;

Β.Κ.: Εγώ τρελαίνομαι για ρουτίνες. Δεν τις φοβάμαι. Οι ρουτίνες υποδηλώνουν μια σχέση αδιάρρηκτη. Θα κάνεις αυτό, θα κάνω εκείνο, και έχουμε μια πολύ όμορφη σχέση. Όλοι οι άνθρωποι ζουν με αυτές τις ρουτίνες. Ο Καζαντζάκης την ονομάζει «η άγια ρουτίνα της καθημερινότητας». Η ωραιότερη στιγμή είναι να πηγαίνεις στο σπίτι και βλέπεις ένα πιάτο φαγητό να σε περιμένει. Αυτό το έχεις γράψει εσύ για τη μητέρα σου. Ένα καταπληκτικό κομμάτι. Έτρεχα να γυρίσω στο σπίτι πριν έρθει ο Ρόμπερτ για να του φτιάξω μια μπολονέζ ή ένα άλλο φαγητό που του άρεσε. Για μένα ήταν ευτυχία αυτό. Ήταν το απόλυτο, αν μου επιτρέπεις, ήταν έρωτας.

Σ.Τ.: Και για μένα είναι ευτυχία αυτό.

Β.Κ.: Μεγάλη ευτυχία, απόλυτη. Συντονισμός στον κοσμικό ρυθμό πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Ο ήλιος, το ημίφως και το σκοτάδι: αυτά τα ζούσαμε μαζί εκεί πέρα. Βγαίναμε έξω το βράδυ να κάνουμε βόλτες, καθόμασταν δίπλα στα λουλούδια και μιλούσαμε.

Σ.Τ.: Η σεξουαλική απιστία που μπορεί να έρθει σε τέτοιες περιόδους, είναι κάτι που σε πλήγωσε;

Β.Κ.: Στην αρχή, ναι, με πλήγωσε. Ακόμα με πληγώνει…  Το έκανα κι εγώ μια φορά. Το ομολογώ.

Σ.Τ.: Γιατί το σώμα εξακολουθεί να έχει τις ανάγκες του.

Β.Κ.: Να πω την αλήθεια, μετά από λίγο το κάνεις μόνο και μόνο γιατί θες να αποδείξεις στον εαυτό σου ότι μπορείς να το κάνεις.

Σ.Τ.: Α! Λες;

Β.Κ.: Ναι. Εγώ έτσι νόμιζα, έτσι το έκανα. Ήθελα να δω αν μπορώ να το κάνω, αν είμαι σε θέση να λειτουργήσω.

Σ.Τ.: Σε πλήγωσε ωστόσο.

Β.Κ.: Πολύ, πάρα πολύ. Πέρασαν μέρες που σχεδόν καθόμασταν δίπλα χωρίς να κάνουμε έρωτα ή οτιδήποτε άλλο, απλώς κρατώντας το χέρι ο ένας του άλλου. Αλλά όπως λέμε στα αγγλικά: «You have to move on». Και προχωρήσαμε.

Σ.Τ.: Εσύ ήσουν τυχερός που δεν ένιωσες τύψεις, ενοχές, μεγαλώνοντας μέσα στη σεξουαλικότητα που έχεις, και έζησες αυτόν τον ανεπίληπτο, ρομαντικό έρωτα. Ωστόσο, η κοινωνία συσχετίζει κουτά πάντα, φαντάζομαι ακόμη και στις δύσκολες στιγμές. Νομίζω ότι αναφέρεις πως στο νοσοκομείο αντιμετωπίσατε εκρήξεις ομοφοβίας ή βλέμματα ομοφοβικά.

Β.Κ.: Πάρα πολλά. Ειδικά στο νοσοκομείο, και από νοσοκόμες κυρίως που προέρχονταν από διαφορετικά πολιτισμικά υπόβαθρα. Αλλά τα ξεπερνούσα. Δεν με ενδιέφερε καθόλου. Κάποτε τους αποκρινόμουν με την ίδια περιφρόνηση.

Σ.Τ.: Ναι, αλλά στη δύσκολη ώρα, αυτό είναι ένας βαθμός δυσκολίας μεγάλος.

Β.Κ.: Ναι. Έκανα το παν να μην το δει ο Ρόμπερτ. Το εισέπραξα μόνος μου, τον προστάτευα από τέτοιου είδους αισθήματα. Δεν ήθελα να νιώσει κάτι τέτοιο σε μια στιγμή αδυναμίας, αρρώστιας, ασθένειας. Εγώ μπορούσα να το αντιμετωπίσω και να απαντήσω, έκανα πολλαπλές αναφορές. Φαντάσου να μπαίνεις σ’ ένα νοσοκομείο που «φωνάζει» ότι είναι εναντίον της ομοφοβίας με τεράστιες αφίσες και μετά να αντιμετωπίζεις αυτό.

Σ.Τ.: Είναι τρομερό, αλλά τη στιγμή που μιλάμε για έναν τέτοιον έρωτα, βλέπεις ότι η κοινωνία, παρότι προσποιείται τη μοντέρνα, είναι σε μεγάλο βαθμό ομοφοβική ακόμα. Ακόμα και η φράση «α, οι ομοφυλόφιλοι μπορούν να ερωτεύονται τόσο βαθιά, τόσο ρομαντικά, τόσο απόλυτα;» ενέχει ομοφοβία.

Β.Κ.: Αν υπάρχει κάτι σημαντικό στο βιβλίο είναι αυτό. Δείχνει πώς ερωτεύονται, αγαπάνε και αφοσιώνονται ο ένας στον άλλο δυο άντρες. Γιατί πολλοί νομίζουν ότι οι gay το μόνο που κάνουν είναι να πηγαίνουν από δω και από κει και να κάνουν ανώνυμο και πολλαπλό σεξ. Ότι είναι «μηχανές του σεξ», όπως λέγαμε παλιά.

Σ.Τ.: Συμφωνώ ότι αυτή είναι η κορυφαία αξία αυτού του βιβλίου.

Β.Κ.: Δεν έχει αποδεικτική αξία, αλλά χωρίς να το καταλάβουμε, δείξαμε και αποδείξαμε ότι η αφοσίωση περνάει μέσα από το σεξ, τον έρωτα, τον πόθο και τελικά γίνεται κάτι πολύ σημαντικότερο, κάτι ευρύτερο, που μας αγκαλιάζει ως ανθρώπους. Ο Freud έχει μιλήσει για τον άγνωστο ωκεανό της γυναικείας ψυχολογίας. Εγώ νομίζω ότι πρέπει να μιλήσουμε κάποια στιγμή για τον απύθμενο ωκεανό της ανδρικής ψυχολογίας, για το πώς σχετίζονται οι άντρες μεταξύ τους.

Σ.Τ.: Οι αρχαίοι Έλληνες λίγο το είχαν οσμιστεί.

Β.Κ.: Ναι, με την έννοια της φιλίας. Γι’ αυτό τον Ρόμπερτ τον ονομάζω Αχιλλέα και Άμλετ μαζί.

Σ.Τ.: Απλώς τώρα πρέπει να ξεπεράσουμε όλες αυτές τις στρώσεις των άλλων πολιτισμών που ακολούθησαν.

Β.Κ.: Κοίταξε, αυτό είναι προσωπική ευθύνη του καθενός. Δεν νομίζω ότι είναι νομοθετικό ζήτημα πλέον. Γιατί η νομοθεσία υπάρχει, αλλά είναι ζήτημα νοοτροπίας, ανθρώπων οι οποίοι είναι φοβισμένοι και οι ίδιοι, τρομοκρατημένοι από τη διαφορά. Όπως είπα, όταν ο Ρόμπερτ ήταν άρρωστος, προσπάθησα να τον προφυλάξω απ’ όλα αυτά. Για μένα το πώς δυο άντρες αγαπιούνται είναι ένα βασικό θέμα που αναδεικνύει αυτό το βιβλίο. Πώς περνάνε απ’ όλες αυτές τις φάσεις, τα στάδια.

Σ.Τ.: Η αρετή αυτού του βιβλίου είναι ότι δεν το χαρακτηρίζει καμία ενοχή, καμία τύψη αλλά και ότι δεν έχει και καμία επιθετικότητα. Είναι unapologetic, αλλά όχι με τον τρόπο που η gay, ας το πούμε, λογοτεχνία μιλά για τον έρωτα. Είναι σαν να μην υφίσταται πια το θέμα, να έχει αυτοδικαίως ξεπεραστεί. Ο έρωτας είναι γυμνός, ασχέτως φύλων, θρησκειών.

Β.Κ.: Είναι ο Ρόμπερτ και ο Βρας.

Σ.Τ.: Και αυτό είναι πραγματικά αποκαλυπτικό. Το βιβλίο σου είναι από τα συγκλονιστικότερα πράγματα που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια και ελπίζω να βρει το ακροατήριο που του αξίζει.

Β.Κ.: Το έγραψα για να διασώσω τη μνήμη του Ρόμπερτ και της σχέσης μας. Να πω την αλήθεια, εγώ δεν παίζω κανέναν ρόλο σ’ αυτό το βιβλίο. Δεν θέλω να έχω κανένα κέρδος ή αναγνώριση, θέλω ο κόσμος να γνωρίσει τη σχέση μας και να κλάψει λίγο στη μνήμη του Ρόμπερτ, αν μου επιτρέπεις. Ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος, η επαφή του με την Ελλάδα ήταν πολύ ωραία. Είχαμε μια φοβερή εμπειρία στη Σαντορίνη, όπου σχεδόν τον είδα να αιωρείται μπροστά μου – είχα τρελαθεί. Δεν μπορείς να φανταστείς ότι η αγάπη σε φέρνει σε τέτοιες οριακές συγκινήσεις που νόμιζες ότι ανήκουν στη ρομαντική λογοτεχνία ή ότι είναι ψευδαίσθηση. Ξαφνικά τα νιώθεις αυτά, τα ζεις. Στην αρχή δεν μπορείς να το πιστέψεις και λες «μα πώς είναι δυνατό;». Αυτό το εύθραυστο και ευάλωτο σώμα μού δείχνει αυτές τις εμπειρίες που σε άλλες περιπτώσεις θα τις θεωρούσαμε μυστικές, σαν του Μπέμε, του Συμεών του Νέου Θεολόγου ή όλων αυτών των μεγάλων μυστικών. Ξαφνικά, βλέπεις ότι η μυστική εμπειρία κρύβεται σε αυτή την επαφή, σε αυτά τα χέρια, στο φιλί δύο ανθρώπων -αντρών εν προκειμένω-, στο άγγιγμα των σωμάτων, στο αγκάλιασμα, στον αποχαιρετισμό,  στο «Θα σε δω το βράδυ. Τι ώρα θα είσαι σπίτι;» «Θα έρθω 7, ίσως και νωρίτερα». Κι εγώ έπρεπε να είμαι εκεί στις 6. Για μένα αυτή η εμπειρία ήταν πολύ σημαντική γιατί όλη αυτή η απλότητα της καθημερινής ζωής είναι τελικά το μεγάλο μυστήριο της ύπαρξης. Απλουστεύεις όσο περνάν τα χρόνια. Βλέπεις τι είναι απολύτως αναγκαίο για τη ζωή σου και, αν μου επιτρέπεις, για την ψυχή σου την ίδια. Έχουμε ξεχάσει ότι έχουμε και ψυχή στις μέρες μας. Και πώς το είδα ότι έχουμε ψυχή; Όταν έφυγε ο Ρόμπερτ το σώμα μου έκανε άλλα πράγματα απ’ αυτά που του έλεγε η ψυχή. Δηλαδή κατάλαβα ότι υπάρχει μέσα μας μια δεύτερη ύπαρξη, αυτό που έλεγε ο Παύλος ο έσω άνθρωπος, που ξαφνικά, όταν χαθεί ο καταλυτής που τον κάνει ζωντανό, δηλαδή η αγάπη, το βλέμμα, το άγγιγμα, η μυρωδιά ενός ανθρώπου, τον ψάχνει.

Σ.Τ.: Καθένας βέβαια αισθάνεται ότι αυτό που έζησε είναι ξεχωριστό. Ωστόσο αισθάνεσαι ότι με αντίστοιχη ένταση ζουν και οι απλοί άνθρωποι τον έρωτα; Το ρωτάω αυτό γιατί στο βιβλίο σου πολύ ορθά λες ότι εμείς είμαστε «παιδιά παιδιών», ότι μεγαλώσαμε στην ελληνική επαρχία με τις γνωστές κακοδαιμονίες και από ανθρώπους που εν πολλοίς ήταν ανέτοιμοι να γίνουν γονείς. Πολλοί από αυτούς ήταν σκληροί, μέθυσοι, μας παράταγαν και, κυρίως, δεν ήξεραν καν πώς να αγαπάνε. Εσύ λοιπόν γεννήθηκες σε μια τέτοια επαρχία που δεν ήξερε να αγαπά. Όμως αγάπησες μ’ έναν βαθύ τρόπο. Πώς έγινε;

Β.Κ.: Κοίταξε, είναι ζήτημα ατομικό και προσωπικό σ’ αυτή την περίπτωση. Δεν θα έλεγα ότι η προηγούμενη γενιά δεν μπορούσε να αγαπήσει, απλώς δεν μπορούσε να εκδηλώσει την αγάπη της και δεν μπορούσε να μιλήσει ποτέ γι’ αυτήν.

Σ.Τ.: Αν δεν το πεις όμως, δεν υπάρχει.

Β.Κ.: Δεν υπάρχει, σωστά. Ήταν ένα ζήτημα αμίλητου πόνου που δημιουργούσε όλη αυτήν τη σύγχυση μέσα τους, που προσπαθούσαν να μας αγαπήσουν, αλλά δεν ήξεραν πώς να το δείξουν και ξαφνικά στρέφονταν εναντίον του εαυτού τους και μετά εναντίον μας. Αυτή είναι η σχέση που είχαμε με τους γονείς μας.

Σ.Τ.: Ισχύει.

Β.Κ.: Αλλά νομίζω ότι, όπως έλεγε ο Ντοστογιέφσκι, μέσα σ’ έναν αμαρτωλό υπάρχει ένας άγιος που παρακαλεί να λυτρωθεί – έτσι γίνεται και σ’ αυτούς. Έρχεται η κατάλληλη στιγμή, ο κατάλληλος άνθρωπος, και ξαφνικά… Εγώ, αν δεν είχα συναντήσει τον Ρόμπερτ, θα ήμουν ένας στείρος ακαδημαϊκός, αν μου επιτρέπεις, ένα απίστευτο ον…

Σ.Τ.: Σίγουρα όχι καταστροφικό, όπως ήταν πολλοί απ’ τους γονείς μας. Δεν θα μοίραζες πόνο δεξιά και αριστερά, ε;

Β.Κ.: Όχι. Θα ήμουν επιτυχημένος, αλλά θα ήμουν και αυτοκαταστροφικός. Αυτά τα πράγματα δείχνουν ότι η γενιά των γονιών μας ήταν και μια γενιά που βγήκε απ’ τον πόλεμο, απ’ την ανέχεια. Δεν ήξεραν, δεν μπορούσαν να εμπιστευτούν κανέναν. Η αγάπη και η φιλία είναι ένα άλμα στο χάος ουσιαστικά, στο μηδέν. Πρέπει να εμπιστευτείς. Εμπιστευόμαστε σήμερα;

Σ.Τ.: Επιμένω στο ερώτημά μου γιατί δεν απαντήθηκε: σε σένα, που είσαι παιδί παιδιών, ποιο ήταν το σκαλοπάτι σου για να ανέβεις σε μια άλλη, καλύτερη κατάσταση;

Β.Κ.: Προφανώς ο Ρόμπερτ.

Σ.Τ.: Ναι, αλλά είχες και τα μάτια να τον δεις. Ποιος σου έδωσε τα μάτια να τον δεις;

Β.Κ.: Δεν ξέρω. Έγινε, τον είδα. Και από την ώρα που τον είδα…

Σ.Τ.: Ήταν η παιδεία σου; Από τα Κρέστενα πώς βρέθηκες στον Ελικώνα, βρε παιδί μου;

Β.Κ.: Ίσως τα Κρέστενα να ήταν ο Ελικώνας μου. Νομίζω ότι μου δόθηκε μια σχέση μαγική στην παιδική μου ηλικία. Οι γονείς μας ήταν άσχετοι, άχρηστοι και αχρείαστοι, όλα αυτά μαζί (γελά). Ήταν αφοσιωμένοι στον εαυτό τους, τρώγονταν ο ένας με τον άλλον. Βέβαια, σε τέτοιες περιπτώσεις στα χωριά έχεις τη γιαγιά. Η οποία με μεγάλωσε με όλα αυτά τα παραμύθια, με όλες αυτές τις νεράιδες, τους κοσμικούς θρύλους. Με έβγαζε το βράδυ, ενώ ήταν σχεδόν τυφλή, και μου ονόμαζε τους αστερισμούς έναν-έναν, μου έδειχνε με το δάχτυλο «εκεί είναι αυτό, εκεί είναι το άλλο». Τα ήξερε, ενώ ήταν τυφλή σχεδόν.

Σ.Τ.: Αυτό είναι η απάντηση. Είχες αυτό το μαγικό πρόσωπο.

Β.Κ.: Μαγικότατο. Ήταν η Πότνια θηρών της παιδικής μου ηλικίας ουσιαστικά αυτός ο άνθρωπος, ο οποίος μου έδωσε τη δυνατότητα να είμαι ανοιχτός στον αιφνιδιασμό, κι αν μου επιτρέπεις μια έκφραση θρησκευτική, στο θαύμα. Το να βλέπεις τον άλλον άνθρωπο, είναι ένα θαύμα, το οποίο σου δίνεται εκεί που δεν το περιμένεις, και ανοίγει μέσα στην καρδιά και στην ψυχή σου τον κόσμο του παραμυθιού, του θρύλου.

Σ.Τ.: Πολλοί λαϊκοί άνθρωποι το έχουν.

Β.Κ.: Ναι. Στη γιαγιά μου αυτό ήταν βασικό, γιατί αυτή μας μεγάλωσε. Οι γονείς μας ήταν ναι μεν αλλά, ήξεις αφήξεις. Η γιαγιά μου ήταν το σταθερό σημείο του περιστρεφόμενου κόσμου μου, ο άνθρωπος που σου ανοίγει ένα άλλο σύμπαν, που δεν είναι το πεζό, το καθημερινό αλλά το σύμπαν των απροσδόκητων συνειρμών, της απροσδόκητης σχέσης με τον φυσικό κόσμο και των αόρατων πραγμάτων που υπάρχουν μέσα στον φυσικό κόσμο. Σου τα δίνει κάποιος εκεί που δεν το περιμένεις.

Σ.Τ.: Ήταν, λοιπόν, αυτά που σου έδωσε η γιαγιά σου και, φαντάζομαι, μετά τα διαβάσματά σου, οι φιλίες σου.

Β.Κ.: Είχα πολλούς φίλους. Επίσης, κάτι που πρέπει να ομολογήσουμε –πρέπει να το έχεις νιώσει κι εσύ– είναι ότι οι φίλοι μου που πέθαναν από AIDS ήταν πολύ μεγάλη μαθητεία για μένα, π.χ. ο φίλος μου ο Αντώνης ο Σταυροπιεράκος, που πέθανε μόνος του στον Καναδά. Μέχρι τώρα δεν έχω ξεπεράσει τον θάνατο αυτού του ανθρώπου. Έμεινε μόνος του γιατί τον είχαν αποκηρύξει οι γονείς του και όλοι οι άλλοι, κι εγώ ήταν αδύνατο να βρω εισιτήριο για να πάω να τον δω.

Σ.Τ.: Αυτή η εμπειρία ως προς τι σε ωρίμασε; Τι σε έκανε να σκεφτείς;

Β.Κ.: Το εύθραυστο της ανθρώπινης ζωής, την τρωτότητα που έχουμε όλοι και ταυτόχρονα τη σκληρότητα του κόσμου, το να εγκαταλείπεις το παιδί σου ή τον φίλο σου μόνο και μόνο γι’ αυτό.

Σ.Τ.: Και σ’ έκανε ίσως και λίγο πιο ατρόμητο απέναντι στα δικά σου αισθήματα.

Β.Κ.: Ένας δεύτερος φίλος μου, για τον οποίο έχω γράψει, ο Άλκης, πέθανε στα χέρια μου την εποχή που όλοι τρόμαζαν να αγγίξουν και, ξέρεις, αυτό ξαφνικά σε λιώνει, όλες οι αντιστάσεις σου πέφτουν, περιμένεις το θαύμα να έρθει. Και ήρθε, και μέσα από αυτούς τους ανθρώπους. Δεν ήταν μόνο αυτοί, ήταν κι άλλοι και λυπήθηκα πάρα πολύ όταν έφυγαν απ’ τη ζωή. Τουλάχιστον ο θάνατος τούς βρήκε με μένα δίπλα τους, που ήμουν ένα φιλικό πρόσωπο. Του Άλκη ειδικά, που πέθανε στα χέρια μου, του τραγουδούσα δημοτικά τραγούδια.

Σ.Τ.: Από αυτές τις εμπειρίες, αλλά κυρίως από την εμπειρία που περιγράφεις στο βιβλίο σου, τον δικό σου θάνατο πώς τον σκέφτεσαι;

Β.Κ.: Σκέφτομαι ότι πρέπει να προετοιμαστώ γι’ αυτή την εμπειρία. Δεν φοβάμαι πλέον, γιατί νομίζω…

Σ.Τ.: Αλήθεια, βρε Βρασίδα; Δεν φοβάσαι;

Β.Κ.: Όχι. Ερχόμαστε σε αυτήν τη ζωή να κάνουμε ορισμένα πράγματα –το γράφω στο βιβλίο–, εγώ τα έχω κάνει ήδη. Δυστυχώς, η ζωή μου ήταν, αν μου επιτρέπεις, πολύ επιτυχημένη.

Σ.Τ.: Ναι, αλλά η ζωή είναι πάντα γλυκιά.

Β.Κ.: Πάρα πολύ.

Σ.Τ.: Πήρες τώρα το αεροπλάνο και ήρθες από την Αυστραλία εδώ για να μιλήσεις για έναν σκηνοθέτη του σινεμά. Αυτό, όσο λίγη, όσο χλωμή χαρά και αν είναι, είναι χαρά.

Β.Κ.: Και ένας αποχαιρετισμός. Μου αρέσουν πάρα πολύ τα τέσσερα τελευταία τραγούδια τους Στράους. Τα έχεις ακούσει;

Σ.Τ.: Τα έχω ακούσει.

Β.Κ.: Αυτό είναι. Εμένα μ’ αρέσει.

Σ.Τ.: Ακόμα και αυτό έχει μεγάλη γλύκα- στα 84 χρόνια του τα έγραψε!

Β.Κ.: Ίσως και ο θάνατος να είναι κάτι γλυκό, έτσι; Ένας αποχαιρετισμός σ’ αυτά που αγαπάμε. Θυμάσαι τι έλεγαν οι στωικοί, «πόσο άξια ζήσαμε». Την ώρα που κλείνεις τα μάτια η μεγαλύτερη εμπειρία είναι να πεις πόσο ωραία ζήσαμε τελικά – που είναι πολύ σημαντικό.

Σ.Τ.: Αυτό είναι ιδανικό να ακούγεται. Αλλά θέλει κανείς να πεθάνει;

Β.Κ.: Όχι, αλλά μπορώ να φανταστώ αυτόν τον κόσμο χωρίς εμένα.

Σ.Τ.: Εγώ ίσως είμαι αφιλοσόφητος εντελώς, αλλά, παρότι δεν με ενδιαφέρει καθόλου, ούτε ματαιοδοξίες έχω ότι θα αφήσω ίχνη, θέλω να είμαι εδώ, να βλέπω το φως, τον αέρα, τους δρόμους, τα αυτοκίνητα… Δεν έχω χορτάσει τις εικόνες αυτές.

Β.Κ.: Και δεν μπορούμε να τις χορτάσουμε έτσι; Είμαστε φτιαγμένοι γι’ αυτές τις εικόνες.

Σ.Τ.: Γι’ αυτό ρωτάω εσένα.

Β.Κ.: Έχω την εντύπωση ότι έχω ολοκληρώσει τον κύκλο μου. Δηλαδή, κλείνω. Και βλέπω τον ορίζοντα, πλησιάζω προς τον ορίζοντα. Γλυκόπικρο αυτό το πράγμα.

Σ.Τ.: Η δημιουργία;

Β.Κ.: Θα την εγκαταλείψω κάποια στιγμή. Νομίζω ότι έκανα αρκετά. Αυτό το κείμενο, αυτό το γράμμα για τον Ρόμπερτ είναι νομίζω η ακραία μου, πως να το πω, άσκηση και ασκητική. Φτάνει.

 

PODCAST:

O BΡΑΣΙΔΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ ΣΥΝΟΜΙΛΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΣΤΑΘΗ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟ ΓΙΑ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ «ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΡΟΜΠΕΡΤ»

Άντι Γουόρχολ

15.00

Ο Άντυ Γουόρχολ μιλάει ιδιωτικά, στο τηλέφωνο ή στο μαγνητοφωνάκι του, για τον έρωτα, το σεξ, το φαγητό, την ομορφιά, τη φήμη, τη δουλειά, το χρήμα, την επιτυχία. Μιλά επιγραμματικά για τη Νέα Υόρκη και την Αμερική, περιγράφει την παιδική του ηλικία σε μια κωμόπολη της Πενσυλβάνια, τα σκαμπανεβάσματα της ζωής, στο μεγάλο μήλο. Την απογείωση της καριέρας του στη δεκαετία του ’60 και το πικρό γκλάμουρ της σύμφυρσης ανάμεσα στις διασημότητες.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:

Η καλύτερη ερωτική επαφή είναι εκείνη που όσο διαρκεί δε σκέφτεσαι τίποτα. Μερικοί μπορούν να κάνουν σεξ και ν’ αφήνουν πραγματικά το μυαλό τους ν’ αδειάζει και να γεμίζει με σεξ. Άλλοι πάλι δεν μπορούν ποτέ ν’ αφήσουν το μυαλό τους ν’ αδειάσει και να γεμίσει από την ερωτική πράξη, κι έτσι, όσο διαρκεί, σκέφτονται: «Είμαι στ’ αλήθεια εγώ; Στ’ αλήθεια εγώ το κάνω αυτό; Είναι πολύ παράξενο. Πριν από πέντε λεπτά δεν το έκανα. Σε λίγο πάλι δε θα το κάνω. Τι θα έλεγε η μαμά; Πώς πρωτοσκέφτηκαν οι άνθρωποι να το κάνουν;» Λοιπόν, ο πρώτος τύπος ανθρώπου – ο τύπος που μπορεί ν’ αφήσει το μυαλό του ν’ αδειάσει και να το γεμίσει με σεξ χωρίς να σκέφτεται – βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση.

Ο δεύτερος τύπος πρέπει να βρει κάτι άλλο για να χαλαρώσει και να χαθεί μέσα σ’ αυτό. Για μένα, αυτό το κάτι άλλο είναι το χιούμορ.

Οι άνθρωποι με χιούμορ είναι οι μόνοι που πάντα με ενδιέφεραν πραγματικά, γιατί, μόλις κάποιος χάσει το χιούμορ του, με κάνει και τον βαριέμαι. Αν όμως η μεγάλη έλξη για σένα είναι το χιούμορ, αμέσως αντιμετωπίζεις πρόβλημα, γιατί αν ο άλλος είναι αστείος δεν είναι σέξυ. Έτσι, στο τέλος, όταν πλησιάζει η στιγμή της αλήθειας δε νιώθεις πραγματική έλξη, δεν μπορείς να «το κάνεις».

Στο κρεβάτι όμως προτιμώ να γελάω παρά να το κάνω. Το καλύτερο είναι να χώνομαι κάτω απ’ τα σκεπάσματα και να το ρίχνω στα ανέκδοτα. «Πώς τα πάω;» «Ωραία, αυτό ήταν πραγματικά αστείο». «Πω πω, έκανες ωραία αστεία απόψε».

Αν πήγαινα με κάποιο κορίτσι της νύχτας, το πιο πιθανό είναι ότι θα την πλήρωνα για να μου λέει ανέκδοτα.

Μερικές φορές, το σεξ δεν ξεφτίζει. Έχω δει ζευγάρια για τα οποία το σεξ δεν ξέφτισε με τα χρόνια.

Προσφορά!

Στάθης Τσαγκαρουσιάνος

13.00

Έγραψαν για το βιβλίο:

Ηλιου φαεινότερο λοιπόν ότι τα κείμενα αυτού του ανθρώπου, έχουν το μυστικό μιας ακριβοθώρητης γοητείας που δεν είναι δάνειο, κρυπτομνησία ή συστηματικό αλληθώρισμα, αλλά προσωπικό ένστικτο. Στα ταξιδιωτικά του αυτή η αρετή είναι διάχυτη. Πριν απο όλα εντυπωσιάζει το διαζύγιο με το «πνεύμα της βαρύτητας». Πουθενά ακρογωνιαίος λίθος, αγκονάρι ή φέροντες οργανισμοί. Αυτή η υδάτινη ροϊκότητα που άλλοτε μιμείται τον αέρα και άλλοτε πέφτει απο ψηλά, συνιστά ενα κατασταλαγμένο μάθημα ζωής, ενα είδος φυσιογνωμίας που μεταλλάσσεται ανάλογα με τη διάθεση και το έναυσμα της στιγμής.

– ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ, Κωστής Παπαγιώργης

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΚΔΟΣΗ

Διαβάζοντας μετά από χρόνια τα σύντομα αυτά κείμενα, διαπιστώνω πρωτίστως ότι δεν είναι ταξιδιωτικά. Λίγα μαθαίνει κανείς για ξένους τόπους. Οι χώρες και οι πόλεις είναι σκηνικά σε ένα παλιό δράμα: τον μπερδεμένο μου εαυτό. Υπό αυτή την έννοια, μικρή διαφορά κάνει αν όσα αναφέρω συνέβησαν στο Ρίο, τη Δαμασκό ή την Αθήνα. Αυτό που πε- ριγράφεται είναι η πορεία ενός ανθρώπου από την κουζίνα ως το μπαλκόνι του, να πάρει αέρα, να μη σκάσει. Και να μετρήσει τα τετραγωνικά του κόσμου του.

Όντως ταξίδευα πολύ εκείνα τα χρόνια – αν θεωρήσουμε ότι ταξιδεύει πολύ εκείνος που διαρκώς είναι σε ένα αεροπλάνο ή αυτοκίνητο. Δεν ταξίδευα. Έφευγα από τον έναν τόπο στον άλλον. Ήταν μετακινήσεις σε θερμά κλίματα, αποδημητικό ένστικτο – ο μόνος τρόπος που ήξερα για να φτιάξω ένα αεροστεγές σύστημα εκτός κοινωνίας, που να μου δίνει ηδονή και αίσθημα ανωτερότητας, ενώ μου επέτρεπε να μετεωρίζομαι σαν τουρίστας μέσα στην εβδομάδα των άλλων. Αν συνέβαινε μια στραβή, πάντα σκεφτόμουν: «Και τι με νοιάζει, την Πέμπτη θα είμαι αλλού».

Τη Δευτέρα, όμως, ήμουν πίσω.

Δυστυχώς, όταν έγραφα αυτό το βιβλίο δεν είχα την τόλμη να μιλήσω ανοιχτά και να πω ότι το βασικό και κύριο ζητούμενο στα ταξίδια εκείνης της εποχής ήταν τα γούστα μου. Το ποτό και το σεξ. Δεν εννοώ τον σεξοτουρισμό -δεν είμαι φαν του είδους-, εννοώ τη διασκέδαση σε μπαρ και κλαμπ και όσα επακολουθούν όταν είσαι νέος. Διέσχισα εκείνη τη

δεκαετία λιώμα – αυτό που ήθελα μόνο ήταν να τραβιέμαι σε άγνωστα μέρη, να πίνω και να κάνω σεξ. Θα είχε νόημα να έγραφα περισσότερα για τη λάσπη στον πάτο της εικόνας, το πουλάκι όμως πέταξε: απλώς δεν ήμουν έτοιμος.

Παρ’ όλα αυτά, δεν λέω ψέματα. Κι αυτό ίσως είναι το πιο αξιοπερίεργο: πώς τα ρευστά, υπαινικτικά αυτά κείμενα πέφτουν σαν γάτες από τον έκτο και προσγειώνονται όρθια. Μπορεί να μην περιγράφω τις λεπτομέρειες μιας συνουσίας (με αυτήν τη μοντέρνα σαφήνεια που προσωπικώς βαριέμαι), περιγράφω όμως εκείνο που τελικά μέτραγε πιο πολύ: το μελαγχολικό ξενέρωμα της άλλης μέρας. Διότι ο κανονικός τίτλος αυτού του βιβλίου θα έπρεπε να είναι «Κυνηγώντας την ουρά μου: Πώς ο άνθρωπος που δεν έχει αγάπη, είναι βαρέλι δίχως πάτο. Και δεν θα χορτάσει ποτέ».

Στα μεσοδιαστήματα εκείνου του κυνηγητού, ναι, έζησα και μερικές στιγμές αλλόκοτης αγνότητας. Και μαγείας. Είδα αυτό που λένε, τη δρόσο των άστρων. Ζεστές, πράσινες θάλασσες. Χειρονομίες ανείπωτης ευγένειας. Το μονοπάτι της υπερβολής μου πέρναγε μέσα από έναν κήπο. Είμαι ευγνώμων που τον διέσχισα, έστω παραπατώντας.

Υπό αυτή την έννοια, ο Παλιός Καταρράκτης, χρόνια εξαντλημένος, είναι ένα βιβλίο που ήθελα να υπάρχει. Χωρίς να διεκδικεί τίποτα, περιγράφει πώς κάποιος έφτιαξε κόσμο, παραδέρνοντας μεταξύ λαγνείας και ποίησης.

Στάθης Τσαγκαρουσιάνος

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ

 

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Επιστολές προς Ευστάθιον

Βρασίδας Καραλής

10.00

Α, νά που άρχισε να βρέχει σήμερα στο Σύδνεϋ. Όταν βρέχει, μνημονεύω Σολωμό και αναρωτιέμαι, δεν έχω τίποτ’ άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα; Βέβαια και έχεις. Έχεις την παιδική σου ηλικία, τις αρρώστιες που σε πόνεσαν, τους ανθρώπους που έχασες, τα ευλογημένα πάθη, τις αγιάζουσες επιθυμίες, τις όσιες αναμνήσεις και, πάνω απ’ όλα, το πολύ απλό ερώτημα που άκουγες συνέχεια από τη μητέρα σου, από την πρώτη μέρα που κατάλαβες τον κόσμο, το προαιώνιο ερώτημα που λένε με αγάπη και θλίψη τα χείλη που σε ανέθρεψαν – τι θέλεις να φάμε σήμερα;

Έχουν πλέον περάσει οι εποχές των παραμυθιών. Είσαι μεσοπέλαγα, νιώθεις ναυτία, αναρωτιέσαι πού να είσαι, πώς βρέθηκες εδώ και γιατί. Κοιτάς τ᾽ αστέρια ενώ κείτεσαι καταγής και οι αστρολάβοι των διαισθήσεων και των παραισθήσεων έχουν χαλάσει, ενώ το μόνο που σκέφτεσαι είναι αυτό που άκουγες συνέχεια από τη μητέρα σου, από την πρώτη μέρα που κατάλαβες τον κόσμο – τι θέλεις να φάμε σήμερα; Ξέρεις, τέτοιες φράσεις σε σώζουν από την αυτοκαταστροφή και την αυτοειδώλευση.

___________________________

Οκτώ επιστολές του Βρασίδα Καραλή από το Σύδνεϋ στην Αθήνα, που απευθύνονται στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο και θίγουν θεμελιώδη ζητήματα ταυτότητας ενός σύγχρονου Έλληνα, με ύφος πλούσιο και πολύσημο, μεταξύ λιβέλλου και ποίησης.

LiFO Βιβλία

Ας φυσά τώρα

Στάθης Τσαγκαρουσιάνος

13.00

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:

Eίχα έναν φίλο που πέθανε η μάνα του απότομα, από καρδιά. Ήταν περίεργο παιδί και δεν έκλαψε καθόλου, ούτε με το πρώτο σοκ ούτε μετά – στις εκκλησίες και στους τάφους. Ήταν κλειστός σαν πέτρα, γιατί την αγαπούσε πολύ.

Το βράδυ που έφυγαν οι επισκέπτες από το σπίτι (σχεδόν τους έδιωξε), εξαντλημένος άνοιξε το ψυγείο. Σε ένα τάπερ βρήκε γεμιστά. Τα είχε μαγειρέψει η μάνα του μια μέρα πριν πεθάνει.

Έκατσε στο τραπέζι, μόνος, και άρχισε να τρώει. Ένιωσε κάτι υπόκωφο να του χτυπάει τα σωθικά: η οικειότητα αυτής της γεύσης. Το ρύζι, η ντομάτα, το συγκεκριμένο λάδι, ο συγκεκριμένος άνηθος – αυτό το μείγμα που ανήκε αποκλειστικά στη μάνα του.

Τότε μόνο τον πήραν τα κλάματα. Έκλαιγε κι έτρωγε, σιγά-σιγά, για να μην τελειώσουν γρήγορα τα γεμιστά του. Μέχρι που τέλειωσαν.

________________

Η επώδυνη ενηλικίωση ενός αγοριού στην επαρχία της δεκαετίας του ’60 και του ’70, η παράξενη άνθηση της σεξουαλικότητας, το μπούλινγκ, οι μαγικοί κόσμοι που αναγκάστηκε να εξυφάνει στη μοναξιά του, η ειδυλλιακή εικόνα ενός νησιού που από πίσω κρύβει καταπίεση και φοβο.

Η δειλή του επανάσταση στην εφηβεία και η μεγάλη του απόδραση στην Αθήνα. Ο τρόπος που προσπάθησε να φτιάξει τη ζωή του, δίχως τις ετοιμες λύσεις της πολιτικής ή της θρησκείας – ακολουθώντας το ένστικτό του και παρατηρώντας σχεδόν με ωμότητα το παίγνιο μιάς κοινωνίας υπό διάλυση.

________________

Το νέο βιβλίο του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο – δίχως αναστολές και δίχως απολογίες. Με σχεδόν εργαστηριακό βλέμμα καταγράφει την αγριότητα και την ομορφιά που ενυπάρχουν σε κάθε ζωή ·  τα τεχνάσματα και τα κατά συνθήκην ψεύδη που χύνονται σαν μέλι στην παντόφλα της δημοσιογραφίας και των social media.

Κυρίως όμως το βιβλίο αυτό είναι ένα tour de force ως προς το ύφος του ― με μια γλώσα μεστή και δωρική, αστραφτερή σαν λάμα και γεμάτη ποιητικές αντηχήσεις.

Είναι μια απόλαυση να το διαβάζεις: τόσο το πρώτο μέρος που συγκεφαλαιώνει τις αφηγήσεις του Νησιού· όσο και το δεύτερο μέρος που μιλά για τον ερχομό στην μεγάλη πόλη.

______________

 

 

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΒΙΒΛΙΑ

Λέσχη Ανάγνωσης

ΒΙΒΛΙΑ

Τα 29 βιβλία νέων Ελλήνων λογοτεχνών που ξεχώρισαν την τελευταία δεκαπενταετία

ΒΙΒΛΙΑ

21 βιβλία όπου η φύση πρωταγωνιστεί

ΒΙΒΛΙΑ

Βιβλία για τους φίλους και τις παρέες

ΒΙΒΛΙΑ

Βιβλία για όσους αγαπούν τη γαστρονομία και την τέχνη της μαγειρικής

ΒΙΒΛΙΑ

Μαθήματα αμερικανικής ιστορίας

ΒΙΒΛΙΑ

Μεταμορφώσεις – Από τη Ελληνική Μυθολογία στον Ορλάντο της Βιρτζίνια Γουλφ

ΒΙΒΛΙΑ

Λογοτεχνία για το καλοκαίρι και τις χώρες του Νότου

Περιοδικά

811

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής

Ο Γιώργος Αρβανίτης είναι ο Αθηναίος της εβδομάδας.

Τι θα δούμε στο φετινό comicdom.

Ο Αμαλία μας ξανασυστήνεται χωρίς τους Architects.

Αφιέρωμα Κουκάκι.

810

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής

11 λόγοι που η ζωή στο κέντρο της Αθήνας φέτος θα είναι ανυπόφορη.

Μαζί θα βρείτε και το νέο αφιέρωμα της LiFO για την υγεία.

 

809

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής

Το αβέβαιο μέλλον του κεντρικού πνεύμονα πρασίνου της πόλης.

808

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής

807

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής

Μια σπουδαία παράσταση του Ευρυπίδη Λασκαρίδη ανεβαίνει στην Αθήνα.

806

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής

805

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής

Hadassah Emmerich
Πόπη Παπαγγελή
Lisa Sotilis
Βάσω Καμαράτου
Γεωργία Παπαζήση
Φιορίτα Πουλακάκη
Καλλιρρόη Παρούση
K.Atou

804

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής

Αφιέρωμα Πειραιάς

803

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ

Limited Editions

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΙ ΤΑΒΙΤΙΑΝ

Πέντε ονειρικές εικόνες από τα καλοκαίρια του φωτογράφου της LiFO, Πάρι Ταβιτιάν.